Σήμερα το πρωί, στον Βόλο, μια 36χρονη γυναίκα έπεσε νεκρή μέσα στο ίδιο της το σπίτι από τα χέρια του 40χρονου συζύγου της, μπροστά στα τέσσερα παιδιά τους, ηλικίας 5 έως 18 ετών. Ένας ακόμη καυγάς, μια ακόμη καθημερινή στιγμή ενδοοικογενειακής έντασης, κατέληξε σε μια ανείπωτη τραγωδία.
Δεν είναι «οικογενειακή υπόθεση», δεν είναι «έγκλημα πάθους». Είναι γυναικοκτονία. Είναι η ακραία εκδήλωση της πατριαρχικής βίας, που βλέπει τη γυναίκα σαν κτήμα, σαν ιδιοκτησία, σαν σώμα προς έλεγχο.
Η συγκεκριμένη δολοφονία έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά, μακάβρια λίστα που μεγαλώνει ασταμάτητα. Κάθε χρόνο μετράμε δεκάδες γυναίκες δολοφονημένες από συζύγους, συντρόφους, πρώην ή νυν. Κι όμως, το κράτος εξακολουθεί να κλείνει τα μάτια. Οι πολιτικοί λόγοι τελειώνουν σε τυπικές καταδίκες, χωρίς ουσιαστικά μέτρα προστασίας για τις γυναίκες που βρίσκονται σε κίνδυνο.
Αυτή τη φορά, η βία δεν στέρησε μόνο τη ζωή της γυναίκας, αλλά στιγμάτισε τέσσερα παιδιά, που έγιναν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας της μητέρας τους. Η ψυχή τους θα κουβαλά για πάντα το τραύμα, θύματα κι αυτά ενός συστήματος που τους στέρησε το αυτονόητο: την ασφάλεια μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Δεν φτάνει να σοκαριζόμαστε και να δηλώνουμε «συγκλονισμένοι». Χρειάζεται να δούμε την πραγματικότητα: οι γυναικοκτονίες δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, αλλά αποτέλεσμα μιας κοινωνικής κανονικότητας που θεωρεί φυσικό οι άνδρες να έχουν εξουσία πάνω στις γυναίκες.
Η ανοχή, η ατιμωρησία, η αδιαφορία των αρχών, η έλλειψη δομών στήριξης και η κοινωνική συνενοχή τροφοδοτούν το έγκλημα.
Κάθε φορά που μια γυναίκα δολοφονείται, η κοινωνία μας βυθίζεται βαθύτερα στον βούρκο της σιωπής και της συνενοχής. Όμως η σιωπή δεν είναι λύση. Ούτε η συνήθεια.
Να φωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη:
Καμία άλλη νεκρή.
Καμία μόνη απέναντι στη βία.
Η ζωή των γυναικών είναι αδιαπραγμάτευτη.
Αφήστε μια απάντηση