Ο Ν. Μαραντζίδης, η Αριστερά και η απόλαυση ενός ξυλοδαρμού

ΜΑΤ-ΧΤΥΠΟΥΝ-ΓΥΝΑΙΚΕΣΤου Αυγουστίνου Ζενάκου και του Χρήστου Νάτση – “Unfollow”

Με αφορμή την είδηση του ξυλοδαρμού του Νίκου Μαραντζίδη, ο λόγος του ακραίου Κέντρου και της Δεξιάς εμφανίστηκε ως έκρηξη απόλαυσης που καιρό περίμενε την εκφόρτισή της, επαναφέροντας τη διαρκή προτροπή προς την Αριστερά «να καταδικάσει» κι επαναβεβαιώνοντας μια πολιτική ταυτότητα που έχει επιλέξει να μην βλέπει την ολοένα εντεινόμενη συστημική βία στη χώρα μας. Πώς περιγράφεται, όμως, ο μηχανισμός αυτής της διαρκούς προτροπής; Τι είδους ιδεολογία συγκροτεί; Και με ποιο τρόπο βρίσκει η ιδεολογία αυτή το παραπλήρωμά της στην απώθηση που χαρακτηρίζει την Αριστερά προς οποιοδήποτε ρήγμα στον ρόλο της ως πολέμιου της βίας και υπερασπιστή των αδυνάμων;

«Μια ακόμη άνανδρη επίθεση με θύτες τρεις νεαρούς ‘υπερασπιστές της Αριστεράς’, όπως αυτοπροσδιορίσθηκαν, και θύμα τον αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκο Μαραντζίδη συνέβη χθες το απόγευμα στη Θεσσαλονίκη». Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά η Καθημερινή το ρεπορτάζ της για την επίθεση εναντίον του Νίκου Μαραντζίδη, επισημαίνοντας ταυτόχρονα, στον τίτλο ήδη, πως η επίθεση έγινε μπροστά σε σύμβουλο του Πρωθυπουργού, ως εάν η παρουσία του συμβούλου να ενσαρκώνει την έννομη τάξη που εδώ διασαλεύθηκε με τέτοια βαναυσότητα.

Παράλληλα, στις σελίδες της αρθρογραφίας, ο Πάσχος Μανδραβέλης θα μιλήσει για τις «καθοδηγούμενες αριστεροφασιστικές ενέργειες» που δεν θα πτοήσουν τον πανεπιστημιακό, σε ένα κείμενο που ο τίτλος του και μόνο («Της γροθιάς και της προόδου») δείχνει μια σπουδή να χρεωθεί το γεγονός αβασάνιστα στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Την ίδια στιγμή, ο Ηλίας Κανέλλης θα σπεύσει να εγκαλέσει την Αριστερά («Για ποιο λόγο, άραγε, η Αριστερά αποφεύγει να καταδικάσει πράξεις στην κατεύθυνση της φίμωσης προσώπων που θεωρεί ιδεολογικούς αντιπάλους; Δεν είναι συστατικό της δημοκρατίας η διαφωνία ή και η ιδεολογική αντιπαλότητα; Και η βίαιη κατάπνιξη της διαφωνίας δεν είναι πράξη αντιδημοκρατική;») με ένα εν θερμώ κείμενο που μοιάζει να θέλει να προλάβει μια ενδεχόμενη καταδίκη που θα το διαψεύσει.

Τι κι αν η Αριστερά καταδίκασε; Ο λόγος του ακραίου Κέντρου συνεχίζει τη ρητορική του, μια ρητορική που κρύβει μια βαθιά ηδονή, μια έκρηξη απόλαυσης που καιρό περίμενε την εκφόρτισή της. Αυτοί που μέμφονται κατά καιρούς την Αριστερά πως «θέλει νεκρό» βρήκαν εδώ το ιδανικό θύμα τους, τρομερά χαρούμενοι που επιτέλους κάποιος τις έφαγε – και δεν ήταν οι ίδιοι. Διότι ο ξυλοδαρμός επιτρέπει πρωτίστως την διεκδίκηση ενός ηθικού πλεονεκτήματος: σε μια χώρα που προετοιμάζει φυλακές τύπου Γ΄, σε μια χώρα όπου η συστημική βία γίνεται ολοένα αγριότερη, ο ξυλοδαρμός του Ν. Μαραντζίδη θα προσφέρει το άλλοθι της επαναβεβαίωσης μιας πολιτικής ταυτότητας που έχει επιλέξει να μην βλέπει όλα αυτά.

Κι εδώ ακριβώς πρέπει να επισημανθεί –διαλύοντας τα κατ’ επίφαση παράδοξα που προκύπτουν– αυτή η διαρκής επαναφορά της προτροπής για «καταδίκη» και να περιγραφεί ο μηχανισμός της. Η προτροπή αυτή ανήκει ως εννοιακός τόπος και ως πρακτική στο οπλοστάσιο του ακραίου Κέντρου και της Δεξιάς και έχει σταθερό στόχο την Αριστερά. Αδιαφορώντας, δηλαδή, για τις αντινομίες που προκύπτουν από την επιλεκτική της χρήση, το ακραίο Κέντρο και η Δεξιά προτρέπουν διαρκώς την Αριστερά να καταδικάσει κάποιες βίαιες ενέργειες. Οι βίαιες αυτές ενέργειες ποτέ δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «συστημικές» – όπως οι φυλακές τύπου Γ΄, που προαναφέραμε, ή τα βασανιστήρια της ΕΛ.ΑΣ ή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών ή οι επιχειρήσεις «σκούπα» ή η εγκληματική αστυνομική βία. Αντιθέτως, η προτροπή για «καταδίκη» αφορά ενέργειες πολιτών, όπως ξυλοδαρμούς καθηγητών ή δημοσιογράφων, προπηλακισμούς και γιαουρτώματα πολιτικών – ή, έστω, στις σπάνιες περιπτώσεις όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο, υποθέσεις που άπτονται της ένοπλης πολιτικής δράσης/τρομοκρατίας, όπως μια έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου που, λόγου χάρη, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με ακύρωση προγραμματισμένων διαδηλώσεων. Με άλλα λόγια, οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν ακριβώς στον ορισμό της έννοιας του μεμονωμένου, κατ’ αντίστιξη προς όλες εκείνες για τις οποίες έχει κατά καιρούς καταβληθεί προσπάθεια να χριστούν «μεμονωμένες» –όπως τα βασανιστήρια ή η διείσδυση φασιστικών ιδεών στα σώματα ασφαλείας– αλλά που στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν είναι μεμονωμένες αλλά αποτελούν τεκμηριωμένα ένα σύστημα.

Η Αριστερά, από την άλλη, διαρκώς καταδικάζει βίαιες ενέργειες. Αν παρατηρήσει κανείς τις δραστηριότητές της, θα μπορούσε να πει πως η Αριστερά σχεδόν δεν κάνει τίποτε άλλο. Καταδικάζει, όμως, ακριβώς ενέργειες ή μάλλον πρακτικές, όπως οι φυλακές τύπου Γ΄, τα βασανιστήρια της ΕΛ.ΑΣ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, οι επιχειρήσεις «σκούπα», η αστυνομική βία. Καταδικάζει, δηλαδή, βίαιες ενέργειες που δεν είναι μεμονωμένες και για τις οποίες δεν επαρκεί η κοινή, αυτονόητη απαξίωση που καθένας, ατομικά, μπορεί να εκφράσει – δεν επαρκεί ακριβώς διότι ως μέρος ενός συστήματος εντάσσονται σε έναν κανόνα προσχηματικής έστω νομιμότητας. Αυτή είναι, άλλωστε, μια «καταδίκη» με πολιτικό νόημα. Προσοχή, όμως: αυτό που έχει εδώ το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το ότι η Αριστερά -και ο περί αυτήν δημόσιος λόγος- δεν «προτρέπει» κανέναν να καταδικάσει. Καταδικάζει η ίδια.

Ανάμεσα λοιπόν στις διαρκείς προτροπές προς καταδίκη του ακραίου Κέντρου και της Δεξιάς και στις διαρκείς καταδίκες της Αριστεράς, η περιγραφή που προκύπτει είναι η εξής: Η Αριστερά καταδικάζει και δεν ζητεί από τους αντιπάλους της να καταδικάσουν, διότι της είναι προφανές ότι οι αντίπαλοί της είναι οι αυτουργοί ή οι υποστηρικτές των προς καταδίκη ενεργειών. Θα ήταν άνευ νοήματος, λόγου χάρη, να ζητηθεί μια «καταδίκη» της αστυνομικής βίας από τους αυτουργούς της και τους υποστηρικτές τους. H συνεπαγόμενη ηθική στάση διαφέρει έτσι καταστατικά: το ακραίο Κέντρο και η Δεξιά ετεροκαθορίζονται, συγκροτούνται ταυτοτικά από την άρνηση του αντιπάλου τους, τον οποίον ταυτόχρονα δεν αναγνωρίζουν — ομοιάζουν με τους νιτσεϊκούς δούλους που δεν αυτοκαταφάσκονται αλλά προσδιορίζονται ως αντίποδες των κυρίων τους· η Αριστερά είναι καταφατική, θέτει αυτόνομα το αξιακό της πλαίσιο — παρόλο που αναγνωρίζει την δομική της εξάρτηση από τον αντίπαλο (ως μετέχουσα στον ίδιο ημαρτημένο κοινωνικό σχηματισμό), δεν περιορίζεται σε ένα ανούσιο πήγαιν’ έλα κενολόγων χαρακτηρισμών, αλλά αυτοπαράγεται δυναμικά.

Το ακραίο Κέντρο και η Δεξιά, από την άλλη, προτρέπουν την Αριστερά να καταδικάσει ακριβώς επειδή τα ίδια δεν καταδικάζουν. Το «δεν καταδικάζεις», επικαιρικό σύστοιχο του «δεν μιλάς όμως για την Μαρφίν», είναι το μήνυμα που επιστρέφεται στον αποδέκτη του αντεστραμμένο: επειδή εγώ δεν καταδικάζω τίποτα από ό,τι αντιβαίνει στις αρχές μου συστηματικά και κατ΄ εξακολούθηση, βιάζομαι να σου απευθύνω πρώτος την αιχμή, βιάζομαι να σε μετατρέψω σε βδελυγματική μορφή αυτού που πραγματικά είμαι.

Περισσότερο από το να εγκαλεί υποκείμενα, η ιδεολογία που μιλάει μέσα από αυτού του είδους την διαδεδομένη αρθρογραφία, εγκαλεί τον εχθρό ως αποκείμενο, μπας και μπορέσει να υποκειμενοποιήσει τον φορέα της ως κάτι περισσότερο από ιδανικό συνένοχο.

Ωστόσο, παραπληρωματική της ιδεολογίας αυτής είναι η πάγια λειτουργία απώθησης που παρατηρείται στην Αριστερά προς οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ρήγμα –έστω και συγκυριακό– στον ρόλο της ως πολέμιου της βίας και υπερασπιστή των αδυνάμων. Σε κάποιες –όχι λίγες– από τις αντιδράσεις που ακολούθησαν την είδηση του ξυλοδαρμού του Ν. Μαραντζίδη, μπορεί κανείς να διαπιστώσει τουλάχιστον δύο τύπους τέτοιας απώθησης: Η μία είναι «συνομωσιολογική» – ο λόγος των επιτιθέμενων ήταν «περίεργος» και άρα μάλλον «κατασκευασμένος», κάτι μας κρύβουν, μάλλον ήταν κατευθυνόμενοι/χρυσαυγίτες/πράκτορες/προβοκάτορες/ασφαλίτες, όλα τούτα συμβαίνουν εξαιτίας του εκ των προτέρων υπολογισμού να πληγεί η Αριστερά, οι Αριστεροί δεν τα κάνουν αυτά. Η δεύτερη είναι μια επίκληση στην «καθαρότητα» – η Αριστερά δεν επιδίδεται σε βία κατά αδυνάμων, η Αριστερά δεν έχει σχέση με τραμπούκους, αν ήταν πραγματικοί Αριστεροί δεν θα έκαναν κάτι τέτοιο, οι Αριστεροί δεν τα κάνουν αυτά. Και στις δύο περιπτώσεις, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την απόπειρα να παρουσιαστεί η πιθανότητα να υπάρχουν αριστεροί ή αντιεξουσιαστές τραμπούκοι ως εννοιακή αδυνατότητα – λες και κανένας από μας στον πρότερο βίο του δεν έχει συναντήσει θιασώτες της χειραφέτησης των υποτελών τάξεων που να είναι ταυτόχρονα υποδειγματικοί τραμπούκοι.

Το προφανές πρόβλημα εδώ είναι πως η Αριστερά, την ίδια στιγμή που αρνείται –και πολύ σωστά– στο ακραίο Κέντρο και στη Δεξιά τη δυνατότητα να καλυφθούν πίσω από την ιδανική κατασκευή του υπερασπιστή της νομιμότητας και του συναινετικού Δημοκράτη, διεμβολίζοντάς την με την πραγματικότητα της βίαιης ανομίας και του αυταρχισμού τους, η ίδια προσφεύγει ακριβώς σε μια ιδανική κατασκευή, όπου ένας Αριστερός παντού και πάντα είτε αποτελεί θύμα σκευωρίας είτε δεν ήταν εξαρχής πραγματικός Αριστερός. Επιδεικνύει έτσι μια καθαρά αντιδιαλεκτική στάση, αρνούμενη να στοχαστεί αυτό που την προβληματοποιεί ως ταυτότητα, ένα διαφεύγον των προσδιορισμών της, αυτό, που παραφράζοντας τον Σμιτ, θα μπορούσε να περιγραφεί ως η ενσάρκωση της αμηχανίας της ως μορφή.

Θα ήταν απείρως χρησιμότερο –αν και πολύ πιο δύσκολο– να αναμετρηθεί η Αριστερά με την ιστορικότητα αυτής της απώθησης, τους τρόπους με τους οποίους έχει η ίδια γράψει και ξαναγράψει την Ιστορία της. Είναι λογικό, βέβαια, να φοβάται κανείς ότι μια τέτοια αναμέτρηση θα μπορούσε να δώσει περισσότερα όπλα στους αντιπάλους του, καθιστώντας δυσχερέστερο το να ονομαστούν τα προαναφερθέντα ρήγματα απλώς συγκυριακά. Ταυτόχρονα, όμως, μόνο μια τέτοια αναμέτρηση μπορεί να ξεδιαλύνει απολύτως το γιατί διόλου δεν απαιτείται μια θεωρητική εκ των προτέρων «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται» για να πιστεύει κανείς ότι στην Ελλάδα του 2014 είναι κάκιστη ιδέα να βλέπει στον δρόμο κάποιον με τα γραπτά του οποίου διαφωνεί και να τον σπάει στο ξύλο.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *