Η μεγαλύτερη συνεισφορά του διαλόγου στα πλαίσια της 2ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι βάζει στο τραπέζι μία σειρά κρίσιμα ζητήματα που αφορούν το σύνολο της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος και τα οποία οι άλλοι χώροι της Αριστεράς είτε δεν συζητούν καθόλου είτε τα συζητούν μέσα από γραφειοκρατικούς και ρεφορμιστικούς παραμορφωτικούς φακούς. Όμως η «αξία χρήσης» ενός πολιτικού χώρου δεν εξαρτάται μόνο από τις θεωρητικές και πολιτικές αναζητήσεις του αλλά κυρίως από το εάν και πως αυτές αποκρυσταλλώνονται σε μαζική πολιτική παρέμβαση. Με βάση αυτό το σκεπτικό διατυπώθηκε το κείμενο συμβολής στο διάλογο της 2ης Συνδιάσκεψης που υπέγραφαν οι Λ.Θερμογιάννης, Γ.Ραχιώτης, Γ.Ρούσης και ο υποφαινόμενος όπου διακρίνονταν δύο βασικά καθήκοντα που πρέπει να εκπληρωθούν: (α) η διαμόρφωση ενός συνεκτικού και αξιόπιστου μεταβατικού προγράμματος με κεντρικό άξονα την αποδέσμευση από την ΕΕ και (β) η άμεση ανάληψη πρωτοβουλίας για την συγκρότηση ενός πλατιού πολιτικού Μετώπου των δυνάμεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΑΑ, Εργατικός Αγώνας, άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, Ανένταχτοι Αριστεροί αλλά και πολλοί αγωνιστές που παραμένουν εγκλωβισμένοι στο ΣΥΡΙΖΑ ή στο ΚΚΕ) με βάση αυτό το πρόγραμμα. Επίσης υποστηριζόταν ότι το Μέτωπο αυτό δεν θα είναι αποτελεσματικό αν δεν σηκώσει το γάντι της κυβερνητικής πρόκλησης και δεν απαντήσει ότι το πρόγραμμά του αποτελεί και την πρόταση διακυβέρνησης από τις δυνάμεις που το αποδέχονται και το στηρίζουν.
Στη συνέχεια ακολούθησαν μία σειρά κείμενα – κυρίως εκ μέρους στελεχών του ΝΑΡ – που εστίασαν ουσιαστικά μόνο στο τρίτο ζήτημα (της κυβέρνησης) αφήνοντας στην άκρη όλα τα προηγούμενα ζητήματα παρόλο ότι είχαν ήδη αναδειχθεί σαν βασικά (αν όχι τα βασικά) ζητήματα μέσα από το διάλογο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Προβληματισμός πρώτος: δεν υπάρχει ανάγκη ενός συνεκτικού και αξιόπιστου μεταβατικού προγράμματος; Είναι όλα καλά καμωμένα μέχρι τώρα; Οι μέχρι προγραμματικές επεξεργασίες έχουν ριζώσει μέσα στις λαϊκές μάζες και βοηθούν στο ανέβασμα της πολιτικής δουλειάς και της μαζικής κινητοποίησης; Μάλλον όχι. Αν αφήσει κανείς στην άκρη τους κοινοβουλευτικούς κρετινισμούς του ΣΥΡΙΖΑ και τον γραφειοκρατικό χιλιασμό του ΚΚΕ και θελήσει να αντιμετωπίσει την κατάσταση με την άτεγκτη αυτοκριτική που πίστευε η Ρ.Λούξεμπουργκ ότι πρέπει να χαρακτηρίζει το επαναστατικό κίνημα τότε κάθε άλλο παρά ευχαριστημένος πρέπει να είναι. Αν τα πράγματα ήταν καλά τότε και το μαζικό κίνημα δεν θα είχε την σημερινή πτώση του και η πολιτική κατάσταση δεν θα έπαιρνε την σημερινή ζοφερή και άκρως ανησυχητική πορεία της. Και όμως αντί να γίνει μία σοβαρή συζήτηση γι’ αυτό – ιδιαίτερα τα προαναφερθέντα κείμενα – αναλίσκονται σε γενικότητες, φραστικές κατασκευές του τύπου το «εξελισσόμενο μεταβατικό πρόγραμμα» ή/και ουσιαστική ταύτιση με τις χιλιαστικές απόψεις του ΚΚΕ. Οι γενικότητες και οι υπερβολικοί επιθετικοί προσδιορισμοί μάλλον προδίδουν την έλλειψη ουσιαστικού (και ουσίας) ακριβώς όταν είναι το τελευταίο που λείπει και αυτό που χρειάζεται για να διεξάγει κανείς από την πιο μικρή συνδικαλιστική μάχη μέχρι τον πιο μεγάλο πολιτικό αγώνα. Η άποψη περί «εξελισσόμενου προγράμματος» είναι επιεικώς αχαρακτήριστη. Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι λάστιχο ούτε φθηνό συνδικαλιστικό κόλπο. Πρέπει να συγκροτείται με βάση τις βασικές αντιθέσεις της ιστορικής συγκυρίας και να συμβάλλει στην επαναστατική επίλυση τους. Τέλος, υπάρχουν και απόψεις όπου το πρόγραμμα αντί να ανοίγει έμπρακτα την διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης ταυτίζεται άμεσα με τον σοσιαλισμό. Οι απόψεις αυτές ουσιαστικά ταυτίζονται με την ανιστόρητη και διαλυτική για το κίνημα αντίληψη της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ.
Πρέπει άμεσα, με σαφήνεια και χωρίς περιττές φλυαρίες και «επαναστατικές περικοκλάδες» να διατυπωθεί το μεταβατικό πρόγραμμα. Βασικός κόμβος του είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ. Αυτή είναι η κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει την αστική από την προλεταριακή κίνηση.
Προβληματισμός δεύτερος: δεν υπάρχει η ανάγκη ενός τρίτου πόλου μέσα στην Αριστερά με βάση το πρόγραμμα που προαναφέρθηκε; Αρκεί μόνο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Προφανώς ναι στο πρώτο ερώτημα και όχι στο δεύτερο. Άλλωστε αυτό το αναδεικνύουν και οι Θέσεις της Συνδιάσκεψης. Αν είναι έτσι τότε γιατί δεν προχωρά η υλοποίηση του; Αν όλοι αποδέχονται ότι ο πολιτικός χρόνος πλέον τρέχει και σύντομα (πιθανότατα από το φθινόπωρο) θα πάμε σε ραγδαίες εξελίξεις τότε προς τι η ολιγωρία, οι σιωπές και οι υπεκφυγές; Πόσες φορές θα ακούσει ακόμη κανείς αυτή την απίθανα αντιφατική διατύπωση ότι «ο πολιτικός χρόνος τρέχει» αλλά και «το ζήτημα του μετώπου πρέπει να ωριμάσει»; Μήπως κινδυνεύει ήδη να σιτέψει; Στο σημείο αυτό προβάλλεται συχνά η άποψη «καλά το Μέτωπο αλλά με το κίνημα τι θα γίνει;». Η άποψη αυτή – όταν εκφέρεται καλοπροαίρετα – παραγνωρίζει ότι είναι η ίδια η σημερινή όχι καλή κατάσταση του κινήματος που από όλες τις πλευρές απαιτεί μία πολιτική υπέρβαση. Όποιος έχει την παραμικρή ζωντανή σχέση με μαζικούς χώρους προσλαμβάνει κάθε στιγμή αυτή την πίεση. Αν έχει σημασία ένα τέτοιο Μέτωπο δεν είναι για να κάνει ένα επιτυχημένο κατέβασμα στις εκλογές (που άλλωστε αν το σύστημα τα καταφέρει θα αργήσουν αρκετά) αλλά για να τονώσει και δώσει στήριξη και ώθηση στους μαζικούς αγώνες.
Δεν πρέπει να υπάρξει καμία υπεκφυγή. Εάν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποφασίσει άμεσα (και όχι μετά τα «μπάνια του λαού» και βλέπουμε) για την υλοποίηση του Μετώπου αυτού τότε το φθινόπωρο θα είναι μάλλον πάρα πολύ αργά. Η θολή διατύπωση που υπάρχει στις Θέσεις αλλά και η στάση ορισμένων δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που καταλήγουν να στο «να διερευνήσουμε τι δυνατότητες υπάρχουν για έα τέτοιο Μέτωπο» είναι επιεικώς απαράδεκτες. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος, δεκάδες εκδηλώσεις έχουν γίνει και πάμπολλα κείμενα έχουν γραφτεί. Πόσος καιρός χρειάζεται για να διακριβωθούν οι προγραμματικές συγκλίσεις; Αν κάποιοι δεν θέλουν κάτι τέτοιο ας έχουν την ευθύτητα να το πουν ρητά.
Προβληματισμός τρίτος: γιατί τόσο πάθος για το ζήτημα της κυβέρνησης σε αντίθεση με την εκκωφαντική σιωπή για τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα; Γιατί φθηνοί συνδικαλισμοί περί «κοινοβουλευτισμού» ή ακούσιας υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ όταν γνωρίζουν πολύ καλά οι εκφορείς τους ότι μόνο έτσι δεν είναι; Ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα στο εμπόριο ελπίδας που πουλά στο λαό ο ΣΥΡΙΖΑ με βάση την ψευδεπίγραφη πρόταση περί «αριστερής κυβέρνησης» είναι ακριβώς να διατυπώσεις μία άλλη, πραγματικά επαναστατική πρόταση κυβέρνησης (και εξουσίας). Ας αφήσουμε στην άκρη θεολογικού τύπου σκιαμαχίες αντάξιες γνωστών και μη εξαιρετέων σημερινών θεωρητικών του Περισσού για το τι κάνουν απέναντι στο ζήτημα της κυβέρνησης οι κομμουνιστές. Το κομμουνιστικό κίνημα έχει μακρά πείρα πάνω σε αυτό το ζήτημα. Ας μην οχυρώνεται μυωπικά κανείς πίσω είτε από τον Τζαννετακισμό είτε από επιλεκτικά ιστορικά παραδείγματα. Υπάρχουν εξίσου πολλά αντίθετα παραδείγματα. Άλλωστε το πρόσφατο κείμενο του Γ.Ρούση (εδώ) απαντά με σαφήνεια στις αιτιάσεις αυτές. Ιδιαίτερα απαντά σε ορισμένες πρόσφατες τοποθετήσεις που με επιλεκτικές ιστορικές αναφορές τελικά καταλήγουν στην άποψη της τωρινής ηγεσίας του ΚΚΕ: οι κομμουνιστές συμμετέχουν στην κυβέρνηση μόνο μετά την επανάσταση. Πρόκειται για μία εντελώς λανθασμένη άποψη. Η επαναστατική διαδικασία δεν είναι στιγμιαία, (μία «ηρωική έφοδος») αλλά είναι μία μακρόχρονη διαδικασία τόσο πριν όσο και μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Δεν μπορεί να αποκλείεται άνευ όρων η ανάληψη της κυβέρνησης σαν τμήμα αυτής της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας και φυσικά πάντα σαν υποβοηθητικό στοιχείο στην περαιτέρω ανάπτυξη της μαζικής πάλης. Αντίθετα πρέπει να προβάλλεται ακριβώς σαν τμήμα μίας τέτοιας ενιαίας διαδικασίας.
Η ιστορία, ιδιαίτερα στις κρίσιμες καμπές της (και η χώρα μας αλλά και ο κόσμος περνάνε σήμερα μία τέτοια), είναι αδυσώπητη απέναντι στους πολιτικούς χώρους που δεν έχουν τα αναγκαία αντανακλαστικά για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών. Στο τόπο μας έχει χαθεί ήδη πολύς χρόνος και πολλές δυνάμεις από την ανικανότητα και τον συμβιβασμό της επίσημης Αριστεράς. Ας μην χαθεί κι άλλος χρόνος από μία Αριστερά που θέλει να είναι πραγματικά επαναστατική αλλά μπορεί να διστάζει εμπρός στο βάρος των καθηκόντων που πρέπει να επωμισθεί. Ας μην ξεχνιέται ότι αν η πολιτική υπέρβαση δεν γίνει από εμάς θα γίνει από το σύστημα με μαύρο μανδύα.
Αφήστε μια απάντηση