Συνεχίζεται το Πανόραμα Αντιφασιστικού Κινηματογράφου (Ά’ κύκλος) από τον πολιτιστικό σύλλογο: “Οι φίλοι των Γραμμάτων”

Ο πολιτιστικός σύλλογος: “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ” θέλει δημόσια να ευχαριστήσει τους  δεκάδες φίλους και φίλες που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και παρακολούθησαν την υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας ταινία του Μπερνάντο Μπερτολούτσι: “Ο κομφορμιστής” (1970), η οποία προβλήθηκε την προηγούμενη Κυριακή στην αίθουσα του Τ.Ε.Ε.

Το Πανόραμα Αντιφασιστικού Κινηματογράφου (Α’ κύκλος) συνεχίζεται και αυτήν την εβδομάδα με την προβολή το Σάββατο 01/12/2012, στις 8.00 μ.μ. στην αίθουσα του Τ.Ε.Ε. (Νεάρχου 23, Χανιά) της εξαιρετικής ταινίας του Λουκίνο Βισκόντι: “Οι καταραμένοι” (1969).
 
Λίγα λόγια για την ταινία: 28 Φεβρουαρίου 1933. Κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής συνάθροισης, ο ηλικιωμένος πατριάρχης της οικογένειας Γιόακιμ φον Έσεμπερκ ορίζει αντιπρόεδρο της χαλυβουργίας τον αξιωματικό των SA Κονσταντίν για να εξευμενίσει το ναζιστικό κόμμα. Η απόφαση αναγκάζει τον φιλελεύθερο Χέρμπερτ να παραιτηθεί. Την ίδια νύχτα, ο Γιοακίμ δολοφονείται, και το έγκλημα αποδίδεται στον Χέρμπερτ. Στην πραγματικότητα, οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας που έγινε ύστερα από προτροπή του αξιωματικού των SS Άσενμπαχ, είναι η Σοφία φον Έσενμπεκ και ο εραστής της, Φρίντριχ Μπρούνμαν. Την πλειοψηφία των μετοχών αποκτά ο Μάρτιν, ανιψιός του Γιοακίμ και γιος της Σοφίας, ο οποίος, όντας υποχείριο της μητέρας του, ορίζει πρόεδρο της εταιρείας τον εραστή της. Για να κατακτήσει το επίζηλο αξίωμα, ο Κονσταντίν εκβιάζει τον Μάρτιν με όπλο την αυτοκτονία μιας Εβραιοπούλας την οποία είχε αποπλανήσει. Όμως, κατά τη σφαγή των SA (30 Ιουνίου 1934), ο Φρίντριχ δολοφονεί τον Κονσταντίν. Τώρα, όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της Σοφίας και του εραστή της, οι οποίοι, για ν’ αναγκάσουν τον Χέρμερτ να γυρίσει πίσω και να παραδοθεί, εξοντώνουν τη σύζυγό του και κλείνουν σε άσυλο τις μικρές του κόρες. Ανήσυχος από την άνοδο των δύο εραστών, ο Άσενμπαχ, υποστηρίζει τον Μάρτιν. Υπό το βάρος ψυχο-σεξουαλικών διαταραχών και γεμάτος οργή, ο Μάρτιν βιάζει τη μητέρα του, κι αφού συναινέσει στο γάμο της Σοφίας με τον Φρίντριχ, τους αναγκάζει ν’ αυτοκτονήσουν.

Ο σκηνοθέτης για την ταινία:«Η ιδέα μου ήταν να δείξω την ιστορία μιας οικογένειας, στους κόλπους της οποίας συμβαίνουν εγκλήματα που ουσιαστικά, μένουν ατιμώρητα. Που και πότε, στη σύγχρονη ιστορία, θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο; Μόνο επί ναζισμού με τις μαζικές σφαγές και τις δολοφονίες που μένουν ακόμα ατιμώρητες. Γι’ αυτό τοποθέτησα την ιστορία αυτής της οικογένειας, που έπρεπε να είναι η ιστορία του χάλυβα, στη Γερμανία, στη διάρκεια της ανόδου του ναζισμού.

Σ’ όλες μου τις ταινίες υπάρχει ένας νεκρός πατέρας. Ο νεκρός πατέρας συμβολίζει μεν το παρελθόν, αλλά και αποτελεί το σημείο εκκίνησης της ιστορίας. Σε κάθε ιστορία, όμως, τον πραγματεύομαι αλλιώς, λαμβάνοντας υπόψη μου τον διαφορετικό προσωπικό και κοινωνικό περίγυρο.

Στα ‘Μακρινά αστέρια της άρκτου’, ο νεκρός πατέρας παραπέμπει, κάπως θολά, στον Αγαμέμνονα ή, μάλλον, στα παιδιά που εκδικούνται τη μητέρα τους μετά το θάνατο του πατέρα, όπως στην Ορέστεια. Εδώ, αντίθετα, ο θάνατος του Γιοακίμ είναι ένα πολιτικό γεγονός: η εξόντωση των φιλελευθέρων στη Γερμανία…

Η ιδέα της αιμομιξίας γεννήθηκε σιγά-σιγά, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου, και υπήρξε καρπός μιας εντελώς ελεύθερης δραματουργικής-αφηγηματικής ανάπτυξης. Είναι το τελευταίο βήμα που κάνει ο Μάρτιν για να κατακτήσει το δικαίωμα να είναι ένας πραγματικός ναζί, δηλαδή να μη διστάζει μπροστά σε τίποτα, μπροστά σε κανένα έγκλημα. Στην αρχή, ο ναζισμός επιλέγει για πιόνι του, απ’ όλα τα μέλη της οικογένειας, τον βίαιο, θορυβώδη, ζωώδη Κονσταντίν, ο οποίος, όμως, αδυνατεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Γι’ αυτό και, στη συνέχεια, οι ναζί χρησιμοποιούν έναν τεχνικό, τον Φρίντριχ, που αποδεικνύεται εξίσου λάθος επιλογή, όχι μόνο γιατί μερικές φορές δειλιάζει μπροστά στο έγκλημα (διατηρεί κάποιες αναλαμπές συνείδησης), αλλά και γιατί έχει την αξίωση να κρίνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Στο τέλος, τελευταία λύση, ο ναζισμός διαλέγει τον Μάρτιν (ένα ασυνείδητο τσογλάνι, έναν έκφυλο, ένα σκουλήκι, που δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στην ξαδέλφη του και σε μιαν άγνωστη), για να τον κάνει όργανό του». (βλ. Λουκίνο Βισκόντι (Απόσπασμα από συνέντευξή του στον Stefano Roncoroni (1970), που παρατίθεται και στο Leggere Visconti, Πάβια 1976.) Από τον τόμο «Luchino Visconti» έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2001).

Οι υπόλοιπες ταινίες που θα προβληθούν είναι οι εξής:

    Ένα να δεις (1985), του Έλεμ Κλίμοφ, Σάββατο 08/12, στις 8.00 μ.μ.

    Το ταμπούρλο (1979), του Φόλκερ Σλέντορφ, Κυριακή 16/12 στις 8.00 μ.μ.

Για περισσότερες πληροφορίες βλ. και http://www.neatv.gr/el/2898/panorama-antifasistikoi-kinimatoirafoi.php

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *