Μαρία Πολυδούρη: Ζώντας «την ευτυχία του να αγαπώ» – Πέθανε αν σήμερα, 29 Απρίλη1930

«Κι αν η σπασμένη μου καρδιά τρίξη στο σαρκασμό μου, κι αν αντί δάκρυ στάξουνε τα μάτια μου φωτιά, θα μου ραβδίσετε το χυδαίο κι άπρεπο στοχασμό μου ευγενικά στυλώνοντας τη βλοσυρή ματιά. Ομως η βαριά μοίρα μου δεν είναι ο θάνατός μου. Μεσ’ στην καρδιά βόσκουνε πληγές από φωτιά. Ποιος από σας, ανύποπτα, τίμιος θα γίνη εχθρός μου στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σφίξη τη θηλιά»! («ΠΡΟΔΟΣΙΑ»).

Η ψυχή της και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό ένιωθε και το έγραψε. Η Μαρία Πολυδούρη, μια αληθινή, γνήσια γυναικεία φωνή, που ακούστηκε στην ελληνική ποίηση της δεκαετίας του ’20. Μια ποιήτρια αισθαντική, ειλικρινής, με την αλήθεια της ψυχής της, που άλλοτε βάραινε από τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης και άλλοτε «ποθούσε» το αύριο, κατορθώνοντας όμως πάντα να αγγίζει τα όρια της απόγνωσης. Μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του ’20, απ’ ό,τι είναι πολλές γυναίκες σήμερα. Μια γυναίκα που τόλμησε, προκάλεσε, δε δίστασε μπροστά σε κοινωνικά πρέπει, αντιστάθηκε με μέτρο τις δικές της ιδέες, διεκδίκησε το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια. Κραυγή, θρήνος, ξέσπασμα χαράς, δάκρυ, θάνατος, χάος κι αιωνιότητα. Μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γεμάτη ζωή και θάνατο. Μια μαχόμενη καρδιά, μια επαναστατημένη γυναίκα που δίνει τον προσωπικό της αγώνα, μια ψυχή έτοιμη να ριχτεί στη φωτιά, γνωρίζοντας καλά πως θα καεί.

Στήριγμα στην αγάπη

«Εζήτησα ν’ αγαπήσω κι αγάπησα, τι άλλο θέλω πλέον; όλα όσα κάνω είναι αγιασμένα από την αγάπη μου, δεν είμαι καθόλου το αδύνατο πλάσμα που ζητά στήριγμα στην αγάπη σου, είμαι η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο».

Σε μια εποχή που η αγάπη υπολογίζεται με τα κυβικά ενός αυτοκινήτου, με την κινητή και ακίνητη περιουσία, τις καταθέσεις στην τράπεζα και το θεαθήναι και οι περισσότεροι ζουν και πεθαίνουν με το ψέμα στα χείλη, η Πολυδούρη έρχεται 73 χρόνια μετά να μας υπενθυμίσει την άλλη… την αληθινή διάσταση της αγάπης. Επιθυμούσε να πιστέψει σ’ έναν άνθρωπο που θα ‘χει το μέγεθος και την ακεραιότητα του συμβόλου. «… Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλλα κι ας μη με αγαπήση, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι…».

Η αγάπη για την Πολυδούρη – όπως άλλωστε κατά βάθος και για τους περισσότερους ανθρώπους – συχνά εκφράζεται σαν μια κραυγή απελπισίας. «… Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της…».

Εδωσε και δόθηκε στην αγάπη με τέτοια ένταση, που σήμερα μπορεί να μοιάζει ανοίκεια. Κι όμως είναι τόσο αληθινή, τόσο ειλικρινής, που είναι ικανή να μνημονεύει το σπουδαίο, να ερμηνεύει το όνειρο, να πλησιάζει το ανεκπλήρωτο. «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα, γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη… Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα… Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες έζησα, να πληθαίνω τα ονείρατά σου… κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες».

Ο Απρίλης είναι ο μήνας της. Ο μήνας που γεννήθηκε, ο μήνας που πέθανε. «θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη» θα νιώσει στο ποίημά της «Σαν πεθάνω». Τον Απρίλη συναντάμε και στο ημερολόγιό της: «… Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου δεν εννοεί να πεθάνει τίποτε!…»… «Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπη μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει»…

Δε θα μου κλείσετε το στόμα

Ορμητική, «απερίσκεπτη», όπως η ίδια κρίνει τον εαυτό της «κάνω πάντα κάτι τι για το οποίο θα παραπονείται η Λογική, αλλά θα συγχωρεί η ψυχολογία…».

«Α, ήμουν τρελλός τόσον καιρό που σώπαινα κι αυτά μούχουν βαρύνει το κεφάλι.Φίλε μου νάσαι απλώς πολυλογάς χωρίς ουσία, θάσαι βάρος. Φρόντισε νάσαι ο πιο επικίνδυνος και μόνος σου να παίρνης θάρρος… Είδες ο φουκαράς ο τζίτζικας ψόφησε εχτές από ειλικρίνεια. Τάλεγε αληθινά κ’ επίμονα και μεις τα παίρναμε για γκρίνια.Στο τέλος έσκασε από ευγένεια κ’ επίσημα κυλίστηκε στο χώμα… Α φαύλοι, δε θα μου το κλείσετε ποτέ τ’ αχρείο μου το στόμα!».

Η ζωή και το έργο της Πολυδούρη συνδέθηκε με τον μεγάλο τραγικό ποιητή, τον Κώστα Καρυωτάκη. Ο δεσμός της με τον ποιητή της «Πρέβεζας», ο έρωτας και οι συγκρούσεις τους ήταν καθοριστικά στη ζωή της. Η Πολυδούρη είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπέτεια, αγαπούσε τη ζωή σε όλες της τις εκφράσεις, βίωνε τον πόνο αισιοδοξώντας.

Στο άτιτλο μυθιστόρημά της, η Πολυδούρη ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της, στο οποίο θα αναγνωρίσει κανείς πολλά πρόσωπα και πράγματα που θα φωτίσουν ακόμη περισσότερο την άγνωστη ζωή της ποιήτριας…

Η Πολυδούρη, όπως κι ο Καρυωτάκης, πέθανε πολύ νέα, στα 28 της μόλις χρόνια, ίσως γι’ αυτό σε όλη της τη ζωή ζούσε με πάθος και ένταση την κάθε στιγμή. Επαιξε με την αυτοκαταστροφή της σαν γενναία μαχητής, αδιαφορώντας για το αν θα χάσει ή θα κερδίσει. Η φευγάτη, αέρινη ύπαρξη, που δοκίμαζε τα όριά της και πολλές φορές τα ξεπερνούσε, δε θα μπορούσε να αποσκοπεί σε κέρδος. Για εκείνη κέρδος ήταν το δικό της συναίσθημα και η κάθε της στιγμή, βιωμένη με ένταση και αλήθεια. Οσο για το θάνατο, δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά αν τον φοβόταν. Πάντως τον υπερασπιζόταν και τον αγκάλιαζε με τόση συχνότητα όση και την αγάπη.

Ο Κώστας Ουράνης, κάνοντας κριτική για τις ποιητικές της συλλογές, επισημαίνει: «… Δύο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες… Ετσι καθώς μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου… κι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα ποιήματα αυτά να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ και ανθρώπινο κι αιώνιο…».

Χρονολόγιο

1902. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου στην Καλαμάτα. Πατέρας της ο φιλόλογος καθηγητής Ευγένιος Πολυδούρης. 1905. Ο πατέρας της μετατίθεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί θα τελειώσει η Μαρία το Δημοτικό και το Σχολαρχείο. 1914. Νέα μετάθεση του πατέρα της, αυτή τη φορά στα Φιλιατρά. Εκεί η Μαρία θα φοιτήσει στην Α΄ και Β΄ τάξη του Γυμνασίου. 1916. Η οικογένεια Πολυδούρη επιστρέφει στην Καλαμάτα. Η Μαρία σε ηλικία 14 ετών θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ» το πρώτο της ποίημα. Είναι το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Συγκεντρώνει τα ποιήματά της στη συλλογή «Μαργαρίτες», που δεν εκδίδει ποτέ. 1918. Τελειώνει το σχολείο και διορίζεται, ύστερα από εξετάσεις, στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας. 1920. Πεθαίνει ο πατέρας της και σε 40 ημέρες η μητέρα της. 1921. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή. 1922. Μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Γνωρίζει τον Καρυωτάκη και δημοσιεύει ποιήματά της στα περιοδικά «Εσπερος» της Σύρου, «Ελληνική Επιθεώρησις», «Πανδώρα», κ.ά. 1925. Εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο χωρίς να τελειώσει τις σπουδές της. Γράφει τις τελευταίες σελίδες του Ημερολογίου της και φεύγει για τη Φτέρη Αιγίου, όπου γράφει τη νουβέλα που δε θα δημοσιεύσει ποτέ. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη. 1926. Παίζει στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι. Ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου παίρνει δίπλωμα ραπτικής από την Ecole Pigier. 1927. Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Charit. 1928. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στη «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Τρίλλιες που σβήνουν». Αυτοκτονεί ο Καρυωτάκης. 1929. Παραμένει στη «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Ηχώ στο χάος». 1930. Πεθαίνει στις 30 του Απρίλη στην κλινική Χριστομάνου.

Πηγή: Σοφία Αδαμίδου – Ριζοσπάστης

___________________________________________________________________-

Ήταν ένα γλυκό σούρουπο στην Αθήνα του 1922.

Η Μαρία Πολυδούρη μπήκε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην οδό Πανεπιστημίου. Εκεί είχε δώσει ραντεβού με τον Κώστα Καρυωτάκη.

Εκείνη έφτασε νωρίτερα και έψαχνε κάπου να καθίσει για να τον περιμένει. Το ζαχαροπλαστείο λέγονταν “Παλλάδιο” και ήταν γεμάτο κόσμο.

Δύσκολα εύρισκες τραπεζάκι άδειο. Γκαρσόνια πήγαιναν κι έρχονταν. Έντονες συζητήσεις, γέλια, φασαρία.

Η Μαρία κάθισε σε μια γωνιά στο βάθος του μαγαζιού. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κανείς δεν την ήξερε, άλλωστε πάντα ήταν χαμηλών τόνων.

Κλεισμένη στον εαυτό της απέφευγε τις πολλές συναθροίσεις. Παρήγγειλε ένα αναψυκτικό. Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσάντα της κι ένα μολύβι.

Φαίνονταν σκεπτική. Τα μάτια της ήταν συνέχεια προς την πόρτα. Περίμενε να έρθει εκείνος και η καρδιά της κτυπούσε.

Μια κοιτούσε προς την πόρτα και μια έσκυβε τα μάτια της στο σημειωματάριο, σαν να την απασχολούσε κάποιος στίχος.

Σ’ εκείνον τον ελάχιστο χρόνο που προσπαθούσε κάτι να γράψει, μπήκε εκείνος.

Δεν την έψαξε καθόλου. Σαν να ήξερε το σημείο που κάθονταν. Ούτε που κοίταξε αριστερά ή δεξιά, προχώρησε κατευθείαν προς εκείνη.

Όταν σήκωσε τα μάτια της η Μαρία τον είδε να την πλησιάζει.

ΜΑΡΙΑ – Μα πώς με ξετρύπωσες τόσο εύκολα κι ήρθες κατευθείαν σε εμένα;

Ο Κώστας της έδωσε μια ποιητική απάντηση.

ΚΩΣΤΑΣ– Τα μάτια σου σα δυο αστέρια, φώτιζαν απ’ την πόρτα και μου έδειξαν το δρόμο!!!

Εκείνο το βράδυ η Μαρία έγραψε ένα από τα καλύτερα ποιήματά της. “Μόνο γιατί μ’ αγάπησες.”

Η μια στροφή του ποιήματος έλεγε…

Μονάχα για τη διαλεχτή αγάπη σου

μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.

Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια, μονάχα για τη διαλεχτή αγάπη σου…

Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες, στά περασμένα χρόνια.

Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα, καί σέ βροχή, σέ χιόνια, δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου, μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα, μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο, κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα, μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν, μέ τήν ψυχή στό βλέμμα, περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο, τῆς ὕπαρξής μου στέμμα, μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα, γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη, στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη, μένα ἡ ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες, ἔζησα, νά πληθαίνω, τά ὀνείρατά σου ὡραῖε, πού βασίλεψες, κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω, μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες…

(Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *