Ο παραστάτης απ’ το Μπαγκλαντές – Μια συγκλονιστική ιστορία

Το παιδί από το Μπαγκλαντές που ως παραστάτης κατάφερε όχι να κλέψει για λίγο, αλλά να στρέψει πάνω του για πολύ το βλέµµα µιας ολόκληρης κοινωνίας. Μια φωνή µε οδηγεί στον δεύτερο όροφο, κάποια άλλη µε ενηµερώνει ότι σε λίγα λεπτά «ο Χασανού θα είναι εδώ».

Μου απλώνει το χέρι του, κλείνω µέσα του το δικό µου, χειραψία δυνατή, βουβός αντίλαλος ενός ηχηρού «µπράβο». Καθόµαστε αντικριστά σε κάποιο θρανίο, σαν συµµαθητές. Σκέφτοµαι πόσα πολλά θα είχα να «αντιγράψω» από εκείνον αν πράγµατι ήµασταν συµµαθητές κι αν δίναµε κάποιο µάθηµα µε τίτλο «εξετάσεις ζωής». Τον ρωτάω αν είναι έτοιµος για ένα ταξίδι στη δική του. «Μάλιστα, κυρία», µου απαντά. Του λέω πως µε λένε Ροµίνα και ότι το «κυρία» δεν έχει καµία θέση ανάµεσά µας… Γελάει δυνατά πριν το χαµόγελο αυτό αρχίσει σταδιακά να σβήνει µέσα στις µνήµες µιας άλλης ζωής…

«Αγόρι µου, πρέπει να φύγεις από δω»

20 Φεβρουαρίου 2002. Σε κάποιο χωριό, λίγα χιλιόµετρα έξω από την πόλη Σιλέτ του Μπαγκλαντές, έρχεται στον κόσµο το δεύτερο παιδί της Σουφία και του Νουρού Ζαµάν. Η καθηµερινότητα είναι δύσκολη για την οικογένεια: ο πατέρας δουλεύει ως αγρότης και ψαράς, η µητέρα φροντίζει τα δυο της αγόρια, τον Ραχί και τον Χασανού, και όλοι µαζί πιστεύουν πως «η ζωή είναι µια πελώρια φυτεία από την οποία οι σκλάβοι µπορούν κάποτε να δραπετεύσουν για ένα καλύτερο αύριο»: «Παρ’ όλες τις δυσκολίες, τα θυµάµαι όµορφα τα παιδικά µου χρόνια. Παιχνίδι µέσα σε ζαχαροκάλαµα, µυρωδιά τσαγιού, ποδόσφαιρο στις αλάνες και ποδήλατο στις γειτονιές. Ηµουν ζωηρό παιδί, στιγµή δεν καθόµουν ήσυχος, παρά µόνο στο σχολείο. Ολη την υπόλοιπη µέρα έτρεχα παντού µε τους φίλους µου, ο πατέρας µου µού έλεγε ότι µοιάζω µε πουλί που θέλει να πετά ελεύθερο. Στα 13 µου χρόνια, αυτή του η φράση αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από προφητική», λέει ο Χασανού και συνεχίζει: «Ηταν πρωί, µόλις είχα ξυπνήσει, όταν ο πατέρας µου κάθισε δίπλα µου στο κρεβάτι και µου είπε: “Αγόρι µου, πρέπει να φύγεις από δω. Εχω κανονίσει µε κάποιους ανθρώπους να πας στην Ευρώπη, μόνο εκεί θα είσαι ασφαλής. Η οικογένειά μας έχει ορισμένα πολιτικά θέματα, αν μείνουμε εδώ, θα μας σκοτώσουν όλους. Φύγε για να σωθείς”. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να έρθουν μαζί μου, ο αδελφός μου είχε μείνει παράλυτος από κάποιο ατύχημα, από εκείνη τη στιγμή μέχρι και σήμερα αλλάζουν κάθε λίγο και λιγάκι τόπο διαμονής, ζώντας σαν κυνηγημένοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Δέκα ημέρες μετά από εκείνο το πρωινό έφυγα έχοντας στις αποσκευές μου κάποια ζεστά ρούχα και ελάχιστα χρήματα. Δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω, ωστόσο όταν έχεις απέναντί σου την όψη του θανάτου, κάθε ενδοιασμός είναι περιττός…».

Τέσσερις μήνες στον δρόμο της απόγνωσης

H κουβέντα μας σταματά για λίγο. Ο Χασανού χρειάζεται μια παύση για να μπορέσει να συνεχίσει. Στήνω αυτί στον απόηχο της λαχανιασμένης ανάσας του και στον βηματισμό μιας διαδρομής που θα διαρκούσε για πάνω από τέσσερις βασανιστικούς μήνες: «Ξεκίνησα με έναν οδηγό και κάποιους άλλους ανθρώπους από το Μπαγκλαντές και έφτασα στα σύνορα της Ινδίας. Εκεί, μας πήρε ένα αυτοκίνητο και μας οδήγησε σε ένα σπίτι όπου μείναμε όλοι μαζί για έξι-επτά ημέρες. Υστερα ταξιδέψαμε πάλι με αυτοκίνητο, φτάσαμε στο Πακιστάν και μετά περάσαμε στο Βόρειο Ιράν ή αλλιώς στην κόλαση. Εκεί, μείναμε σε ένα σπίτι όπου μας χτυπούσαν και δεν μας επέτρεπαν να πάμε ούτε στην τουαλέτα. Μας πετούσαν μια φέτα ψωμί με σάλτσα, δεν μπορούσες να ζητήσεις παραπάνω, η πείνα σε τρέλαινε. Κι όμως, οι δυσκολίες μόλις ξεκινούσαν…» περιγράφει ο Χασανού και συνεχίζει: «Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Οι περισσότερες εικόνες είναι θολές, σαν ανάμνηση ενός εφιάλτη. Για μέρες ολόκληρες περπατούσα στα βουνά μέσα σε χιόνι που έφτανε μέχρι την κοιλιά μου, ένας άνθρωπος πέθανε μπροστά μου από το κρύο, δεν υπήρχε φαγητό ούτε λογική. Θυμάμαι πως είχα πει στο εαυτό μου: “Αν τα καταφέρεις να βγεις ζωντανός από όλο αυτό, τότε η ζωή θα είναι για σένα παιχνιδάκι”. Σαν να ζούσα μέσα σε παραίσθηση, άκουγα ακόμα τα τελευταία λόγια των γονιών μου: “Μέχρι να φτάσεις στην Ευρώπη, μη σταματάς πουθενά…». Δεν σταμάτησα πουθενά. Τελικά τα κατάφερα και κάπως έτσι έφτασα στην Τουρκία κι από εκεί με τα πόδια στην Αλεξανδρούπολη, όπου με παρέλαβε ένα αυτοκίνητο και με πήγε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου πλήρωσαν γι’ αυτό το ταξίδι 3.000 ευρώ, τόσο άξιζε η πιθανότητα να μπορέσω να ζήσω μια κανονική ζωή. Στη Θεσσαλονίκη έμεινα τρεις-τέσσερις μέρες και τον Φεβρουάριο του 2017 έφτασα τελικά στην Αθήνα».

Από την Ομόνοια στο μονοπάτι μιας άλλης ζωής

Οταν ο Χασανού φτάνει στην αθήνα, αποβιβάζεται στον Σταθμό Λαρίσης. Είναι μόνος, βρώμικος, κανείς δεν τον κοιτά, «αόρατος αισθανόμουν τότε», λέει. το μεσημέρι της ίδιας ημέρας φτάνει στην Ομόνοια: «Δεν ξέρω πώς, μη με ρωτάτε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι προσπαθούσα να επικοινωνήσω με κάποιον, αλλά όλοι με απέφευγαν».

Εκεί, στη διάσημη πλατεία της απόλυτης κατάντιας, συναντά κάποιον άνθρωπο από το Μπαγκλαντές και ο μικρός αρχίζει να ελπίζει ξανά: «Εκείνος ο άνθρωπος μου μίλησε στη γλώσσα μου, δεν μιλούσα καθόλου αγγλικά ή ελληνικά τότε, με ρώτησε πότε είχα έρθει και μου είπε ότι μπορούσε να με φιλοξενήσει στο σπίτι του και να με βοηθήσει προκειμένου να κάνω τις απαιτούμενες ενέργειες για να πάρω πολιτικό άσυλο. Ημασταν από την ίδια πόλη και αυτό μου έδωσε τεράστια χαρά. Ηταν σαν να έβλεπα ξανά τους δικούς μου», αφηγείται με φωνή πιο δυνατή και συνεχίζει: «Εκείνη την ημέρα, τέσσερις μήνες μετά τη φυγή μου, μίλησα για πρώτη φορά στο τηλέφωνο με την οικογένειά μου, αν μπορείς να πεις κουβέντα μια επικοινωνία μέσα σε λυγμούς. Δεν τους είπα όσα είχα περάσει για να μην τους στεναχωρήσω. Ο πόνος που είχαν βιώσει ήταν αρκετός. Η συνέχεια ήταν καλή, όπως καλοί ήταν και όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα στον νέο μου δρόμο. Εκανα διάφορες μικροδουλειές για να συνεισφέρω στα έξοδα του σπιτιού, απευθύνθηκα σε κάποια στέγη, μίλησα με κοινωνική λειτουργό και έκανα αίτηση ασύλου, το οποίο πήρα πριν από λίγο καιρό. Εμαθα αγγλικά από τις ταινίες στην τηλεόραση -έτσι είχα επίσης μάθει ινδικά και πακιστανικά στη χώρα μου- και ελληνικά από τις καθημερινές συναναστροφές μου. Τον Οκτώβριο του 2017 μπήκα τελικά στον ξενώνα “Eστία”, έναν χώρο που θεωρώ σπίτι μου και τους ανθρώπους του οικογένειά μου. Εχετε τόσο όμορφη γλώσσα και τόσο όμορφη χώρα που σας είμαι ευγνώμων για τη φιλοξενία. Είστε ωραίοι άνθρωποι οι Ελληνες, λίγο περίεργοι, αλλά ωραίοι».

Ο επίμονος μαθητής που στάθηκε δίπλα στη σημαία

Ενας από τους πρώτους στόχους του Χασανού όταν έφτασε στην Ελλάδα ήταν να φοιτήσει σε κάποιο σχολείο προκειμένου να μπορέσει να σπουδάσει «για να γίνω καλύτερος άνθρωπος». Κάπως έτσι γράφεται σε Γυμνάσιο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης βάζοντας στόχο να κατακτήσει το όνειρό του: «Με έβαλαν στη B’ Γυμνασίου. Θυμάμαι ότι στην αρχή καθόμουν στο θρανίο χωρίς να καταλαβαίνω τίποτε άλλο πέρα από αγγλικά και μαθηματικά. Οι καθηγητές μου, ωστόσο, με βοήθησαν πάρα πολύ, όπως ακριβώς και οι συμμαθητές μου. Παράλληλα έκανα και πέντε ώρες την εβδομάδα ελληνικά στο σχολείο της Αποστολής στην περιοχή της Ομόνοιας. Τελείωσα και την Γ ’ Γυμνασίου και στη συνέχεια, με τη βοήθεια της κοινωνικής λειτουργού του ξενώνα, γράφτηκα σε ΕΠΑΛ των νοτίων προαστίων. Ημουν καλός μαθητής και με τη βοήθεια των ανθρώπων της “Εστίας” έγινα καλύτερος. Τα πρωινά πηγαίνω στο σχολείο και τα απογεύματά μου είναι μοιρασμένα ανάμεσα σε μαθήματα Ελληνικών και φροντιστήριο Μαθηματικών, Φυσικής, Χημείας και Αγγλικών εδώ στον ξενώνα», λέει χαμογελώντας και συνεχίζει: «Πέρα από το διάβασμα δεν κάνω κάτι άλλο. Πρέπει να πετύχω, να γίνω ένας καλός προγραμματιστής, να βρω μια δουλειά, να φτιάξω τη ζωή μου και να καταφέρω κάποτε να προσκαλέσω στο σπίτι μου την οικογένειά μου. Οχι, δεν βγαίνω πολύ, παρότι οι φίλοι μου από το σχολείο μού έχουν πει πολλές φορές να πάμε κάπου μαζί. Και πάλι, όχι. Κανένα παιδί στο σχολείο δεν με αντιμετώπισε διαφορετικά, όλοι μου είπαν: “Μπράβο ρε!” όταν ανακοινώθηκε ότι θα είμαι παραστάτης στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Πώς αισθάνθηκα; Τιμή που μου έδωσαν την ευκαιρία να σταθώ δίπλα στο σύμβολο μιας χώρας που με περιέβαλε με αγάπη και σεβασμό. Στη χώρα μου ίσως επιστρέψω μετά από χρόνια, όταν η πολιτική πάψει να είναι συνώνυμο της εκμετάλλευσης, του μίσους και του θανάτου. Τίποτα δεν μου λείπει από εκεί, εκτός από την οικογένειά μου, τους φίλους μου και το ποδήλατό μου… Εδώ στην Ελλάδα τα ποδήλατα είναι πολύ ακριβά, θέλεις 180 ευρώ για να πάρεις ένα. Κάποια στιγμή θα μαζέψω, όμως, χρήματα και θα το πάρω. Δεν θα τα καταφέρω;».

Κουνάω το κεφάλι καταφατικά «συστήνοντάς» του τη φράση «Σου έκαναν τη ζωή ποδήλατο». Γελάει δυνατά. «Ξέρετε, κυρία… ακόμη κι αν μας κάνουν τη ζωή ποδήλατο, υπάρχει μέσα μας μια ρεζέρβα. Να το θυμάστε πάντα αυτό».

Πηγή: Ρομίνα Ξύδα – “Πρώτο Θέμα”

Μία απάντηση στο “Ο παραστάτης απ’ το Μπαγκλαντές – Μια συγκλονιστική ιστορία”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *