
Στις 29 Αυγούστου 1989, η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – Συνασπισμού (ΚΚΕ και ΕΑΡ), με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, προχώρησε σε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες, (για μας ιστορικό έγκλημα), πράξεις της μεταπολίτευσης: την καύση περίπου 17,5 εκατομμυρίων φακέλων κοινωνικών φρονημάτων. Στις υψικαμίνους της «Χαλυβουργικής» στην Αθήνα και της «ΣΙΔΕΝΟΡ» στη Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στη λήθη ένα ανεκτίμητο αρχειακό υλικό που αφορούσε δεκαετίες πολιτικών διώξεων.
Τι ήταν οι φάκελοι
Από τη μεταξική δικτατορία έως και τη χούντα, το καθεστώς της «νομιμοφροσύνης» συγκροτούσε φακέλους για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Στους φακέλους αυτούς καταγραφόταν κάθε ίχνος πολιτικής δραστηριότητας, κοινωνικών συναναστροφών, ακόμη και προσωπικών στοιχείων. Ήταν το βασικό εργαλείο παρακολούθησης, αποκλεισμού από εργασία, σπουδές, στρατιωτική θητεία ή ακόμα και δίωξης.
Στάχτη 17 εκατομμύρια ντοκουμέντα
Η απόφαση παρουσιάστηκε ως κίνηση «εθνικής συμφιλίωσης» στη σκιά του Εμφυλίου. Όμως, στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια τεράστια καταστροφή μνήμης. Περισσότερα από 17 εκατομμύρια τεκμήρια εξαφανίστηκαν, στερώντας από τις επόμενες γενιές ιστορικών και πολιτών μια πηγή ανεκτίμητης αξίας.
Σώθηκαν μόλις 2.100–2.500 φάκελοι, εκείνων που θεωρήθηκαν «ηγετικά στελέχη» της Αριστεράς και του ΚΚΕ, όπως οι Νίκος Μπελογιάννης και Νίκος Πλουμπίδης. Στη λίστα των «διαφυλαχθέντων» φακέλων βρέθηκαν και πρόσωπα του καλλιτεχνικού ή αθλητικού χώρου, ακόμη και του συντηρητικού στρατοπέδου. Αυτοί οι ελάχιστοι φάκελοι αποτελούν σήμερα μοναδικό αρχειακό κατάλοιπο.
Δεν ήταν η πρώτη καταστροφή μνήμης
Το καλοκαίρι του 1975, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Κωνσταντίνο Στεφανάκη, η κυβέρνηση Καραμανλή είχε ήδη οδηγήσει σε πολτοποίηση το τεράστιο αρχείο του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου. Εκεί φυλάσσονταν στοιχεία για Έλληνες συνεργάτες των ναζί: δικογραφίες, καταθέσεις, μαρτυρίες. Όπως έχει γράψει ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, αυτή η πράξη αποτέλεσε «υγειονομική ταφή της μνήμης», εξασφαλίζοντας ότι δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ ο ρόλος των δοσιλόγων που στελέχωσαν το μετεμφυλιακό κράτος.
Η κριτική των ιστορικών
Ιστορικοί όπως ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, ο Φίλιππος Ηλιού και ο Σπύρος Ασδραχάς τόνισαν ότι η καταστροφή συνιστούσε ανεπανόρθωτο πλήγμα για την έρευνα. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα αντίστοιχα αρχεία χρησιμοποιήθηκαν για να αποδοθεί δικαιοσύνη, να ανοίξει δημόσια συζήτηση και να υπάρξει διαφάνεια. Στην Ελλάδα, η επιλογή ήταν η λήθη.
Η Ελευθεροτυπία της 30ής Αυγούστου 1989 σημείωνε ότι «οι υψικάμινοι έκλεισαν οριστικά το κεφάλαιο της παρακολούθησης, αφήνοντας πίσω τους μόνο καπνό και απορίες». Το Βήμα επισήμανε πως οι λίγοι φάκελοι που γλίτωσαν επελέγησαν με πολιτικά κριτήρια, ενώ το TVXS χρόνια μετά θα σχολίαζε ότι η «εθνική συμφιλίωση» λειτούργησε ως βίαιη λήθη.
Συμπέρασμα
Η καύση των φακέλων το 1989 αποτέλεσε ένα ιστορικό έγκλημα. Δεν ήταν απλώς η εξαφάνιση χαρτιών, αλλά η απόπειρα εξαφάνισης μιας ολόκληρης μνήμης αντίστασης, διώξεων και αγώνων. Μαζί με την πολτοποίηση του 1975, αποκαλύπτει μια σταθερή στρατηγική της εξουσίας: να θάβει το παρελθόν που τη βαραίνει.
Όμως, η μνήμη δεν καίγεται. Παραμένει ζωντανή στους λίγους φακέλους που διασώθηκαν, στις αφηγήσεις των αγωνιστών, στις έρευνες των ιστορικών, στους αγώνες του σήμερα. Και είναι χρέος των νέων γενεών να κρατήσουν αυτή τη μνήμη άσβεστη, ενάντια στη λήθη που επιβάλλουν οι ισχυροί.
Διαβάστε ακόμα:
Αφήστε μια απάντηση