Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς
την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την ελληνική εξωτερική πολιτική, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε πως «φροντίζω αυτή η χώρα να μην είναι πια το ρεντίκολο της Ευρώπης», συμπληρώνοντας «όπως ήταν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ». Ο ίδιος, γνήσιο τέκνο μιας επιθετικής εκδοχής των «μενουμευρωπαίων», μετά από 6 χρόνια αυτοδύναμης διακυβέρνησης της χώρας –και με διαλυμένη, ανύπαρκτη αντιπολίτευση– δεν μπορεί αντιληφθεί (ή δεν τον νοιάζει πραγματικά) το πόσο έχει γίνει η χώρα σούργελο και πόσο διαλυμένη είναι. Δηλαδή πόσο υποβαθμίστηκε, πόσο διαλύθηκε εσωτερικά, και πόσο ανυπόληπτη έχει καταστεί στο εξωτερικό.
Με τον όρο «ρεντίκολο» χαρακτηρίζεται κάποιος ή κάτι που γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας, γελοιοποίησης ή περιφρόνησης. Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό «ridicolo», που σημαίνει γελοίος, αστείος. Χρησιμοποιείται όταν ένας πολιτικός, κόμμα ή θεσμός έχει χάσει την αξιοπιστία και το κύρος του στα μάτια του κοινού, με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο ειρωνείας ή περιφρόνησης· δεν σημαίνει απλώς ότι έκανε ένα λάθος, αλλά ότι εκτέθηκε τόσο πολύ, ώστε κανείς δεν τον παίρνει πια στα σοβαρά. Υπονοεί έλλειψη σοβαρότητας, κύρους και αξιοπιστίας.
Ο τρόπος που ο κ. Μητσοτάκης επιζητούσε να λάβει ένα χαμόγελο ή μια χειραψία από τον Τραμπ (θα το θυμάστε), αλλά και η βαθιά υπόκλιση του κ. Γεραπετρίτη στον Ερντογάν, δείχνουν ορισμένα πράγματα (για όποιον θέλει να δει). Το καθεστώς της εξάρτησης, της υποτέλειας, του μεταπρατισμού φοράει πανάκριβα κουστούμια και τουαλέτες, επιδεικνύει χωρίς ντροπή τη χλιδή και εξυμνεί τον πλούτο (ως μέγιστο αγαθό) την ίδια στιγμή που –από τη φύση του– επιδεικνύει την πιο ραγιάδικη, την πιο εξευτελιστική στάση απέναντι στους ισχυρούς πάτρωνες. Και ταυτόχρονα παρουσιάζεται ως η επιτομή της σοβαρότητας και τεχνοκρατίας, απέναντι σε «λαϊκισμό», «τεμπελιά» και «ανευθυνότητα».
Οι κυβερνώντες διαφημίζουν μια ηθική ανωτερότητα («Εμείς είμαστε με αυτούς που ξυπνούν νωρίς, όχι με αυτούς που φωνάζουν αργά», είπε ο Κ. Μητσοτάκης) και στήνουν μια διχαστική σκηνοθεσία: κυβέρνηση = τάξη, πρόοδος, λογική· αντιπολίτευση/λαός = χάος, παρωχημένη ιδεολογία, οχλαγωγία. Τώρα θα προφυλάξουν και το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη από τους «βέβηλους τσαντήρηδες»… Αυτοπαρουσιάζονται ως ακούραστοι υποστηρικτές του «δουλειά, σοβαρότητα, αξιοπιστία» απέναντι σε «γκρίνια και ανωριμότητα».
Δεν ντρέπονται καθόλου όταν εισάγουν και ψηφίζουν στη Βουλή το 13ωρο δουλειάς στον ίδιο εργοδότη (νομοσχέδιο με τίτλο «Δίκαιη εργασία για όλους»!). Και το διαφημίζουν ως… φιλεργατική πολιτική: «Το νομοσχέδιο δίνει δυνατότητες για αυξημένα οικογενειακά έσοδα και πλήρη ασφάλιση μέσω αυστηρών ελέγχων». Τάδε έφη Ν. Μηταράκης, και πρόσθεσε: «Ο φτωχός δεν φταίει που είναι φτωχός, αλλά πρέπει να δουλέψει σκληρά για να γίνει πλούσιος. Αυτή είναι η αλήθεια της ζωής». Έχουμε και την κα Κεραμέως να δηλώνει: «Εμείς νομοθετούμε για τους πολλούς, όχι για τους λίγους θορυβώδεις. Η Ελλάδα χρειάζεται προσαρμοστικότητα, όχι συντεχνιακή νοσταλγία».
Δεν ντρέπονται καθόλου όταν τάχα «καταπολεμούν την ακρίβεια» και το μοσχάρι ήδη έχει πάει στα 18 ευρώ το κιλό, αναμένοντας κι άλλη αύξηση. Για να μην μιλήσουμε για τα νοίκια, τα φάρμακα, τις συντάξεις, τους λογαριασμούς ρεύματος κ.λπ.
Ο Κ. Μητσοτάκης –που δεν είναι ρεντίκολο– θα αναφωνήσει: «Η Ελλάδα στέκεται πλέον όρθια, ως ισότιμος εταίρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, ως πυλώνας σταθερότητας και ενέργειας». Αλλά η κυβέρνηση βρίσκει και τα κάνει εδώ και 6 χρόνια. Η ανυπαρξία σοβαρής αντιπολίτευσης, τέτοιας που να αμφισβητεί συνολικά το υφιστάμενο μνημονιακό-νεοαποικιακό-παρακμασμένο Δυτικό πλαίσιο, του επέτρεψε να κάνει εσωτερικό περίπατο. Δύο κορυφαία γεγονότα, τα Τέμπη και ο ΟΠΕΚΕΠΕ, θα αρκούσαν για να έχει σχολάσει από καιρό αυτή η κυβέρνηση. Αν υπήρχε αντιπολίτευση!
Η εξάρτηση και η υποτέλεια «συνομιλούν» με την εργασιακή απορρύθμιση, τη διάλυση όλων των υποδομών, τον αφελληνισμό της οικονομίας. Όχι εμείς, αλλά ένας πρώην πρωθυπουργός (Κ. Καραμανλής, 15/10) παρουσιάζει έτσι την κατάσταση: «Η πολιτική ομαλότητα, ιδιαίτερα η κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχουν ως θεμελιώδες προαπαιτούμενο την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, την εμπέδωση κράτους δικαίου, την ουσιαστική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Όταν αυτά αμφισβητούνται, όταν ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, και μάλιστα διαρκώς διευρυνόμενο, πιστεύει ότι αυτά δεν ισχύουν, όταν οι ευαίσθητοι θεσμοί χειραγωγούνται, όταν το κοινοβούλιο υποβαθμίζεται, όταν οι κυβερνήσεις αγνοούν τις ανάγκες της κοινωνίας και δεν καταλαβαίνουν τις αγωνίες της, όταν οι ισχυροί δεν ελέγχονται, όταν η αυστηρότητα του κράτους εξαντλείται επί των λιγότερο ευνοημένων πολιτών, τότε… βαδίζουμε ολοταχώς σε πολιτική κρίση πρώτου μεγέθους».
Όταν ένα σύστημα εξουσίας γίνεται το ίδιο ρεντίκολο, δεν το σώζουν ούτε οι ύμνοι περί σοβαρότητας ούτε τα κουστούμια της αξιοπιστίας. Και τότε, ρεντίκολο δεν είναι πια η χώρα – είναι εκείνοι που τη διοικούν.
Αφήστε μια απάντηση