Αδωνις Γεωργιάδης: Η ακροδεξιά με το γελαστό πρόσωπο. 6ο Μέρος

Συνέχεια από εδώ

ΣΤΟ ΕΠΙΣΗΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ που δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Βουλής ο κ. Γεωργιάδης δηλώνει «συγγραφέας τριών βιβλίων, το πρώτο με τίτλο ‘Οδηγός Αρχαίων Ελληνικών Νομισμάτων’, το δεύτερο ‘Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα: ο μύθος καταρρέει’ και το τρίτο Θεοδώρα Φραντζή: η Άλωσις’».

Σε προγενέστερα βιογραφικά του σημειώματα, όπως λ.χ. εκείνο που δημοσιευόταν στον προσωπικό του ιστότοπο μέχρι πρότινος, ο αριθμός και οι τίτλοι των βιβλίων ήταν οι ίδιοι, αλλά η διατύπωση ήταν κάπως διαφορετική: «Πέραν των βιβλίων που έχει εκδώσει, ο ίδιος ως συγγραφέας έχει κυκλοφορήσει τρία βιβλία». Γιατί απέφευγε την έκφραση «τα βιβλία που έχει συγγράψει»;

Παρακάτω θα δούμε τους λόγους που επέβαλαν αυτή την ανεπαίσθητη εκφραστική παραλλαγή. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο βιβλίο. Είναι ο Οδηγός Αρχαίων Ελληνικών Νομισμάτων, ο οποίος σύμφωνα με τον ίδιο τον φερόμενο ως συγγραφέα «έχει κάνει 6 επανεκδόσεις και μάλιστα για τρία χρόνια εδιδάχθη στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, στο Τμήμα της Αρχαιολογίας».

Πρόκειται για ένα βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο, στο οποίο κάνει αμέσως εντύπωση το γεγονός ότι δεν αναφέρεται όνομα συγγραφέα. Ο κ. Γεωργιάδης κατονομάζεται μόνο στη δεύτερη σελίδα ως «υπεύθυνος εκδόσεως». Ο ίδιος υπογράφει τον «Πρόλογο» και τον «Πρόλογο Β’ Εκδόσεως», ενώ στην ταυτότητα του βιβλίου αναφέρεται «Α’ Έκδοσις 1992, ΒΊ Εκδοσις 2001». Από την πρώτη ματιά προξενεί εντύπωση το πλήθος των λαθών (ορθογραφικών και τυπογραφικών) που δεν συνάδει με την επιστημονικοφανή παρουσίαση. Ήδη ο υπότιτλος έχει δύο λάθη («μέτ’ επεξεγηματικού»), ενώ και ο μονοσέλιδος πρόλογος ξαφνιάζει με τις χοντρές αβλεψίες («ο παρόν τόμος» κλπ.).

Παρουσιάζοντας αυτό το βιβλίο σε κάποια εκπομπή των αδελφών Γεωργιάδη θα ακούσουμε τον πρωτότοκο Λεωνίδα να λέει: Λ.Γ.: «Ενα βιβλίο για τα νομίσματα που το έχεις γράψει εσύ». Α.Γ.: «Είμαι θαυμαστής των αρχαίων νομισμάτων. Το πρώτο βιβλίο της ζωής μου, το πρώτο βιβλίο που εξέδωσα είναι αυτός ο οδηγός. Μ’ αυτό ξεκίνησα την εκδοτική μου σταδιοδρομία και το ‘χω γράψει κιόλας». Λ.Γ.: «Μαζί με τον Χρύσανθο τον Βαλασιάδη» (Τηλεάστυ, 12.12.2007).

Σε άλλη εκπομπή, ο Λ, Γεωργιάδης θα επαναλάβεί: «Ενα βιβλίο που έχει γράψει ο Άδωνις Γεωργιάδης μαζί με τον Χρύσανθο Βαλασιάδη {Τηλεάστυ, 17.12.2007). Αλλά και ο ίδιος ο Α. Γεωργιάδης θα πει κάτι παρόμοιο: «Ο Οδηγός των Αρχαίων Ελληνικών Νομισμάτων της Συλλογής Σβορώνου είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψα, μαζί με τον συνάδελφό μου τον Χρύσανθο» (Τηλεάστυ, 10.12.2008).

Ψάχνουμε το βιβλίο και δεν βρίσκουμε πουθενά ίο όνομα Χρύσανθος Βαλασιάδης. Σε μεταγενέστερες εκπομπές, μάλιστα, παύει να αναφέρεται αυτό το όνομα. «Είναι το πρωτο βιβλίο που εξέδωσα στην εκδοτική μου σταδιοδρομία», θα πει ο Α. Γεωργιάδης. «Είναι το πρώτο δικό μου βιβλίο. Το βιβλίο αυτό το εξέδωσα τον Αύγουστο του 1992. Εγεννήθην τον Νοέμβριο του 1972. Δεν είχα κλείσει ακόμη τα είκοσι μου χρόνια. Το λέω επειδή κάποιος τόλμησε να μου πει, εσείς οι βουλευτές είσαστε ανεπάγγελτοι. Παρουσιάζουμε τη Συλλογή Σβορώνου» (Τηλεάστυ, 31.5.2010).

Τι ακριβώς συμβαίνει μ’ αυτό το βιβλίο; Γιατί δεν αναφέρεται κανένας συγγραφέας στο εξώφυλλο και στη σελίδα τίτλου; Και ποιος είναι αυτός ο δεύτερος συγγραφέας που τη μια εμφανίζεται και την άλλη εξαφανίζεται; Καταφεύγουμε στην πρώτη έκδοση του 1992. Εκεί μας περιμένει νέα έκπληξη. Στην «επιμέλεια εκδόσεως» εδώ αναφέρονται μαζί με τον Α. Γεωργιάδη και άλλα δύο ονόματα. Ο αδελφός του ο Λεωνίδας και ο Χρύσανθος Βαλασιάδης. Και πάλι, όμως, όνομα συγγραφέα δεν υπάρχει.

Αυτή η έλλειψη συγγραφέα δεν οφείλεται βέβαια σε παραδρομή. Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο αυτό αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, το μικρότερο (50 σελίδες), περιλαμβάνει εισαγωγικά σημειώματα, το δεύτερο και μεγαλύτερο (120 σελίδες), επιγράφεται «Κυρίως κατάλογος» και αποτελείται από 400 απεικονίσεις των δύο όψεων αρχαίων νομισμάτων με επεξηγηματικές λεζάντες. Το βιβλίο κλείνει με ορισμένους χάρτες, πίνακες και βιβλιογραφία. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι προϊόν πρωτότυπης εργασίας. Τα εισαγωγικά κείμενα βασίζονται σε μια εργασία που είχε εκδώσει ο πατέρας των δυο αδελφών, ο Αθανάσιος Γεωργιάδης, με τίτλο Οδηγός Σνλλέκιον Αρχαίων Ελληνικών Νομισμάτων (1979, Αθήνα), ενώ ο Κατάλογος είναι πιστή αναπαραγωγή της Ιστορίας των Νομισμάτων την οποία είχε εκ-δώσει ο διάσημος Βρετανός νομισματολόγος Barclay V. Head, διευθυντής του Βρετανικού Νομισματικού Μουσείου, με τίτλο Histona Numorum. A Manual of Greek Numismatics (Οξφόρδη, 1887).

Ο τόμος αυτός εκδόθηκε στα ελληνικά σε μετάφραση και επιμέλεια του Ιωάννη Ν. Σβορώνου το 1898 και περιλήφθηκε στη σειρά της «Βιβλιοθήκης Μαρασλή». Η ελληνική έκδοση ήταν τρίτομη. Εκτός από τις συμπληρώσεις, ο Σβορώνος επέλεξε να τυπώσει τις εικόνες σε χωριστό λεύκωμα (τον τρίτο τόμο του έργου) και όχι εντός κειμένου, όπως είχε κάνει ο Head. Ο λόγος ήταν κυρίως τεχνικός. Αλλά τα νομίσματα που εικονίζονται είναι ακριβώς τα ίδια. Όπως μάλιστα εξηγεί στον πρόλογό του ο Σβορώνος, στην ελληνική έκδοση χρησιμοποιήθηκε «φωτοτυπική» αντί της «φωτοτυπογραφικής» απεικόνισης των νομισμάτων. αλλά η αναπαραγωγή πραγματοποιήθηκε από τα εκμαγεία των ίδιων νομισμάτων, με τα οποία τον εφόδιασε ο Βρετανός δάσκαλος και συνάδελφός του. Δεν πρόκειται δηλαδή για τη «Συλλογή Σβορώνου», αλλά για τη «Συλλογή Head», αν θέλουμε να ακριβολογούμε.

Στην έκδοση Γεωργιάδη αναπαράγονται φωτογραφικά τα νομίσματα, όμως όχι συγκεντρωτικά, όπως στο λεύκωμα του Σβορώνου. αλλά οι δύο όψεις κάθε νομίσμα-ος. Πρόκειται σαφώς για φωτογραφική αντιγραφή από τον τρίτο τόμο ίων Εκδόσεων Μαρασλή, και μάλιστα ο κ. Γεωργιάδης δεν έχει μπει στον κόπο να σβήσει τα διακριτικά της έκδοσης του Σβορώνου. τα οποία είναι εντελώς αχρείαστα (και ακατανόητα) στο δικό του βιβλίο.

Εξίσου αντιγραμμένες είναι και οι λεζάντες, μεταγλωττισμένες βέβαια στη δημοτική. Αντιγραμμένοι είναι και ορισμένοι πίνακες χωρίς καμιά σχετική αναφορά. Όσο για τη «βιβλιογραφία», αυτή είναι κυριολεκτικά προϊόν κολάζ από διάφορα βιβλία και καταλόγους εκθέσεων, όπως προδίδει η ποικιλία των γραμματοσειρών και των μεγεθών ή ακόμα και η επισήμανση «in preparation» σε κάποιες εκδόσεις.

Στον πρώτο πρόλογό του (του 1992), ο Α. Γεωργιάδης αναφέρεται στον Οδπγό που είχε εκδώσει ο πατέρας του, δηλώνοντας ότι εκείνη η έκδοση τους «παρακίνησε» για τον νέο Οδηγό, προσθέτοντας ότι έδωσαν «μεγαλύτερο βάρος στην εισαγωγή» και πρόσθεσαν «πάνω από διακόσια νομίσματα». Και παρακάτω αποκαλύπτει ότι η επιλογή των νομισμάτων έγινε από το βιβλίο που είχε εκδώσει ο «αείμνηστος Άλκης Οικονομίδης» στο Σικάγο, «το οποίο με τη σειρά τον αποτελούσε ανατύπωση παλαιοτέρου έργου, τον μεγάλου καθηγητού, του κ. Σβορώνου». Ο I. Σβορώνος ήταν βέβαια κι αυτός «αείμνηστος» από το 1922, αλλά η ουσία είναι πως στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε συγγραφέα, αλλά τον ανατυπώσαντα του ανατυπώσαντος.

Ας μην παρεξηγηθώ. Δεν θα περίμενε κανείς -ούτε και εγώ- κάτι καλύτερο από τον εικοσάχρονο φοιτητή του 1992. Στο κάτω κάτω της γραφής ο ίδιος δεν διανοήθηκε τότε να εκδώσει το βιβλίο με το όνομά του στη θέση του συγγραφέα. Το επιλήψιμο είναι η εκ των υστέρων απόπειρα να οικειοποιηθεί ένα έργο που δεν ήταν δικό του. Και ακόμα χειρότερο, να απαλείψει τα ονόματα των «συνεπιμελητών» του, όσο αμφιλεγόμενη κι αν υπήρξε αυτή η «επιμέλεια» και ανεξάρτητα από το αν η απάλειψη έγινε κοινή συναινέσει.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ του κ. Γεωργιάδη έχει τίτλο Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα: ο μύθος καταρρέει. Σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του κ. Αντιπροέδρου, ιο βιβλίο ανιό, το οποίο κυκλοφορεί και στην Αγγλική Γλώσσα, έχει κάνει μέχρι σήμερα περισσότερες από 15.000 πωλήσεις και θεωρείται το κορυφαίο στο είδος του». Διευκρινίζω καταρχάς ότι η αγγλική έκδοση δεν συνεπάγεται κάποια διεθνή αναγνώριση του πονήματος, δεδομένου ότι την έκδοση αυτή την έχει κάνει ο ίδιος ο κ. Γεωργιάδης με τον δικό του εκδοτικό οίκο. Μάλιστα έχει φροντίσει να απαλείψει ορισμένα «ενοχλητικά» σημεία του πρωτοτύπου.

Σύμφωνα με tov ίδιο τον συγγραφέα, σκοπός ιης ερευνάς του «δεν είναι να τοποθετηθούμε θετικά ή αρνητικά στο φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας καθεαντό, αλλά να διαπιστώσουμε πς απόψεις των ιδίων των Αρχαίων Ελλήνων», δεδομένου ότι «εντέχνως διαχέεται η άποψις ότι τάχα οι Αρχαίοι ‘Ελληνες ήσαν πολύ ανεκτικότεροι ημών απέναντι σε αυτή την “συνήθεια ’ και ότι η ομοφυλοφιλία ήταν μία πράξις όχι μόνον αποδεκτή αλλά και σχεδόν επιβεβλημένη». Σπεύδει, μάλιστα ο κ. Γεωργιάδης να αποκαλύψει ότι «η προσπάθεια αυτή ούτε αθώα είναι, ούτε τυχαία» (σ. 13) και δηλώνει ότι «όσο κι αν θέλουν κάποιοι να αποδώσουν στην κλασική Ελλάδα φαινόμενα της σημερινής εποχής της παρακμής, δεν πρέπει να τους το επιτρέψουμε» (σ. 17).

Πώς τα σκέφτηκε όλα αυτά ο κ. Γεωργιάδης; Τον προδίδει η βιβλιογραφία την οποία παραθέτει και από την οποία πληροφορούμαστε ότι πηγή του μεταξύ άλλων ήταν η «απομαγνητοφώνησις ωρισμένων τηλεοπτικών επεισοδίων [sic) από την εκπομπή Ιστορικές Μνήμες’ στο κανάλι Τηλεάστυ, υπό την επιμέλεια του Δικηγόρου και Ιστορικού Συγγραφέα κ Κωνσταντίνου Πλεύρη» (σ. 253). Κατά συνέπεια, ούτε εδώ πρωτοτυπεί ο καημένος ο κ. Γεωργιάδης.

Κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι «στην αρχαία μας γλώσσα οι ομοφυλόφιλοι αναφέρονται με μία λέξι πολύ σκληρή, την λέξι Κίναιδος, δηλ ο κινών την Αιδώ. Η σημασία αυτής της λέξης ήταν καθαρώς υβριστική και σαφέστατα πολύ καταδικαστική για όσους είχαν κάνει αυτή την επιλογή. Στην σημερινή νεοελληνική μας γλώσσα θα μπορούσαμε δόκιμα να μεταφέρουμε την έννοια αυτής της λέξεως υεταφράζοντάς την ως “ο καταραμένος ομοφυλόφιλος δηλαδή στην αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν ο’καταραμένος” της σημερινής» (σ. 32-33).

Η ετυμολογία που προτείνει ο κ. Γεωργιάδπς για τη λέξη (ο κινών την αιδώ) θεωρείται λανθασμένη. Η λέξη -η οποία απαντά ούτως ή άλλως σπάνια και η χρήση της ξεκινά από τον 4ο αιώνα- θεωρείται από όλα τα σοβαρά λεξικά αβέβαιης ετυμολογίας, η δε εκδοχή που αποδέχεται ο κ. Γεωργιάδης «είναι αδύνατη λόγω της ποσότητας του V, το οποίο στη λέξη κίναιδος είναι βραχύ,-»- ενώ στο ρήμα κινώ είναι μακρό» (Λεξικά Τεγόπουλου. Μπαμπιινιώτη κ.ά.).

Αλλά τι να πει ο κ. Γεωργιάδπς, όταν ο δάσκαλός του ο Πλεύρης στο δικό του σχετικό βιβλίο ισχυρίζεται ότι η τουρκικής προέλευσης λέξη «πούστης είναι αρχαιοελληνική, παράγεται δηλαδή από το «πού στη, πού ίσταται», ένα ερώτημα που υποτίθεται ότι έθεταν οι αστυνομικοί της αρχαιότητας «προς αλίευσιν των επιβητόρων» (Οι Κίναιδοι, εκδ. Ήλεκτρον, Αθήνα 2005. σ. 28-29).

Στο ίδιο βιβλίο ο Πλεύρης εκθειάζει το πόνημα του μαθητή του, το οποίο πλέον κυκλοφορεί στις εκδόσεις ‘Ηλεκτρον: «Επιστημονικός και με σαφέστατον τρόπον ο Άδωνις Γεωργιάδης δίδει πλήρη απάντησιν στο ερώτημα περί ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, ώστε δεν απομένει η παραμικρά αμφιβολία ότι οι ομοφυλόφιλοι ήσαν εκτός νόμου και εκτός ηθικής, καθώς ήσαν κατ’ επιλθητιν των και εκτός φύσεως» (σ. 26).

Ως προς την ουσία της επιχειρηματολογίας Γεωργιάδη και Πλεύρη, δεν υπάρχει ούτε εδώ καμιά πρωτοτυπία. Το ελληνόφρον περιοδικό Δαυλός είχε από καιρό φροντίσει να προβάλει αποσπάσματα κειμένων της αρχαίας γραμματείας, τα οποία υποτίθεται ότι ανέτρεπαν τα όσα περί παιδεραστίας και ομοφυλοφιλικών σχέσεων έχουν καταγραφεί από μελετητές της Αρχαίας Ελλάδας εδώ και πολλά χρόνια σ’ όλο τον κόσμο (τχ. 47, Νοέμβριος 1985, τχ. 49, Ιανουάριος 1986, τχ. 141, Ιούνιος 1991. τχ. 116-117, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1991, τχ. 157, Ιανουάριος 1995). Αυτά τα άρθρα υιοθέτησε κατά λέξη ο κ. Γεωργιάδης, ερμηνεύοντας τα αρχαία κείμενα με τον δικό του τρόπο, προκειμένου να καταλήξει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα

Θα περιοριστώ σε ένα παράδειγμα, τον λόγο του Αι-σχίνη «Κατά Τιμάρχου», όπου πράγματι αναλύεται εκτενώς το ζήτημα. 0 κ. Γεωργιάδης θεωρεί ότι «έχουμε την απίστευτη τύχη, που κανονικά Θα έπρεπε να μην αφήνξ σε κανένα ουδεμία αμφιβολία, να μας έχη διασωθη μέσα από τον λόγο αυτό ολόκληρη η νομοθεσία που ίσχυε στην Αρχαία Αθήνα για την ομοφυλοφιλία»(ο. 59).

Ακολουθώντας την ερμηνεία του Δαυλού, ο κ. Αντιπρόεδρος υποστηρίζει ότι οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις και ειδικά η παιδεραστία ήταν αυστηρά απαγορευμένες στην Αρχαία Ελλάδα. Προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό του, παραθέτει αποσπάσματα του λόγου αυτού του Αισχίνη, όπου αναφέρεται ως καταδικαστέος, σύμφωνα με τον νόμο, όχι μόνο όποιος άνδρας «πορνεύεται» με άνδρα, αλλά και όποιος «εταιρήσει».

Το σχόλιο του Δαυλού και επομένως και του κ. Γεωργιάδη που τον αντιγράφει είναι πως από τη διάκριση των δύο όρων συμπεραίνεται ότι ήταν καταδικαστέα -έστω και σε μικρότερο βαθμό- και η απλή σαρκική σχέση. Μάλιστα ο κ. Γεωργιάδης δεν διστάζει να επικαλεστεί και το λεξικό των Liddell-Scott, το οποίο «αποδεικνύεται θησαυρός στην προκειμένη περίπτωση», διότι ορίζει «επακριβώς τη διαφορά μεταξύ τον εταιρέω και τον πορνεύομαι: ‘εταιρεί μεν ουν και πορνεύεται ο πασχη- πών, αλΥ εταιρεί μεν υπό εραστού, πορνεύεται υπό τυχόντος”, δη\αδή “εταιρεί μεν και εκπορνεύεται ο παθητικός εραστής, αλλά εταιρεί όταν βρίσκεται με τον μόνιμο εραστή του και εκ¬πορνεύεται από τον περιστασιακό εραστή”» (ο. 82-83).

Πρόκειται για ωμή παραχάραξη. Ακριβώς στο ίδιο λήμμα που παραπέμπει ο κ. Γεωργιάδης, το λεξικό αναφέρει; «εταιρέω, επί παιδός άρρενος ή θήλεος, χρησιμεύω προς ασελγή σκοπόν επί μισθώ». Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ο νόμος τιμωρούσε μόνον όσους είχαν παιδεραστικές σχέσεις έναντι χρημάτων. Αν αυτές οι σχέσεις ήταν με έναν εραστή, περιγράφονταν με τον όρο «εταιρω», αν ήταν με πολλούς, με το «πορνεύομαι» (Liddell- Scott, L II. σ. 242).

Ο ίδιος ο Αισχίνης το εξηγεί απολύτως στον ίδιο λόγο του, λέγοντας μάλιστα ότι κι ο ίδιος είχε ερωτικές σχέσεις με νέους, αλλά χωρίς χρήματα: «Εγώ δεν κατηγορώ τον ειλικρινή έρωτα, ούτε λέγω ότι όποιος είναι ωραίος είναι και πόρνος, ούτε αρνούμαι πως εγώ ο ίδιος και εις το παρελθόν και τώρα ακόμη αγαπώ τα παιδιά και αναγνωρίζω ότι γι’ αυτήν την δουλειά και εμάλωσα και ξυλοκοπήθηκα με άλλους. Λέγω και ισχυρίζομαι ότι το να ερωτεύεται τους ωραίους και καλής διαγωγής νέους, είναι ίδιον ευαισθήτου και γενναίας ψυχής, το δε να ασελγεί με πρόσωπα που πληρώνει γι’ αυτόν τον σκοπόν είναι έργον κτηνώδους και αμορφώτου ανθρώπου. Και ότι το να γίνεται ένας νέος ερωμένος κάποιον ανδρός, χωρίς χρήματα, επειδή τον αγαπά, είναι πολύ καλόν, αισχρόν δε είναι το να πορνεύεται αντι χρημάτων». (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, μτφρ. Ηλία Ηλιού, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1939).

Είναι φυσικά άχαρο να ασχολείται κανείς με τόσο χοντροκομμένες και εσκεμμένες παραποιήσεις των αρχαίων κειμένων, από τη στιγμή που η σχετική βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά πλούσια και ασχολείται με τα σοβαρά ζητήματα που είναι ανοιχτά σχετικά με την παιδεραστία στην Αρχαιότητα. Από την εποχή που έθεσαν πρώτοι ρητά το ζήτημα ο John Addington Symonds (A problem in modem ethics, Λονδίνο 1896) και o Erich Bethe (Die donsche Knabenliebe, 1907) έχουν μεσολαβήσει εκατοντάδες μελέτες, μέχρι τη σχετικά πρόσφατη του James Davidson (The Greeks and Greek Love. Λονδίνο 2007). Δεν συμπίπτουν στα συμπεράσματά τους αυτές οι μελέτες, αλλά οπωσδήποτε επιχειρούν να ερμηνεύσουν με επιστημονικό τρόπο τα όσα στοιχεία διαθέτουμε. Και βέβαια οι πιο πρόσφατες μελέτες διερευνούν το ζήτημα κάτω από το φως των σύγχρονων θεωρητικών και ιστορικών προσεγγίσεων της σεξουαλικότητας.

Απέναντι σ’ αυτά, ο κ. Γεωργιάδης αντιμετωπίζει ως εξής τα αρχαία αγγεία που απεικονίζουν «επιλήψιμες» κατ’ αυτόν σκηνές: «Τίποτα δεν αποκλείει να έγιναν από έναν πράγματι ομοφυλόφιλο τεχνίτη η να απευθύνονταν σε κάποιον απλούστατα ομοφυλόφιλο πελάτη και μάλιστα πελάτη που ενδεχομένως ζούσε πολύ μακριά από την Aττική, ενδεχομένως βαρβάρου» (σ. 135). Κατά τη γνώμη του αποκλείεται να είχαν σχέση με την πραγματικότητα της εποχής αυτές οι απεικονίσεις: «Η παραγωγή των αγγείων στην εποχή εκείνη ήταν μία μορφή τέχνης και όπως όλες οι μορφές τέχνης στόχος της δεν ήταν να δείξη την καθημερινή ζωή, αλλά να προκαλέση και, γιατί όχι, να κλονίση» (σ. 136).

Θα μπορούσαμε να δώσουμε στον κ. Γεωργιάδη το ελαφρυντικό της αδυναμίας να έχει πρόσβαση στη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά δεν συγχωρείται να αγνοεί το κλασικότερο σχετικό έργο στα ελληνικά, την εισαγωγή δηλαδή του Ιωάννη Συκουτρή στο Συμπόσιον του Πλάτωνα. Το κείμενο, όμως, αυτό δεν είναι δυνατόν να το ξεπεράσει κανείς. Πολύ περισσότερο, επειδή το περιέβαλε με το κύρος της η Ακαδημία Αθηνών που το εξέδωσε το 1934 (επανέκδοση το 1949), σε εποχές, υποτίθεται, περισσότερο πουριτανικές από τη σημερινή. Ο Συκουτρής είχε βέβαια συνείδηση της δυσκολίας. Στο κεφάλαιο της εισαγωγής του με τον τίτλο «Ο παιδικός έρως εις τους Αρχαίους Έλληνας» εξηγεί: «Το θέμα είναι πολύ λεπτόν. Αναφέρειαι εις κάτι απολύτως ξένον προς τας συνήθειας και τας ηθικάς αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας. Αλλ’ αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωσιν να το αντικρύσωμεν με ψυχραιμίαν και αγνότητα την καθιστά ακόμη μεγαλυτέραν. […] Δι’ εκείνους ο έρως ο παιδικός δεν εθεωρείιο και δεν ήτο μία ηθική απλώς διαστροφή, διαδεδομένη και σήμερον περισσότερον απ’ ό,τι ομολογούμεν, την οποίαν προσπαθούμεν διά λόγους ηθικούς και αισθητικούς να συγκαλύψωμεν μ’ ένα πέπλον σιγής αισχυντηλής. Ητο ένας θεσμός κοινωνικώς ανεγνωρισμένος, ιιε τας συνήθειας και τους κανόνας του».

Αλλά πώς να αναφερθούν στον Συκουτρή Γεωργιάδης και Πλεύρης; Αυτοί κάνουν ακριβώς εκείνο που έκαναν κάποιοι ακραίοι οπαδοί της δικτατορίας του Μεταξά, οι οποίοι ξεκίνησαν εκστρατεία εναντίον του Συκουτρή δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση της μελέτης του, μέσω ενός ανυπόληπτου ακροδεξιού περιοδικού και ζήτησαν να παρέμβει η «Σώτειρα Εθνική Κυβέρνησις» και ειδικά ο υπουργός Ασφαλείας, ο διαβόητος Μανιαδάκης, για να παραδώσει «.τα κυκλοφορούντο μολυσματικά αντίτυπα στην πυρά» (Επιστημονική Ηχώ, Οκτώβριος 1936). Ακολούθησε κινητοποίηση ενός μηχανισμού συλλογής υπογραφών και δηλώσεων σωματείων που θυμίζει πολύ όσα έγιναν πρόσφατα με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού. Ο Συκουτρής απάντησε με ένα σκληρό κείμενο, αλλά το βάρος της συκοφαντικής εκστρατείας τον οδήγησε στην αυτοκτονία.

Η δεύτερη παρόμοια επιχείρηση διάσωσης του «εθνικού ανδρισμού» συνέβη κατά την επόμενη δικτατορία. Με αφορμή ένα δημοσίευμα του περιοδικού Εικόνες, στο οποίο υπήρχαν κάποιες μικρές νύξεις για την ύπαρξη ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, τον Ιούλιο του 1968, ο Λαδάς ως γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως διέταξε τη σύλληψη του Παναγιώτη Λαμπρία (διευθυντή) και του Ιωάννη Λάμψα (αρχισυντάκτη του περιοδικού) και επέβαλε το κλείσιμο του εντύπου, έφτασε μάλιστα να χειροδικήσει εναντίον τους. Ο Πλεύρης ήταν τότε στενός συνεργάτης και κουμπάρος του Λαδά και μάλιστα επικρότησε το επεισόδιο στο δικό του έντυπο.

Ως συνέχεια αυτής της εκστρατείας με στόχο να αποκατασταθεί η «εθνική ανδροπρέπεια» αντιλαμβάνεται την παρέμβασή του ο κ. Γεωργιάδης. Στη δεύτερη έκδοση περηφανεύεται ότι το βιβλίο του πρωταγωνίστησε στα επεισόδια ομάδας ακροδεξιών, η οποία επιχείρησε να διαλύσει το «7° Συμπόσιο για την Αρχαία Μακεδονία» που διοργάνωνε το καθ’ όλα εθνοπρεπές Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου στη Θεσσαλονίκη (Μ¬Ι 8.10.2002), επειδή, κατά τον κ. Γεωργιάδη, «εμφανίσθηκαν και τρεις αλλοδαποί, οι οποίοι παρονσιάσθησαν ως καθηγητές και ισχυρίσθηκαν ότι θα απεδείκνναν ότι ο λόγος της δολοφονίας τον Φιλίππου το 336 π.Χ. ήταν οι ομοφυλοφιλικές του σχέσεις» (σ. 192).

Και έτσι «εμφανίσθηκε στην αίθουσα μεταξύ άλλων ο γνωστός δημοσιογράφος κ. Κυριάκος Βελόπουλος με το βιβλίο μου ανά χείρας και εζήτησε από τον κ. Μπάντιαν να διαβάση φωναχτά μερικά αποσπάσματα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αναφορικά με αυτό το θέμα. Επακολούθησε πανδαιμόνιο» (σ. 195).

Ιδού, λοιπόν, η μέθοδος επιστημονικού διαλόγου που εισηγείται ο κ. Γεωργιάδης. Είναι γνωστό ότι ο κ. Βελόπουλος θα συναντούσε λίγα χρόνια αργότερα τον κ. Γεωργιάδη στα βουλευτικά έδρανα του ΛΑΟΣ. Αλλά και ο τρίτος της ακροδεξιάς εκδοτικής παρέας, ο Δημοσθένης Λιακόπουλος, την ίδια ακριβώς χρονιά έβγαζε το δικό του βιβλίο με πανομοιότυπες αναφορές, αλλά και πανομοιότυπο τίτλο στο επίμαχο κεφάλαιο: «Ομοφυλοφιλία-παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα. Ο εβραϊστικός μύθος καταρρέει».

Τα επιχειρήματα και οι παραποιήσεις είναι ταυτόσημα. Μοναδική διαφορά, η προσθήκη των μυστηριωδών «εβραϊστών», οι οποίοι κρύβονται πίσω από την υπόθεση, προκειμένου η αντισημιτική χροιά της εκστρατείας να γίνει ορατή και στους πιο αφελείς.

Ευτυχώς η επιδρομή των οπαδών του Γεωργιάδη με τον Βελόπουλο επικεφαλής δεν πέτυχε τον στόχο της. Το διεθνές συμπόσιο ολοκληρώθηκε και ο τόμος με τα πρακτικά του είναι σε όλους προσβάσιμος, ώστε να κρίνει καθένας τη σοβαρότητα των επιδρομέων.

Ο καθηγητής Ντάνιελ Όγκντεν, ένας από τους τρεις «αλλοδαπούς» που θεωρήθηκαν ότι προσβάλλουν την ανδροπρέπειά μας, κατέγραψε την εμπειρία του σε υποσημείωση βιβλίου που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια αργότερα. Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Μιχάλης Τιβέριος που ήταν από τους διοργανωτές του συμποσίου έδωσε τη δική του περιγραφή σε άρθρο που γράφτηκε αμέσως μετά τη λήξη των γεγονότων: «Διασυρθήκαμε διεθνώς με τα όσα έκτροπα συνέβησαν στην επίμαχη συνεδρίαση. (…] Κάποιοι έχρισαν τους εαυτούς τους, με τη βοήθεια του… Αγίου Πνεύματος, επιστήμονες – ιστορικούς. […] Το θράσος και η ημιμάθειά τους χρειάζεται να αντιμετωπιστούν με άλλα μέσα, πιο επίπονα και χρονοβόρα, δηλαδή με σωστή παιδεία!»

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *