13 Φλεβάρη 1945 ξεκινάει ο διήμερος βομβαρδισμός της Δρέσδης από την βρετανική και αμερικανική αεροπορία, που άφησε πίσω του πάνω από 120.000 νεκρούς. Πάνω από το 90% του ιστορικού κέντρου της πόλης καταστράφηκε, μαζί με σημαντικά πολιτιστικά μνημεία. Πρόκειται για έναν εγκληματικό βομβαρδισμό που δεν εξυπηρετούσε απολύτως καμιά στρατιωτική σκοπιμότητα.
Η ισοπέδωση της Δρέσδης από τους Συμμάχους. 135.000 άμαχοι Γερμανοί σκοτώθηκαν, το 90% της πόλης καταστράφηκε…
Καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όδευε προς το τέλος, οι Συμμαχικές Δυνάμεις βομβάρδισαν ανηλεώς και ισοπέδωσαν τη Μεσαιωνική πόλη της Δρέσδης. Η αεροπορική επίθεση ήταν τόσο σφοδρή, που οι νεκροί ξεπέρασαν τα θύματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι . Από τις 13 ως τις 15 Φεβρουαρίου, έπεσαν στην πόλη περίπου 4.000 τόνοι εκρηκτικών. 722 βαριά βομβαρδιστικά της RAF και 527 αμερικανικά αεροσκάφη, βομβάρδιζαν μια πόλη που δεν μπορούσε να αμυνθεί.Περίπου 135.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, η συντριπτική πλειονότητα ήταν άμαχοι….
Στην πόλη που δεν είχε στρατηγική αξία, είχαν βρει καταφύγιο χιλιάδες πρόσφυγες από τα ανατολικά. Η αντιαεροπορική άμυνα ήταν ανύπαρκτη, ενώ πρώτα χτυπήθηκαν οι πυροσβεστικοί σταθμοί της πόλης. Το 90% του ιστορικού κέντρου της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες και σε ακτίνα 8 τετραγωνικών χλμ. η πόλη ερημώθηκε. Η Δρέσδη καιγόταν επί επτά ημέρες, αφήνοντας στους δρόμους χιλιάδες απανθρακωμένα πτώματα.Από την πύρινη λαίλαπα δε γλύτωσαν ούτε τα μπαρόκ και αναγεννησιακά μνημεία της Δρέσδης, όπως η όπερα Semperoper, το παλάτι Τσβίνγκερ και το σύμβολο της πόλης, ο καθεδρικός Ναός της Παναγίας, Frauenkirche. Η Δρέσδη, γνωστή από τους πλούσιους καλλιτεχνικούς και αρχιτεκτονικούς θησαυρούς της, αποκαλούνταν και ως Φλωρεντία του Έλβα. Όσα νοσοκομεία έμειναν όρθια, αδυνατούσαν να διαχειριστούν τον αριθμό των τραυματιών, ενώ αναγκαία κρίθηκε η καύση των πτωμάτων και οι μαζικές ταφές, για την αποφυγή του κινδύνου πανώλης. Μόνο στην κεντρική πλατεία Άλτμαρκτ αποτεφρώθηκαν 6.865 νεκροί. Οι κάτοικοι ανακάλυπταν πτώματα μέχρι το 1966, οπότε και ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση της πόλης….
Εκδικητική μανία, ή καίριο χτύπημα; Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης παραμένει ακόμη και σήμερα μια από τις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ζημιές που σημειώθηκαν στους ελάχιστους στρατιωτικούς στόχους, που βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της πόλης, ήταν μικρότερες από αυτές στην παλαιά πόλη. Η επιχειρησιακή σκοπιμότητα της επιδρομής αμφισβητήθηκε έντονα. Ο Κόκκινος Στρατός βρίσκονταν μόλις 60 χλμ έξω από το Βερολίνο, ενώ οι υπόλοιπες Συμμαχικές Δυνάμεις από τη Δύση, έσφιγγαν τον κλοιό γύρω από τον Χίτλερ. Μεταξύ των νεκρών και πολλά παιδιά Μεταξύ των νεκρών και πολλά παιδιά Πολλοί έκαναν λόγο για εκδικητική μανία των Συμμάχων που ήθελαν να τιμωρήσουν τους Γερμανούς και να κάμψουν το φρόνημά τους.
Η επίσημη εκδοχή ανέφερε ότι η Δρέσδη υπήρξε ζωτικής σημασίας κέντρο μεταφοράς πληροφοριών για τους Ναζί, που έπρεπε να προσβληθεί. Λίγες ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, είχε γίνει η «Διάσκεψη της Γιάλτας». Από τις 4 έως τις 11 Φεβρουαρίου του 1945, οι τρεις μεγάλοι, συναποφάσισαν το μέλλον του κόσμου μετά τη σίγουρη πτώση της Ναζιστικής Γερμανίας. Μεταξύ όσων αποφασίστηκαν στη Γιάλτα, ήταν οι βομβαρδισμοί γερμανικών πόλεων όπου υπήρχαν πολεμικά εργοστάσια. Στη Δρέσδη όμως ισοπεδώθηκε η πόλη. Αργότερα στις 28 Μαρτίου και μετά το κύμα αμφισβήτησης που ξέσπασε στην Ευρώπη, ο Ουίστον Τσώρτσιλ, προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις και σε τηλεγράφημά του έγραψε: «Μου φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή όπου το θέμα των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατ’ ουσίαν προς εκφοβισμό, παρ’ ότι με πρόσχημα άλλες δικαιολογίες, πρέπει να αναθεωρηθεί. Διαφορετικά, θα παραλάβουμε μια εντελώς κατεστραμμένη γη. Η καταστροφή της Δρέσδης θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Είμαι της γνώμης ότι οι στρατιωτικοί στόχοι θα πρέπει στο εξής να είναι πιο αυστηρά μελετημένοι σε σχέση με τα δικά μας συμφέροντα» . Ουίστον Τσώρτσιλ….
Μετά τον πόλεμο Μετά το τέλος του πολέμου η Δρέσδη σε μια κίνηση συμφιλίωσης, αδελφοποιήθηκε με το Κόβεντρι. Η βρετανική πόλη είχε και αυτή κατ’ επανάληψη βομβαρδιστεί ανηλεώς, από τη γερμανική Λουφτβάφε. Τα τελευταία 25 χρόνια, Νέο-ναζιστικές οργανώσεις την επέτειο του βομβαρδισμού της Δρέσδης στις 13 Φεβρουαρίου, πραγματοποιούν πορείες στην πόλη και διαδηλώνουν στη μνήμη αυτού που αποκαλούν «ολοκαύτωμα του βομβαρδισμού». Η φρίκη του Βομβαρδισμού της Δρέσδης αποτυπώθηκε το 1969 στο κλασικό αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Αμερικανού Kurt Vonnegut “Σφαγείο Νούμερο Πέντε”, ο οποίος κατά τη διάρκεια της επιδρομής ήταν εκεί, αιχμάλωτος πολέμου. Τον συγγραφέα έσωσε το κελί του, καθώς κρατούνταν σε ένα υπόγειο ψυγείο κρεάτων ενός σφαγείου που είχε μετατραπεί σε φυλακή. …
Μαρτυρία – ντοκουμέντο επιζήσασας
Μάργκαρερτ Φρέγερ
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης, 14 Φεβρουαρίου 1945
Η Δρέσδη , που φημιζόταν ως μια από τις ομορφότερες πόλεις του κόσμου – «Φλωρεντία επί του Έλβα» – καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, μεταξύ 13 και 14 Φεβρουαρίου 1945, από οχτακόσια βρετανικά και αμερικανικά αεροσκάφη.
Στάθηκα δίπλα στην πόρτα και περίμενα μέχρι που οι φλόγες φάνηκαν να υποχωρούν και μετά βγήκα βιαστικά στο δρόμο. Κρατούσα τη βαλίτσα μου και φορούσα ένα λευκό γούνινο παλτό που μόνο λευκό δεν ήταν. Επίσης φορούσα μπότες και μακρύ παντελόνι. Όπως αποδείχτηκε οι μπότες ήταν καλή επιλογή.
Οι σπίθες και οι φλόγες δεν άφηναν να δω και πράγματα στην αρχή. Ένα καζάνι μαγισσών με περίμενε εκεί έξω: δεν υπήρχε δρόμος, μόνο χαλάσματα ύψους ενός μέτρου, γυαλιά, πέτρες, χαλύβδινα δοκάρια, κρατήρες από βόμβες. Προσπάθησα ν΄ απαλλαγώ από τις σπίθες τινάζοντές από το παλτό μου. Ήταν μάταιο. Σταμάτησα να το κάνω, σκόνταψα και κάποιος φώναξε πίσω μου: «Βγάλε το παλτό σου, έχει πιάσει φωτιά». Μέσα στην αποπνικτική ζέστη δεν το είχα προσέξει. Έβγαλα το παλτό και το πέταξα.
Δίπλα μου μια γυναίκα φώναζε συνεχώς: «Καίγεται το σπίτι μου, καίγεται το σπίτι μου» και χόρευε στο δρόμο. Καθώς απομακρύνομαι ακούω ακόμα τις κραυγές της αλλά δεν την βλέπω πια. Τρέχω, σκοντάφτω. Δεν ξέρω πλέον ούτε που βρίσκομαι. Έχω χάσει την αίσθηση προσανατολισμού γιατί δε βλέπω ούτε τρία βήματα μπροστά.
Ξαφνικά πέφτω σε μια μεγάλη τρύπα – έναν κρατήρα βόμβας, πλάτους έξι μέτρων και βάθους δύο , και βρίσκομαι πάνω σε τρεις γυναίκες. Τις τραβάω από τα ρούχα κι αρχίζω να τους φωνάζω, λέγοντάς τους ότι πρέπει να βγουν από δω μέσα – αλλά δεν κινούνται πια. Πιστεύω ότι επηρεάστηκα σοβαρά από αυτό τα επεισόδιο· έχω την εντύπωση πώς έχασα κάθε συναίσθημα. Σκαρφάλωσα βιαστικά πάνω από τις γυναίκες, έσυρα πίσω μου τη βαλίτσα μου και βγήκα μπουσουλώντας από τον κρατήρα.
Αριστερά μου βλέπω ξαφνικά μια γυναίκα. Τη βλέπω ακόμη και σήμερα και δε θα την ξεχάσω ποτέ. Κρατάει ένα μπόγο στην αγκαλιά της. Είναι ένα μωρό. Τρέχει, πέφτει, και το μωρό της διαγράφει ένα τόξο και πέφτει στη φωτιά. Μόνο τα μάτια μου το αντιλαμβάνονται· εγώ προσωπικά δεν αισθάνομαι τίποτα. Η γυναίκα παραμένει πεσμένη στο έδαφος, τελείως ακίνητη. Γιατί; Για ποιο λόγο; Δεν ξέρω, απλώς συνεχίζω να βαδίζω. Η πύρινη θύελλα είναι κάτι το απίστευτο, ακούω φωνές που ζητάνε βοήθεια και κραυγές από κάπου, αλλά το μόνο που υπάρχει γύρω μου είναι μια κόλαση. Κρατάω ένα βρεγμένο μαντήλι πάνω στο στόμα μου, τα χέρια μου και το πρόσωπό μου καίγονται ·αισθάνομαι σαν να κομματιάζεται το δέρμα μου.
Δεξιά μου βλέπω ένα μεγάλο, καμένο κατάστημα όπου είναι συγκεντρωμένος πολύς κόσμος. Πλησιάζω, αλλά σκέφτομαι: «Όχι, δεν μπορώ να μείνω ούτε εδώ, το μέρος είναι ζωσμένο στις φλόγες». Τους αφήνω όλους πίσω μου και συνεχίζω το δρόμο μου; Προς τα πού; Κάθε φορά, προς τα σημεία εκείνα που είναι σκοτεινά, με την ελπίδα ότι δεν θα υπάρχει εκεί φωτιά. Δεν έχω ιδέα πώς ακριβώς ήταν ο δρόμος. Αλλά κυρίως απ΄ αυτά τα σκοτεινά σημεία προβάλλουν άνθρωποι που λένε συνέχεια τα ίδια λόγια: «Μην προχωρήσεις άλλο, από κει προέρχονται, όλα καίγονται εκεί!». Οπουδήποτε και σ΄ οποιονδήποτε κι αν στραφώ, πάντα η ίδια απάντηση.
Μπροστά μου υπάρχει κάτι που ίσως είναι ένας δρόμος πλημμυρισμένος από μια διαβολική βροχή από σπίθες οι οποίες μοιάζουν σαν πελώρια δαχτυλίδια φωτιάς όταν πέφτουν καταγής. Δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να περάσω ανάμεσά τους. Πιέζω άλλο ένα υγρό μαντήλι στο στόμα μου και σχεδόν καταφέρνω να περάσω, αλλά πέφτω και είμαι σίγουρη ότι δεν μπορώ να συνεχίσω. Κάνει ζέστη. Φρικτή ζέστη! Τα χέρια καίνε σα φωτιά. Πετάω τη βαλίτσα μου, δε μ΄ ενδιαφέρει , και νιώθω και πολύ αδύναμη. Τουλάχιστον δεν έχω τίποτα πια να σέρνω μαζί μου.
Προχώρησα σκοντάφτοντας προς το μέρος που είχε σκοτάδι. Ξαφνικά, ξαναείδα ανθρώπους, ακριβώς μπροστά μου. Ξεφωνίζουν και χειρονομούν και μετά – προς απέραντη έκπληξη και φρίκη μου – βλέπω τον έναν μετά τον άλλο να σωριάζονται καταγής. Είχα την εντύπωση ότι είχαν πυροβοληθεί, αλλά δε μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Σήμερα ξέρω ότι οι άτυχοι εκείνοι άνθρωποι ήταν θύματα της έλλειψης οξυγόνου. Λιποθύμησαν και μετά κάηκαν, απανθρακώθηκαν. Σκοντάφτω πάνω σε μια πεσμένη γυναίκα και καθώς είμαι κι εγώ πεσμένη δίπλα της, βλέπω τα ρούχα της να καίγονται. Ένας τρελός φόβος με κυριεύει κι από κείνη τη στιγμή και μετά επαναλαμβάνω συνεχώς μια απλή φράση: «Δε θέλω να καώ, δε θέλω να καώ»! Ξαναπέφτω κι αισθάνομαι ότι δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ, αλλά ο φόβος ότι μπορεί να καώ μου δίνει κουράγιο να ξανασταθώ στα πόδια μου. Σέρνομαι, παραπατάω με το τελευταίο μαντίλι μου κολλημένο στο στόμα μου… Δε ξέρω πάνω σε πόσους σκόνταψα. Μόνο ένα πράγμα ήξερα: ότι δεν πρέπει να καώ.
Aλλά τώρα τα μαντίλια μου έχουν τελειώσει – η ζέστη είναι φοβερή – δεν μπορώ να συνεχίσω και μένω πεσμένη στο χώμα. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μου ένας στρατιώτης. Κουνάω απεγνωσμένα το χέρι μου. Με πλησιάζει και ψιθυρίζω στ΄ αυτί του( η φωνή μου έχει σχεδόν χαθεί): «Πάρε με μαζί σου δε θέλω να καώ». Αλλά ο στρατιώτης ήταν πολύ εξασθενημένος για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Σταύρωσε τα χέρια μου πάνω στο στήθος μου και με προσπέρασε. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου μέχρι να εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι.
Προσπαθώ για άλλη μια φορά να σηκωθώ, αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να συρθώ στα τέσσερα. Νιώθω ακόμα το σώμα μου, ξέρω ότι είμαι ακόμα ζωντανή. Ξαφνικά στέκομαι όρθια, αλλά κάτι δε πηγαίνει καλά, όλα φαίνονται απόμακρα και δεν ακούω ουδέ βλέπω καλά. Όπως διαπίστωσα αργότερα, υπέφερα από έλλειψη οξυγόνου σαν όλους τους άλλους. Πρέπει να έκανα κάπου δέκα βήματα μ΄ αυτόν τον τρόπο όταν, ξαφνικά , ανάσανα, καθαρά αέρα. Παίρνω άλλη μια ανάσα, εισπνέω βαθιά, και ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου. Μπροστά μου υπάρχει ένα σπασμένο δέντρο. Καθώς τρέχω προς το μέρος του, ξέρω ότι έχω σωθεί , αλλά δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι το πάρκο είναι το Μπιγκερβίζε.
Προχωρώ λίγο ακόμα κι ανακαλύπτω ένα αυτοκίνητο. Χαίρομαι κι αποφασίζω να περάσω τη νύχτα μέσα σ΄ αυτό. Το αυτοκίνητο είναι γεμάτο βαλίτσες και κουτιά, αλλά βρίσκω αρκετό χρόνο στο πίσω κάθισμα για να χωρέσω. Μια άλλη εύνοια της τύχης είναι πώς τα τζάμια του αυτοκινήτου είναι όλα σπασμένα και πρέπει να παραμείνω ξύπνια για να σβήνω τις σπίθες που μπαίνουν μέσα. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί, όταν ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου και μια αντρική φωνή είπε: «Πρέπει να βγεις από κει». Τρόμαξα γιατί κάποιος ήταν αποφασισμένος να με βγάλει με το ζόρι από την ασφαλή κρυψώνα μου. Είπα με φωνή που έτρεμε από το φόβο: «Σε παρακαλώ, άσε με να μείνω εδώ, θα σου δώσω όλα τα λεφτά που έχω μαζί μου».(Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το βρίσκω αστείο). Αλλα η απάντηση που πήρα ήταν: «Όχι, όχι δε θέλω τα λεφτά σου. Το αυτοκίνητο καίγεται».
Θεέ μου! Πετάχτηκα αμέσως έξω και είδα ότι πράγματι καιγόντανε οι τέσσερις ρόδες. Δεν το είχα αντιληφθεί εξαιτίας της τρομερής ζέστης.
Κοίταξα τον άντρα που με είχε προειδοποιήσει κι αναγνώρισα το στρατιώτη που είχε σταυρώσει τα χέρια μου στο στήθος μου. Όταν τον ρώτησα, το επιβεβαίωσε. Μετά άρχισε να κλαίει. Συνέχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη, να ψιθυρίζει λέξεις για γενναιότητα, για την εκστρατεία στη Ρωσία … αλλά αυτό εδώ, αυτό είναι κόλαση. Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί και του προσφέρω ένα τσιγάρο.
Προχωραμε για λίγο και ανακαλύπτω δυο σκυμμένες φιγούρες. Ήταν δυο άντρες, ο ένας σιδηροδρομικός που έκλαιγε επειδή (μέσα στον καπνό και τα χαλάσματα) δεν μπορούσε να βρει το δρόμο για το σπίτι του. Ο άλλος ήταν ένας πολίτης που είχε γλιτώσει σ΄ ένα υπόγειο μαζί με εξήντα άτομα, αλλά είχε υποχρεωθεί να αφήσει πίσω τη γυναίκα του και τα παιδιά του, εξαιτίας ορισμένων φρικτών συνθηκών. Οι τρεις άντρες έκλαιγαν τώρα όλοι μαζί, αλλά στεκόμουν και τους κοίταζα , αδυνατώντας να χύσω έστω κι ένα δάκρυ. Ήταν σαν να παρακολουθούσα ταινία. Περάσαμε τη νύχτα μαζί, καθισμένοι στο χώμα και τόσο κουρασμένοι, που δεν μπορούσαμε ούτε να συζητήσουμε. Οι συνεχείς εκρήξεις δε μας ενοχλούσαν, αλλά οι κραυγές που καλούσαν βοήθεια κι έρχονταν απ΄ όλες τις κατευθύνσεις, ήταν εφιαλτικές. Γύρω στις έξι το πρωί χωρίσαμε.
Πέρασα όλες τις επόμενες ώρες ψάχνοντας στην πόλη για τον αρραβωνιαστικό μου..Τον αναζήτησα ανάμεσα στους νεκρούς επειδή δε φαίνοντον ζωντανοί εκεί γύρω. Τα όσα είδα ειναι τόσο φριχτα που αδυνατώ να τα περιγράψω.Νεκροί, νεκροι, παντου νεκροί. Μερικοί τελέιως απανθρακωμενοι. Άλλοι τελείως ανέπαφοι, λες κι ήταν κοιμισμένοι.Γυναίκες με ποδιές, γυναίκες με παιδιά, καθισμένες μες στα τραμ λες και μολις είχαν αποκοιμηθει. Πολλές γυναίκες , πολλές κοπέλες, πολλά μικρα παιδιά, στρατιώτες που αναγνωρίζονταν μονο από τις μεταλλικες αγκράφες στις ζώνες τους, σχεδόν όλοι τους γυμνοί.
Μέσα από τα χαλάσματα εξείχαν χέρια, κεφάλια, πόδια, σπασμένα κρανία. Οι δεξαμενές νερού ήταν γεμάτες μέχρι τα χείλη με πτώματα και με μεγάλα κομμάτια τσιμέντου από πάνω. Οι περισσότεροι , φαίνονταν πρησμένοι, με μεγάλα κίτρινα και καφέ σημάδια στα σώματα τους. Άνθρωποι που τα ρούχα τους εξακολουθούσαν να λάμπουν… Νομίζω ότι ήμουν ανίκανη ν΄ αντιληφθώ τη σημασία αυτής της απάνθρωπης πράξης, γιατί υπήρχαν και πάρα πολλά μωρά, φρικτά ακρωτηριασμένα κι οι άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, ώστε σχημάτιζες την εντύπωση ότι κάποιος τους είχε στριμώξει εκεί μέσα σκόπιμα.
Μετα διέσχισα τους Κήπους του Γκρόσερ και συνειδητοποίησα ότι χρειαζόταν ν΄ απομακρύνω συνεχώς χέρια, χέρια που ανήκαν σ΄ ανθρώπους που ήθελαν να τους πάρω μαζί μου, χέρια που προσπαθούσαν να πιαστούν από πάνω μου. Αλλά παραήμουν εξαντλημένη για να σηκώσω οποιονδήποτε. Το μυαλό μου τα αφομοίωνε όλα αυτά ακαθόριστα, σαν να κοίταγα μέσα από ένα πέπλο. Ημουν, μάλιστα, σε τέτοια κατάσταση, ώστε δε συνειδητοποίησα, ότι έγινε και μια τρίτη επίθεση εναντίον της Δρέσδης. Αργά εκείνο το απόγευμα κατέρρευσα στη λεωφόρο Όστρα, απ΄ όπου με μάζεψαν δύο άντρες και με οδήγησαν σε μια φίλη που ζούσε τα περίχωρα.
Ζήτησα ένα καθρέφτη και δεν αναγνώρισα τον εαυτό μου. Το πρόσωπό μου είναι μια μάζα από φουσκάλες, το ίδιο και τα χέρια μου. Τα μάτια μου ήταν δυο στενές σχισμές και πρησμένα, το σώμα ήταν γεμάτο από μικρά μαύρα σημάδια. Μέχρι σήμερα δε μπορώ να καταλάβω πώς απέκτησα αυτά, γιατί φορούσα μακρύ παντελόνι και ζακέτα. Μάλλον οι σπίθες θα διαπέρασαν τα ρούχα μου.
Μάργκαρετ Φρέγερ, Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης 14 Φεβρουαρίου. Τα μεγάλα ρεπορτάζ. Τόμος Β’ εκδόσεις Νάρκισσος.
Αφήστε μια απάντηση