Θέσεις για την κρίση (από το radicaldesire.blogspot.com)

Θέσεις για την κρίση, Μάρτης 2010

1. Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, στα τέλη του 2007, και έως περίπου τα μέσα του 2009, οι φαφλατάδες και κομπογιαννίτες που ονομάζονται “οικονομολόγοι” και “επενδυτικοί σύμβουλοι” διακήρυσσαν διεθνώς και σε κάθε δοθείσα ευκαιρία ότι είναι περαστική και εφήμερη και επικαλέστηκαν πλειάδα δήθεν σημαδιών ανάκαμψης. Οι “τεχνοκράτες” της κακιάς ώρας, έχοντας δει τις μάσκες τους να πέφτουν, έχοντας αποκαλυφθεί ως θλιβερά ιδεολογικά δεκανίκια της τάξης πραγμάτων την οποίο υποτίθεται ότι αναλύουν, έχουν πλέον σιγήσει. Κάποιοι ασχολούνται ενεργά με την κερδοσκοπία, εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές συνθήκες. Θέση πρώτη λοιπόν: Η κρίση αυτή δεν είναι εφήμερο και παροδικό φαινόμενο. Και ο υπολογισμός της διάρκειάς της δεν επαφίεται σε τεχνοκρατικές γνώσεις γιατί δεν αφορά απλώς αριθμητικά μεγέθη αλλά πολιτικές βουλήσεις.

2. Πίσω από την ερώτηση “πόσο θα διαρκέσει η κρίση;” κρύβεται ένα σοφιστικό τέχνασμα: η μετατροπή της κρίσης σε ένα φαινόμενο που αφού φτάσει μια κορύφωση, θα αρχίσει να υποχωρεί. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι η κρίση είναι τέτοιου είδους φαινόμενο. Η κρίση δεν είναι πυρκαγιά ώστε, αφού κάψει ότι είναι να κάψει, να σβήσει μόνη της. Η δημοσιονομική αυστηρότητα εξαντλεί ακόμη περισσότερο τις καταναλωτικές δυνατότητες, σπρώχνει στο κλείσιμο παραγωγούς που δεν βρίσκουν αγοραστές και συνεπώς αδυνατίζει ακόμη περισσότερο την οικονομία. Οι προοπτικές εμβάθυνσης της κρίσης εξαιτίας της κρίσης (κατάρρευση εθνικών νομισμάτων, υποτιμήσεις, πληθωρισμός) έχουν αποφευχθεί λόγω συντεταγμένης πολιτικής των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των κυβερνήσεων. Τίποτε όμως δεν εγγυάται ότι θα συνεχίσουν να αποφεύγονται. Θέση δεύτερη: Η διάρκεια και ο βαθμός έντασης της κρίσης εξαρτώνται από πολλούς και σε σημαντικό βαθμό απρόβλεπτους παράγοντες και το μοντέλο κορύφωσης και ύφεσης δεν εξαντλεί τις πραγματικές προοπτικές εξέλιξής της.

3. Η δημοσιονομική αυστηρότητα είναι η προφανής “λύση” που υιοθετείται απέναντι σε χώρες οι οποίες εκδηλώνουν την κρίση με μεγαλύτερη ένταση και απειλούν να συμπαρασύρουν άλλες στο παγκόσμιο σύστημα. Θέση τρίτη: Το δυσβάσταχτο των θυσιών που απαιτούνται σε εθνικό επίπεδο από το διεθνές σύστημα δεν έχει απολύτως καμμία συνάρτηση με τον βαθμό ικανότητάς τους να οδηγήσουν σε έξοδο από την κρίση. Εφόσον η κρίση είναι παράγωγο όχι “σπατάλης” αλλά διόγκωσης δανεισμού ως συνέπεια προσπαθειών να διατηρηθεί η ανάπτυξη σε ψηλά επίπεδα, η δημοσιονομική αυστηρότητα, όσο δρακόντεια και αν είναι, δεν είναι με κανένα τρόπο επαρκής τρόπος “επίλυσης” προβλημάτων. Αντίθετα, η στασιμότητα του τρόπου παραγωγής απειλεί να εξελίξει την δημοσιονομική αυστηρότητα σε μέσο επιδείνωσης των προβλημάτων της κρίσης.
4. Θέση τέταρτη: Το ερώτημα αν η κρίση είναι “τελειωτική” (terminal) για τον καπιταλισμό δεν μπορεί να απαντηθεί εφόσον α) λάβουμε ως δεδομένο ότι τίποτε δεν αποκλείει την μεταμόρφωση του καπιταλισμού σε ένα σύστημα αυταρχικής διαχείρισης των πόρων των πολλών από τους λίγους που θα νομιμοποιείται από την δαμόκλειο σπάθη της αποφυγής του χειρότερου και β) απαλλαχθούμε από την φενάκη ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα θα αυτοκαταστραφεί χωρίς την μεσολάβηση πολιτικής δράσης, οδηγώντας το ίδιο σε μια εναλλακτική του εαυτού του.
5. Θέση πέμπτη: Πρέπει να διαχωριστούν μεθοδολογικά οι οικονομικοί και οι πολιτικοί αδύναμοι κρίκοι. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι βέβαια απόλυτος: πολιτική και οικονομία βρίσκονται πάντα σε συνάρτηση. Όμως η σημασία της κρίσης στην Ελλάδα ή την Ισλανδία δεν είναι της ίδιας υφής με το γιγαντιαίο πρόβλημα που λέγεται Κίνα: στην δεύτερη περίπτωση, το πρόβλημα παραμένει κυρίαρχα οικονομικό αυτή τη στιγμή. Τυχόν κλονισμός της οικονομίας της Κίνας υπό το βάρος δραστικής περικοπής των ρυθμών ανάπτυξής της λόγω αδυναμίας των άλλων χωρών να απορροφήσουν τις εξαγωγές της θα επιφέρει συνέπειες συντριπτικά μεγαλύτερες από ό,τι και η πιο δραματική χειροτέρευση των πραγμάτων σε μικρότερες, μικρής σημασίας για την διεθνή οικονομία χώρες.
6. Οι συνέπειες της κρίσης είναι ξεκάθαρο ότι βαθαίνουν τόσο το ρήγμα μεταξύ “αναπτυγμένων” και “αναπτυσσόμενων” οικονομιών όσο και αυτό μεταξύ των τάξεων. Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα η κρίση για μια οικονομία που έχει ερίσματα στην πρωτογενή παραγωγή και στους φυσικούς πόρους από μία, όπως η Ελληνική, που ουσιαστικά συντηρήθηκε εν ζωή με μέσα που δεν ήταν δικά της. Το ίδιο ισχύει για το χάσμα πλούσιων και φτωχών εθνικά και παγκόσμια. Θέση έκτη: η ρητορική των “απαραίτητων θυσιών” όχι μόνο δεν μπορεί να εξασφαλίσει την συναίνεση και την συνεργασία μεταξύ κρατών ή τάξεων αλλά ταυτοποιεί, και θα συνεχίσει να ταυτοποιεί όλο και με μεγαλύτερη οξύτητα, το ασυμφιλίωτο του ταξικού ανταγωνισμού.
7. Το ότι το ασυμφιλίωτο αυτό προβάλλει όλο και περισσότερο δεν σημαίνει ότι δεν βρισκόταν πάντοτε εκεί. Στα καθ’ ημάς, η “Ευρώπη των λαών” δεν υπήρξε ποτέ εγχείρημα της Ε.Ε. Αυτό που κυρίαρχησε πλήρως κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 ήταν η Ευρώπη των κεφαλαιούχων και των λακέδων τους, μια Ευρώπη που κινήθηκε πάντα στον άξονα “ευρώ-διαχειριστική γραφειοκρατία-εξάλειψη πολιτικής-εξάλειψη ιδεών” (όσοι κινούνται στον χώρο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών ξέρουν πολύ καλά τι είδους “ιδέες” ενθάρρυναν και χρηματοδότησαν γενναιόδωρα τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ε.Ε– ποσοτικοποιήσεις και τεμαχισμούς των κοινωνικών φαινομένων στο όνομα της “επιστημονικής” ανάλυσης, ασθμαίνουσες δοξολογίες του μεγαλείου της ίδιας της Ε.Ε, φολκλοριστικές επισκέψεις στα νεκροταφεία των “μεγάλων Ευρωπαίων” συγγραφέων, και τα συναφή). Θέση έβδομη: Όχι δάκρυα για την παρακμή της ιδεολογικής παραμυθίας της ενότητας που συναρμολόγησε με γραφειοκρατικά σλόγκαν το ευρωπαϊκό παράρτημα της παγκοσμιοποίησης.

http://radicaldesire.blogspot.com/2010/03/2010.html

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *