Δυο ιστορίες από τη Λενιιστική πολιτική των συμμαχιών

90(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ)

του Αντώνη Δραγανίγου – “Κόκκινη Σημαία”

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα παλιά ερωτήματα είναι πεισματάρικα. Εμφανίζονται μπροστά μας ξανά και ξανά αλλάζουν μορφές, μετασχηματίζουν το περιεχόμενό τους. Διαπερνούν σαν κόκκινες κλωστές τα βασανιστικά διλήμματα της επαναστατικής πάλης σε κάθε περίοδο. Και παρά τον ιστορικό τους χαρακτήρα απαντήσεις έτοιμες δεν υπάρχουν. Πως ορίζεται η κομμουνιστική στρατηγική? Με ποια τακτική προσεγγίζεις κάθε φορά τον στόχο σου? Πως διαπραγματευόμαστε το ζήτημα των συμμαχιών?

Όλοι ξέρουμε ότι αυτό το τελευταίο, το ζήτημα των συμμαχιών, αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα μέσα στα επαναστατικά ρεύματα. Ζήτημα δυσεπίλυτο γιατί ενώ από την μια αποτελεί αναπόσπαστη πλευρά της πάλης για την συγκέντρωση δυνάμεων για την προώθηση του επαναστατικού σκοπού, από την άλλη αποτελεί εκείνο τον κρίκο που φέρνει τα επαναστατικά ρεύματα σε «επαφή» και «όσμωση» με τα μη επαναστατικά, μη εργατικά κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα της κοινωνίας.

Στην μέχρι τώρα εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος η «πολιτική των συμμαχιών» η μάλλον η επίκλησή της έγινε ο κύριος δρόμος για την αφομοίωση και την δεξιά στροφή των επαναστατικών ρευμάτων. Ο δικός μας «Συνασπισμός της αριστεράς» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που ακόμα στοιχειώνει την πρόσφατη πολιτική ιστορία της αριστεράς στην χώρα μας. Από την άλλη μεριά, το τίμημα της αγνόησης της «πολιτικής των συμμαχιών» είναι συνήθως η πνιγηρή περιθωριοποίηση, η απόσπαση από τις πλατιές μάζες τα ερωτήματα και τις αγωνίες τους. Η διαμόρφωση μιας περίκλειστης και μάλλον αδιάφορης για την ταξική πάλη «επαναστατικής» ομάδας.

Όμως η «διολίσθηση των επαναστατικών ρευμάτων δια της πολιτικής των συμμαχιών, είναι το «φαινόμενο», όχι η ουσία. Γιατί ακριβώς πολλές φορές δια των «συμμαχιών» εκφράζεται όχι το όριο του δυνητικού «συμμάχου», αλλά το όριο της επαναστατικής πολιτικής δηλαδή ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της, οι ασάφειες και οι αντιφάσεις της, ακόμα-ακόμα και η δική της πορεία προς τα δεξιά, ο ρεφορμιστικός της προσανατολισμός. Με άλλα λόγια –για να ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμα μας, δεν έφταιγε ο Κύρκος, που ο ενιαίος Συνασπισμός κατέληξε τόσο εύκολα στις ντροπιαστικές συγκυβερνήσεις, αλλά ο ίδιος ο Φλωράκης και το ΚΚΕ που έκφρασε δια του Κύρκου πιο ανοιχτά, πιο μεγαλόφωνα και καθαρά τον βαθύτερο πυρήνα της δικής του ρεφορμιστικής πολιτικής πορείας.

Έτσι γυρνάμε στο πρωτεύον. Γιατί το πρωτεύον σε κάθε περίοδο δεν είναι με «ποιον θα συμμαχήσεις» αλλά «για ποιο σκοπό θα συμμαχήσεις» και φυσικά ποιος είσαι και τι θέλεις. Το ερώτημα δεν αφορά το μέσο για ένα σκοπό, αλλά αυτόν τον ίδιο το σκοπό. Με άλλα λόγια, τίθεται το ζήτημα της επαναστατικής τακτικής.

Η πορεία προς την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας είναι ένας δρόμος αφόρητα δύσβατος , γεμάτος στροφές και καμπές και κάποτε απότομους γκρεμούς. Αν λοιπόν κανείς επιμένει να παραμένει στην σημερινή εποχή προσηλωμένος στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, για τη εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό της εποχής μας, το έργο του είναι σε κάθε ιστορική στιγμή, σε κάθε περίοδο, να βρίσκει τους δρόμους που ανεβάζουν την συνειδητότητα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, μέσα από την πάλη για εκείνους τους στόχους που βοηθούν στην συγκέντρωση των δυνάμεων και την προσέγγιση τα επαναστατικής διαδικασίας.

Η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη. Για αυτό και σε κάθε περίοδο το ερώτημα της επαναστατικής τακτικής είναι συγκεκριμένο. Καρδιά του είναι το χαράκωμα που χωρίζει τις δύο βασικές αντιτιθέμενε τάξεις στην κοινωνία και την πολιτική τους. Την αστική και την εργατική πολιτική. Από κει ξεκινάει κανείς για να «χαράξει τακτική». Από την βασική θεμελιακή γραμμή, που χωρίζει σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική φάση την αστική από την εργατική πολιτική, που σφραγίζει το ταξικό ανταγωνισμό.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο ανταγωνισμός και οι φορείς του δεν εμφανίζεται ποτέ με καθαρή μορφή. Διότι, αν πάρουμε το στρατόπεδο της «αστικής πολιτικής», αυτό περιλαμβάνει κλασικά συντηρητικά αστικά κόμματα, νεοφασίστες δολοφόνους, ακροδεξιούς λαϊκιστές, αστούς ρεφορμιστές, σοσιαλδημοκράτες με εργατική βάση, μικροαστικά ρεύματα με «αστική ηγεμονία». Αν πάρουμε το «στρατόπεδο» της εργατικής πολιτικής, αυτή περιλαμβάνει επαναστατικά και δυνάμει επαναστατικά ρεύματα, εργατικά ρεφορμιστικά κόμματα, εργατικά ρεύματα με «μικροαστική ηγεμονία» και πάει λέγοντας. Και ανάμεσά τους, μια ολόκληρη σειρά από κόμματα και ρεύματα που εκπροσωπούν και εκφράζουν τον γαλαξία των μικροαστικών απόψεων που άλλοτε τείνουν προς την μια, άλλοτε προς την άλλη πλευρά, καμιά φορά μάλιστα στην ίδια περίοδο. Έτσι που όταν μιλάς απλά για «αστικό» και «προλεταριακό στρατόπεδο», χωρίς τις αναγκαίες διακρίσεις, να τα λες όλα αλλά να μην λες και τίποτα.

Επιπλέον ούτε το περιεχόμενο του ταξικού ανταγωνισμού δεν εμφανίζεται ποτέ «καθαρό». Γιατί οι αντιθέσεις που διαπερνούν μια κοινωνία αγγίζουν όλες τις τάξεις και τα στρώματά της και η κάθε μια δίνει την δική της απάντηση στα προβλήματα που βάζει η ζωή και ο πολιτικός αγώνας για λύση στην ημερήσια διάταξη. Η πάλη για την δημοκρατία, το ζήτημα του πολέμου κι της ειρήνης, το «εθνικό ζήτημα» ή αν πάρουμε τη σημερινή ελληνική κοινωνία, το χρέος και η ΕΕ είναι ορισμένα από τα «διαταξικά» ζητήματα, μέσα από τα οποία εκφράζεται ο ταξικός ανταγωνισμός, μέσα από τα οποία η κάθε τάξη συγκροτεί την δική της απάντηση, τις συμμαχίες και την ηγεμονία της, εμφανίζοντάς την φυσικά ως παγκοινωνική και ‘’πανεθνική’’. Διότι, εργατική ηγεμονία σημαίνει ακριβώς την δυνατότητα της εργατική τάξης να συγκροτείται και να οικοδομεί τις συμμαχίες της με τις άλλες λαϊκές τάξεις σφραγίζοντας με την δική της αντικαπιταλιστική επαναστατική προοπτική τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία.

Η αντίληψη της εργατικής ηγεμονίας συνδέεται άρρηκτα με την αντίληψη του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Δηλαδή της αντίληψης ότι το εργατικό και λαϊκό κίνημα πρέπει να φτάνει ως το επίπεδο να διεξάγει το πολιτικό αγώνα για την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής. Ότι δεν μπορεί να περιορίζεται στον «οικονομικό αγώνα» για τα άμεσα ζητήματα, με τους πυλώνες της αστικής πολιτικής στην θέση τους.

Η πάλη για την ηγεμονία της εργατικής πολιτικής πάνω στο σύνολο των πολιτικών ζητημάτων που μπαίνουν για λύση σε κάθε περίοδο και ο πολιτικός αγώνας του εργατικού και λαϊκού κινήματος για αυτά, αποτελούν δυο βασικές πλευρές τα επαναστατική τακτικής, και συμπληρώνονται με μία τρίτη. Την πολιτική των συμμαχιών.
Πράγματι, αν έχει χαραχτεί με σαφήνεια η τάφρος ανάμεσα την αστική και την εργατική πολιτική, αν έχουν οριστεί τα πεδία του αγώνα και η αντικαπιταλιστική/επαναστατική γραμμή παρέμβασης για αυτά, αν συμβάλλουμε ώστε η ίδια η εργατική τάξη να κάνει πολιτικό αγώνα , τότε πρέπει υποχρεωτικά να αναζητήσουμε τις δυνάμεις και τους συμμάχους που θα πολλαπλασιάσουν την δύναμή μας, που θα συνεισφέρουν στο κοινό σκοπό, που θα επιδράσουν στον συσχετισμό. Και όταν λέμε «συμμάχους» εννοούμε άλλα επαναστατικά ρεύματα, αλλά και «μη επαναστατικά ρεύματα», ρεύματα που είναι «διαφορετικά από εμάς», αλλά που σε μια δεδομένη στιγμή η πολιτική τους και η δράση τους πολώνεται, με όλες τις πιθανές αντιφάσεις τους προς την πλευρά της εργατικής πολιτικής, κινείται «πάνω από το όριο» που χωρίζει την αστική από την εργατική πολιτική, και στο μέτρο που ξεπερνά το όριο αυτό.

Οι «κλασικοί» του μαρξισμού είναι αλήθεια ότι δεν προσφέρονται για έτοιμες απαντήσεις. Ποτέ δεν είχαν την αξίωση να «μαγειρεύουν για τις κουζίνες του μέλλοντος». Επίσης η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται (παρά σαν φάρσα). Έχει όμως πολύ μεγάλη αξία να ανατρέξουμε στις αρχές και τη μεθοδολογία με βάση τις οποίες προσπαθούσαν να λύσουν τα δικά τους δυσεπίλυτα προβλήματα στον δρόμο για την επανάσταση και την εργατική χειραφέτηση.

Το κείμενο αυτό δεν είναι ένα κείμενο πολιτικής και ιστορικής αποτίμησης επιλογών που σφράγισαν το κομμουνιστικό κίνημα σε κάποιες περιόδους. Η στόχευσή του είναι διαφορετική. Επιδιώκει να αναδείξει τον πυρήνα της σκέψης και των πολιτικών επιλογών του Λένιν σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, πολύ διαφορικές μεταξύ τους. Να αναδείξει περισσότερο τη μεθοδολογία χάραξης της επαναστατικής τακτικής και συνακόλουθα της πολιτικής των συμμαχιών.

Είναι περισσότερο ένα έναυσμα για να διευρύνουμε τα όρια της σκέψης και της συζήτησής μας. Διότι, πράγματι, μπορεί να καταπιανόμαστε αέναα με την αναζήτηση συμμάχων θεωρώντας ότι αυτό είναι το Α και το Ω της τακτικής. Ή μπορούμε να λέμε ότι πολιτική συμμαχία μπορεί να γίνει μόνο με δυνάμεις που έχουμε στρατηγική σύμπτωση, δηλαδή δυνάμεις που συμφωνούμε στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, να αρνούμαστε τις επιμέρους συμμαχίες, τις εκλογικές συνεργασίες κλπ σαν απαράδεκτες. Σύμφωνοι. Αλλά με τίμημα ότι απορρίπτουμε τον λενινισμό.

Θα αναφερθούν δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Στην πρώτη, στην περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης, θα θυμίσουμε τον τρόπο που απαντήθηκε η σχέση τακτικής στρατηγικής και η πολιτική των συμμαχιών που χαράχτηκε από τους μπολσεβίκους την περίοδο αυτή, η τακτική του «αριστερού συνασπισμού». Στην δεύτερη, στην περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, θα ανατρέξουμε στις απαντήσεις που δόθηκαν και στην γραμμή συμμαχιών που χαράχτηκε γύρω από την Διεθνή του Τσιμερβαλντ και τις κατοπινές διεθνείς συνδιασκέψεις μέχρι την ίδρυση της 3ης κομμουνιστικής διεθνούς.

Β. ΟΙ ΔΥΟ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΚΑΙ Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ».

Το ποιο ήταν το αντικείμενο της διαμάχης μέσα στην ρώσικη σοσιαλδημοκρατία την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης ενάντια στην τσαρική μοναρχία, που την χώρισε σε «δυο τακτικές» είναι γνωστό. Το ζήτημα της αστικής ή της εργατικής ηγεμονίας στην δημοκρατική επανάσταση. Οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι αποφασιστικός, πλήρης δημοκρατικός αγώνας, μπορεί να υπάρξει μόνο με την ηγεμονία του προλεταριάτου! Οι μενσεβίκοι, αντίθετα, αντιμετωπίζοντας με τυπικό δογματικό τρόπο τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης, έβγαζαν το συμπέρασμα ότι την πρωτοκαθεδρία θα την έχει αντικειμενικά η αστική τάξη,

«Το προλεταριάτο πρέπει να οδηγήσει την δημοκρατική επανάσταση ως το τέλος, παίρνοντας μαζί του την μάζα της αγροτιάς, για να τσακίσει με την βία τη αντίσταση της απολυταρχίας και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο πρέπει να πραγματοποιήσει την σοσιαλιστική επανάσταση, παίρνοντας μαζί την μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για να συντρίψει με την βία την αντίσταση της αστικής τάξης και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αγροτιάς και των μικροαστών.» (Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στην δημοκρατική επανάσταση» σελ. 92).
Μέσα από αυτή την τόσο σύντομη και περιεκτική διατύπωση, ο Λένιν διατυπώνει την στρατηγική και την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας στην δημοκρατική επανάσταση και την μεταξύ τους σχέση: Διατυπώνει τον άμεσο στόχο τακτικής, την συντριβή της απολυταρχίας από το προλεταριάτο, με επαναστατικό τρόπο, στοιχεία που συγκροτούν την εργατική ηγεμονία στην δημοκρατική επανάσταση. Θέτει τον στόχο αυτό κάτω από την οπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, σαν δρόμο για την προσέγγιση και την υλοποίηση της.

Από την άλλη πλευρά οι μενσεβίκοι έβλεπαν την συμμετοχή της αστικής τάξης στην δημοκρατική «αντιμοναρχική» πάλη σαν όρο για την νίκη της, αρνούνταν κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να «αναγκάσει τις αστικές τάξεις να αποτραβηχτούν από το έργο της επανάστασης και έτσι να εξασθενίσει η ορμή της.» (οπ σελ. 86).

Το θέμα της πάλης για την δημοκρατία γενικά σαν πεδίο προετοιμασίας της εργατικής τάξης για την σοσιαλιστική επανάσταση και ειδικότερα το θέμα του ρόλου και της διεκδίκηση της ηγεμονίας του προλεταριάτου στις αστικές δημοκρατικές επαναστάσεις, διασχίζει χωρίς αμφιβολία όλο το έργο του Λένιν (αλλά και του Μαρξ και του Έγκελς). «Ο μαρξισμός διδάσκει τον προλετάριο όχι να στέκει παράμερα από την αστική επανάσταση, όχι να απέχει από αυτή, όχι να παραχωρεί την ηγεσία της στην αστική τάξη, μα αντίθετα να συμμετέχει με τον πιο ενεργό τρόπο, να αγωνίζεται κατά τον πιο αποφασιστικό τρόπο για ένα συνεπή προλεταριακό δημοκρατισμό και για να φέρει την επανάσταση σε πέρας»(οπ σελ 41)

Αν αυτό ίσχυε για την εργατική τάξη, ποιος ήταν ο ρόλος του μικροαστικού στοιχείου? «Οι γιακωβίνοι της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας – θέλουν με τα συνθήματά τους να ανεβάσουν την επαναστατική και δημοκρατική μικροαστική τάξη και ιδιαίτερα τη αγροτιά, ως το επίπεδο του συνεπούς δημοκρατισμού του προλεταριάτου που διατηρεί ακέραια την ταξική του αυτοτέλεια. Θέλουν ο λαός, δηλαδή το προλεταριάτο και η αγροτιά να κανονίσει τους λογαριασμούς του με τη μοναρχία και την αριστοκρατία «πληβειακά», εξοντώνοντας ανελέητα τους εχθρούς της ελευθερίας, καταπνίγοντας με την βία την αντίσταση τους, χωρίς να κάνουμε καμιά υποχώρηση την καταραμένη κληρονομιά της δουλοπαροικίας, του ασιατισμού, του εξευτελισμού του ανθρώπου.» (οπ σελ 49)

Όμως για να γίνει αυτό έπρεπε να γίνει μία μεγάλη και σαφής διάκριση ανάμεσα στις ριζοσπαστικές επαναστατικές τάσεις της μικροαστικής δημοκρατίας, που τείνουν προς την επανάσταση, και τις αντιδραστικές, συμφιλιωτικές που τείνουν προς τον συμβιβασμό με την αστική τάξη. Να συμμαχήσουν με τις πρώτες, ώστε να ηγεμονεύσουν στην μικροαστική μάζα, να καταπολεμήσουν τις δεύτερες.
«Υπάρχει αστική δημοκρατία και αστική δημοκρατία. Αστός δημοκράτης είναι και ο μοναρχικός των ζέμστβο, ο οπαδός της «άνω βουλής», που «απαιτεί» το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, μα που στα κρυφά, αθόρυβα συναλλάσσεται με τον τσαρισμό για ένα κουτσοσύνταγμα. Αστός δημοκράτης είναι και ο αγρότης που με το όπλο στο χέρι στρέφεται ενάντια στους τσιφλικάδες και στους κρατικούς λειτουργούς και προτείνει με «απλοϊκότητα» δημοκρατική να «διωχτεί ο τσάρος». Σε αυτή την βάση στηλίτευε εκείνους του «καλούς μαρξιστές» που «κάνουν τον σπουδαίο», λέγοντας πως «όλα αυτά είναι ωστόσο αστική επανάσταση»… «ακριβώς τότε που πρέπει να ξέρεις να κάνεις την διάκριση ανάμεσα στην δημοκρατικό-επαναστατική και την φιλελευθερομοναρχική αστική δημοκρατία» (οπ σελ. 42).

Πολιτική προοπτική της δημοκρατικής επανάστασης ήταν η «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς!»:
«Η «αποφασιστική νίκη» της επανάστασης πάνω στον τσαρισμό» είναι η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς… Η δημοκρατική δικτατορία δεν θα μπορέσει να θίξει (δίχως μια ολόκληρη σειρά ενδιάμεσες βαθμίδες επαναστατικής εξέλιξης) τις βάσεις του καπιταλισμού. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορέσει να κάνει έναν ριζικό αναδασμό της ιδιοκτησίας στην γη προς όφελος της αγροτιάς, να εφαρμόσει έναν συνεπή και πλήρη δημοκρατισμό, φτάνοντας ως την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, να ξεριζώσει όλα τα ασιατικά, υποδουλωτικά γνωρίσματα (…),να βάλει τις βάσεις για μια σοβαρή καλυτέρευση της θέσης των εργατών (…) να μεταφέρει την επαναστατική πυρκαγιά στην Ευρώπη(…)Μια τέτοια νίκη δεν πρόκειται καθόλου να μεταβάλλει κιόλας την αστική μας επανάσταση σε σοσιαλιστική(…) ωστόσο μια τέτοια νίκη θα έχει γιγάντια σημασία για την μελλοντική ανάπτυξα της Ρωσίας και όλου του κόσμου» (οπ σελ. 46).

Με ποια πολιτικά συνθήματα και στόχους επιδίωκαν να ωριμάσουν και να προσεγγίσουν την δημοκρατική επανάσταση και την «δημοκρατική δικτατορία» στις συνθήκες της ανερχόμενης επανάστασης του 1905? Το ΙΙΙ Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ έριξε τα συνθήματα της «δημοκρατίας και της συντακτικής συνέλευσης» και της «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης».

Εξηγεί ο Λένιν: «Για να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία, είναι απόλυτα απαραίτητο να υπάρχει συνέλευση των αντιπροσώπων του λαού και μάλιστα συνέλευση απαραίτητα παλλαϊκή (εκλεγμένη με βάση το καθολικό, ίσο και άμεσο εκλογικό δικαίωμα και με μυστική ψηφοφορία) και συντακτική. (οπ σελ. 14). Και συνεχίζει: «Για να θεσπιστεί μια νέα τάξη πραγμάτων», που εκφράζει «πραγματικά την θέληση του λαού», δεν αρκεί να ονομάσει κανείς την αντιπροσωπευτική συνέλευση συντακτική. Πρέπει η συνέλευση αυτή να έχει την εξουσία και την δύναμη να «θεσπίζει». (οπ).

Πως μπορεί λοιπόν να εξασφαλιστεί η πραγματική δυνατότητα της συντακτικής συνέλευσης να συντάσσει και να μην μείνει η κατάκτηση κούφια λόγια, χωρίς περιεχόμενο, χειρισμός της αστικής τάξης? Μέσω της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης.
«Η απόφαση του Συνεδρίου, γράφει ο Λένιν, λέει ότι μόνο μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση και μάλιστα μια κυβέρνηση που θα ήταν όργανο της νικηφόρας λαϊκής εξέγερσης είναι ικανή να εξασφαλίσει τη πλήρη ελευθερία στην προεκλογική ζύμωση και να συγκαλέσει την συνέλευση που θα εκφράσει πραγματικά την θέληση του λαού. (οπ σελ. 15). Τι είδους θα είναι η κυβέρνηση αυτή? «Ως προς την προέλευση και τον βασικό χαρακτήρα της, η κυβέρνηση αυτή πρέπει να είναι όργανο της λαϊκή εξέγερσης. Ως προ τον τυπικό προορισμό της πρέπει να είναι το όργανο για την σύγκλιση της συντακτικής συνέλευσης. Ως προς το περιεχόμενο της πρέπει να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα μίνιμουμ της προλεταριακής δημοκρατίας το μόνο ικανό να εξασφαλίσει τα συμφέροντα του λαού που ξεσηκώθηκε ενάντια την απολυταρχία» (οπ σελ 17).
Έτσι έγραφαν τις αποφάσεις τους τα επαναστατικά ρεύματα. Συμφωνείς ή διαφωνείς, έχουν μέσα όλη την σαφήνεια και την καθαρότητα που τους αρμόζει.

Ας ανακεφαλαιώσουμε:. Την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης στην Ρωσία η ρωσική σοσιαλδημοκρατία διασπάστηκε. Η βασική διαχωριστική γραμμή ήταν η στάση της απέναντι στον ρόλο της αστικής τάξης στην πάλη για την δημοκρατία. Οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν την ηγεμονία του προλεταριάτου στην δημοκρατική επανάσταση, την ανειρήνευτη πάλη ενάντια στην αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπρόσωπους (τους καντέτους),την συμμαχία με την ριζοσπαστική και επαναστατική μικροαστική τάξη, ειδικά τη αγροτιά, με στόχο την ανατροπή του τσαρισμού με επαναστατικό τρόπο (συμπεριλαμβανομένης και της ένοπλης εξέγερσης) και την εγκαθίδρυση της δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Σε αυτόν τον στόχο θα μπορούσαν να φτάσουν μέσα από την πάλη για την συντακτική συνέλευση και την προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση.
Οι μενσεβίκοι πίστευαν ότι στην δημοκρατική επανάσταση ήταν απαραίτητη η συμμαχία όλων των «αντιμοναρχικών» τάξεων και δυνάμεων, προπαγάνδιζαν τη συμμαχία με την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους, αρνούνταν το σύνθημα της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης με το επιχείρημα ότι στην επανάσταση οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να έχουν στάση «άκρας αντιπολίτευσης».

Αφού δόθηκαν οι αναγκαίες διευκρινήσεις για την επαναστατική τακτική των μπολσεβίκων την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά την στάση των μπολσεβίκων απέναντι στις διάφορες πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα καθώς και την εκλογική τους τακτική στις εκλογικές μάχες που ακλούθησαν την επανάσταση του 1905. Να δούμε δηλαδή το ζήτημα των πολιτικών και εκλογικών συνεργασιών την περίοδο εκείνη!

Β. Η ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΤΕΤΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ

Ο Λένιν ξεχωρίζει σε 4 τους τύπους των κομμάτων που δρούσαν την περίοδο εκείνη στην Ρωσία. Τους μοναρχικούς, το κόμμα της αστικής τάξης (καντέτοι) , τα μικροαστικά ρεύματα που τα διέκρινε σε επαναστατικά δημοκρατικά (εσέροι) και οπορτουνιστικά, ουρά των καντέτων (ενέσοι, λαϊκοί σοσιαλιστές).

Με βάση τα παραπάνω, η τακτική των πολιτικών συμμαχιών και αντίστοιχα η εκλογική τους τακτική στις εκλογές τη2ης Δούμας (αρχές του 1907) συμπυκνώνονταν στα εξής: «Τρία βασικά σημεία προβάλλουν κατά την εξέταση της απόφασης αυτής (σημ. της τρίτης μπολσεβίκικης συνδιάσκεψης στο τέλος του 1906)της Πετρούπολης: πρώτον: κατηγορητική άρνηση κάθε συμφωνίας με τους καντέτους. Δεύτερον: η ακλόνητη απόφαση των σοσιαλδημοκρατών να εμφανιστούν με δικά τους χωριστά ψηφοδέλτια κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και τρίτο: η παραδοχή τη δυνατότητας σύναψης συμφωνιών με τους εσέρους και τους τρουντοβίκους» (σημ. τη μικροαστική επαναστατική δημοκρατία). (η «εκλογική καμπάνια του εργατικού κόμματος την Πετρούπολη» (σελ 254, τομ 14)

Από αυτές τις θέσεις απαντούσαν στον εκλογικό εκβιασμό ότι ‘’χωρίς συμφωνία με τους καντέτους οι μοναρχικοί θα κατακτούσαν την πλειοψηφία στην τσαρική Δούμα’’, ο εκβιασμός του μαυροεκατονταρχίτικου κινδύνου! (τα ίδια κοινοβουλευτικά διλήμματα εδώ και πάνω από 100 χρόνια!!)

Ποιο ήταν το πρόγραμμα που πρόβαλλαν οι μπολσεβίκοι στις εκλογές?
«Σύντροφοι εργάτες και όλοι εσείς οι πολίτες της Ρωσίας! Δώστε την ψήφο σας στους υποψηφίους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας. Το κόμμα αυτό αγωνίζεται για την πλήρη ελευθερία, για την δημοκρατία, για να εκλέγονται οι δημόσιοι υπάλληλοι από το λαό. Αγωνίζεται ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση. Αγωνίζεται για να δοθεί όλη η γη στους αγρότες χωρίς εξαγορά. Υποστηρίζει τις διεκδικήσεις των συνειδητών ναυτών και στρατιωτών, επιδιώκοντας την αντικατάσταση του τακτικού στρατού με το γενικό εξοπλισμό του λαού» (Σχέδιο έκκλησης προς τους εκλογείς, Άπαντα τομ 4 σελ 116)

Οι μπολσεβίκοι επεδίωκαν την συμμαχία με τα μικροαστικά επαναστατικά ρεύματα πάνω την βάση της αποδοχής των θεμελιακών πλευρών του άμεσου προγράμματός τους (πρόγραμμα τη δημοκρατικής επανάστασης) –και όχι της στρατηγικής τους για τον σοσιαλισμό. Των κομμάτων που είχαν την ίδια αντίληψη για την πάλη για την ελευθερία δηλαδή την πάλη για «πλήρη ελευθερία και όλη η εξουσία για τον λαό, δηλαδή λαοκρατική δημοκρατία, αιρετότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αντικατάσταση του μόνιμου στρατού με τον γενικό εξοπλισμό του λαού», (σε αντίθεση με τα ρεύματα που επιδίωκαν την συμφιλίωση της μοναρχίας με την δημοκρατία), την παράδοση της γης στους αγρότες χωρίς καμιά εξαγορά» (σε αντίθεση με τους συμφιλιωτές οι οποίοι υποστήριζαν την «αποδοχή της εξαγοράς» που «θα καταστρέψει τους αγρότες». (Ποιους να εκλέξουμε στην κρατική Δούμα) (οπ σελ. 144), και την παραδοχή των επαναστατικών μέσων για την ανατροπή του τσαρισμού συμπεριλαμβανομένης και της ένοπλης εξέγερσης.

Με την πρόταση του «αριστερού συνασπισμού» οι μπολσεβίκοι επιδίωκαν να βαθύνουν την διάσπαση των μικροαστικών ρευμάτων «τραβώντας» με το μέρος του προλεταριάτου και της σοσιαλδημοκρατίας την ριζοσπαστική τάση και απομονώνοντας την επίδραση όσων επιδίωκαν την υποταγή στην αστική τάξη και τους καντέτους. Υποσκάπτοντας λοιπόν την ηγεμονία του «κύριου αντίπαλου μέσα στο «δημοκρατικό κίνημα», των καντέτων!
«Τα πολιτικά γεγονότα ήταν τέτοια μέχρι τώρα, που τα μικροαστικά κόμματα χωριστήκαν καθαρά σε κόμματα του επαναστάτη μικροαστού (σοσιαλιστές επαναστάτες και επιτροπή της εργασιακής ομάδας) και στο κόμμα του οπορτουνιστή μικροαστού (λαϊκοί σοσιαλιστές). («Θα ακούσεις και του κουτού την κρίση» οπ σελ. 300) Και συμπληρώνει: «Η «ανάγκη» της συμφωνίας με τους σοσιαλιστές επαναστάτες και τους τρουντοβίκους στην Πετρούπολη απορρέει από τον καντέτικο κίνδυνο (…) «ότι μια συμφωνία με τους καντέτους σημαίνει ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία των καντέτων πάνω στους συμμάχους τους το αποείχνει και όλος ο πολιτικός τύπος και όλος ο χαρακτήρας των διαπιστεύσεων» (οπ σελ.302αι είναι επίσης αναμφισβήτητο, λέει αμέσως μετά, ότι μια συμφωνία των σοσιαλδημοκρατών με τα επαναστατικά δημοκρατικά κόμματα σημαίνει ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας πάνω στην μικροαστική τάξη(…)Κάτω από αυτούς τους όρους θα ήταν απλώς γελοίο να φοβόμαστε να πάρουμε μαζί μας στην μάχη ενάντια στου καντέτους συμμάχους από τη επαναστατική μικροαστική τάξη. Κάτω από τους όρους αυτούς θα μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας ακόμα και τους ενεσους (σημ τους αντιδραστικούς μικροαστούς) αν αυτό ήταν απαραίτητο για την υπόθεση(…)Κανένας άνθρωπος που σκέφτεται σωστά δεν θα μας πει ότι ακλουθήσαμε του ενεσους (…) Αντίθετα, αυτό θα σήμαινε στην πραγματικότητα ότι οι σοσιαλδημοκράτες διεξάγουν αυτοτελή καμπάνια και ότι αποσπάσαμε από του καντέτους ένα καντέτικο εξάρτημα. Δεν είναι λοιπόν φανερό ότι η κινητοποίηση των μισοκαντέτων ενάντια στου καντέτους, αν οι πρώτοι μπουν στο ψηφοδέλτιό μας , όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίθεση με τα καθήκοντα της πάλης ενάντια στους καντέτους, αλλά αντίθετα τα εξυπηρετεί άμεσα?» (οπ ελ. 295)

Ας δούμε ορισμένα συμπεράσματα:
Πρώτο: Οι πολιτικές και εκλογικές συμφωνίες, αυτές που δεν συνιστούν «μόνιμη» η «στρατηγική» συμμαχία, που μπορεί να έχουν παροδικό και συγκεκριμένο χαρακτήρα είναι μέσα στην επαναστατική παράδοση και δεν υπάρχει τίποτε κατ’ αρχήν ξένο σε αυτήν.

Δεύτερο: Οι συμφωνίες αυτές γίνονται στην βάση αρχών. Επιδιώκουν την συσπείρωση δυνάμεων στην βάση της εργατικής πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται και κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο. Απευθύνεται σε δυνάμεις με τις οποίες δεν υπάρχει στρατηγική σύμπτωση αλλά στην διαχωριστική γραμμή που χωρίζει στην δεδομένη στιγμή την αστική από την εργατική πολιτική «πολώνονται» προς την κατεύθυνση της εργατικής πολιτικής. Το περιεχόμενο και οι μορφές τους παίρνουν υπόψη τους ακριβώς το βαθμό της δέσμευσής τους στην εργατική πολιτική.

Σχετικά με την συζήτηση που γίνεται θα μπορούσαμε κατ’ αναλογία να πούμε: Η διαχωριστική γραμμή σήμερα ανάμεσα στην αστική και τη εργατική πολιτική είναι η καπιταλιστική επίθεση και οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις. Άμεσος στόχο τακτικής είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή τη επίθεσης. Με βάση την διάταξη και τον συσχετισμό των δυνάμεων ο κύριος κίνδυνος μέσα στο κίνημα και την αριστερά είναι ο κίνδυνος της ηγεμονίας της ρεφορμιστικής διαχείρισης εντός του πλαισίου της ΕΕ και του κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή «θα ήταν γελοίο» να αρνηθούμε μια πολιτική και εκλογική συμφωνία με δυνάμεις που από κάθε άποψη στέκονται καθαρά ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση και τη αντιδραστική αναδιάρθρωση, συμφωνούν με τα βασικά σημεία του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, χωρίς να λείπουν στο εσωτερικό τους και κευνσιανές πλευρές, και παλεύουν με τον τρόπο τους ενάντια στον «κίνδυνο» της ρεφορμιστικής διαχειριστικής ηγεμονίας μες στο κίνημα.

Στην προηγούμενη η περίοδο φάνηκε ότι το ρεύμα που επεχείρησε να σταθεί ανάμεσα την αντικαπιταλιστική και την διαχειριστική αριστερά υποχρεώθηκε να διαλέξει. Και όταν ένα κομμάτι του διαλέγει την αντικαπιταλιστική λύση (γιατί άλλα διάλεξαν να μπουν κάτω από τις φτερούγες της διαχειριστικής) θα ήταν σοβαρό λάθος να σταθούμε με το δάχτυλο σηκωμένο και να πούμε: εντάξει θέλετε διαγραφή του χρέους και έξοδο από ΕΕ και αντικαπιταλιστική προοπτική, αλλά δεν έχετε λύσει επαρκώς το ζήτημα της επανάστασης! Αν κάποιος έλεγε στην συζήτηση «κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις» μπορούμε να συμμαχήσουμε και με κάποια «μισοσυριζαίικα κομμάτια» που θα «δέχονταν να μπουν στα ψηφοδέλτιά μας» θα είχε σίγουρα καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον, μιας πολύ λαθεμένης κριτικής.

Γ. Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΡΒΑΛΝΤ
Είδαμε μια μορφή πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας, τον «αριστερό συνασπισμό», στην περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης. Ας δούμε μία άλλη μορφή πολύ διαφορετική, σε μια τελείως άλλη περίοδο. Την σκοτεινή περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Τόσο τα γεγονότα, όσο και η γραμμή του επαναστατικού ρεύματος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι γνωστά. Όπως και την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης, το ΣΔΕΚΡ αλλά και η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, διχάστηκαν σε δυο ρεύματα. Το ένα, το σοσιαλσωβινιστικό υποστήριζε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κάτω από το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Ψήφιζε τις πολεμικές δαπάνες και γενικά στεκόταν στο πλάι της αστικής τάξης της χώρας του, που διεξήγαγε τον πόλεμο. Το άλλο, το διεθνιστικό επαναστατικό υποστήριζε ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός από την πλευρά όλων των εμπλεκομένων. Για αυτό πάλευε για την «μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο», για την ήττα της αστικής τάξης, για την έξοδο από τον πόλεμο με επανάσταση. Η υποστήριξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την Β΄ Διεθνή ήταν η βασική αιτία της κρίσης και της χρεοκοπίας της.
«Ο σημερινός πόλεμος είναι πόλεμος ιμπεριαλιστικός» και μάλιστα με μία τριπλή έννοια γράφει ο Λένιν στην μπροσούρα «σοσιαλισμός και πόλεμος» που ετοιμάστηκε ειδικά για την παρέμβαση στην διεθνή Συνδιάσκεψη του Τσίμμερβαλντ: «Διεξάγεται πρώτο για την στερέωση της δουλείας των αποικιών με ένα «δικαιότερο» μοίρασμα και σε συνέχεια και «φιλικότερη» εκμετάλλευση των αποικιών. Δεύτερον διεξάγεται για την αύξηση της καταπίεσης των ξένων εθνών στο έδαφος των ίδιων των μεγάλων δυνάμεων, γιατί τόσο η Αυστρία όσο και η Ρωσία κρατιούνται μόνο με αυτή την καταπίεση, που την δυναμώνουν ακόμα περισσότερο με τον πόλεμο και τρίτο διεξάγεται για την στερέωση και την παράταση της μισθωτής δουλείας γιατί το προλεταριάτο είναι διασπασμένο και υποταγμένο ενώ οι καπιταλιστές αποκομίζουν οφέλη πλουτίζοντας από τον πόλεμο…» (Άπαντα τομ 27 οπ σελ. 322)

Ποιο ήταν την περίοδο του πολέμου το σύνθημα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας? «Το καθήκον αυτό (σημ της συνειδητοποίησης του κινήματος) το εκφράζει μόνο το σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο και κάθε συνεπής ταξικός αγώνας σε καιρό πολέμου, η κάθε σοβαρά εφαρμοζόμενη τακτική «μαζικής δράσης» οδηγεί αναπότρεπτα σε αυτό το σύνθημα» (οπ σελ 331).

Από αυτόν τον κεντρικό πυρήνα των αντιλήψεων απορρέουν και μια σειρά σπουδαία πολιτικά ζητήματα τακτικής.

Πρώτο, η παραδοχή της ανάγκης για επαναστατική δράση σε περίοδο πολέμου (που αυτόματα σε κατηγορούσαν για προδοσία και αντιμετώπιζες την εξορία ή το απόσπασμα) σήμαινε και την αποδοχή των αντίστοιχων επαναστατικών μέσων πάλης, συμπεριλαμβανομένης και της παράνομης δουλειάς και του παράνομου μηχανισμού του κόμματος. Για αυτό οι μπολσεβίκοι βρίσκονταν σε σύγκρουση με τα ρεφορμιστικά ρεύματα που παραδέχονταν μόνο τις «νόμιμες μορφές δράσης» (λεγκαλισμός).

Δεύτερο, η αντίληψη για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου οδηγούσε υποχρεωτικά τους μαρξιστές να υποστηρίξουν το «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των εθνών». «Οι σοσιαλιστές (…)έχουν οπωσδήποτε χρέος να απαιτούν ώστε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών που καταπιέζουν άλλες χώρες (ιδιαίτερα των λεγόμενων «μεγάλων δυνάμεων») να αναγνωρίζουν και να υπερασπίζουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης όλων των καταπιεζόμενων εθνών, συγκεκριμένα με την πολιτική έννοια της λέξης, δηλαδή το δικαίωμα για πολιτικό αποχωρισμό. Ο σοσιαλιστής που ανήκει σε ένα κυρίαρχο έθνος ή σε ένα έθνος που έχει αποικίες και δεν υπερασπίζεται αυτό το δικαίωμα είναι σωβινιστής» (οπ σελ 335)

Πως είχε διαμορφωθεί η διάταξη και ο συσχετισμός των δυνάμεων μέσα στο κίνημα και την αριστερά, μετά το ξέσπασμα του πολέμου?
«Εδώ βλέπουμε πολύ καθαρά τρία ρεύματα, λέει ο Λένιν. Τους οπορτουνιστές – σωβινιστές, που πουθενά δεν έφτασαν σε τέτοιο βαθμό κατάπτωσης και αποστασίας όπως στην Γερμανία. Το καουτσκικό «κέντρο» που αποδείχτηκε εδώ εντελώς ανίσχυρο να παίξει οποιονδήποτε άλλο ρόλο εκτός από τον ρόλο του υπηρέτη των οπορτουνιστών και την αριστερά που εκπροσωπεί τους μοναδικούς σοσιαλδημοκρατες της Γερμανίας» (οπ σελ 345). «Πραγματικός διεθνιστής -λέει ο Λένιν- «είναι μόνο όποιος καταπολεμά τον καουτσκισμό, όποιος καταλαβαίνει ότι το «κέντρο» και μετά την φαινομενική στροφή των ηγετών του παραμένει από άποψη αρχών σύμμαχος των σωβινιστών και των οπορτουνιστών» (οπ σελ 346)

Και αφού προτάσσει αυτή την όχι και τόσο..κολακευτική αντίληψη για το ¨καουτσικό κέντρο» λέει αμέσως μετά: «Τεράστια σημασία έχει η στάση μας απέναντι στα ταλαντευόμενα στοιχεία της Διεθνούς γενικά. Τέτοια στοιχεία-κυρίως σοσιαλιστές πασιφιστικής απόχρωσης- υπάρχουν και σε ουδέτερες και σε ορισμένες εμπόλεμες χώρες (στην Αγγλία λόγου χάρη το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα). Τα στοιχεία αυτά μπορούν να είναι συνοδοιπόροι μας. Είναι απαραίτητο να τα πλησιάσουμε στον αγώνα ενάντια στους σοσιαλσωβινιστές. Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι δεν είναι παρά συνοδοιπόροι..(οπ σελ. 347). Έτσι λοιπόν ο Λένιν έψαχνε να βρει συμμάχους για… συμπόρευση απέναντι τους σωβινιστές και το κέντρο του Κάουτσκυ.

Με αυτά και με αυτά στις 5 του Σεπτέμβρη του 1915 μέσα στην καρδιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, με πρόσκληση του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος συγκλήθηκε η διεθνής σοσιαλιστική συνδιάσκεψη στο Τσίμμερβαλντ της Ελβετίας. Ο πρόδρομος της εμβληματικής Γ’ Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Ποιοι πήραν μέρος σε αυτή την Συνδιάσκεψη? Στο Τσίμμερβαλντ παραβρέθηκαν 38 αντιπρόσωποι από 11 χώρες (Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Ελβετία, Σουηδία και Νορβηγία). (Ουίλιαμ Φόστερ, «Η Ιστορία των τριών Διεθνών»). Από την Γερμανία αντιπροσωπεύονταν τρία διαφορετικά ρεύματα της αντιπολίτευσης στην σοβινιστική γραμμή του γερμανικού κόμματος με την πλειοψηφία των αντιπροσώπων να ανήκει στους … καουτσκιστές, με επικεφαλής τον Γκ. Λέντεμπουρ!! επίσης, από τη Ρωσία αντιπροσωπεύονταν εκτός από τους μπολσεβίκους, οι μενσεβίκοι (με τους οποίους είχαν διασπαστεί) και οι σοσιαλιστές επαναστάτες (το ριζοσπαστικό μικροαστικό κόμμα που συναντήσαμε και το 1905 και από τις τάξεις του οποίου προήλθε και ο τελευταίος πρωθυπουργός της προσωρινής κυβέρνησης Κερένσκι).

Ώστε οι μπολσεβίκοι πήραν μέρος σε μια διεθνή διάσκεψη με αυτούς που κατήγγειλαν σαν εχθρούς το ίδιο επικίνδυνους και ακόμα χειρότερους από τους ανοιχτούς σωβινιστές, με το οπορτουνιστικό «κέντρο». Δέχθηκαν να εκτεθούν μπροστά στα μάτια του διεθνούς προλεταριάτου, μιας και συμμετείχαν σε μια συνδιάσκεψη με τους «αποστάτες» του σοσιαλισμού.

Στην Συνδιάσκεψη έγινε οξύτατη διαπάλη ανάμεσα στην διεθνιστική πτέρυγα, με επικεφαλής τον Λένιν και το «κέντρο» με επικεφαλής τον Γκ. Λέντεμπουρ. Η επαναστατική πτέρυγα πρότεινε σχέδιο απόφασης που καλούσε: στο άμεσο σταμάτημα του πολέμου, την αποχώρηση των σοσιαλιστών από τις κυβερνήσεις στην Αγγλία, την Γαλλία και το Βέλγιο και την ανατροπή των καπιταλιστικών κυβερνήσεων. Όμως η πρότασή τους απορρίφθηκε με ψήφους 19-12! Τελικά καταλήχθηκε μια άλλη διακήρυξη χωρίς αυτά τα σημεία, την οποία υπέγραψαν όλοι οι αντιπρόσωποι!! (οπ σελ. 312)!!

Ώστε οι μπολσεβίκοι και διεθνιστές επαναστάτες της εποχής όχι μόνο συμμετείχαν σε μια Συνδιάσκεψη με πλειοψηφία το εχθρικό «κέντρο», πράγμα που προφανώς γνώριζαν, όχι μόνο δεν αποχώρησαν όταν απορρίφθηκε το σχέδιό τους, αλλά ψήφισαν και κοινό σχέδιο μαζί τους!!

Πως δικαιολογεί ο Λένιν αυτόν τον …καραμπινάτο «οπορτουνισμό’? Ας δούμε:
«Η διακήρυξη που ψηφίστηκε, γράφει, αποτιμώντας την Συνδιάσκεψη, αποτελεί στην πραγματικότητα ένα βήμα προς την ιδεολογική και πρακτική ρήξη με τον οπορτουνισμό και τον σοσιαλσωβινισμό. Ταυτόχρονα όμως, η διακήρυξη, αυτή, πάσχει από ασυνέπεια και παρασιωπήσεις» (Ένα Βήμα Άπαντα τομ 27 σελ 39)!!

Να λοιπόν που ο Λένιν ψηφίζει ένα τέτοιας σημασίας ντοκουμέντο επειδή αποτελεί «ένα βήμα προς την ρήξη». Ούτε επαναστατική, ούτε ολοκληρωμένη, ούτε καν «πλήρη» ρήξη, μόνο ένα φτωχό βήμα μπρος..!!
Μια «πολιτική συμφωνία» που στην βασική διαχωριστική γραμμή της στάσης απέναντι στον πόλεμο, της διαπάλης ανάμεσα στα δύο κύρια ρεύματα, το αστικό σοσιαλσωβινιστικό και το επαναστατικό διεθνιστικό έκανε ένα ασυνεπές και ανολοκλήρωτο βήμα προς το δεύτερο. Ήταν «πάνω από το όριο» που χωρίζει τα δύο ρεύματα, «προς» το επαναστατικό.

Ας παρακολουθήσουμε λίγο την ανάλυση του Λένιν.
«Η διακήρυξη, γράφει, χαρακτηρίζει τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και τονίζει τα δύο γνωρίσματα αυτής της έννοιας, την τάση των καπιταλιστών κάθε έθνους προς το κέρδος, προς την εκμετάλλευση. Την επιδίωξη των μεγάλων δυνάμεων να μοιραστούν τον κόσμο και να υποδουλώσουν τα αδύνατα έθνη» (οπ σλ. 39). Και συνεχίζει η διακήρυξη του Τσίμμερβαλντ «Οι καπιταλιστές όλων των χωρών ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος γίνεται για την υπεράσπιση της πατρίδας. Λένε ψέματα» (οπ σελ. 40). Και σε αυτό το σημείο -σχολιάζει ο Λένιν- «χαρακτηρίζοντας απερίφραστα σαν ψέμα την βασική ιδέα του οπορτουνισμού στον σημερινό πόλεμο, την ιδέα της «υπεράσπισης της πατρίδας» η διακήρυξη επαναλαμβάνει και εδώ την πιο ουσιαστική ιδέα της απόφασης των επαναστατών μαρξιστών» (οπ)

Όμως η διακήρυξη επειδή υπογράφεται από «κεντριστές», από ρεύματα που ενώ εκφράζουν διφωνίες με την Β’ Διεθνή δεν θέλουν ξεκόψουν από αυτήν δεν καταγγέλλει και την προδοτική Β’ Διεθνή για το ίδιο ψέμα. Σχολιάζει λοιπόν ο Λένιν: «Ποιος δεν ξέρει σήμερα, ύστερα από ένα χρόνο πόλεμο (…)ότι την εξαιρετικά μεγάλη κρίση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού δεν την προκάλεσε «η ψευτιά των καπιταλιστών» αλλά η ψευτιά του Γκεντ, του Χάιντμαν, του Βαντερβέλντε, του Πλεχάνοφ, του Κάουτσκυ? « (οπ )
Και ολοκληρώνει την σκέψη του ως εξής: «..οι μάζες όμως της Ευρώπης δεν είναι αγράμματες και σχεδόν όλοι όσοι διαβάζουν την διακήρυξη έχουν ακούσει και ακούνε αυτό ακριβώς το ψέμα από εκατοντάδες σοσιαλιστικές εφημερίδες περιοδικά και μπροσούρες..τι θα σκεφτούν όσοι διαβάσουν την διακήρυξη?…το ψέμα των καπιταλιστών από καιρό έπαψε να μας αναστατώνει, το ψέμα όμως του Κάουτσκυ και σία…» (οπ).

Με τέτοιο ουσιαστικό και διαλεκτικό για την συνείδηση των μαζών τρόπο εξετάζει ο Λένιν και τα άλλα σημεία της απόφασης. Για παράδειγμα στο θέμα της στάσης της διεθνούς απέναντι στον πόλεμο, γράφει η Διακήρυξη: «τα εργατικά κόμματα και οι εργατικές οργανώσεις των διάφορων χωρών καταπάτησαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις αποφάσεις των συνεδρίων της Στουτγκάρδης, της Κοπεγχάγης και της Βασιλείας» (οπ σελ 41) (…)Όμως η Διακήρυξη ούτε ακριβολογεί στην κριτική της, ούτε βαθαίνει πάνω στις αιτίες της. «πρόκειται για μια κοσμοϊστορική στιγμή, για την χρεοκοπία όλης της Διεθνούς..και εμείς φοβόμαστε να πούμε στις μάζες ότι πρέπει να αναζητήσουμε και να βρούμε όλη την αλήθεια, ότι πρέπει να τραβήξουμε τις σκέψεις μας ως το τέλος..» (οπ σελ. 41)

Τι έλεγε η διακήρυξη για το κεντρικό θέμα του «πως θα σταματήσει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος», πως θα επιβληθεί η ειρήνη? «Ο αγώνας για την ειρήνη είναι αγώνας για την ελευθερία, για την αδελφοσύνη των λαών, για τον σοσιαλισμό» και παρακάτω «στον πόλεμο οι εργάτες θυσιάζονται για το χατίρι των κυρίαρχων τάξεων», ενώ πρέπει να είναι κανείς έτοιμος να «θυσιαστεί για την δική του υπόθεση»..Ο Λένιν κριτικάρει με σφοδρότητα το γεγονός ότι η Διακήρυξη δεν δηλώνει καθαρά ότι αγώνας για ειρήνη χωρίς επαναστατικό αγώνα, είναι κούφια, ψεύτικη φράση, ότι ο μοναδικός δρόμος για να γλυτώσουμε από τις φρίκες του πολέμου είναι ο επαναστατικός αγώνας για τον σοσιαλισμό. «και πάλι παρασιώπηση, ασυνέπεια, δειλία»!! (οπ σελ. 42).

Και μετά από όλα αυτά τι κάνουμε με την Διακήρυξη του Τσίμερβαλαντ; αναρωτιέται και ο Λένιν: «Έπρεπε άραγε η Κεντρική μας Επιτροπή να υπογράψει μια διακήρυξη που την χαρακτηρίζει ασυνέπεια και δειλία??» Και απαντά «Νομίζουμε ότι έπρεπε»!!! (οπ)

Ας προσπαθήσουμε να «νοιώσουμε» την στιγμή. Η ευρωπαϊκή εργατική τάξη σφάζεται σε έναν πρωτοφανή πόλεμο. Οι αστικές τάξεις επιτίθενται παντού (στην Γερμανία η Ρ. Λούξεμπουργκ και η Κ. Τσέτκιν ήταν ήδη στην φυλακή και για αυτό δεν πήγαν στην Συνδιάσκεψη ). Ο σωβινισμός σαρώνει. Όλα τα κόμματα της Β’ Διεθνούς, με πρώτη την γερμανική σοσιαλδημοκρατία, το κόμμα του Μαρξ και του Έγκελς έχουν ταχθεί με τα Γενικά Επιτελεία. Μικρές ομάδες επαναστατών έχουν μείνει να υπερασπίζονται την υπόθεση της εργατικής τάξης και του διεθνισμού. Και μέσα από την δράση αυτών των ομάδων και την εξέλιξη των γεγονότων εμφανίζεται η δυνατότητα να διασπαστεί το συντριπτικά κυρίαρχο σοβινιστικό ρεύμα και ένα σημαντικό κομμάτι της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας να πάρει θέση με ασυνεπή και ταλαντευόμενο τρόπο στο πλευρό των επαναστατών. Τι έπρεπε να κάνουν οι μπολσεβίκοι? Ποιό ήταν το κύριο? Η «ασυνέπεια» ή η «διάσπαση του σοβινισμού»? Το τι δεν έφτασαν ως τη επανάσταση ή ότι έκαναν το πρώτο βήμα να ξεκόψουν από το μεγάλο κορμό της Β διεθνούς? Μόνο άνθρωποι που σκέφτονται με ασυλλόγιστο τρόπο θα πρότειναν κάτι άλλο από αυτό που έγινε.

Ο Λένιν πάντως που δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία λέει τελικά: «Είναι γεγονός ότι η Διακήρυξη αυτή σημειώνει ένα βήμα μπρος προς τον πραγματικό αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό, ένα βήμα προς την ρήξη και την απόσχιση από αυτόν. Θα ήταν σεχταρισμός να αρνηθούμε να κάνουμε αυτό το βήμα προς τα μπρος μαζί με την μειοψηφία των γερμανών, των γάλλων, των σουηδών, των νορβηγών και των Ελβετών, εφόσον διατηρούμε όλη την ελευθερία και όλη την δυνατότητα να επικρίνουμε την ασυνέπεια και να πετύχουμε όσο το δυνατόν περισσότερα»!! (οπ σελ.43).

Και φυσικά ο Λένιν κυριολεκτικά «έκτισε» την αριστερά του Τσίμερβαλντ. Την συνεπή, επαναστατική, διεθνιστική πτέρυγα της Διεθνούς.

Δ. ΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η επαναστατική πολιτική στην λενινιστική εκδοχή της ήταν γεμάτη πολιτικές συμφωνίες και συμβιβασμούς. Όμως πάντα το θέμα αυτό πήγαζε από την σωστή λύση του ζητήματος τακτική και στρατηγική, από την επαναστατική τακτική, όχι το ανάποδο.
Την ίδια μεθοδολογία είχε ο Λένιν απέναντι σε όλα τα μεγάλα ζητήματα και καμπές της πάλης μέχρι την επανάσταση. Από την στάση του απέναντι στους μενσεβίκους, έως την οικοδόμηση της Διεθνούς και το Ενιαίο Μέτωπο. Πάντα ξεκίναγε από τον επαναστατικό σκοπό και από την συσπείρωση των πιο πρωτοπόρων, των πιο μαχητικών δυνάμεων της τάξης. Και παράλληλα, πάντα φρόντιζε με μεγάλη προσοχή να βρίσκει δρόμους, να επιδρά, να συμμαχεί, να τραβάει ρεύματα προς την επανάσταση. Τα προγράμματα και οι πλατφόρμες για τα οποία έδινε λυσσώδεις μάχες δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός. Υπηρετούσαν πάντα την πραγματική ζωή, όχι ανάποδα.

Μπορούμε άραγε να διδαχτούμε από αυτό;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *