“Σα να μην επαρκούν στον εαυτό τους”

Οι λέξεις είναι φορτία και φορτηγίδες μαζί. Τις κουβαλάς πάνω σου με όσα κι αυτές κουβαλάνε.

 Θέλουν μέτρημα και υπολογισμό, οι λέξεις. Να αντέχεις κι εσύ το βάρος τους κι ο άλλος. Αλλά κι αυτές οι ίδιες.

Συνήθως είναι αθώες. Μέχρις ότου τις πληγώσουν τα γεγονότα και πάρουν άλλο νόημα και φορτίο. Η λέξη δήλωση, ας πούμε. Ήταν κάποτε μια λέξη που περιείχε δημόσιες υπηρεσίες. Μια επόμενη εποχή, έγινε αιμάτινη (με πολλές εσωτερικές ροές). Η λέξη μετάνοια επίσης, η λέξη συγγνώμη!..

Αθώες λέξεις που έχασαν την αθωότητα.

(Φυσικά τα παιδιά δεν ξέρουν από φορτία. Ξαναχρησιμοποιούν κάθε φορά τις λέξεις με το νόημά τους, παίζουν μαζί τους, όπως παίζουν και με τη ζωή. Τη δική τους και των άλλων. Κι αυτό είναι αθωότητα.

Αλλά οι μεγάλοι δεν είναι αθώοι όταν παίζουν. Με τις λέξεις, τη ζωή τους και κυρίως τις ζωές των άλλων.)

Υπάρχουν κι άλλες λέξεις, όχι καθημερινής χρήσης. Με σπουδαιότητα και κυριολεξία. Που μερικές φορές γίνονται συνήθεια επαναλαμβανόμενες, κι από τη φθορά χάνουν τη σημασία τους ή έστω το φορτίο τους. Ενίοτε και τη σοβαρότητά τους. Μερικές γίνονται κενές περιεχομένου. Σχεδόν. Αλλά η συνήθεια τις επαναλαμβάνει. Και κάποιοι άνθρωποι επίσης. Σαν να είναι ασπίδα που προστατεύει από άλλα, ποιός ξέρει πόσα και ποιά. Σαν να κρίνεται από την επανάληψη η ύπαρξη τους (και των λέξεων, μα προπαντός των ανθρώπων. Οι οποίοι άνθρωποι δεν ξέρουν (;) πως λέγοντας και ξαναλέγοντας τις φτωχαίνουν ακόμα πιο πολύ).

Είναι πιθανόν από ανάγκη. Όπως όταν μιλάμε στο σκοτάδι για να διώξουμε το φόβο. Τα παιδιά το κάνουν αυτό στην δική τους κυριολεκτική ζωή. Οι μεγάλοι σε όλο τους το σκοτάδι. Όπως λέει κι ο Γ. Ρίτσος στην Περσεφόνη (Τέταρτη διάσταση):

γελώντας, φωνασκώντας (χαριτωμένα τάχα)

μόνο για να τους ακούσουν

σα να μην επαρκούν στον εαυτό τους…

Όμως ακόμα κι αν τίποτα καλύτερο για τη ζωή δεν μπορούμε να κάνουμε, ας μην υποκύψουμε στο φόβο μας, ας προφυλάξουμε, τουλάχιστον, τις λέξεις (και την ουσία τους) από το ευτελισμό, την καταστροφή τους. Μπορούμε;

Καθώς, αν τις καταχραστείς, τις λέξεις, σαν σφετεριστής που έπαιξε στη “φούσκα” τα λεφτά της επιχείρησης, θα μετεωρίζονται, μόνες και ανυπόληπτες, ακόμα κι αν γίνονται (απο)δεκτές σε δεξιώσεις αμηχανίας των βορείων προαστίων.

Βέβαια βάζουμε δύσκολα καθήκοντα. Πως να αποφύγεις το χρηματιστήριο αξιών όταν έχουν αλλοιωθεί οι έννοιες – άρα οι λέξεις που διαφθείρονται έχουν δικαιολογία, πως να διασωθούν μέσα σε προτάσεις διεφθαρμένες; Αν όλοι τα παίρνουν, πως οι λέξεις θα μείνουν αθώες; Στο κάτω-κάτω ένα όχημα ήσαν. Δεν παράστησαν ποτέ κάτι άλλο (την αιτία ας πούμε).

Λαϊκές λέξεις που ξέπεσαν με αναβάθμιση, έντιμες λέξεις που οδηγήθηκαν στη ρεμούλα δια της συνεχούς επαναλήψεως ή ηρωικές λέξεις που έγιναν διαφημιστική καμπάνια.

Ένας τελευταίος τροχός της αμάξης, ένας απλός υπάλληλος, ήσαν κι αυτές, διαταγές εκτελούσαν, πως μπορούσαν να αρνηθούν; Ή πολύ περισσότερο να εξεγερθούν;

Κι ωστόσο, και παρ’ όλα αυτά, έχουν κι εκείνες την ευθύνη τους, καθώς δεν είναι μόνο φορτηγίδες. Και δεν είναι αμέτοχες, “αντικειμενικές”, ουδέτερες. Έχουν λόγο, όχι μόνο ύπαρξης αλλά και σημασίας.

Αναρωτιέσαι, βέβαια, στην εποχή της γενικής ασάφειας πως μπορεί να διασωθεί η κυριολεξία! Όσο η πράξη δεν επαρκεί. Κι έτσι δίκοπες λάμες παίρνουν υπόσταση από λέξεις.

Γι’ αυτό σαν να έχουν μοίρα και ψυχή, οι λέξεις δεν ωφελούνται με το συνωστισμό και γενικώς την άκριτη συνάφεια. Θέλουν ακριβολογία, νόημα και συνέπεια.

Όπως και στον έρωτα, έτσι και στη ζωή μας δεν μπορούν να  καλύψουν την έλλειψη αισθήματος (και νοήματος).

Οι λέξεις πιστεύω, αντιστέκομαι, αγαπώ…, ας πούμε. Ή, η λέξη επανάσταση.

Πηγή: Θανάσης Σκαμνάκης – kommon

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *