Του Νίκου Στραβελάκη
Τα ελληνοτουρκικά αποτελούν κεντρικό ζήτημα στην εσωτερική πολιτική σκηνή αλλά και σημαντικό θέμα στις εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο. Για την αριστερά θα έπρεπε να είναι προνομιακό πεδίο ανάδειξης του αδιεξόδου της εγχώριας αστικής πολιτικής του εθνικισμού και της παράλληλης προσπάθειας αναβάθμισής της μέσα από την πρόσδεση στα Ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αντι αυτού μεγάλα τμήματα της αριστεράς ακολουθούν μια φοβική στάση απέναντι στις εξελίξεις. Κάποιοι, όπως το ΚΚΕ, υποβαθμίζουν τελείως το ρόλο των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας και αναλύουν τις εξελίξεις αποκλειστικά στο πλαίσιο των Ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, άλλοι τον απολυτοποιούν ξεχνώντας τα συμφέροντα Ιμπεριαλιστικών κέντρων στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο αριστερές δυνάμεις φτάνουν υιοθετούν προβλήματα της αστικής πολιτικής. Αρχικά προβληματίζονταν για το τι θα κάνουν σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, τον οποίο θεωρούσαν αναπόφευκτο, και τώρα αναρωτιούνται ποια θέση θα πάρουν στην περίπτωση παραχωρήσεων από την Ελληνική πλευρά στα θέματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Θα επιχειρηματολογήσω ότι οι αναφορές του Μάρξ στο Ανατολικό ζήτημα, στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος αλλά και πλευρές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και ιδιαίτερα η θεωρία της γαιοπροσόδου μπορούν να βοηθήσουν και στη κατανόηση των εξελίξεων. Μαζί με τις πολεμικές ανταποκρίσεις και τα κείμενα του Τρότσκι από τους Βαλκανικούς πολέμους και το Α παγκόσμιο πόλεμο μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την χάραξη μιας σύγχρονης αριστερής αντικαπιταλιστικής γραμμής για το ζήτημα. Ας τα πάρουμε από την αρχή
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν για το Μάρξ μοχλός πίεσης των μεγάλων δυνάμεων του 19ου αιώνα απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η δομή της αυτοκρατορίας σε δύο έθνη τους «πιστούς» και τους «άπιστους» και η χρήση του κορανίου ως αστικού και ποινικού κώδικα αποτελούσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη και παγκοσμιοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Παράλληλα οδήγησε στη διόγκωση της σημασίας όχι μόνο της μουσουλμανικής θρησκείας όσο και της ελληνο-ορθόδοξης εκκλησίας. Η τελευταία ήταν όχι μόνο θρησκευτικός αλλά και ο πολιτικός ηγέτης και συνάμα ο δικαστής και δάσκαλος των «απίστων».
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα που ακολουθεί από μια δημοσιογραφική ανταπόκριση του 1853:
« Η Κωνσταντινούπολη είναι η χρυσή γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, και ο δυτικός πολιτισμός, όπως και ο ήλιος, δεν μπορεί να διαγράψει τον κύκλο γύρω από τον κόσμο χωρίς να περάσει απ’ αυτή τη γέφυρα – και δεν μπορεί να την περάσει χωρίς να συγκρουστεί με τη Ρωσία.»
Η Ρωσία είναι ιστορικά ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας των εξελίξεων στην περιοχή. Μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα που ήταν ή ήθελε να είναι συγχρόνως στρατιωτική υπερδύναμη. Παράλληλα αναζητούσε ηθική νομιμοποίηση των ενεργειών της ως ηγέτης των Χριστιανών της Ανατολής. Όμως η οικονομική καθυστέρηση χαρακτήριζε και την Ρωσική εξωτερική πολιτική με την έννοια ότι η Ρωσία νοιαζόταν να κάνει τη δουλειά της αδιαφορώντας πλήρως για τις εξελίξεις και το μέλλον των λαών. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μάρξ:
«Ανατρέξτε στα πιο περιβόητα έγγραφα της ρωσικής διπλωματίας και θα δείτε ότι, παρά την οξυδέρκεια, την ψυχρή λογική, την πονηριά και την αριστοτεχνικότητα που δείχνει στον εντοπισμό των αδύνατων σημείων των βασιλιάδων, των υπουργών και των Αυλών της Ευρώπης, η σοφία της φτάνει σε πλήρη αδιέξοδο όσον αφορά την ιστορική κίνηση των ευρωπαϊκών λαών.»
Η Ρωσία δεν ήταν η χώρα που ήθελε να πουλήσει εμπορεύματα ή να κάνει επενδύσεις στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αυτό που την ενδιέφερε ήταν η δική της γεοστρατηγική και οικονομική αναβάθμιση. Από τη σκοπιά αυτή ήθελε να χρησιμοποιήσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς ως μοχλό πίεσης χωρίς όμως να επιδιώκει κατ’ ανάγκη τον εκσυγχρονισμό ή ακόμη- ακόμη και το διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια τους ήθελε σαν ένα επιπλέον χαρτί στη διπλωματική σκακιέρα.
Βέβαια υπάρχει και ένας τρίτος πολύ σημαντικός παράγοντας. Αυτός δεν είναι άλλος από τις επιδιώξεις των αστικών τάξεων των δύο χωρών. Στην Ελλάδα αυτό εκφράσθηκε με την αστική επανάσταση του 1821 και στη Τουρκία με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Και στις δύο επαναστάσεις τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και η ιδιαιτερότητα της Ρωσίας και της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο.
Για την Ελλάδα η επανάσταση ηττήθηκε στρατιωτικά. Η δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους ήταν πολιτική απόφαση και της Αγγλίας, και της Γαλλίας και της Ρωσίας που ενεπλάκησαν και στρατιωτικά και διπλωματικά για την επικράτησή της. Οι Αγγλογάλλοι έβλεπαν στο νέο κράτος την απαρχή του διαμελισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η Ρωσία την αποδυνάμωση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και την ενίσχυση του Τσάρου ως ηγέτη των χριστιανών της Ανατολής. Για τη Ρωσία χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τη μπροσούρα του Μάρξ Herr Vogdt
«Το 1828-29 ο [Τσάρος] … έκανε πόλεμο στο Μαχμούντ το ΙΙ για την απελευθέρωση των Ελλήνων, αφού ο Μαχμούντ αρνήθηκε να επιτρέψει στο Ρωσικό στρατό να εισβάλλει και να καταστείλει την Ελληνική εξέγερση …»
Στην απόφασή των «Μεγάλων Δυνάμεων» βέβαια κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ότι οι πληθυσμοί Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου υποστήριζαν ομόφωνα την ανεξαρτησία. Όμως η δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους από τα Ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και τους Ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς άφησε ημιτελή την ίδια την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Το νέο κράτος βασίσθηκε σε μια αδύναμη πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου και για το λόγο αυτό η αστική τάξη στηρίχθηκε στον εθνικισμό με βασικό φορέα διάδοσης και επιβολής την εκκλησία. Ενώ στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ο εθνικισμός ήταν στοιχείο κυριαρχίας και εθνικού μεγαλείου για την Ελλάδα στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν όρος εσωστρέφειας και «εθνικής επιβίωσης». Παράλληλα ο όποιος διεθνής ρόλος του ελληνικού κράτους σχετιζόταν με τις επιδιώξεις των «Μεγάλων Δυνάμεων» απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία και μετέπειτα τα Βαλκάνια και τη Τουρκία. Το τελευταίο ήταν και είναι μέχρι σήμερα η βάση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας.
Βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η αναβάθμιση της Ελληνικής αστικής τάξης στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής προκύπτει στις ιδιαίτερες εκείνες καμπές της ιστορίας που τα συμφέροντα των Ιμπεριαλιστικών κέντρων ταυτίζονται με εκείνα της Ρωσίας. Αυτό έγινε το 1829 και από το 1912 έως το 1917.
Η Τουρκική αστική επανάσταση είχε και αυτή της ιδιαιτερότητές της. Στην ουσία είναι μια επανάσταση πιο αδύναμη και από την Ελληνική. Προέκυψε από την αδυναμία της θεοκρατικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας να επιβιώσει σε ένα κόσμο που κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Όμως δεν ήταν έργο της Τουρκικής αστικής τάξης. Ο στρατός ήταν η δύναμη κατάργησης της απολυταρχίας του σουλτάνου. Η ηγεσία των «Νεότουρκων» ήταν αξιωματικοί εκπαιδευμένοι στη δύση που έδρασαν ως πρωτοπορία της αδύναμης Τουρκικής αστικής τάξης. Κέρδισαν τη συμμαχία των στρατιωτών, στην πλειοψηφία τους ακτημόνων αγροτών και ανάγκασαν έτσι το Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίντ το 2ο να θεσπίσει σύνταγμα και κοινοβούλιο. Όμως οι Νεότουρκοι, λόγω της αδυναμίας της αστικής τάξης, ήταν πριν και πάνω απ’ όλα εθνικιστές. Ήθελαν τη Τουρκία ηγεμόνα των Βαλκανίων και δεν ανέχονταν με τίποτα τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας αποτέλεσμα της δράσης Αρμενίων, Ελλήνων και Βουλγάρων που ζούσαν στο έδαφός της. Αυτό τους ανάγκασε, αντί να ανατρέψουν, να συμμαχήσουν με τον Αβδούλ Χαμίντ και να μπουν στο πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Η επίσης αδύναμη Ελληνική αστική τάξη είδε τότε την ένταξή της στις δυνάμεις των Αγγλογάλλων της Αντάντ ως στο όχημα της δικής της κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Το αποτέλεσμα ήταν η μικρασιατική καταστροφή για την Ελλάδα και μια ανάπηρη δημοκρατία για τη Τουρκία. Το σύνθημα του Κεμάλ «ένα κράτος, μια θρησκεία, ένας λαός» καταδυναστεύει τη Τουρκία για έναν αιώνα, όπως άλλα εθνικιστικά παραληρήματα καταδυναστεύουν και την Ελλάδα.
Σε ένα εκπληκτικό δημοσιογραφικό άρθρο γραμμένο το 1909 ο Τρότσκι, μετέπειτα πολεμικός ανταποκριτής στους Βαλκανικούς πολέμους, γράφει:
«μια δημοκρατική Τουρκία είναι η βάση μιας Βαλκανικής συνομοσπονδίας και μια Βαλκανική συνομοσπονδία θα ξεκαθαρίσει μια και καλή τη σφηκοφωλιά της Εγγύς Ανατολής από τις καπιταλιστικές και δυναστικές ίντριγκες που κρέμονται σα μαύρα σύννεφα όχι μόνο πάνω από τη Βαλκανική Χερσόνησο αλλά από ολόκληρη την Ευρώπη».
Ο Τρότσκι θα δικαιωθεί για την εκτίμησή του με το ξέσπασμα του Α παγκόσμιου πολέμου το 1914. Όμως το απόσπασμα από το άρθρο του έχει ευρύτερες προεκτάσεις. Εξηγεί γιατί η σοβιετική Ρωσία στήριξε τον Κεμάλ το 1921. Οι μπολσεβίκοι, πέρα από το ότι δεν ήθελαν τους Αγγλογάλλους στα σύνορά τους, ήλπιζαν και σε μια δημοκρατική Τουρκία. Αυτή η Τουρκία δεν υπήρξε, όχι μόνο τώρα με τον Ερντογάν αλλά και πρωτύτερα με του Κεμαλικούς. Παράλληλα και η Ελλάδα, έρμαιο των Ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και με την επιθυμία της εγχώριας αστικής τάξης να καταστήσει και την ίδια Ιμπεριαλιστική δύναμη της περιοχής, δεν μπόρεσε να παίξει συνεκτικό ρόλο στα Βαλκάνια. Στην ουσία η όποια εύνοια είχε από τους Αγγλογάλλους εξαντλήθηκε μόλις η Ρωσία βγήκε από την Αντάντ με την Οχτωβριανή επανάσταση. Κάπου στα τέλη του 1920 με έσβησαν τα όνειρα διαμελισμού της Ρωσίας και της Τουρκίας μαζί με το δόγμα Ουίλσον που αρνούνταν ρόλο σε περιφερειακές δυνάμεις. Οι Άγγλο Γάλλοι και οι Αμερικανοί, που είχαν κάνει τη δυναμική τους εμφάνιση συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν την περιοχή χωρίς τη Τουρκία. Έτσι ψαλίδισαν τα όνειρα του Βενιζέλου και της αστικής τάξης για «Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των 5 θαλασσών» και έσπευσαν να εξασφαλίσουν το νέο Τουρκικό κράτος με τη συνθήκη της Λοζάνης.
Η συνθήκη της Λωζάνης ρυθμίζει τα 2/3 των συνόρων της Τουρκίας. Η αναζοπύρωση των ελληνοτουρκικών εντάσεων στο Αιγαίο που είχαν κοπάσει με τη κυριαρχία των Ισλαμιστών του Ερντογάν επανήλθαν όταν η συνθήκη αμφισβητήθηκε όχι στο Αιγαίο αλλά στη Συρία. Η επάνοδος του δόγματος Ουίλσον υπό την προεδρία Ομπάμα (με αντιπρόεδρο το Biden) συμπεριελάμβανε τη δημιουργία δύο Κουρδικών κρατών στα σύνορα Τουρκίας – Ιρακ και Τουρκίας – Συρίας. Βέβαια αυτές οι οντότητες δεν είναι αποτέλεσμα του αγώνα του Κουρδικού λαού αλλά κάποια προτεκτοράτα. Στόχος τους ήταν ο διαμελισμός της Συρίας και η αποδυνάμωση της Τουρκίας που θα έχανε εδάφη. Απώτερος σκοπός είναι έλεγχος των πετρελαίων της Μοσούλης και του Αζέρικου αγωγού αερίου. Το Αζέρικο φυσικό αέριο σε συνδυασμό με τα κοιτάσματα του Ισραήλ και του Αιγαίου είναι κομμάτι ενός Αμερικάνικου σχεδίου απεξάρτησης της Ευρώπης από το μονοπώλιο του Ρωσικού – Ουκρανικού αερίου. Κάτι που θα σημάνει την οικονομική αποδυνάμωση της Ρωσίας.
Έτσι Τουρκία και Ρωσία βρήκαν έδαφος να προσεγγίσουν αλλήλους. Κομμάτι της προσέγγισής ήταν η μεταφορά της έντασης στο Αιγαίο. Ο Ερντογάν είπε ότι η συνθήκη της Λοζάνης δεν μπορεί να λειτουργεί a la cart αν του αμφισβητούν τα ανατολικά του σύνορα αμφισβητεί και εκείνος τα σύνορα το Αιγαίο. Αυτό ταίριαζε κουτί στους Ρώσους αφού αμφισβητούσε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κοιτασμάτων αερίου και ανέστειλε έτσι τις όποιες εξορύξεις. Ακολούθησε το πρωτόκολλο Τουρκίας – Λιβύης. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα για την Ελληνική αστική τάξη με τη αποκάλυψη του σχεδίου του αγωγού East – Med (Ισραήλ – Ιταλίας) ενός έργου με κατασκευαστικό κόστος δισεκατομμυρίων ευρώ που δε δικαιολογείται με τίποτα στις σημερινές τιμές του αερίου. Σα να μην έφτανε αυτό τελευταίες φήμες αναφέρουν ότι ο αγωγός ανασχεδιάζεται από το Ισραήλ μέσω Τουρκίας προς την Ευρώπη και το αέριο του Αιγαίου και της Κύπρου αν ποτέ εξορυχθεί ενδεχομένως να διοχετεύεται μέσω Τουρκίας.
Όπως ανάφερα και πρωτύτερα η τύχη της ελληνικής αστικής τάξης στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις και διενέξεις εξαρτάται από τις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας. Όσο η Ρωσία βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη Δύση η Τουρκία έχει πεδίο ελιγμών και η Ελληνική αστική τάξη δεν έχει τύχη. Αυτό έδειξε και ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις διαπραγματεύσεις για τη τύχη της Λιβύης. Έτσι η εγχώρια αστική τάξη θα περιοριστεί σε ένα πρωτόκολλο συζητήσεων επί ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδας και όποιου άλλου θέματος και τη σύνταξη μνημονίου για τη παραπομπή των θεμάτων στη Χάγη. Αυτά συμφωνήθηκαν στη πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν. Στόχος είναι η διευθέτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των κοιτασμάτων ώστε να γίνουν εκμεταλλεύσιμα στο μέλλον από τις πετρελαϊκές εταιρείες.
Στο τελευταίο η Μαρξιστική θεωρία της γαιοπροσόδου είναι πολύ διαφωτιστική. Ο οικονομολόγος Cyrus Bina του πανεπιστημίου της Minnesota, έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του στην ανάλυση των τιμών της ενέργειας μέσω της μαρξιστικής θεωρίας της γαιοπροσόδου. Έχει δείξει ότι οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου μετά τον πόλεμο προέκριναν τη χρήση μικρότερων και χαμηλότερης παραγωγικότητας κοιτασμάτων πετρελαίου στο Τέξας και αλλού ώστε να εξασφαλίσουν ότι δεν θα εγείρουναπαιτήσεις επί της εκμετάλλευσής τους οι ιδιοκτήτες των όμορωνοικοπέδων. Το αποτέλεσμα ήταν τα κοιτάσματα αυτά να γίνουν «ρυθμιστικό κεφάλαιο» και όντας πιο κοστοβόρα οδήγησαν στην έκρηξη των τιμών του πετρελαίου στα τέλη της δεκαετίας του 60. Μια αντίστοιχη πολιτική για το αέριο από τις εταιρείες ενέργειας μπορεί να φέρει ανάλογα αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, δεν είναι καθόλου απίθανο να πάμε σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτων γεωτρήσεων που θα καταστρέφουν τα κοιτάσματα και το περιβάλλον ενώ παράλληλα θα αυξάνουν την τιμή του αερίου Βέβαια εξίσου πιθανό είναι να πάμε σε μια μακροχρόνια διαδικασία στη Χάγη που θα αφήσει ανεκμετάλλευτο το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των κοιτασμάτων περιορίζοντας και τη περιβαντολογική καταστροφή.
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ένα πράγμα, ότι η χειραφέτηση των Βαλκανίων από τη Ιμπεριαλιστική πολιτική μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια Βαλκανική συνομοσπονδία και όχι μέσα από εθνικιστικές πολιτικές επιβολής. Βέβαια μια τέτοια ολοκλήρωση προϋποθέτει το διεθνισμό της εργατικής τάξης και την αλληλεγγύη των λαών. Είναι μια πολιτική που απομακρύνει τις καπιταλιστικές ίντριγκες, που έλεγε και ο Τρότσκι, ανοίγοντας προοπτικές κοινής δράσης για το εργατικό κίνημα. Αντί να έχουμε λοιπόν προτεραιότητα σαν αντικαπιταλιστική αριστερά τα σύνορα και το αν θα πολεμήσουμε σε έναν πόλεμο που δε θα γίνει να κάνουμε σημαία μας αυτή τη διεθνιστική γραμμή επιδιώκοντας τη κοινή δράση με το εργατικό κίνημα και τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις στα Βαλκάνια.
Αφήστε μια απάντηση