«Κατάσταση εξαίρεσης» ή οργανική κρίση;

του Παναγιώτη Σωτήρη – Περιοδικό Εκτός Γραμμής

Η όξυνση της πολιτικής κρίσης, η αυταρχική αναδίπλωση των «φιλελεύθερων δημοκρατιών», η διαρκής επίκληση «έκτακτων αναγκών», από την τρομοκρατία μέχρι την οικονομική κρίση, έδωσαν ιδιαίτερη ώθηση στις θεωρητικές προσεγγίσεις που αναφέρονται στο κράτος έκτακτης ανάγκης. Αυτές αποτελούν ένα ιδιαίτερο νήμα μέσα στην κοινωνική και πολιτική θεωρία που αναμετριέται με όλες τις στιγμές όπου η κρατική κυριαρχία δείχνει να απεκδύεται την όποια διεκδίκηση νομιμοποίησης. Στις μέρες μας, ο συνδυασμός ανάμεσα στην εκτεταμένη καταφυγή σε «έκτακτα μέτρα», κατασταλτικά και οικονομικά, και στην άνοδο φασιστικών τάσεων κάνει αυτή τη συζήτηση εξαιρετικά επίκαιρη.

Από τον Σμιτ στον Αγκάμπεν

Δύο στοχαστές ορίζουν το τόξο της συζήτησης σχετικά με την «κατάσταση εξαίρεσης». Ο ένας είναι ο Καρλ Σμιτ και η προσπάθειά του να νομιμοποιήσει στις δεκαετίες του 1920-30 τη δυνατότητα αυταρχικής εκτροπής γύρω από μια προβληματική της σχέσης κυριαρχίας και εξαίρεσης. Η θέση του ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την εξαίρεση», όχι δηλαδή αυτός που υλοποιεί το νόμο, αλλά αυτός που μπορεί να αποφασίσει ότι οι συνθήκες επιβάλλουν τη μη εφαρμογή και τη λήψη «εξαιρετικών μέτρων», δεν αποτέλεσε μόνο απόπειρα νομιμοποίησης της δυνατότητας αυταρχικής εκτροπής με αφετηρία συνταγματικές προβλέψεις (το περιβόητο άρθρο 48 του γερμανικού συντάγματος για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που θα χρησιμοποιηθεί στην πορεία προς το ναζισμό). Ήταν, παράλληλα, και ένας στοχασμός πάνω στην ίδια την κυριαρχία, που δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε πλεονάζουσα ως προς την όποια νομιμοποιητική (νομική ή συναινετική – συμβολαιακή) βάση της.

Ο άλλος στοχαστής είναι ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν. Με αφετηρία τον Μπένγιαμιν της Κριτικής της βίας και τον Σμιτ, ξαναπιάνει το νήμα από ένα διάλογο που έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1920. Από τον Μπένγιαμιν κρατάει τον ορισμό της κυριαρχίας ως βίας απέναντι σε αυτό που ορίζει ως «γυμνή ζωή», καθώς και την υπεράσπιση της «θεϊκής βίας» ως της χειραφετητικής διάστασης της εξέγερσης των καταπιεσμένων. Από τον Σμιτ κρατάει όλη την προβληματική της εξαίρεσης ως ίδιον της κυριαρχίας. Αυτό συνδυάζεται με μια ανάγνωση της βιοπολιτικής και της βιοεξουσίας στο έργο του Φουκώ, όπου η έμφαση δεν είναι τόσο στην «παραγωγική» διάσταση του ενδιαφέροντος της –καπιταλιστικής– εξουσίας για την ευζωία και την παραγωγικότητα των πληθυσμών, όσο σε μια εικόνα της βίας ως εξόντωσης, μια ιδιότυπη θανατοπολιτική, που για τον Αγκάμπεν συμπυκνώνεται στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Η κυριαρχία ως επιβολή της εξαίρεσης αναφέρεται στην αντιμετώπιση κρίσιμων κοινωνικών κατηγοριών ως μιας «γυμνής ζωής» που τίθεται εκτός των ορίων των παραδοσιακών δικαιωμάτων, ως homines sacri (έννοια του ρωμαϊκού δικαίου που παραπέμπει σε αυτόν που είναι ταυτόχρονα άθυτος και φονεύσιμος), σε μια γκάμα από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες χωρίς χαρτιά έως τους έγκλειστους «εχθρικούς μαχητές» στο στρατόπεδο του Γκουντάναμο.

Η απήχηση της συζήτησης γίνεται προφανής. Η ένταση των πρακτικών επιτήρησης και ελέγχου, οι δεκάδες παραλλαγές της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, η διατήρηση εκατομμυρίων μεταναστών χωρίς χαρτιά σε συνθήκη οριακής μη νομιμότητας, οι σύγχρονες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και οι παραλλαγές βιοπολιτικού απαρτχάιντ (όπως ο στιγματισμός των οροθετικών πέρσι), αλλά και η διαρκής επίκληση μιας κατάστασης εξαίρεσης που δικαιολογεί διαρκή νομοθετικά και κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, εξηγούν την απήχηση τέτοιων προσεγγίσεων.

Τα όρια της εξαίρεσης

Ωστόσο, υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες σε αυτή την προσέγγιση που δεν της επιτρέπουν να δει με την αναγκαία ενάργεια τις αντιφάσεις της συγκυρίας. Αρχικά, ήδη από τις τοποθετήσεις του Σμιτ όσο και, με έναν τρόπο, του Μπένγιαμιν, η εξουσία αντιμετωπίζεται μόνο από την πλευρά του καθαρού εξαναγκασμού, της βίας, διαγράφοντας όλες τις ηγεμονικές διαστάσεις της ταξικής εξουσίας. Η εξουσία δεν υπάρχει, ιδίως στις καπιταλιστικές κοινωνίες, μόνο ως καθαρή επιβολή, χωρίς καμιά προσπάθεια για συναίνεση ή συμμαχίες. Δεν αποτυπώνεται μόνο ως κυριαρχία, αλλά και ως οργάνωση της παραγωγής. Σχήματα όπως του Αγκάμπεν ή του Σμιτ φτάνουν το πολύ μέχρι στην επίκληση του φόβου ως εξήγησης, χωρίς να απαντούν γιατί τις περισσότερες φορές η συμμόρφωση προς τις επιταγές των φορέων της κυριαρχίας δεν γίνεται υπό την απειλή του άμεσου εξαναγκασμού, αλλά με τη φαινομενικά αυτόβουλη επιλογή των ίδιων των φορέων δράσης. Άλλωστε, τόσο στον Αγκάμπεν όσο και στον Σμιτ απουσιάζει μια συνεκτική θεωρία της ιδεολογίας ως κοινωνικά παραγόμενης μορφής παραγνώρισης, με μόνη εξαίρεση ίσως τη θέση του Σμιτ ότι οι βασικές έννοιες του πολιτικού λεξιλογίου της νεωτερικότητας αποτελούν τελικά μορφές προηγούμενης πολιτικής θεολογίας.

Έπειτα, αυτοί που υφίστανται την εξουσία δεν είναι ποτέ απλώς και μόνο θύματα. Η εμμονή του Αγκάμπεν στη μεταφορά των homines sacri, στην πραγματικότητα, συσκοτίζει τη θέση των καταπιεσμένων, παρουσιάζοντάς τους ως απλά θύματα. Η διαρκής αναπαραγωγή αντιστάσεων διαγράφεται. Η ίδια η εμπειρία, όμως, έχει δείξει ότι ακόμη και σε χώρους ακραίου εγκλεισμού υπάρχουν αντιστάσεις, στρατηγικές σύγκρουσης, προσπάθεια για βελτίωση των πραγμάτων. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου παραγωγική η εμμονή του σε μια άλλη μεταφορά, αυτή των «μουσουλμάνων» (στην αργκό των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όσοι έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να επιβιώσουν). Στην πραγματικότητα, πρέπει πάντα να ξεκινάμε από την αφετηρία της αντίστασης, της επινοητικότητας, της ικανότητας χάραξης στρατηγικής, έστω και πρωτογενώς, των καταπιεσμένων, εάν θέλουμε να διαμορφώσουμε μια πολιτική που να πηγαίνει από την αντίσταση στο μετασχηματισμό και τη χειραφέτηση. Διαφορετικά, καταλήγουμε σε μια θεολογική εκδοχή της εξέγερσης ως αποκαλυπτικού συμβάντος.

Γι’ αυτό πρέπει να ασκήσουμε κριτική στην αντίληψη της βιοπολιτικής ως θανατοπολιτικής. Εδώ έχουμε, επίσης, να κάνουμε και με μια παρανάγνωση και του έργου του Φουκώ. Εκεί η έμφαση είναι στην ιδιαίτερη μέριμνα για την υγεία και την παραγωγικότητα των πληθυσμών ως δυνάμει εργατική δύναμη και όχι στην εξόντωση. Το κεφάλαιο, σε αντίθεση με προηγούμενες μορφές ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, ενδιαφέρεται για την υγεία των πληθυσμών, γι’ αυτό θεσπίζει τόσο εκτεταμένες παρεμβάσεις για την εξασφάλιση της υγιεινής, της ορθής σεξουαλικής ηθικής, της αποφυγής καταχρήσεων. Ακόμη και οι εκτεταμένες μορφές μαζικής εξόντωσης, επίσης μια μορφή βίας που ακολουθεί την ανάδυση του καπιταλισμού, δεν γίνονται στο όνομα ενός γενικού δικαιώματος «ζωής και θανάτου», όπως λέει ο Αγκάμπεν, αλλά στο όνομα της υπεράσπισης της ορθής ζωής απέναντι σε αυτή που ορίζεται ως μολυσμένη, σε όλες τις παραλλαγές των βιολογικών μεταφορών του σύγχρονου ρατσισμού. Αυτό δεν μειώνει τη βία της καπιταλιστικής κυριαρχίας, ούτε υποτιμά το γεγονός ότι σε συνθήκες καπιταλισμού τα όρια παρέμβασης της κρατικής εξουσίας πάνω στους ανθρώπους και τα σώματά τους αυξήθηκαν σε βαθμό πρωτόγνωρο, αλλά εντάσσει αυτή τη βία όχι στο γενικό και απλουστευτικό σχήμα της «θανατοπολιτικής» αλλά στον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.

Κατάσταση εξαίρεσης και φασιστικό φαινόμενο

Όλα αυτά αποκτούν ξεχωριστή σημασία σήμερα. Η άνοδος του φασιστικού φαινομένου πηγαίνει χέρι χέρι με την προϊούσα αυταρχικοποίηση της κρατικής λειτουργίας και τη διαρκή επίκληση μιας έκτακτης ανάγκης, μιας εξαίρεσης, που δεν είναι πια η τρομοκρατία, αλλά η οικονομική κρίση και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Κομμάτι αυτής της διεργασίας και η κλιμάκωση της βίας, της γενικευμένης βίας απέναντι στην κοινωνία, μέσα από τη λιτότητα και τη διάλυση των όποιων όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης είχαν απομείνει, της κατασταλτικής βίας, αλλά και της βίας, θεσμικής και άτυπης, απέναντι στους αδύναμους κρίκους και μάλιστα στην πιο αποκρουστική μορφή της εξοντωτικής βίας απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες.

Μια προσπάθεια, όμως, να περιοριστούμε μόνο σε αυτό θα μας έκανε να χάσουμε κρίσιμες πλευρές της πραγματικότητας. Σε ό,τι αφορά την κρατική βία, θα χάναμε το πώς λειτουργεί ως «τεχνολογία της εξουσίας» και ιδίως το πώς η καπιταλιστική βία έχει πάντα και μια παραγωγική πλευρά, εν προκειμένω την εγγραφή στο κοινωνικό σώμα νέων πειθαρχιών που αναλογούν στην τρέχουσα φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ο σύγχρονος αυταρχισμός αφορά και το συσχετισμό δύναμης μέσα στην παραγωγή, την εμπέδωση μιας σύγχρονης εκδοχής εργασιακού δεσποτισμού. Σε ό,τι φορά το φασιστικό φαινόμενο, θα χάναμε το πώς δεν αναπτύσσεται μόνο ως φορέας ή ως έκφραση εξοντωτικών τάσεων, αλλά και ως στρεβλή μορφή αντιδραστικής ηγεμονίας, που αποτυπώνεται και στα εγχώρια˙ στη σταδιακή προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να διεκδικήσει την ηγεμονία εντός της Δεξιάς, σε μια εκδοχή πατερναλιστικού εθνικιστικού αυταρχισμού που περιλαμβάνει την αντιδημοκρατική διάσταση, αλλά την εντάσσει και στην πλασματική εικόνα μιας νέας «εθνικής κοινότητας» και επιστροφής σε συντηρητικές αξίες.

Σε ποιο συγκυριακό επίπεδο, η λογική της κατάστασης εξαίρεσης συσκοτίζει τις αστικές στρατηγικές, όπως ξεδιπλώνονται στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών. Προφανώς, είναι καλοδεχούμενη κάθε υπενθύμιση του αυταρχισμού και της βίας στην οποία μπορεί να καταφύγει η καπιταλιστική εξουσία. Ωστόσο, η απλή ταύτιση κάθε εκδοχής αστικής εξουσίας με μια εξοντωτική βία «εξαίρεσης» απειλεί να οδηγήσει είτε σε μεταρρυθμιστική συστράτευση γύρω από μια δημοκρατικότερη εκδοχή αστικής εξουσίας, μια δεξιά δηλαδή εκδοχή «πανδημοκρατικής» αντιφασιστικής συσπείρωσης, είτε στην αδιαφορία ως προς την ιδιαίτερη μορφή που παίρνει η άσκηση εξουσίας σε έναν δοσμένο ταξικό συσχετισμό δύναμης (εφόσον όλα αποτελούν εκδοχές εξουσίας του κεφαλαίου). Δηλαδή, απειλεί να οδηγήσει είτε στην ενσωμάτωση στην κυρίαρχη πολιτική στο όνομα της αποφυγής του μέγιστου κινδύνου είτε στην αδυναμία (ή υποτίμηση) να δούμε τα πραγματικά βήματα της αυταρχικής θωράκισης. Και στις δύο περιπτώσεις το κίνημα και η Αριστερά θα έβγαιναν αποδυναμωμένα. Επιπλέον, αυτή η κατεύθυνση παραπέμπει τελικά σε μια πολιτική χωρίς ηγεμονία, παραβλέποντας την ηγεμονική διάσταση που υπάρχει ακόμη και στις πιο ακραίες εκδοχές αστικής «παθητικής (αντ)επανάστασης», όπως είναι ο φασισμός, και επομένως αδυνατώντας να κατανοήσει πώς γειώνεται σε κοινωνικά στρώματα, π.χ. η Χρυσή Αυγή (με τη στρεβλή και αντεστραμμένη εκδοχή «αντιηγεμονίας» που αρθρώνει), χωρίς να επιτρέπει την αποτελεσματική πάλη για την αντιστροφή τέτοιων τάσεων.

Ακόμη πιο προβληματική είναι μια τέτοια τοποθέτηση ως προς το πώς ορίζει τον αντίπαλο προς την κατάσταση εξαίρεσης. Αφενός οδηγεί σε ακόμη μία εκδοχή θεώρησης ότι τα πιο αποκλεισμένα και εξαθλιωμένα στρώματα είναι και τα δυνάμει πιο επαναστατικά, παραβλέποντας μεγάλο μέρος των υπόλοιπων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων (ή αντιμετωπίζοντάς τα ως ενσωματωμένα στην κυρίαρχη στρατηγική). Αφετέρου, αντιμετωπίζοντας αυτά τα στρώματα ως ανθρώπους χωρίς άλλη ιδιότητα πέραν του θύματος δεν μπορεί να ορίσει γιατί θα επαναστατήσουν και θα είναι οι φορείς της χειραφέτησής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά σε τέτοιες τοποθετήσεις δημιουργείται η αίσθηση πως οι καταπιεσμένοι και αποκλεισμένοι αντιμετωπίζονται ως τα απόλυτα θύματα και οι φορείς μιας μεσσιανικής σχεδόν δυνατότητας χειραφέτησης. Η πραγματική σχέση ανάμεσα στην καταπίεση και την αντίσταση, ο τρόπος που αναδύονται στρατηγικές αντίστασης, η ανάδυση, με όρους συλλογικές επινοητικότητας και ευφυΐας, πρακτικών συλλογικότητας, η διαμόρφωση πολιτικών προγραμμάτων σε μια αναγκαστικά άνιση διαλεκτική πρωτοπορίας και μάζας, η σύγκρουση ανάμεσα σε στρατηγικές για την ηγεμονία, κοντολογίς ό,τι ορίζει την πραγματική αντιφατικότητα μιας πολιτικής χειραφέτησης, κινδυνεύει να διαγραφεί με τέτοια απλουστευτικά σχήματα.

Μια εναλλακτική προσέγγιση: οργανική κρίση και βοναπαρτισμός

Απέναντι στα όρια του σχήματος μιας «κατάστασης εξαίρεσης» που ενεργοποιεί μια ενυπάρχουσα εξοντωτική εκδοχή κρατικής βίας και μετασχηματίζει τους καταπιεσμένους σε ταυτόχρονα πλήρως θυματοποιημένους homines sacri και δυνητικούς φορείς της «ιερής βίας», η μαρξιστική παράδοση μπορεί να προσφέρει μια εναλλακτική ανάγνωση αυτών των τάσεων, ιδίως στη μεγάλη παράδοση της αναμέτρησης με το φασιστικό φαινόμενο. Προφανώς, μεγάλο μέρος των αναλύσεων, κυρίως από το μηχανισμό της Τρίτης Διεθνούς, ήταν σχηματικές και έβγαζαν μια εικόνα της αστικής τάξης που απλώς ανακάλυπτε το φασισμό (ή τη σοσιαλδημοκρατία) ως εργαλείο ανακοπής της επαναστατικής πορείας του προλεταριάτου, οδηγώντας σε ανιστορική ταύτιση φασισμού και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως μορφών «ταξικής δικτατορίας». Όμως, υπήρξαν και πολύ πιο γόνιμες αναλύσεις.

Κυρίως στο έργο του Γκράμσι μπορούμε να βρούμε μια πολύ πιο εναργή προσέγγιση αυτών των διεργασιών, γύρω από την έννοια της οργανικής κρίσης, που συναρθρώνει ακριβώς τη ραγδαία διάρρηξη των κομματικών και πολιτικών εκπροσωπήσεων, την εγκατάλειψη παραδοσιακών κομμάτων από τα στρώματα που αναφέρονταν σε αυτό, το συνδυασμό ανάμεσα στην κρίση ηγεμονίας και την κρίση του κράτους, την «καταστροφική» ισορροπία σε ανταγωνιστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, αλλά και την ανάδυση νέων πολιτικών μορφών, που συχνά έρχονται εκτός των τυπικών μορφών της προηγούμενης περιόδου, την εμφάνιση παραλλαγών αυταρχικού βοναπαρτισμού, αλλά και την αναδίπλωση του κρατικού μηχανισμού (και του δείκτη κυριαρχίας στο εσωτερικό του) σε εκείνα τα τμήματα που μπορούν να επιβάλουν τη νέα συνθήκη (κατασταλτικός μηχανισμός, δικαστική εξουσία κ.ά.).

Αυτή η έμφαση σε μια κρίση που προκύπτει στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δυνητικές επαναστατικές καταστάσεις και τάσεις παλινόρθωσης της αστικής εξουσίας επιτρέπει να δούμε καλύτερα τις ευθύνες και τις προκλήσεις για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Δείχνει ότι σε αυτή τη διεργασία το ερώτημα δεν είναι απλώς η απελευθερωτική εξέγερση των καταπιεσμένων (που πολύ εύκολα μπορούν να γίνουν τα απόλυτα θύματα μιας εξοντωτικής βίας των κυρίαρχων), αλλά η οικοδόμηση της αντιηγεμονίας, η οικοδόμηση συμμαχιών, η διαμόρφωση εναλλακτικών αφηγήσεων, η αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας και η οικοδόμηση του αναγκαίου ενιαίου μετώπου υπό επαναστατική ηγεμονία, η διαμόρφωση συλλογικών πρακτικών (οι βοναπαρτιστικές λύσεις ή τα φασιστικά κινήματα κατεξοχήν εκκινούν από μια προηγούμενη εξατομίκευση ή υποχώρηση της εμπιστοσύνης σε συλλογικές πρακτικές) και η διαρκής διπλή οριοθέτηση από το σεχταρισμό και τη διάσπαση των λαϊκών στρωμάτων από τη μια, και από την ενσωμάτωση σε μια αμιγώς αστική εκδοχή «δημοκρατικής πολιτικής» και τελικά τη συσπείρωση γύρω από μια «θωρακισμένη» δημοκρατία στο όνομα της αποφυγής των φασιστών, από την άλλη.

Βεβαίως, από τη δεκαετία του 1930 πολλά έχουν αλλάξει, όμως παραμένουν εμφανείς αναλογίες ως προς το νήμα που πρέπει να διέπει την επαναστατική πολιτική. Όσο χρήσιμη μπορεί να είναι η προβληματική της «κατάστασης εξαίρεσης» ως υπενθύμιση του ακραίου αυταρχισμού που μπορεί να διέπει την άσκηση της αστικής εξουσίας (και την πρακτική του φασιστικού φαινομένου), άλλο τόσο δεν μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για μια πολιτική που να κατορθώνει στην πράξη να ακυρώνει την αυταρχική μετάλλαξη. Η πρόκληση της σχεδόν ανοιχτής κρίσης ηγεμονίας και όλων των παραλλαγών ενός σύγχρονου κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού (με ή χωρίς συμμετοχή των φασιστών στην άσκηση ενός εξοντωτικού νεοφιλελευθερισμού) απαιτεί σήμερα και μια ανάλογη ικανότητα της Αριστεράς όχι μόνο να αναλύει αλλά και να δρα στην κατεύθυνση μιας εναλλακτικής και ανταγωνιστικής ηγεμονίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *