Ξενοδοχείο διά ροπάλου

Με αυτό το κείμενο του Τάσου Κωστόπουλου που δημοσιεύεται στη Εφημερίδα των Συντακτών καταρρίπτεται κάθε πρόσχημα σε όσους ισχυριζόταν ότι η κατασταλτική επίθεση επίθεση Μητσοτάκη-Χρυσοχοϊδη στα Εξάρχεια αποσκοπεί στην “ασφάλεια της περιοχής”. Προκύπτει ξεκάθαρα ότι πρόκειται για μια μπίζνα εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων σε βάρος των κατοίκων των Εξαρχείων.

Η εξαφάνιση των γκράφιτι θ’ αποτελέσει το πρώτο βήμα του εξευγενισμού των Εξαρχείων. Θ’ ακολουθήσουν όσοι κάτοικοι δεν «χωράνε» στις προδιαγραφές της νέας Πλάκας…

Ενα προγραμματικό ντοκουμέντο για τον «εξευγενισμό» (και) των Εξαρχείων.

Επιστρέφοντας από τις διακοπές, η στήλη σήμερα θα πρωτοτυπήσει θεματολογικά. Αντί για κάποια παλιά ιστορία, θα μας απασχολήσει μια εξαιρετικά πρόσφατη υπόθεση, στο μεταίχμιο μεταξύ παρελθόντος κι επικαιρότητας: τα σχέδια «εξευγενισμού» (gentrification) του ιστορικού κέντρου της Αθήνας που καταρτίστηκαν κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης και, όπως όλα δείχνουν, εφαρμόζονται σήμερα πιλοτικά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στα πολύπαθα Εξάρχεια.

Γι’ αυτά τα τελευταία, δεν χρειάζεται βέβαια ιδιαίτερη οξύνοια για ν’ αντιληφθεί κανείς την πραγματική στοχοθεσία της νέας κυβέρνησης. Αρκεί να διαβάζει προσεκτικά τον φιλικό της Τύπο, ιδίως την «Καθημερινή». Από τα ενθουσιώδη ρεπορτάζ της, η αποστασιοποίηση των οποίων θυμίζει πλέον κάτι ανάμεσα στον «Ελεύθερο Κόσμο» της χούντας και την «Πράβντα» της ύστερης σοβιετικής περιόδου, διαπιστώνουμε δύο κυρίως πράγματα.

«Η επιτυχής αναμόρφωση μιας αστικής περιοχής προϋποθέτει την απομάκρυνση όσων διαμένουν ή εργάζονται στον χώρο πριν από την παρέμβαση»
Μελέτη του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας (2011)

Πρώτον, την απελπιστικά φτωχή «σοδειά» των πολυδιαφημισμένων αλλεπάλληλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, όσον αφορά την υποτιθέμενη πάταξη της εγκληματικότητας: όταν ύστερα από οκτώ αλλεπάλληλα μπλόκα κι εκατοντάδες «ελέγχους ατόμων» έχουν συλληφθεί όλοι κι όλοι 22 άνθρωποι, 3 Ελληνες και 19 αλλοδαποί από χώρες της Μέσης Ανατολής, «για κατοχή ναρκωτικών και παράνομη είσοδο στη χώρα» («Κ» 25/8 −προσέξτε το πονηρό ανακάτεμα των δύο παντελώς άσχετων «αδικημάτων»), η αποτυχία του εγχειρήματος βγάζει μάτι: ακόμη και στο Κολωνάκι να εξαπολύονταν παρόμοια μπλόκα τις ίδιες ώρες, μάλλον περισσότερους εγκληματίες, με ή χωρίς εισαγωγικά, θα απέδιδαν!

Ακόμη χειρότερα εξελίχθηκαν, ως γνωστόν, τα πράγματα με το χτύπημα στις 26/8 των τεσσάρων καταλήψεων (από τις 23, την εκκένωση των οποίων είχε προαναγγείλει μια μέρα νωρίτερα το ίδιο ρεπορτάζ). Στοιχειώδης αντιληπτική ικανότητα μαθητή Γυμνασίου αρκεί, βέβαια, για να καταλάβει κανείς πως η όποια (πραγματική) εγκληματικότητα δεν καταπολεμάται με ΜΑΤ και με εκ των προτέρων πολυδιαφημισμένες «σκούπες» για τα μάτια των καναλιών.

Η στόχευση αυτών των επιδρομών βρίσκεται, άλλωστε, αλλού: στην πυροδότηση των αναμενόμενων μαζικών βίαιων αντιδράσεων, που θα προσδώσουν στην κήρυξη πολέμου κατά της «ανομίας» και του υποτιθέμενου «αβάτου» της μια εκ των υστέρων κοινωνική «νομιμοποίηση». Ανοίγοντας τον δρόμο για το δεύτερο σκέλος της επιχείρησης: τον επικερδή (για κάποιους) «εξευγενισμό» της κεντρικότατης αθηναϊκής συνοικίας, με δραστική -όπως προβλέπουν τα σχετικά εγχειρίδια- αλλαγή μιας μεγάλης μερίδας του σημερινού πληθυσμού της.

Το διαπιστώνουμε από τις βασικές συντεταγμένες του «σχεδίου για την ανάπλαση των Εξαρχείων» που αποκάλυψε η ίδια πάντα κυβερνητική εφημερίδα στα μέσα του καλοκαιριού (11/8), όταν ξεκινούσαν οι επιδρομές της ΕΛ.ΑΣ.

«Κατ’ αρχάς», διαβάζουμε εκεί, το σχέδιο «προβλέπει τη συγκρότηση ομάδας περίπου 50 στελεχών από διάφορες υπηρεσίες του δήμου, που θα προχωρήσουν σε άμεσες παρεμβάσεις για την “επαναφορά της λειτουργικότητας” στη γειτονιά. Αποστολή της ιδιότυπης task force για τα Εξάρχεια θα είναι το βάψιμο των τοίχων που είναι καλυμμένοι με γκράφιτι, η αποκατάσταση της λειτουργίας του δημοτικού φωτισμού, η αποκατάσταση φθορών σε κοινόχρηστους χώρους καθώς και το σφράγισμα όσων κτιρίων εκκενώνονται από καταληψίες. […] Οι κάδοι απορριμμάτων θα αντικατασταθούν σταδιακά με νέους, βυθιζόμενους, ενώ το πάρκο στην οδό Ναυαρίνου (πρώην υπαίθριο πάρκινγκ) θα περάσει στη δικαιοδοσία του δήμου. Εχουν προβλεφθεί οικονομικά κίνητρα για την εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων, μέσω του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Αττικής, όπως και κίνητρα για την ανακαίνιση “γερασμένων” κτιρίων. […] Μακροπρόθεσμα, σε ορίζοντα από δύο έως πέντε χρόνια, προβλέπονται η ενοποίηση του Αρχαιολογικού Μουσείου με το κτίριο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η κατασκευή και έναρξη λειτουργίας του μετρό στην πλατεία και η εφαρμογή θεσμικού πλαισίου για την αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων ακινήτων».

Αντί για αμείλικτη καταστολή της βαριάς εγκληματικότητας, που σύμφωνα με τη νεοδημοκρατική προπαγάνδα έχει μετατρέψει σε άντρο της την εμβληματική συνοικία, πληροφορούμαστε λοιπόν πως η περίφημη εκκαθάριση αποβλέπει στην εξαφάνιση των ενοχλητικών… γκράφιτι και στην παροχή υλικών κινήτρων για εγκατάσταση επιχειρήσεων, ανακαίνιση κτιρίων και άλλα συναφή. Ακόμη και το παρκάκι που φυτεύτηκε από τους κατοίκους που «απαλλοτρίωσαν» με βαριοπούλες ένα εγκαταλειμμένο πάρκινγκ στις αρχές του 2009, ως άμεση προέκταση και κατάκτηση της λαϊκής κινητοποίησης εκείνου του τόσο συκοφαντημένου Δεκέμβρη, θα περάσει στην αρμοδιότητα του ανιψιού του πρωθυπουργού −για να μη μείνει ίσως τίποτα να θυμίζει τις θετικές όψεις της περίφημης «ανομίας». Οπως ακριβώς προβλέπουν εδώ και χρόνια οι σχετικές οδηγίες του συλλογικού φορέα που πρωταγωνίστησε στην καμπάνια για τον προσοδοφόρο «εξευγενισμό» του αθηναϊκού κέντρου.

Η κραυγή των ξενοδόχων

Αναφερόμαστε, φυσικά, στη μελέτη «Γκετοποίηση τμήματος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας» που συντάχθηκε το 2010 με πρωτοβουλία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε βιβλίο, με συνεκδότη την «Κίνηση Πολιτών Κέντρου Αθήνας».

Ο συντάκτης του, Κυριάκος Ρερρές, οικονομολόγος με διδακτορικό στις «μεθόδους ποσοτικής ανάλυσης», ήταν επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και προβλέψεων (ΙΤΕΠ) που έχει συσταθεί από το Επιμελητήριο με σκοπό την εκπόνηση μελετών και την «παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών» σε εμπλεκόμενους κρατικούς φορείς.

Σύμφωνα με το βιβλίο, υπήρξε επίσης οικονομικός σύμβουλος στον ΟΤΕ, στέλεχος του «Αθήνα 2004» και πρόεδρος του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων επί Καραμανλή τζούνιορ. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι βέβαια τόσο η φυσιογνωμία του συντάκτη όσο η επίσημη προέλευση της έκθεσης. Στον πρόλογο της οποίας, ο τότε πρόεδρος του Επιμελητηρίου ξεκαθαρίζει, άλλωστε, ότι το τελευταίο όχι μόνο υιοθετεί πλήρως τα συμπεράσματά της, αλλά είχε και άμεση συμμετοχή στη διαμόρφωση του περιεχομένου της.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δεύτερη συνιστώσα της έκδοσης, η Κίνηση Πολιτικών Κέντρου Αθήνας (ΚΙΠΟΚΑ) με πρόεδρο (από τότε μέχρι σήμερα) τη Βαρβάρα Βερνίκου-Στράτου −διευθύνουσα σύμβουλο πολυκαταστημάτων της Notos Galleries, γόνο της γνωστής οικογένειας βιομηχάνων και συγγενή τότε εξ αγχιστείας της οικογένειας Μπακογιάννη, με συνδετικούς κρίκους που έχουν απασχολήσει κατά καιρούς τα ΜΜΕ για τις επιδόσεις τους στο real estate.

Η ΚΙΠΟΚΑ πρωτοστάτησε ως φορέας στην επικοινωνιακή καμπάνια του 2009-2012 κατά της παρουσίας «λαθρομεταναστών» στο κέντρο της Αθήνας. Τα τελευταία χρόνια, όπως διαπιστώνουμε από το σάιτ της (kipoka.wordpress.com), οι παρεμβάσεις της κινούνται μεταξύ υπερπροβολής της υφιστάμενης εγκληματικότητας (με έμφαση φυσικά στους μετανάστες και την «ανομία» των Εξαρχείων), προβολής ορισμένων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και ένθερμης στήριξης της προεκλογικής εκστρατείας του Κώστα Μπακογιάννη ως υποψήφιου δημάρχου της Αθήνας. Μια σχετικά πρόσφατη γκρίζα διαφήμιση (5/7/2018) είναι επίσης αξιοσημείωτη: «Θέλετε να καθαρίσετε τις προσόψεις της γειτονιάς σας; Επτά επαγγελματικά μηχανήματα της [όνομα εταιρείας] είναι διαθέσιμα!».

Προλογίζοντας την έκδοση του ΙΤΕΠ εν έτει 2011, η κυρία Βερνίκου-Στράτου δεν παρέλειψε την προσφυγή και σε μια γερή δόση ανιστόρητου εθνικισμού, διακηρύσσοντας πως «η ιστορία του Κέντρου της πόλης μας συμπληρώνει 2.500 χρόνια αδιάλειπτης φωτεινής δραστηριότητας σε όλες τις πτυχές του πολιτισμού μας» και απευθύνοντας έκκληση «να σωθεί το αρχαιότερο Μητροπολιτικό Κέντρο της Ευρώπης».

Στοιχειώδεις γνώσεις Ιστορίας αρκούν, βέβαια, για να ξέρει κανείς ότι το «ιστορικό κέντρο» της Αθήνας (πλην Πλάκας) χτίστηκε μετά το 1833 και την εγκατάσταση του Οθωνα στο Κλεινόν Αστυ. Η δε πρόεδρος της ΚΙΠΟΚΑ, έχοντας σπουδάσει στην Ελβετία, δεν είναι δυνατό ν’ αγνοεί ότι τα σπίτια των εκεί ιστορικών κέντρων φέρουν πινακίδες με χρονολογίες ανέγερσης ακόμη και του 14ου ή 15ου αιώνα! Να υποθέσουμε πως ο εθνικισμός επιστρατεύεται, κι εδώ, σαν ένα χρήσιμο εργαλείο διαβουκόλησης των αφελών;

Ανεπιθύμητοι «αναξιοπαθούντες»

Ας επιστρέψουμε όμως στο επίμαχο τεκμήριο. Το βιβλίο των ΙΤΕΠ-ΚΙΠΟΚΑ δεν αφορά ειδικά τα Εξάρχεια· αντικείμενό του είναι κυρίως το «νότιο τμήμα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας», γύρω από την Ομόνοια, όπου ήταν τότε εξαιρετικά έντονη η παρουσία μεταναστών και προσφύγων −εξού και η έντονη σύνδεση του περιεχομένου του με το μεταναστευτικό. Οπως διαπιστώνουμε από την ανάγνωσή του, η στρατηγική και οι προτάσεις του ισχύουν όμως κατά 100% και για την τωρινή εκκαθάριση/ανάπλαση του υποτιθέμενου «αβάτου». Περιλαμβάνουν δε ακόμη και την περιβόητη -αλλά θεσμικά ανεφάρμοστη- πρόταση «ενοποίησης» του ΕΜΠ με το γειτονικό Αρχαιολογικό Μουσείο!

Την εμβέλεια και σημασία της έκδοσης πιστοποιεί επίσης η ανάδειξη του συγγραφέα της σε «ειδήμονα» των προβλημάτων του αθηναϊκού κέντρου από τη Ν.Δ. και συγκεκριμένους ΜΜΕ κατά την κρίσιμη εκείνη συγκυρία του 2011-2012, όταν διαμορφώθηκαν τα κυρίαρχα σήμερα στερεότυπα περί «ανομίας» και μεθόδων καταπολέμησής της.

Απ’ όσο γνωρίζουμε, πρώτος ο Σταύρος Θεοδωράκης αξιοποίησε την ειδίκευση του κ. Ρερρέ, σε εκπομπή του για «την εγκληματικότητα» (MEGA 16/10/2011), τις μέρες ακριβώς της μεγάλης αντιμνημονιακής εξέγερσης που οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου.

Για το ιδεολογικό στίγμα της επίμαχης εκπομπής, αρκετά εύγλωττη είναι η αυτοπαρουσίασή της στο οικείο σάιτ (shorturl.at/sFU46): «Γιατί γέμισε η Αθήνα καλάζνικοφ; Γιατί πολλά μέλη συμμοριών που συλλαμβάνονται δεν προφυλακίζονται; Ποια είναι η συμβολή των “ξένων” και ποια των Ελλήνων στην εγκληματικότητα; Γιατί πολλοί δράστες είναι παιδιά της 2ης γενιάς μεταναστών; Η οικονομική κρίση τι σχέση έχει με την αύξηση της εγκληματικότητας; Ποιοι σκοτώνουν για ένα κινητό ή ένα ρολόι; Με ποιους τρόπους θα μπορούσε η Αθήνα να γίνει μια πιο ασφαλής πόλη; Το μοντέλο της “μηδενικής ανοχής” που επέλεξε η Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’90 είναι μια λύση για την Αθήνα;».

Υπενθυμίζουμε εδώ ότι το ενδιαφέρον του κ. Θεοδωράκη για τον εξευγενισμό του κέντρου δεν είναι συγκυριακό. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου ξανάδωσε λ.χ. το παρών -ως αρχηγός του Ποταμιού τούτη τη φορά- σε συγκέντρωση κατοίκων, δημοσιοποιώντας κατόπιν το αίτημά τους «να φτιάξουν [οι κυβερνώντες] τα Εξάρχεια, όπως έγινε στην Πλάκα».

Τους «Πρωταγωνιστές» ακολούθησαν Μέσα πολλά, από το «Εθνος» (26/11/2011) μέχρι την «Athens Voice» (26/4/2012). Λίγο πριν από τις πρώτες εκλογές του 2012, κι ενώ τα ΜΜΕ τρομοκρατούν τους πολίτες για τις αλλοδαπές ή τοξικοεξαρτημένες «υγειονομικές βόμβες» που εκπορνεύονται δίχως προφυλακτικό, συναντάμε τον συγγραφέα της «Γκετοποίησης» ομιλητή σε εκδήλωση που οργάνωσε στη «Μεγάλη Βρεταννία» (24/4/2012) κάποια «Αθηναϊκή Δράση Πολιτών», με θέμα «Παράνομη μετανάστευση: οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες».

Το πάνελ συμπλήρωναν οι κύριοι Πατούλης (με τη διπλή ιδιότητα του δημάρχου Αμαρουσίου και του προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών) και Νότης Μηταράκης, τομεάρχης και υποψήφιος βουλευτής τότε της Ν.Δ. στην Α΄Αθηνών, με πρωτοβουλία του οποίου η ομιλία του κ. Ρερρέ αναρτήθηκε στο YouTube. Η ίδια αγόρευση προβλήθηκε επίσης υμνητικά από την «Καθημερινή» (25/4/2012), με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι πολίτες ζητούν μέτρα και συντονισμό».

Οπως διαπιστώνουμε από το σχετικό βίντεο, το μόνο που κατέθεσε εκεί ο κ. Ρερρές ήταν στην πραγματικότητα ένα κάλεσμα για δραστική εκκαθάριση του κέντρου, όχι μόνο από πρόσφυγες ή μετανάστες, αλλά και από τους «αναξιοπαθούντες» γηγενείς.

Ξεκαθαρίζοντας ότι το μεταναστευτικό επιδέχεται οριστική επίλυση σε πανευρωπαϊκή μόνο κλίμακα, επικέντρωσε την παρέμβασή του στο ρεαλιστικό αίτημα ενός χωροταξικά περιορισμένου αστυνομικού εξευγενισμού, με ορολογία που προκαλεί ανατριχιαστικούς συνειρμούς: «Θα ήθελα να κάνω μια ιατρική ίσως παρατήρηση για το κέντρο της Αθήνας, επειδή είναι ίσως κάτι που ενδιαφέρει περισσότερο όλους μας. Εδώ το φαινόμενο, η υπερσυγκέντρωση των μεταναστών συνιστά πλέον ένα καρκίνωμα. Και δεδομένου ότι ο χώρος είναι ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία και εμβληματικός για το ίδιο το έθνος, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα συνιστούν ριζική παρέμβαση, εγχείρηση δηλαδή, χειρουργική επέμβαση. Η σημασία της περιοχής είναι τόση που δικαιολογεί τη λήψη μέτρων που δεν πρέπει να περιμένουμε να επιλύσουν το μεταναστευτικό. Μπορούν να μετατοπίσουν τις αρνητικές του συνέπειες χωρικά· δηλαδή να τους διώξουμε για να ανασάνει το κέντρο και η οικονομική δραστηριότητα και οι ζωτικές λειτουργίες της πόλης μας στον συγκεκριμένο χώρο».

Η ζητούμενη εκκαθάριση δεν θα περιοριζόταν μόνο στους επήλυδες αλλοδαπούς: στην «αναπνοή» του κέντρου, εξήγησε ο συγγραφέας της «Γκετοποίησης», «θα συμβάλει η απομάκρυνση των μονάδων περίθαλψης αναξιοπαθούντων ατόμων από το κέντρο. Ολες: είτε πρόκειται για κοινωνικά φαρμακεία, είτε για χώρους που φροντίζουν τους άστεγους ή για χώρους που παρέχουν συσσίτια».

Οπως θα έλεγε δηλαδή με τη δική του γλώσσα κι ο παρεξηγημένος κ. Μπαλάσκας, ελλείψει χωματερής (που θα πρόσφερε την τελική λύση), ας σκουπίσουμε τουλάχιστον τη «σκόνη» και τα «σκουπίδια» από την (αξιοποιήσιμη κι «εμβληματική») αυλή μας, φορτώνοντάς τα σε κάποιον υποδεέστερο γείτονα…

Τον επιζητούμενο εξευγενισμό θα ολοκλήρωνε, τέλος, όχι μόνο «η πάταξη του παραεμπορίου» και «η σωστή αστυνόμευση, με πάταξη των έκνομων ενεργειών», αλλά και «η διαχείριση των εγκαταλειμμένων κτιρίων με σειρά φορολογικών και άλλων μέτρων». Ο,τι ακριβώς προανήγγειλε, δηλαδή, μέσω «Καθημερινής» η τωρινή κυβέρνηση.

Οπως προκύπτει από τα εκτενή αποσπάσματα του βιβλίου που παραθέτουμε, στο στόχαστρο του προτεινόμενου «εξευγενισμού» δεν πρόκειται να μπουν μονάχα οι πρόσφατοι ή παλιότεροι μετανάστες, αλλά και μεγάλο μέρος των παραδοσιακών κατοίκων της επίμαχης περιοχής, αδιακρίτως εθνικότητας, εφόσον τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους δεν συνάδουν μ’ εκείνα του επιθυμητού πληθυσμού (κι εργατικού δυναμικού), η προσέλκυση του οποίου αποτελεί τον απώτερο στόχο του εγχειρήματος.

Στη συνέντευξή του προς την «Athens Voice» (26/4/2012), ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΤΕΠ ήταν επίσης απολύτως σαφής: «Στη Γερμανία το κράτος προσπάθησε να κάνει “επανεφεύρεση περιοχών” με εργατικές κατοικίες, αλλά απέτυχε γιατί δεν άλλαξε ο πληθυσμός».

Ενα ένα, χρόνια δοξασμένα

Δεν πρόκειται, βέβαια, για την πρώτη φορά που τα Εξάρχεια γίνονται αντικείμενο παρόμοιων σχεδιασμών. Οπως έχουμε εξηγήσει εκτενώς σε παλιότερο αφιέρωμά μας στον «Ιό» («Η ιστορία ενός ψευδοκράτους», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 13/5/2007), και οι εμβληματικές εκκαθαριστικές «επιχειρήσεις Αρετή» του 1984-1986, αυτές δηλαδή που γέννησαν όλους τους σχετικούς μύθους γύρω από τη συνοικία ως «άβατο» (ή επίκεντρο της επανάστασης), συνδέθηκαν στενά μ’ ένα σχέδιο «ανάπλασης» που απέβλεπε στην «αποθάρρυνση των διαφόρων περιθωριακών κοινωνικών ομάδων στη μονοπώληση και υποβάθμιση του χώρου», μέσω της μετατροπής της σε «πόλο έλξης επισκεπτών και τουριστών» και της «τόνωσης της κατοικίας» ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Σύμφωνα δε με ρεπορτάζ της εποχής στην «Ελευθεροτυπία» (25/6/1986), κάποιοι «ξύπνιοι επενδυτές κερδοσκόπησαν σε βάρος των κατοίκων» αγοράζοντας «διαμερίσματα “για ένα κομμάτι ψωμί”» τον καιρό των επεισοδίων και μοσχοπουλώντας τα μετά την εξαγγελία των αλλαγών.

Καθοριστικότερη αποδείχθηκε μια συμπληρωματική πτυχή του τότε σχεδιασμού: η απομάκρυνση των περισσότερων πανεπιστημιακών σχολών από το κέντρο της Αθήνας −μετακίνηση που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1987 και άδειασε την περιοχή από τον κύριο όγκο των θαμώνων που περνούσαν εκεί μεγάλο μέρος του εικοσιτετραώρου τους.

Η επιστροφή της νεολαίας τα επόμενα χρόνια έγινε περισσότερο με όρους νυχτερινής κατανάλωσης (κυρίως τα Παρασκευοσαββατοκύριακα), γεγονός που τροποποίησε ριζικά την καθημερινότητα της συνοικίας.

Στην εποχή του Airbnb, οι κοινωνικές συμμαχίες του προαναγγελθέντος «εξευγενισμού» είναι βέβαια πιθανό ν’ αγκαλιάζουν περισσότερους νοικοκυραίους απ’ ό,τι τα κερδοσκοπικά εγχειρήματα παλιότερων εποχών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν πρόκειται να πλήξουμε καθόλου με τη συνέχεια.

Τελικός στόχος, η «αντικατάσταση» των σημερινών κατοίκων

Το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων ασχολείται με την έλευση, εγκατάσταση και παρουσία ξένων μεταναστών στο ευρύτερο κέντρο της πρωτεύουσας −αναπαράγοντας όλη την εχθρική προς τη μετανάστευση φιλολογία που έχει αναπτυχθεί διεθνώς στο πλαίσιο κοινωνικοοικονομικά «φιλελεύθερων» προσεγγίσεων. Το ζουμί όμως δεν βρίσκεται στο περιτύλιγμα, αλλά στις συγκεκριμένες προτάσεις του βιβλίου για την «αναβάθμιση» του ιστορικού κέντρου ως πόλου προσέλκυσης ανώτερων κοινωνικοοικονομικά στρωμάτων.

Από το οπτικό πεδίο του 2011 απουσίαζε, βέβαια, η επανάσταση που επέφερε στην εκμετάλλευση της μικροαστικής ακίνητης περιουσίας η επιχειρηματική τομή της ενοικίασης μέσω Αirbnb· σε κάθε περίπτωση, το διά ταύτα της παραμένει ωστόσο εξαιρετικά επίκαιρο.

Το όραμα και η πρόκληση

Το πρώτο που αξίζει να κρατήσουμε είναι η αναζήτηση πελατείας, εγχώριας και διεθνούς, που θα επενδύσει στο διαθέσιμο brand name −με κράχτη το ιστορικό παρελθόν του οικοπέδου, μοντέλο την προσοδοφόρα Ολυμπιάδα του 2004 και αναζήτηση του κατάλληλου μάνατζερ:

«Στο μέλλον είναι βέβαιο ότι οι περισσότερες εταιρείες παροχής υπηρεσιών της νέας οικονομίας θα εγκατασταθούν στα μητροπολιτικά κέντρα. Αλλά σε ποια θα επιλέξουν να εγκατασταθούν, εξαρτάται από το βαθμό ελκυστικότητας της κάθε πόλης. […] Για το λόγο αυτό επανέρχονται στο προσκήνιο τα ζητήματα της ιστορικής συνέχειας, της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, της παράδοσης και γενικά της αναζήτησης διακριτής ταυτότητας. Κατά συνέπεια, καθίσταται αναγκαία η επανάκτηση του ιστορικού κέντρου. […] Οι αισθητικές παρεμβάσεις δεν αρκούν πλέον. Οι στόχοι των αναπλάσεων είναι ευρύτεροι. Πρέπει να ενδιαφερθούν όλοι για την εικόνα της πόλης και κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να προβάλει την ταυτότητά της και τα εμβληματικά στοιχεία στις διεθνείς αγορές» (σ.327).

Το δεύτερο είναι οι προϋποθέσεις αυτού του rebranding. Η καταστολή ως δείκτης κρατικού ενδιαφέροντος, κυρίως όμως οι συμπληρωματικές «αισθητικές» παρεμβάσεις:

«Η ιδιωτική πρωτοβουλία θα κινητοποιηθεί μόνο όταν η αλλαγή θα γίνει αρκετά εμφανής. Αλλά για να γίνει εμφανής θα πρέπει να έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες ασφαλείας και να έχει ξεκινήσει η αισθητική αναβάθμιση του δημοσίου χώρου» (σ.328). Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που ο Μπακογιάννης τζούνιορ θ’ αναλάβει το σβήσιμο των γκράφιτι −με τα μηχανήματα, ενδεχομένως, που διαφημίζουν οι υποστηρικτές του της «Κίνησης Πολιτών». Οπως έχουμε άλλωστε ήδη πληροφορηθεί από τη μελέτη του θινκ τανκ των ξενοδόχων, μια έρευνα του Χάρβαρντ στη Μασαχουσέτη (υποτίθεται πως) απέδειξε ότι «το πιο αποτελεσματικό μέτρο μείωσης της εγκληματικότητας είναι η αισθητική αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος». Κατά την ίδια έρευνα, «οι συλλήψεις για πλημμεληματικές πράξεις» είχαν «λιγότερο αποτελεσματική επίδραση», ενώ ούτε κι «η ενίσχυση των κοινωνικών υποδομών δεν φάνηκε να μειώνει τα επίπεδα της εγκληματικότητας» (σ.168).

Η εγκληματικότητα των πληβείων

Οσον αφορά την εγκληματικότητα, η επίκληση της οποίας χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για τον όλο σχεδιασμό, η μελέτη αναπαράγει φυσικά όλα τα στερεότυπα που συνδέονται με τη διαβόητη υπερατλαντική θεωρία των «σπασμένων τζαμιών» −βάσει της οποίας, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η καταπολέμηση των κοινωνικών αιτίων της εγκληματικότητας, αλλά η προληπτική αποθάρρυνση των δυνητικών παραβατών μέσω της πάση θυσία διατήρησης μιας λαμπερής πρόσοψης.

Η έμφαση στην επικινδυνότητα των ξένων διαπερνά βέβαια όλο το κείμενο, με την αξιωματική απόφανση πως ακόμη και «ενδεχόμενη νομιμοποίηση των παράνομων μεταναστών δεν συμβάλλει στον περιορισμό της εγκληματικότητας», αφού «από έρευνα του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στο Σικάγο διαπιστώθηκε πως η πρώτη γενιά μεταναστών έχει 45% λιγότερες πιθανότητες να εμπλακεί σε κάποια εγκληματική ενέργεια σε σχέση με την τρίτη γενιά της ίδιας εθνικότητας» (σ.195). Για τον φωστήρα του ΙΤΕΠ, οι εγκληματογόνες συνθήκες είναι προφανώς πανομοιότυπες ανεξαρτήτως περιβάλλοντος, κοινωνικών συνθηκών και θεσμικού πλαισίου!

Σαφώς πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η πρόγνωση επέκτασης του κακού μεταξύ των Ελλήνων, λόγω της κρίσης και της (επιθυμητής) βίαιης παραγωγικής αναδιάρθρωσης:

«Εκτός από την εκρηκτική άνοδο της παραβατικότητας των αλλοδαπών μεταναστών, σύντομα η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει και την αυξανόμενη εγκληματικότητα των ημεδαπών. Σήμερα η χώρα μας βρίσκεται σε φάση ριζικής αναδιάταξης των παραγωγικών της δυνάμεων. […] Το κράτος αδυνατεί να στηρίξει περαιτέρω την απασχόληση, ενώ οι μεταβιβαστικές πληρωμές θα πρέπει να μειωθούν λόγω του οξύτατου δημοσιονομικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Με βάση τη διεθνή εμπειρία, η μετάβαση αυτή θα είναι οδυνηρή για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι εξελίξεις ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της φτώχειας, της ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της κοινωνικής βίας. Ολα τα προαναφερόμενα είναι εγκληματογόνοι παράγοντες» (σ.222)

Η εκδίωξη των ντόπιων

Σκληρό πυρήνα της πρότασης συνιστά η προαναγγελία της «απαραίτητης» εκτόπισης όχι μόνο των ανεπιθύμητων ξένων, αλλά και όσων από τους ντόπιους δεν ανταποκρίνονται στο επιθυμητό εργασιακό και πολιτισμικό μοντέλο. Ο κ. Ρερρές δεν θα μπορούσε να γίνει περισσότερο σαφής γι’ αυτό το αναγκαίο social cleansing:

«Μια μεταβιομηχανική μητρόπολη δεν αρκεί για να παρέχει ένα σύγχρονο επιχειρηματικό κέντρο ικανό να προσελκύει δραστηριότητες πολυεθνικού χαρακτήρα. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει τη διαμονή και την ψυχαγωγία όσων θα στελεχώσουν αυτές τις δραστηριότητες. Τα στελέχη των επιχειρήσεων της νέας οικονομίας μπορεί να κερδίζουν ικανοποιητικά εισοδήματα, αλλά έχουν μάθει να είναι πολύ απαιτητικοί καταναλωτές. […] Για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους θα πρέπει να υπάρχουν επαρκείς υποδομές και να παρέχονται υπηρεσίες υψηλής ποιότητας σε ανταγωνιστικές τιμές. Συνήθως οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας είναι οπαδοί του lifestyle. Επομένως, οι χώροι που κινούνται, εργάζονται και διαμένουν θα πρέπει να διαθέτουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά.

»Στο σημείο αυτό προσκρούουν οι περισσότερες προσπάθειες αναγέννησης μιας υποβαθμισμένης αστικής περιοχής. Η κρίση που προηγήθηκε πριν καταδειχθεί η αναγκαιότητα της ανάπλασης είναι προφανές ότι έχει οδηγήσει στη συγκέντρωση ατόμων με πολύ χαμηλά εισοδήματα και επιχειρήσεων με χαμηλή παραγωγικότητα που δύσκολα μπορούν να επιβιώσουν σε ένα ανταγωνιστικό και κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Είτε πρόκειται για κοινωνικά αποκλεισμένους ή για μετανάστες πρώτης γενιάς, τα άτομα αυτά είναι ανειδίκευτα, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και διαθέτουν περιορισμένες δεξιότητες. Οι δραστηριότητες της νέας οικονομίας δεν χρειάζονται τέτοιους εργαζόμενους.

»Επομένως, η επιτυχής αναμόρφωση μιας αστικής περιοχής προϋποθέτει την απομάκρυνση όσων διαμένουν ή εργάζονται στον χώρο πριν από την παρέμβαση» (σ.322, η υπογράμμιση του πρωτοτύπου).

Η ίδια διαπίστωση επαναλαμβάνεται και παρακάτω:

«Πουθενά δεν λύθηκε το πρόβλημα με την κοινωνική ενσωμάτωση των ατόμων που βρέθηκαν κάποια στιγμή να κατοικούν ή να εργάζονται σε μια τέτοια περιοχή. Οπου πέτυχε η προσπάθεια, είχαν δημιουργηθεί συνθήκες που επέτρεψαν σε ιδιώτες επενδυτές να απομακρύνουν σταδιακά τους “ανεπιθύμητους” κατοίκους, αγοράζοντας τα ακίνητα που χρησιμοποιούσαν» (σ.344).

Μεταμοντέρνοι σερίφηδες

Οι προτάσεις που επενδύουν αυτό το καθαρτήριο σχέδιο μπορούν να θεωρηθούν λίγο-πολύ αναμενόμενες: στην υπό εξευγενισμό περιοχή θα πρέπει «να υιοθετηθεί πολιτική μηδενικής ανοχής από τις αστυνομικές αρχές» (σ.352)· «να απομακρυνθούν όλοι οι άστεγοι και οι επαίτες» με βάση «το πρότυπο της περιόδου τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004» (σ.353)· να γίνει «μετατροπή των ιστορικών κτιρίων του Πολυτεχνείου σε συγκρότημα μουσείων», με πρώτο βήμα το κλείσιμο του πεζόδρομου της Τοσίτσα και την ενσωμάτωσή του σ’ έναν (περιφραγμένο και φρουρούμενο) «αύλειο χώρο» του γειτονικού Αρχαιολογικού Μουσείου (σ.363), κ.ο.κ.

Το πιο ενδιαφέρον σκέλος της πρότασης του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου αφορά, ωστόσο, την απελευθέρωση της καταστολής του εσωτερικού εχθρού από τον στενό κορσέ της νομιμότητας −σε κραυγαλέα αντίθεση με τη μηδενική ανοχή απέναντι στην «ανομία» των (κοινωνικώς) υπανθρώπων:

«Κρίσιμη παράμετρος για την αποτελεσματική αστυνόμευση της περιοχής», διαβάζουμε, «είναι ο συντονισμός των ενεργειών όλων των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Για παράδειγμα, αν υπάρχουν υποψίες [προσοχή: απλές «υποψίες», ούτε καν ενδείξεις!] ότι κάποιο κατάστημα εφοδιάζει μικροπωλητές με προϊόντα, δεν είναι ανάγκη να διαπιστωθεί φορολογική παραβίαση ή να τεκμηριωθεί η λαθρεμπορία προϊόντων. Μπορεί να κλείσει για πολεοδομική υπέρβαση ή για αυθαίρετες αλλαγές χρήσης» (σ.355-6).

Στο Φαρ Ουέστ, τουλάχιστον, τα πράγματα ήταν πολύ λιγότερο γραφειοκρατικά. Αρκούσε ένα τενεκεδένιο αστέρι, ένα σχοινί και λίγο σαπούνι…

Μία απάντηση στο “Ξενοδοχείο διά ροπάλου”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *