Αποτυχία του προγράμματος με τις περικοπές δαπανών. Ομολογία του ΔΝΤ

image002Επειτα από μία τετραετία οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναγνωρίζει επιτέλους αυτό που από την αρχή της τετραετίας τού είχε επισημανθεί και για το οποίο ουδεμία άγνοια συγχω ρείται. Πρώτη «σπαραχτική» παραδοχή του διεθνούς οργανισμού καταγράφηκε τον Ιανουάριο του 2013, με την οπωσδήποτε καθυστερημένη επισήμανσή του ότι το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής περιείχε σοβαρό «λάθος» στην εκτίμηση των επιπτώσεων της περικοπής δημοσίων δαπανών στην οικονομία. Οι πολλαπλασιαστές είχαν υποεκτιμηθεί, με συνέπεια ότι οι περικοπές δαπανών, αντί να ισοσκελίσουν την ελληνική οικονομία, την εξώθησαν σε βαθιά ύφεση και κατάρρευση, στο πλαίσιο της οποίας ουδεμία προσαρμογή είναι πλέον δυνατή.

Το δεύτερο πλήγμα -και η χαριστική βολή στην εγκυρότητα του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής- καταφέρεται σήμερα πάλι από το ΔΝΤ, με την πρόσφατη έκθεσή του «Η προσαρμογή στις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης. Πρόοδος, προκλήσεις, πολιτικές» (Ιούλιος 2014). Ακόμη μια φορά, το επίμαχο ζήτημα είναι η επίπτωση της περικοπής δημοσίων δαπανών και συγκεκριμένα του κόστους εργασίας στην ικανότητα προσαρμογής και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Λανθασμένη η συνταγή

Ακόμη μια φορά, ο απολογισμός του ΔΝΤ είναι συντριπτικός για όσους επιμένουν να πιστεύουν στα σοβαρά ότι οι περικοπές στο εργασιακό κόστος αποφέρουν βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως και αύξηση εξαγωγών.

Οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ είναι σαφείς και κατηγορηματικοί όχι μόνον για τη χώρα μας, αλλά και για τις υπόλοιπες της ευρωπαϊκής περιφέ-ρειας: οι περικοπές δημοσίων δαπανών και εργασιακού κόστους όχι μόνον δεν έχουν αποφέρει βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των τιμών, αλλά έχουν, επιπροσθέτως, αποδυναμώσει και εξουδετερώσει την ικανότητα προσαρμογής της οικονομίας. Με τις περικοπές, και εξαιτίας αυτών, η προσαρμοστικότητα της οικονομίας αποβαίνει όλο και πιο επαχθής, όλο και πιο δυσχε-ρής, παραδέχεται με καθυστέρηση η έκθεση του ΔΝΤ.

Σε συνθήκες σωρευτικής ύφεσης (-27% του ΑΕΠ) και ανυπόφορα υψηλής ανεργίας, η οικονομία χάνει την αναγκαία πλαστικότητα, κινητικότητα και προσαρμοστικότητα, αφού κυριαρχεί πλέον ο νόμος της ελεύθερης πτώσης και της φυγής των κεφαλαίων: «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Η μοιραία, υπαίτια και ασυγχώρητα καθυστερημένη παραδοχή του ΔΝΤ είναι ότι ουδεμία βελτίωση ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας είναι εφικτή σε συνθήκες κατάρρευσης της εσωτερικής αγοράς, αφού έτσι οι επενδύσεις -απαράκαμπτη προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα- όχι μόνον δεν προσελκύονται, αλλά, αντίθετα, απωθούνται και συνωστίζονται στην έξοδο από τη χώρα.

Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι, παρά τις σαρωτικές περικοπές δαπανών και κόστους εργασίας στη χώρα μας, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία σοβαρή αλλαγή ούτε βελτίωση του παραγωγικού υποδείγματος. Ενόσω η οικονομία βομβαρδίζεται με πυρηνικά όπλα μαζικής καταστροφής, ουδεμία βελτίωση είναι εφικτή, οι παθογένειες δεν σβήνουν, η δυνατότητα επανίδρυσης σε νέες, υγιείς βάσεις δεν επισπεύδεται, αλλά, αντίθετα, απομακρύνεται. Η οικονομία δεν εξυγιαίνεται ούτε μεταρρυθμίζεται με «μεταρρυθμίσεις» που την αποτελειώνουν. Η νέκρωση δεν οδηγεί στην εξυγίανση, αλλά στην απομάκρυνση από κάθε δυνατότητα εξυγίανσης. Με τη συμπίεση του κόστους εργασίας, σημειώνει η έκθεση, δεν μειώθηκαν οι τιμές των προϊόντων, αλλά διατηρήθηκαν, αφού έτσι αυξήθηκαν τα περιθώρια κερδοφορίας των εξαγωγέων. Από την κατάρρευση των εισοδημάτων και της αγοράς δεν επωφελήθηκε η οικονομία, αλλά απλώς και μόνον οι εξαγωγείς, που αύξησαν τα κέρδη τους, αφού διατήρησαν τις τιμές, αντί να τις μειώσουν, παρά τις γραφειοκρατικές και ανεύθυνες προσδοκίες του προγράμματος προσαρμογής. Η φτωχοποίηση των συντελεστών πραγματοποιήθηκε, αλλά ουδέν όφελος προέκυψε για την οικονομία, εκτός από τη διόγκωση κερδών για μια μικρή μειοψηφία.

Περικοπές και ανταγωνιστικότητα, δύο έννοιες ασύμβατες

Είναι γνωστό από την οικονομική θεωρία και εμπειρία, αλλά και έχει εξαρχής επιση-μανθεί, ότι η ανταγωνιστικότητα δεν προωθείται με περικοπές του κόστους, αλλά με καινοτομίες, των οποίων φορείς είναι οι επενδύσεις. Και οι επενδύσεις προϋποθέτουν επέκταση της αγοράς, όχι συρρίκνωσή της. Ουδείς επενδύει ενόσω η αγορά συρρικνώνεται και όσοι έχουν από πριν επενδύσει ρευστοποιούν και αποχωρούν.

Η ιδέα της ανταγωνιστικότητας μέσω περικοπών στο εργασιακό κόστος προκύπτει από ασκήσεις επί χάρτου και από οπωσδήποτε στατική προσέγγιση, που δεν επαληθεύεται σε καμία στιγμή της οικονομικής ιστορίας. Χώρες με πολύ χαμηλούς μισθούς, όπως το Μπανγκλαντές, ελάχιστες διεθνείς επενδύσεις προσελκύουν και η ανταγωνιστικότητά τους παραμένει προβληματική. Αντίθετα, πρώτες στη διεθνή ανταγωνιστικότητα χώρες παραμένουν αυτές με τους υψηλότερους μισθούς, όπως οι Σουηδία, ΗΠΑ, Ελβετία, Γερμανία. Χώρες με εξαιρετικά χαμηλό εργασιακό κόστος δεν διακρίνονται στην κατάταξη της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας: η Κίνα, με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, καταλαμβάνει μόλις την 20ή θέση στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα και η Ινδία στην 40ή.

Η Ευρώπη, με τους υψηλούς μισθούς, παραμένει πρώτη επιλογή στον εντοπισμό των άμεσων διεθνών επενδύσεων κεφαλαίου.
Όπως κατ’επανάληψη ετόνιζε ο Τζ. Μ. Κέυνς, δεν υπάρχει πιο καταστροφική επιλογή από την πολιτική που πριονίζει και συρρικνώνει την εσωτερική αγορά, αφού αυτή ούτε προσελκύει επενδύσεις ούτε βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα. Η ανταγωνιστικότητα παραμένει πάντα συνάρτηση της τεχνολογικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Το υψηλό εργασιακό κόστος αποτελεί κίνητρο για επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου με προηγμένη τεχνολογία, ενώ το χαμηλό εργασιακό κόστος προσελκύει επενδύσεις εντάσεως εργασίας με χαμηλή τεχνολογική σύνθεση. Το χαμηλό εργασιακό κόστος δεν προωθεί την ανταγωνιστικότητα ούτε την παραγωγικότητα της εργασίας, αφού αυτό θα προϋπέθετε αυξητικούς ρυθμούς της οικονομίας.

Αντίθετα, σε συνθήκες σωρευτικής ύφεσης, ενθαρρύνεται η οπισθοδρόμηση των επενδύσεων σε εργασιοβόρες μονάδες παραγωγής, αντί των τεχνολογικά προηγμένων, που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Το κόστος εργασίας δεν αποτελεί μεταβλητή προσαρμογής, αλλά αντικειμενική συνθήκη, στην οποία προσαρμόζεται η ποιότητα και τεχνολογική σύνθεση των επενδύσεων. Δεν προσαρμόζεται το κόστος εργασίας στις επενδύσεις, αλλά οι επενδύσεις στο κόστος εργασίας.
Για την Ελλάδα, συμπεραίνει το ΔΝΤ, είναι πλέον πολύ αργά και θα χρειασθεί αρκετός χρόνος για κάποια προσαρμογή, αφού, με το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής, οι προϋποθέσεις επιτυχίας και αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος έχουν απωθη¬θεί στο απώτερο μέλλον. Αυτό που το ΔΝΤ δεν ομολογεί ρητά είναι ότι, εάν η χώρα μας έχει εγκατασταθεί στο σημερινό ιστορικό αδιέξοδο, αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, και σε δική του καθοριστική ευθύνη.
Πηγή: Κώστας Βεργόπουλος – “Επίκαιρα”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *