Ο καπνός και άλλα τινά (Από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου: “Η Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών”)

image002Συνέχεια από εδώ

Ο ΚΑΠΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ TINA…

Άμα ληστέψεις λίγα πράματα σε λένε ληστή. Άμα ληστέψεις πολλά, τα πράματα αλλάζουν. Κι η Αγγλία μια και δεν μπορούσε να ληστέψει επισήμως την πάμπλουτη Ισπανία, βρήκε μια ωραία μηχανή, τον πόλεμο της κλεψιάς. Δηλαδή, τον πόλεμο με τους κουρσάρους της.

Αυτοί οι κουρσάροι — ο πιο διάσημος ήτανε ο Φράνσις Ντρέηκ που τον κάνανε και «σερ» — παρουσιαζόντουσαν δήθεν ότι ενεργούνε για λογαριασμό τους. Οτι είναι παλιοπειρατές. Στην πραγματικότητα η ίδια η Αγγλία τους έδινε και καράβια γερά και πληρώματα και όλα τα μέσα. Και ακόμα παραπάνω, είχανε κάνει μια εταιρία να ληστεύουνε τα ισπανικά και πορτογαλικά καράβια και ο κυριότερος μέτοχος αυτής της εταιρίας, ήτανε η ίδια η βασίλισσα της Αγγλίας… η Ελισάβετ. Χτυπάγανε, λοιπόν, οι κουρσάροι όπου βρίσκανε καράβι ή αφύλαχτο αμερικανικό τόπο, τον γδύνανε και θησαυρίζανε κι αυτοί και ή Αγγλία τους.

Διαμαρτυρηθήκανε οι Ισπανοί, αλλά βλέπεις τούτοι δω ήτανε καθολικοί, οι Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, το ρίξανε στο θρησκευτικό.

— Απιστοι είναι, βαράτε τους.

Κι επειδή τούτα τα κουρσάρικα καράβια έπρεπε να ‘χουνε και κανά ναύσταθμο, για ώρα ανάγκης, για το κυνήγι που τους κάνανε και για ορμητήρια, σκεφτήκανε να χτίσουνε οχυρά να τα προστατεύουνε…

Βρέθηκε, λοιπόν, ένας σερ Τζίλμπερτ, και τάβαλε κάτου:

— Η Αμερική είναι μεγάλη, δεν την έχει όλη ο Ισπανός κι ο Πορτογάλος βασιλιάς.

— Όχι, βέβαια.

— Να βρούμε, λοιπόν, ένα μέρος απάτητο να το πάρουμ’ εμείς.

Αυτή ήτανε η πρώτη βάση της σημερινής χώρας που λέγεται Ηνωμένες Πολιτείες.
Ήτανε το 1585 και μια εγγλέζικη αποστολή έφυγε και βρήκε ένα νησί κοντά στη Βόρεια Καρολίνα. Κι επειδή η βασίλισσα ήτανε ανύπαντρη, το νησί το είπανε Βιρτζίνια, δηλαδή παρθενία. Κι όλη την ακτή απέναντι, την είπανε κι αυτή Βιρτζίνια.

Απέναντι, ήτανε ένα άλλο νησί το Ρόνακε. Κάνανε καμπόσα ταξίδια, και στο τέλος, αφήσανε απάνω καμιά κατοστή ανθρώπους (λένε 89 άντρες και 17 γυναίκες) να το οργανώσουνε. Ολη τούτη η παρέα, ήτανε κάτι καθάρματα που, αντί να τα κρεμάσουνε, τ’ αφήσανε να μείνουνε και να γίνουνε χρήσιμοι στην πατρίδα.
Περάσανε δύο χρόνια, πήγανε να τους ανεφοδιάσουνε και δε βρήκανε ίχνος από κανένα τους. Κι ακόμα σήμερα, κανένας δεν έμαθε τί απογίνανε τούτοι οι 106 λεβέντες τού νησιού Ρόνακε. Πάει, λοιπόν η πρώτη αποικία της Βιργινίας, χάθηκε άδοξα.

Κατά το τέλος του 16ου αιώνα, η Ισπανία έπαθε μια ζημιά μεγάλη. Εγινε δηλαδή ναυμαχία μεταξύ Αγγλων καί Ισπανών και ο ισπανικός στόλος, η αρμάδα που λέγανε και που τη θεωρούσανε ανίκητη, έκανε μπουρμπουλήθρες και καταστράφηκε. Από τη μέρα αυτή, αλλάξανε τα πράματα.

— Oι Ισπανοί αήττητοι; Πώς τόπατε;

— Ρε δεν τους βράζεις;

Και τους πήρανε στο ψιλό.

— Από πού κι ως πού θα φάνε όλη την Αμερική αυτοί οι καθολικοί πού δεν ξέρουνε τί τους γίνεται;

— Θα φάμε κι εμείς.
Κι όπως λέγανε για την Αμερική ότι είναι ένας τόπος γεμάτος πλούτη και χρυσάφια, τους άνοιξε ξανά η όρεξη.
Γίνανε, λοιπόν, εταιρίες να πάνε ξανά στη Βιργινία να εκμεταλλευτούνε τον πλούτο της.

Γίνανε αρχικά δύο εταιρίες, μια στο Λονδίνο και μια στο Πλύμμουθ. Η δεύτερη όμως, διαλύθηκε κι έμεινε μόνο η εταιρία του Λονδίνου. Βάλανε λεφτά, κάνανε ένα συμβούλιο να τη διοικεί, το είπανε το «Συμβούλιο της Βιργινίας» και ορίσανε το βασιλιά να κουμαντάρει τις νέες κτήσεις.

Βασιλιάς της Αγγλίας ήτανε τότε ο Ιάκωβος. Η εταιρία έφτιασε τρία καλά καράβια, τα είπανε «Γκούντσπήντ», «Σουζάννα Κονστάντ» και «Ντισκόβερυ», βρήκανε και καμιά εκατοπενηνταριά ρεμάλια — μερικές γυναίκες ήτανε μαζί — και ξεκίνησαν τα Χριστούγεννα του 1606 να πάνε στη Βιργινία. Τους δώσανε μαζί κι ένα σφραγισμένο κουτί.

— Θα το ανοίξετε άμα φτάσετε στη Βιργινία και κει μέσα θα βρείτε ποιούς ορίζουμε αρχηγούς και ποιος θα ’ναι πρόεδρός σας.

Τα καράβια φύγανε. Είχανε και την ιδέα ότι η Βιργινία είναι μια στενή λουρίδα. Θα την περνάγανε, θα βγαίνανε σου λέει στον Ειρηνικό και από κει δρόμο για τις Ινδίες. Άσε που μπορεί να βρίσκανε και κανά βασίλειο σαν τους Αζτέκους και τους Ινκας για να το γδύσουνε.

Τρεις μήνες ταξίδευαν τα καράβια και καμιά φορά φτάσανε σ’ ένα κόλπο. Το Τζηζάπηκ, πού λένε. Ολα ήταν όμορφα, Απρίλης κιόλας, βρήκανε ένα μεγάλο ποτάμι, μπήκανε μέσα και το ονομάσανε με το όνομα του βασιλιά τους «Ποτάμι τού Ιακώβου». Κι υστέρα, για να μην τους επιτεθούν οι Ισπανοί, προχωρήσανε καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα από τη θάλασσα κι είπανε:

— Εδώ θα φτιάξουμε το κέντρο μας.

Το κέντρο αυτό το είπανε Τζαίημς Τάουν, Πόλη τού Τζαίημς, του Ιακώβου. Άνοιξαν το κιβώτιο, όριζε πρόεδρό τους κάποιον Γουήνκφηλντ.

Μόλις κάνανε να καλοκαθήσουν να ‘σου οι Ερυθρόδερμοι γεμάτοι πόλεμο. Τούς πλακώσανε στα βέλη βροχή.

Οι λευκοί ήταν γεροί, είχανε και όπλα, τους κάνανε πέρα. Μαζί τους ήτανε ένας καπετάνιος, Τζών Σμίθ τον λέγανε, ωραίος άντρας, παλληκάρι και ξύπνιος πολύ. Αυτός έγινε ο πολεμικός αρχηγός τους. Κι αυτός πήρε τα γκέμια στα χέρια του, γιατί τον αναγνώριζαν όλοι για ικανό.

Ό Τζών Σμίθ τσαντάλιασε τους Ινδιάνους και από κείνη τη στιγμή η κατάσταση πήρε μια παράξενη μορφή. Επειδή από το καλυβοχώρι, το Τζαίημς Τάουν, έλειπε το ψωμί, αρχίσανε να ανταλλάσουνε με τους ντόπιους πράματα με καλαμπόκι. Τους δίνανε πελέκια, μαχαιράκια, χάντρες και παίρνανε καλαμπόκι. Και ξαφνικά εκεί που τάχανε καλά και ωραία και γιορτάζανε παρέα, ξαναμαλώνανε. Ο Σμίθ άρχιζε τις κανονιές, κι οι Ερυθρόδερμοι ησυχάζανε και ξαναρχίζανε πάλι την καλή γειτονιά.

Οταν φύγανε τα καράβια για να ξαναγυρίσουν στην Αγγλία οι άποικοι πέσανε στο χειμώνα και υποφέρανε πολύ. Ελονοσία, πείνα, κακό, μείνανε οι μισοί. Λείψανε τα κανόνια των καραβιών αγριέψανε κι οι Ινδιάνοι. Κάποτε πιάσανε τον Σμίθ κι ο αρχηγός των άγριων, ο Παοναχατάν ετοιμαζόταν να τον σκοτώσει. Τότε η κόρη του βασιλιά μια όμορφη μικρή που τη λέγανε Πακαχόντας και που τον αγαπούσε τον Σμίθ, έπεσε απάνω με το κορμί της γυμνό να τον σώσει και τον έσωσε. Πάλι έπεσε πείνα. Μαλώνανε ποιος θα πάρει μερίδα ψωμιού και στενοχωρηθήκανε. Ο Σμίθ τους έβαλε σε πειθαρχία.

— Δουλέψτε να φάτε.

Ευτυχώς, πάνω που είχαν απελπιστεί και θα ψοφάγανε της πείνας γυρίζανε τα καράβια της εταιρίας και τούς δώσανε εφόδια.
Φάγανε, καρδαμώσανε και ρωτάει τώρα ο καπετάνιος τους άποικους:

— Τί μας ετοιμάσατε τόσο καιρό;

— Παρντόν, δεν καταλάβαμε.

— Τόσο καιρό τί φτιάξατε για την εταιρία; Μαζέψατε χρυσάφι, πλούτη, τέτοια.

— Όχι.

— Και τί φτιάσατε;

— Κάτι τάφους φτιάξαμε. Αν θέλουνε ας έρθουνε οι συνεταίροι να πέσουνε μέσα. Εμείς δε βρίσκουμε κουκούτσι να φάμε και συ μας μιλάς για χρυσάφια που πεθάνανε;

— Και τί θα τους πάω εγώ τώρα;

Ξύλα είχε το μέρος, κόψανε ξυλεία, φορτώσανε τα καράβια και τα στείλανε πίσω. Οι συνεταίροι τραβάγανε τα μαλλιά τους.

— Ξύλα!

— Αυτό έχει.

Τέλος πάντων, πουλήσανε την ξυλεία, μισοβγάλανε κάτι έξοδα και το 1609 φορτώσανε ένα καράβι γυναίκες, κάτι νταρντάνες μέχρι κει πάνω και τις στείλανε στο Τζαίημς Τάουν.

Οι άποικοι είδανε τις γυναίκες και χαμογέλασε το χειλάκι τους.

— Δόξα τω Θεό.

— Να δούμε και κανά θηλυκό που έκανε κρα το μάτι μας.

Οι γυναίκες ανθρωπέψανε τα σπίτια, μαγειρέψανε, δώσανε θάρρος, αλλά έπεσε πάλι ο χειμώνας το 1609-10 και μάλιστα τρομερός. Ξανάρχισε πείνα, αρρώστιες και θάνατος. Αρχίσανε κι οι Ινδιάνοι τον πόλεμο, λάσπη ή δουλειά. Πεθαίνανε άντρες και γυναίκες. Άμα τελείωσε ο χειμώνας δεν είχαν μείνει παρά καμιά εξηνταριά όλοι όλοι κι εκείνοι σκελετοί.

Πάνω λοιπόν που λέγανε να τον παρατήσουμε του διαόλου τον τόπο, να ξαναγυρίσουμε στην ’Αγγλία, νάσου τρίτος στόλος που ‘φερε ένα λόρδο, Ντε Λά Ούώρρ τον λέγανε — για κυβερνήτη τους — φαΐ, εργαλεία και φάρμακα.
Αυτό ήτανε και το Τζαίημς Τάούν γλύτωσε τούτη τη φορά για καλά. Βέβαια, υπόφερε για πολύ καιρό ακόμα, αλλά δεν ήταν όπως πρώτα.

Πιάσανε και καλλιεργήσανε τη γη, ήρθε άλλος κυβερνήτης, Νταίηλ τον λέγανε, τους έβαλε σε μια σειρά, τους υποχρέωσε να καλλιεργήσουνε τη γη και τους έβαλε σε πειθαρχία.
Από πλούτο όμως τίποτα. Ίσα – ίσα να φάνε ψωμάκι. Μέχρι που μετά από πολύ καιρό βγήκε στη μέση ο καπνός.

Αυτός τους γλύτωσε και τους ανθρώπεψε.
Τον καπνό στην Ευρώπη δεν τον ξέρανε. Τον καπνίζανε οι Ερυθρόδερμοι και πρώτοι τον κουβαλήσανε εδώ οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι. Μάλιστα, ένας Γάλλος πρεσβευτής στη Λισαβόνα, που τον λέγανε Νικό, έστειλε δώρο στη βασίλισσα της Γαλλίας — τότε ήτανε η Αικατερίνη των Μεδίκων — μερικά φύλλα καπνό κι από κεί βγήκε τ’ όνομα «νικοτίνη». Στην ’Αγγλία πάλι, την ινδιάνικη πίπα την είχανε μάθει οι ευγενείς και τη συνηθίσανε. Κι άμα τη συνηθίσανε, αρχίσανε ν’ αγοράζουν καπνό από τους Ισπανούς.

Τώρα, τούτοι δω οι άποικοι αρχίσανε και καλλιεργούσανε καπνό που τον χαρμανιάσανε με καπνό των Αντιλλών κι έγινε ελαφρύς. Κι επειδή ό καπνός έφερνε λεφτά, αρχίσανε και τον φυτεύανε παντού. Και το εμπόρευμα πουλιότανε καλά κι η εταιρία πλούτιζε.

Επειδή όμως στην Αγγλία μαθαίνανε πόσο σκληρή είναι ζωή, λευκοί άλλοι δεν πηγαίνανε κει πέρα. Λείπανε, λοιπόν, τα εργατικά χέρια μέχρι που το 1619, ένας καπετάνιος ‘Ολλανδός, κουβάλησε μερικούς σκλάβους, μαύρους. Οι σκλάβοι δουλέψανε καλά και αρχίσανε όλοι με τα λεφτά που παίρνανε από τον καπνό, να αγοράζουνε μαύρους σκλάβους.

Όσο φέρνανε μαύρους, τόσο απλωνόντουσαν στην καλλιέργεια της γης. Μεγαλώνανε δηλαδή τα κτήματά τους. Γη υπήρχε. Ποιος θα τους έλεγε μην την πάρετε; Παίρνανε κι αυγατίζανε.

Αυτοί είναι οι πρώτοι μαύροι που πήγανε στην Αμερική και που σήμερα ακόμα, έχουνε γίνει αφορμή να τρώγονται με τους λευκούς.

Τότε, ο αφέντης ή οι λευκοί, ήτανε επιστάτες των μαύρων, οι μαύροι δουλεύανε κι οι άλλοι ωφελιόντουσαν. Τους αφήνανε να γεννοβολάνε μεταξύ τους για να πληθαίνουνε και να έχουνε κι άλλους σκλάβους. Κι επειδή πιάσανε και πολλά λεφτά, κάνανε και μια Βουλή που συνεδρίαζε στην εκκλησία, διορίσανε κι ένα φρούραρχο και πληρώνανε φόρο στο βασιλιά της Αγγλίας.

Αυτός δηλαδή ο φόρος, ήτανε το μόνο που τους έδενε με τη Μητρόπολη, την Αγγλία. Κατά τ’ άλλα, κυβερνιόντουσαν μόνοι τους.

Αρχίσανε, λοιπόν, νάρχονται Άγγλοι στη μικρή πολιτεία που όλο και μεγάλωνε. Ανθρώπεψε η πόλη και λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1671, είχε φτάσει νάχει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, χώρια τους μαύρους.
Έβγαζε καπνό, μετάξι και ξυλεία. Κάθε χρόνο ερχόντουσαν κανα – δυό χιλιάδες καινούριοι από την Αγγλία και καραβιές μαύρων. Κι αυτή ήταν η πρώτη βάση της σημερινής Αμερικής.

Στην Αγγλία τώρα, το 17ο αιώνα, τρωγόντουσαν σαν τα παλιόσκυλα μεταξύ τους. Οι αιτίες ήτανε δύο: πολιτικές διαφορές και θρησκευτικά μίση. Φόνοι, εγκλήματα, τρομερές σφαγές είχανε κάνει τη χώρα μαντάρα. Μόλις και χωρίσανε από τον Πάπα και αποκηρύξανε τον καθολικισμό, βγήκανε τριών ειδών Εκκλησίες: Οι Αγγλικανοί, οι Πρεσβυτεριανοί κι οι Ανεξάρτητοι. Ό,τι θέλανε ο καθένας, το πρεσβεύανε.

Αρχίσανε, λοιπόν, να τρώγονται μεταξύ τους. Κι όποιοι επικρατούσανε, οι «άλλοι» κοιτάζανε να φύγουνε από την Αγγλία, να σώσουνε το τομαράκι τους και την πίστη τους.

Αυτό έγινε… επιχείρηση. Δηλαδή, βρέθηκε μια εταιρία, ναύλωσε ένα καράβι και είπε: για την Αμερική.
Το καράβι το λέγανε «Μαίη – φλάουερ», άνθος τού Μαΐου, δηλαδή. Μπήκανε μέσα 102 προσκυνητές να πάνε στη Βιργινία να σωθούνε. Αλλά μια τρικυμία έβγαλε το «Μαίη – φλάουερ» από το δρόμο του κι όταν γλυτώσανε, βρεθήκανε άλλου, κοντά σ’ ένα ακρωτήρι που λέγεται Κότ.

Οι άντρες, «Πατέρες προσκυνητές» τους λέγανε, πριν βγούνε, υπογράψανε μεταξύ τους ένα πρωτόκολλο, να μείνουνε τίμιοι και πιστοί μεταξύ τους. Βγήκανε, λοιπόν, ορίσανε αρχηγό τους έναν κάποιον Κάρβερ και χτίσανε ένα χωριό, το Πλύμμουθ.

Τούτοι δω στο Πλύμμουθ, τραβήξανε χειρότερα απ’ όσα τραβήξανε οι άλλοι στο Τζαίημς Τάουν. Το μόνο καλό είναι ότι οι Ερυθρόδερμοι δεν τους κυνηγήσανε, αλλά μείνανε φίλοι από την αρχή. Και το άλλο καλό, ότι ήτανε όλοι αφοσιωμένοι μεταξύ τους.

Στο μεταξύ, όλο κι ερχόντουσαν στη Βόρεια Αμερική άλλα καράβια. Λίγο παρακάτω από το Πλύμμουθ, στον κόλπο της Μασαχουσέτης, έγινε άλλο χωριό — σήμερα η Μασαχουσέτη είναι μια από τις πιο σημαντικές πολιτείες. Δεν ήτανε ίδια σε θρησκεία με τούς προσκυνητές, αλλά πρόκοψε καλύτερα. Και αργότερα, το 1691, Πλύμμουθ και Μασαχουσέτη, ενωθήκανε και πηγαίνανε καλά κι ας πίστευε ο καθένας ό,τι ήθελε από χριστιανισμό.

Τη Μασαχουσέτη την είχανε ιδρύσει πουριτανοί, και, ήτανε περισσότερο ευγενείς και άρχοντες κι όχι χλεμπάγια σαν τους προσκυνητές του «Μαίη – φλάουερ». Κι επειδή οι Μασαχουσετιανοί είχανε κεφάλαια, οργανωθήκανε από την αρχή καλά, δεν πήγανε στην κουρελαρία σαν τους άλλους. Είχανε αρχηγό έναν δικηγόρο, τον Τζών Γουίνθορπ, είχανε την υποστήριξη της Αγγλίας, κάνανε ένα κράτος τέλειο.

Οι πουριτανοί, σεβόντουσαν κάθε θρησκεία και το μόνο που τους ενδιέφερε ήτανε να μην τους ενοχλούνε στη δική τους. Ιδρύσανε το 1634 τη Βοστώνη και σιγά -σιγά, γύρω, φτιαχτήκανε άλλες πόλεις και πολλά οχυρά. Δουλεύανε σε υποστατικά, δω πέρα και στεκόταν ο καπνός και καλλιεργούσανε δημητριακά. Κάνανε δύο Βουλές, την αριστοκρατική Άνω Βουλή και τη λαϊκή Βουλή των Κοινοτήτων. Ο Γουίνθορπ ήτανε πια ένας μικρός βασιλιάς…

Σα φανατικοί που ήτανε, τα φτιάσανε όλα έκκλησιαστικά και κατάντησε να τους κάνουν ό,τι θέλουνε οι λόρδοι Επίσκοποι και οι λόρδοι αδελφοί τους. Ο κοσμάκης δεν μπορούσε να μιλήσει και να πει το αντίθετο από τις αποφάσεις τους.
Ολη αυτή όμως η παπαδοκρατία άρχισε να ενοχλεί τον κόσμο. Ενας νέος παπάς που ήρθε από την Αγγλία, Ούίλλιαμς τον λέγανε, άρχισε να τους βάζει χέρι.

— Ρε, δεν είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον του Θεού;

— Ναι, έτσι λένε.

— Δεν είμαστε όλοι τέκνα του;

— Έτσι ισχυριζόμεθα.

— Έ, τότε, γιατί μας παιδεύετε εμάς να τρώτε εσείς;

Θυμώσανε, λοιπόν, οι Μέτοχοι, δηλαδή οι παπάδες κι οι ευγενείς και τον εξορίσανε τον Ούίλλιαμς από τη Μασαχουσέτη. Κι αυτός έφυγε με κάμποσους δυσάρεστη μένους, αγόρασε γη από τους Ινδιάνους που έγινε φίλος τους κι έφτιασε άλλη αποικία το Ρόντ Άιλαντ.

Εδώ πέρα υπήρχε ελευθερία και στη θρησκεία και σ’ όλα και το Ρόντ Άιλαντ πρόκοψε πολύ. Ό Ούίλλιαμς πήγε αργότερα στην ’Αγγλία και πήρε πολλά προνόμια για την αποικία του.

Μια άλλη πάλι δυσαρεστημένη γυναίκα, πολύ δυναμική, Άννα Χώστκινσον τη λέγανε, έφυγε κι αυτή από τη Μαοαχουσέτη γιατί δεν σήκωνε να την κάνουνε ό,τι θέλουνε οι παπάδες κι έφτιασε την επαρχία του Πόρτσμουθ. Θηρίο ήτανε, κουβέντα δε σήκωνε, δούλεψε πολύ, αλλά αργότερα τη σκοτώσανε οι Ινδιάνοι και στη Μασαχουσέτη καταχαρήκανε που «την τιμώρησε ο Θεός».

Να μη λέμε πολλά, ένα σωρό καινούριες πόλεις και ένα σωρό πολιτείες φτιάνανε οι δυσαρεστημένοι της Μασαχουσέτης. Φτιάσανε την Κοννέκτικατ, φτιάσανε το Χάρτφορντ — αυτός που τόφτιασε λεγότανε Θωμάς Χοϋκερ — φτιάσανε το Νιού Χέιβεν — ο Τζών Νταίηβενπόρτ — φτιάνανε συνέχεια, όχι τόσο γιατί θέλανε να φτιάξουνε, αλλά γιατί τα χαλάγανε πάντα για θρησκευτικούς λόγους, παρακαλώ.

Τούτοι δηλαδή οι θρησκευτικοί λόγοι, ήτανε η αφορμή. Η αλήθεια ήτανε άλλου. Οταν μια αποικία προόδευε, ξεπεταγόντουσαν από μέσα της δυνατοί, που δεν αφήνανε ψωμί στον αδύνατο. Κι οι αδύνατοι που καταπιεζόντουσαν, βλέπανε ότι υπάρχει γη και πλούτος αλλού και φεύγανε να πάνε να γίνουνε αυτοί δυνατοί…

Την Αμερική, δηλαδή, την έφτιαξε ο μεγάλος της πλούτος.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *