Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης
Μετά τον Μάρκο και τον Τσιτσάνη, δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ το αφιέρωμά μας μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του ρεμπέτικου: ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Ένας δημιουργός που κατάφερε να κρατήσει το ύφος του μάγκικου τραγουδιού, αλλά να το παντρέψει και με το πιο «λαϊκό» στοιχείο που αγαπήθηκε από τον κόσμο.
Γεννημένος το 1913 στην Κίο της Μικράς Ασίας, ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή. Μεγάλωσε στον Πειραιά, ανάμεσα σε φτώχεια, κακουχίες και μουσικές. Το μπουζούκι έγινε η φωνή του, και μέσα από αυτό ξεδίπλωσε τον πόνο και το μεράκι του.
Ο Παπαϊωάννου έγραψε τραγούδια που έγιναν αθάνατα:
– Φαληριώτισσα (ίσως το πιο γνωστό του)
– Βαδίζω και παραμιλώ
– Όταν καπνίζει ο λουλάς
– Όσο αξίζεις εσύ
– Τα δυο σου χέρια πήρανε
Η γραφή του ξεχωρίζει γιατί είναι άμεση, λιτή, αλλά με τεράστια δύναμη. Δεν έχει πολλά στολίδια· είναι ο λόγος του μάγκα, του ανθρώπου της γειτονιάς, του ερωτευμένου που υποφέρει.
Η συμβολή του στο ρεμπέτικο είναι καθοριστική. Στάθηκε ανάμεσα στην πρώτη γενιά (τον Μάρκο και την παρέα του) και στη δεύτερη (τον Τσιτσάνη και τους συνεχιστές). Με σεβασμό στην παράδοση, αλλά και με ανοιχτό μυαλό, ο Παπαϊωάννου κράτησε το τραγούδι ζωντανό στις δεκαετίες του ’40 και του ’50.
Κι αν κάτι τον χαρακτηρίζει, είναι αυτό το μόνιμο «παράπονο» στη φωνή του. Ένα γνήσιο, ανθρώπινο παράπονο, που δεν το παριστάνει αλλά το κουβαλάει.
Ο Παπαϊωάννου δεν είχε εύκολη ζωή. Από μικρός γνώρισε τη φτώχεια, τη δουλειά του λιμανιού, τη σκληρή καθημερινότητα. Το μπουζούκι ήταν καταφύγιο αλλά και όπλο. Γι’ αυτό και τα τραγούδια του έχουν αλήθεια, δεν γράφτηκαν από «έξω», αλλά μέσα από το βίωμα.
Δεν έλειψαν και οι διώξεις: όπως πολλοί ρεμπέτες της εποχής, βρέθηκε στο στόχαστρο της Ασφάλειας, γνώρισε συλλήψεις και ταλαιπωρίες για τον «ύποπτο» τρόπο ζωής και τα τραγούδια του. Όμως συνέχισε, χωρίς να παραιτηθεί από το ύφος του.
Συνεργάστηκε με μεγάλες φωνές και μουσικούς της εποχής: Στράτο Παγιουμτζή, Πρόδρομο Τσαουσάκη, Στέλιο Καζαντζίδη, Σωτηρία Μπέλλου. Ήξερε να δίνει στα τραγούδια του τη φωνή που τους ταίριαζε, κι αυτό τα έκανε ακόμα πιο δυνατά.
Η «παρέα» του ήταν οι μάγκες του Πειραιά. Μαζί τους μοιράστηκε το μεράκι, αλλά και τις κακουχίες. Δεν έβλεπε τη μουσική σαν επάγγελμα μόνο, ήταν τρόπος ζωής.
Ο Παπαϊωάννου στάθηκε σαν «γέφυρα» ανάμεσα στο παλιό ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι που ακολούθησε. Δεν έγινε ποτέ «εύκολος» ή «ελαφρύς»· πάντα κουβαλούσε μέσα του τον ήχο της προσφυγιάς, το παράπονο του μάγκα, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου.
Όταν ακούμε Παπαϊωάννου, ακούμε έναν άνθρωπο που μίλησε απλά, καθαρά, και μας άφησε τραγούδια που θα ζουν όσο υπάρχουν άνθρωποι να πονάνε και να ερωτεύονται.
Η μοίρα του επιφύλασσε ένα σκληρό τέλος. Το 1972, οδηγώντας, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα κοντά στην Καβάλα. Έφυγε ξαφνικά, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη.



Στην Καβάλα ή στο Πέραμα σκοτώθηκε….;