«ΕΠΟΝίτισα στους δρόμους και στις γειτονιές της Αθήνας» (2)

Γράφει ο kokkiniotis

Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στην οργάνωση νεολαίας ΕΠΟΝ που ιδρύθηκε πριν από 70 χρόνια, στις 23 Φλεβάρη του 1943 στην κατεχόμενη Αθήνα, διαβάζουμε κάποια ακόμη αποσπάσματα από το βιβλίο της αγωνίστριας Μαρίας Καρρά «ΕΠΟΝΙΤΙΣΑ στους δρόμους και στις γειτονιές της Αθήνας» (εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1982).

Σε προηγούμενη ανάρτησή μας που μπορείτε να τη βρείτε εδώ, είχαμε παρουσιάσει τα κεφάλαια που περιγράφουν δυο πολύ σημαντικές διαδηλώσεις στη διάρκεια της κατοχής, στο υπουργείο Οικονομικών και στο υπουργείο Εργασίας.

Συνεχίζουμε σήμερα με δυο ακόμη κεφάλαια από το ίδιο βιβλίο.

Στο πρώτο περιγράφεται πολύ ζωντανά η συγκλονιστική διαδήλωση της 22 Ιούλη 1943. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού συμμετείχαν μαχητικά. Ο ανάπηρος της Αλβανίας που τραυματίστηκε σοβαρά και η συγγραφέας αναρωτιέται τι να απέγινε, ήταν ο Αντώνης Παπαδοσταυράκης που δεν κατόρθωσε τελικά να επιζήσει. Εκτός από την 19χρονη Παναγιώτα Σταθοπούλου και την Κούλα Λίλλη, από το ίδιο τανκ σκοτώθηκε λίγο παραπάνω, στην οδό Αμερικής, και η 23 χρονών εργάτρια υφαντουργίας Όλγα Μπακόλα.

Οι εφημερίδες τοίχου, το χωνί, η νυχτερινή συνάντηση με τον Βασίλη Εφραιμίδη, ο ηρωισμός της Παναγιώτας Σταθοπούλου που σκοτώθηκε από το γερμανικό τάνκ, μέσα από τα λόγια της αγωνίστριας της αριστεράς μας μεταφέρουν το κλίμα της εποχής.

Μιας εποχής ενός αγώνα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπου νέοι αγωνιστές παίρνουν στα χέρια τους τη σκυτάλη. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της Μαρίας Καρρά όταν μιλάει για τους νεκρούς του αγώνα: “Θαρρώ πώς έμειναν άταφοι κι’ όταν η νεολαία ξαναζωντανεύει την αντίσταση στους δρόμους της Αθήνας, θαρρώ πώς βλέπω ανάμεσά τους τους φίλους μου.

Στο δεύτερο, η συγγραφέας περιγράφει τη γνωριμία της με ένα σπουδαστή της Σχολής Καλών Τεχνών, καθοδηγητή του Τομέα Νέας Σμύρνης – Παλιού Φαλήρου- Γλυφάδας της ΕΠΟΝ, που στην παρανομία είχε το όνομα «Λυκούργος». Αργότερα έμαθε ότι επρόκειτο για τον γνωστό ζωγράφο Γιώργο Βακιρτζή.

Ο Γιώργος Βακιρτζής άφησε αργότερα εποχή μεταξύ άλλων και για τις καλλιτεχνικές κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες του, μπορείτε μάλιστα να διαβάσετε δυο πολύ ενδιαφέροντα σχετικά κείμενα (‘’Ο κύκλος των χαμένων αφισών και ο Γιώργος Βακιρτζής’’ και ‘’Η κινηματογραφική γιγαντοαφίσα ως εικαστικό γεγονός’’) σε παλαιότερη ανάρτησή μας.

Η ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ 22  ΙΟΥΛΗ 1943

Τις τελευταίες μέρες βγαίνουμε ταχτικά να γράψουμε συνθήματα. Από αυτή τη λιγόλογη «εφημερίδα» του τοίχου όλος ο λαός της Αθήνας θα μάθει για την πολιτική επιστράτευση, την κάθοδο των Βουλγάρων φασιστών, την προετοιμασία για τη μεγάλη διαδήλωση. Μόλις σκοτεινιάσει καλά, συναντιόμαστε κι αρχίζουμε το γράψιμο στους τοίχους.

Το έκτακτο φύλλο του Ριζοσπάστη στις 22 Ιούλη 1943

Είμαστε τρεις νεαρές μαθήτριες. Η μιά γράφει, η άλλη κρατά το ντενεκεδάκι με τη μπογιά κι η τρίτη φυλάει «τσίλιες» στη γωνιά. Ξαφνικά, ακούμε το ρυθμικό χτύπημα της μπότας στην άσφαλτο. Περνά το Γερμανικό περίπολο. Η τσίλια σφυρίζει σιγανά. Κρυβόμαστε στα σκαλιά κάποιου υπόγειου και ξαναβγαίνουμε όταν χαθεί στη νύχτα ο ήχος από τις γερμανικές μπότες. Κάθε φορά ένα ραντεβού με το θάνατο, χωρίς αγωνία, χωρίς φόβο. Κάναμε το χρέος μας, τους πολεμήσαμε.

Πολλές φορές η ώρα της κυκλοφορίας έχει περάσει: Ρολόγια δεν έχουμε και συνεχίζουμε το γράψιμο. Ύστερα, περπατώντας με τα σκισμένα παπούτσια, άκρη άκρη του δρόμου, φτάνω σπίτι μου: Χρυσοστόμου Σμύρνης στάση Κλωναρίδου. Η οικογένεια του θείου μου που με φιλοξενεί, είναι μαζεμένη στη βεράντα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Τους Γερμανούς δεν τους φοβάμαι, φοβάμαι την κατσάδα του θείου μου. Μπαίνω στον κήπο σα σκιά και γλυστράω από την πίσω πόρτα της κουζίνας. «Πότε θα σε φέρουν στη σανίδα δεν ξέρω», λέει ο θείος μου.

Το άλλο βράδυ πρέπει να πάω να παραλάβω το «υλικό». Είναι προκηρύξεις για τη διαδήλωση. Θα τις κρύψω στο υπόγειο και όταν όλοι κοιμηθούν, θα κατεβώ να τις κόψω, γιατί είναι τυπωμένες σε μεγάλα φύλλα.

«Το ραντεβού είναι στο Νεκροταφείο στις 8 και 2 λεπτά ακριβώς», μου είπε η Μιράντα.

Συναντιόμαστε στα τέρμα Πατησίων. Η Μιράντα κι εγώ, ο φοιτητής Κώστας Μ. (πιλιαράκης) κι ένας άλλος νεαρός, δεν θυμάμαι ποιός.

Χωρίζουμε παρακάτω σε δυο ζευγάρια. Η Μιράντα με το νεαρό θα συναντηθούν με ένα συνεργείο του ΕΛΑΣ. Θα την βοηθήσουν ν’ ανέβει στον τοίχο του θερινού Κινηματογράφου και θα μιλήσει στους θεατές για τη διαδήλωση. Στα πρώτα καθίσματα κάθονται πάντα Γερμανοί και Ιταλοί στρατιωτικοί. Θα προλάβουν να ρίξουν; Θα προλάβει να μιλήσει η Μιράντα γρήγορα; Θα προλάβουν να τρέξουν, να φύγουν; Το παν είναι να μάθει ο λαός για τη διαδήλωση….

Ο Κώστας κι εγώ τραβάμε για το Νεκροταφείο του Αγίου Αντώνη. Πίσω απ’ το Νεκροταφείο είναι ένα ξεροπόταμο γεμάτο πέτρες κι αγκάθια. Η νύχτα είναι θεοσκότεινη κι εγώ τρέμω σύγκορμη. Φοβάμαι, φοβάμαι τρομερά, αλλά πως να τ’ ομολογήσω: Γιατί δεν φοβάμαι τους Γερμανούς, φοβάμαι ….το Νεκροταφείο, τους πεθαμένους. Θαρρώ κι όλας πως ακούω κόκκαλα να τρίζουν…. Όπου και νάναι θα βγει κανένα φάντασμα. Η ησυχία είναι απόλυτη. Ο χρόνος φαίνεται ατελείωτος κι ο πίσω τοίχος του Νεκροταφείου, φοβερός. Η σκιά των κυπαρισιών δίνει την πένθιμη, άγρια νότα στο τοπείο. Ξαφνικά, μια μικρή φωτίτσα ενός σπίρτου, ένα τσιγάρο ανάβει. Είναι το σύνθημα πούρχεται απ’ την απέναντι όχθη.

Ο Κώστας φεύγει. Κατεβαίνει το ρέμα, οι πέτρες κατρακυλάνε πίσω του. Μένω μόνη πλάι στον τοίχο του Νεκροταφείου. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Προσπαθώ να λογικευθώ, να ηρεμήσω. Μα τι γίνεται; Ο χρόνος φαίνεται ατελείωτος, ώσπου κάποια στιγμή ακούγεται από απέναντι ένα σιγανό σφύριγμα. Επί τέλους. Κατεβαίνω το ρέμα όσο μπορώ πιο γρήγορα, κατρακυλώ, γρατζουνιέμαι, πέφτω, σηκώνομαι, δεν γυρίζω πίσω, θαρρώ πως με κυνηγούν οι πεθαμένοι. Ανεβαίνω. Τέσσερα χέρια με βοηθούν ν’ ανέβω στο ίσιωμα. Εκεί περιμένει ο Βασίλης Εφραιμίδης. Φορά κείνο το καφέ ρεμπούμπλικο. Χάνεται για λίγο και ξανάρχεται κρατώντας ένα μεγάλο τσουβάλι. Είναι το υλικό. Είναι βαρύ, ασήκωτο. Το αρπάμε και δρόμο.

Περνάμε από μικρά δρομάκια ως το σπίτι…

Η μεγάλη μέρα έφτασε. Πρωί – πρωί το υλικό μοιράζεται σε πακέτα. Η προσυγκέντρωσή μας είναι στο Μοναστηράκι. Από το τέρμα Πατησίων φτάνουμε στο Μοναστηράκι με τα πόδια. Οι γύρω δρόμοι είναι γεμάτοι, τάχα αδιάφορους περαστικούς. Ακριβώς στο καθορισμένο λεπτό, ένας χείμαρος ανθρώπινος ορμά στην πλατεία. Ένας ομιλητής ανεβασμένος στους ώμους άλλων, μιλά ει, ρίχνει συνθήματα που το πλήθος τα φωνάζει, Προκηρύξεις πέφτουν παντού. Όλοι φωνάζουν, όλοι φωνάζουμε πολύ δυνατά

Στ’ άρματα, στ’ άρματα
μπρος στον αγώνα
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.

Στην οδό Αθηνάς κάποιοι μας πυροβολούν. Πριν καταλάβω από που ρίχνουν, βλέπω τον πλαϊνό μου να πέφτει Η σφαίρα τούχει τρυπήσει ψηλά το μηρό. Τον σηκώνουμε στα χέρια «Κατάρα στους δολοφόνους» Βρίσκουμε ένα καροτσάκι μεταφορών κι άλλοι συναγωνιστές τον τρέχουν στο Νοσοκομείο. Το δεξί μου χέρι είναι γεμάτο αίμα.

Φτάνουμε στην Πανεπιστημίου. Χείμαροι λαού συναντιώνται εκεί. Ο όγκος κι η μαχητικότητα δημιουργούν έναν ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα υψώνει φωνή λαού που συνταράζει την πόλη. Τεράστια πανώ ξεδιπλώνονται «Κάτω η επιστράτευση», «Θάνατος στο φασισμό» «Λευτεριά στο Λαό», «Έξω οι Βούλγαροι από τη Μακεδονία».

Η δύναμη του λαού μας γεμίζει συγκίνηση και περηφάνεια.
Εμείς που είδαμε να πέφτουν πλάϊ μας οι χιλιάδες νεκροί της πείνας, εμείς που στ’ αυτιά μας ηχεί εκείνο το σπαραχτικό «πεινάω» ενός λαού, πολεμάμε τον καταχτητή με τον όγκο μας, άοπλοι…

Ανεβαίνουμε την Πανεπιστημίου. Κοντά στη γωνιά Ιπποκράτους αρχίζει η επίθεση, Πυροβολισμοί. Ένα τάνκ κατεβαίνει. Εμείς οι πιό νέοι προχωράμε αντίκρυ στο θάνατο. Προχωράμε … φτάνουμε δίπλα στο τάνκ, στη γωνιά Ομήρου – Πανεπιστημίου. Και τότε το τάνκ αρχίζει να ρίχνει φωτιά. Οι ριπές γαζώνουν γύρω – γύρω. Χτυπούν επάνω μας, στο ψαχνό. Κραυγές πόνου και φρίκης, κατάρες, χαμός κόσμου. Τρέχουμε στα γύρω χτίρια, στις παρόδους. Γύρω πέφτουν νεκροί και τραυματίες. Μπαίνω στο γωνιακό 3οροφο χτίριο. Είναι η υπηρεσία Αλλοδαπών. Οι Γερμανοί μας κυνηγούν. Απ’ έξω φτάνουν οι κραυγές: «Αδέλφια, μας σκοτώνουν – βοήθεια – βοήθεια» Πετιέμαι έξω. Το θέαμα είναι συγκλονιστικό. Τα βογγητά ξεσκίζουν την ατμόσφαιρα. Σ’ όλο το δρόμο ξαπλωμένοι νεκροί και τραυματίες. Στα σκαλιά μπροστά μου ένας άντρας που μου φάνηκε πελώριος, με μαύρο μουστάκι, με το σήμα του τραυματία του Αλβανικού στο πέτο, κείτεται βουτηγμένος στο αίμα του. Σκύβω και περνώ το χέρι μου κάτω από το κεφάλι του τραυματία — «Πεθαίνω» ψιθυρίζει. «Όχι θα ζήσεις, συναγωνιστή», του λέω.

Στο μεταξύ ακούγονται οι σειρήνες των ασθενοφόρων. Σε λίγο φτάνουν. Τον σηκώνουμε. Ένα αιμάτινο ρυάκι κυλά από το στόμα του. Ποιός να ήταν; τί να έγινε; Ποτέ δεν έμαθα….

Απέναντι από την πόρτα του τμήματος Αλλοδαπών κάτω από το πεζοδρόμιο, στην οδό Ομήρου, είναι ξαπλωμένη μια νεαρή κοπέλα. Είναι λευκορόδινη με κόκκινες πιτσίλες στο ωραίο πρόσωπο, με το κεφάλι γερμένο αριστερά, πάνω στα πλούσια κοκκινό-ξανθα μαλλιά της. Το φόρεμά της είναι ανοιγμένο και ψηλά στο στήθος μια μικρή τρύπα από σφαίρα, τα ρούχα είναι τραβηγμένα και στη θέση της κοιλιάς, ένας αιμάτινος σωρός – τα εντόσθια της. Το αίμα κυλά γύρω της. Έχει περάσει από πάνω της το τάνκ, την έχει λιώσει…

Τρέχω κοντά της, τρέχουν οι τραυματιοφορείς, ένας της πιάνει το σφυγμό ο άλλος κολλά το αυτί του στην καρδιά της: «Πέθανε» λέει.
Για λίγο σταματάμε όλοι γύρω της και κοιταζόμαστε σαστισμένοι, έκθαμβοι μπροστά στη σκοτωμένη παιδούλα. Το χρώμα της ζωής είναι ακόμα ζωντανό στο πρόσωπο της, στ’ απλωμένα χέρια και πόδια της. Έχει το στόμα μισάνοιχτο και είναι σα να μιλά, σαν να μας λέει:
«Είμουνα νέα σαν και σας, έδωσα τη ζωή μου, να με θυμάστε»

Από τις περιγραφές, αυτή πρέπει να ήταν η Παναγιώτα Σταθοπούλου, που ανέβηκε να σταματήσει το τάνκ. Ο οδηγός την πυροβόλησε και πέρασε από πάνω της. Δυο Γερμανοί μας φωτογραφίζουν και γελούν. Τους βρίζουμε αγριεμένα και καταριόμαστε. Αυτοί γελούν.

Ένα δυο μέτρα πιο κει προς την Πανεπιστημίου μια άλλη νέα είναι πεσμένη. Τρέχουμε κοντά της, τη σηκώνουμε, ένα αιμάτινο ποτάμι βάφει την άσφαλτο, τα χέρια μας, τα ρούχα μας. Η κοπέλα βογγάει, απλώνει τα χέρια της σε μας. Έμαθα πως ήταν η Κούλα Λίλη που πέθανε στο Νοσοκομείο αργότερα. Το τάνκ είναι σταματημένο λίγο πιο πέρα με το μυδράλιο γυρισμένο κατ’ απάνω μας.
Στοιβάζουμε τους τραυματίες κούρκουμα, τον ένα πλάι στον άλλο στ’ ασθενοφόρα που δέν χωρούν τόσους τραυματίες.

Η Πανεπιστημίου έχει αδειάσει. Μόνο γερμανικά περίπολα ψάχνουν γύρω και συλλαμβάνουν. Εγώ έχω μπλεχτεί με τους τραυματιοφορείς, οι Γερμανοί περνούν, κοιτάζουν και φεύγουν, φεύγουν τα ασθενοφόρα. Τρέχω να χωθώ στο Οφθαλμιατρείο, πούχει γίνει σταθμός Πρώτων Βοηθειών για όσους είναι ελαφρά τραυματισμένοι. Στην πόρτα στέκεται ένα στρατιωτικό ημιφορτηγό.
Μα όχι, δεν είναι αλήθεια. Είναι μέσα ξαπλωμένος ο Θώμης. Σταματάω σαν να με κτύπησε κεραυνός. Είναι ο Θώμης Χατζηθωμάς, ο σπουδαστής του Πολυτεχνείου. Η οικογένειά του μένει στη Θεσσαλονίκη. Τον γνώρισα από την συμμαθήτριά μου και φίλη μου Ελένη Μάρδα, ήταν συγγενής της.

Μπορεί να πεθάνει ο Θώμης; Όχι δεν μπορεί. Θάναι τραυματισμένος. Βάζω το χέρι μου στο παγωμένο μέτωπό του και του μιλώ «Θώμη! Θώμη! έ Θώμη! Νομίζω πως θ’ ακούσει, ίσως και σταματήσω το θάνατο. Κάποιος μου λέει σιγά: «Δεν βλέπεις; είναι νεκρός. Σκοτώθηκε από ριπή στην κοιλιά». Δεν κλαίω, κανείς δεν κλαίει, δεν μπορώ να το πιστέψω. Πεθαίνει η ζωή; Ο Θώμης ο δραστήριος, ο μορφωμένος, ο πολυδιαβασμένος.

Σ’ αυτό το σπίτι, στην οδό Δουκίσης Πλακεντίας 3, στους Αμπελοκήπους, υπογράφηκε η ιδρυτική διακήρυξη της ΕΠΟΝ στις 23 Φλεβάρη 1943

Μας μιλούσε για τον Μαρξ ή για τον Φρόυντ, μας έδινε να διαβάσουμε το «Κεφάλαιο» και «Το πρώτο κορίτσι» του Μπογκτάνωφ, μας μιλούσε για την κοινωνία που θα χτίζαμε μετά τη λευτεριά. Τον αγαπούσαμε και τον θαυμάζαμε. Χτές μίλησε στη λέσχη του Πολυτεχνείου, τον είπανε «Βούλγαρο». Σήμερα έδωσε τη ζωή του για να μήν κατέβουν οι Βούλγαροι, για να μην γίνει επιστράτευση.

Κάποιοι με αρπάζουν και με πάνε μέσα στο Οφθαλμιατρείο. «Είσαι τραυματισμένη» μου λένε.

«Όχι, είναι το αίμα των ‘σκοτωμένων». Πλύθηκα, αλλά το φόρεμα μου, είναι άσπρο, υφαντό, καλαματιανό, έχει γίνει κόκκινο.-«Πρόσεξε. Πήγαινε απ’ τα στενά, οι Γερμανοί, συλλαμβάνουν»

Έτρεξα ώς την οδό Κύπρου να ειδοποιήσω το σπίτι του Θώμη: Θρήνος. Ζητούν το νεκρό. Με τα πολλά τους τον δίνουν να τον θάψουν αμέσως, κρυφά.

Καλοκαιριάτικη νύχτα…..Ανεβαίνουμε με την Ελένη στην ταράτσα. Το ράντσο που κοιμόταν ο Θώμης είναι όπως το άφησε: Οι καφέ πυζάμες περιμένουν ακουμπισμένες στο μαξιλάρι. Συζητάμε γι’ αυτόν, μιλάμε σαν νάφυγε για ταξίδι — θα γυρίσει…  Δεν μπορούμε να συλλάβουμε αυτήν την αλήθεια, δεν μπορούμε να τη δεχτούμε για το φίλο μας, τον οδηγητή μας, το Θώμη.

Δεν είδα να θάψανε το Θώμη, ούτε τη Σταθοπούλου και τη Λίλη, ούτε αργότερα το δεκαπεντάχρονο Καζαναράκη, τον Περικλή— τον Ιατρόπουλο— το Δανηλίδη.

Θαρρώ πώς έμειναν άταφοι κι’ όταν η νεολαία ξαναζωντανεύει την αντίσταση στους δρόμους της Αθήνας, θαρρώ πώς βλέπω ανάμεσα τους τους φίλους μου. Είναι μαζί μας. Δεν βρίσκουν ησυχία στους τάφους τους και γυρνάν μαζί μας, γιατί δεν δικαιώθηκε η θυσία τους. Δεν ζωντάνεψε τ’ όνειρό τους για την ευτυχία των νέων και περιμένουν να γίνει στην πατρίδα μας Δημοκρατία — Ειρήνη — Ευτυχία για να πάνε κι αυτοί ήσυχοι στο πάνθεο των ηρωικών νεκρών να κοιμηθούν.

Ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ

Κάποια μέρα έφτασε στη Ν. Σμύρνη ένας παράνομος. Ήταν ο «οργανωτικός του τομέα», δηλαδή καθοδηγούσε μια περιοχή ευρύτερη, Γλυφάδα και Φάληρο.

Ήταν νομίζω σπουδαστής των Καλών Τεχνών, ψηλός, ξανθός με γελαστά, λίγο ειρωνικά, γαλανά μάτια. Τα χέρια του κρέμονταν λίγο προς τα πίσω και φορούσε πάντα ένα μακρύ μπεζ παλτό, αρκετά φθαρμένο. Έμεινε στο σπίτι της Φωτεινής και έπρεπε ν’ αναλάβουμε τη συντήρησή του.

Αυτό τόχε αναλάβει η μικρή αδελφή μου κι ήταν μια από τις πιο σοβαρές μας δουλειές. Κείνη την εποχή φαίνεται ότι έμεναν στην περιοχή μας πολλοί παράνομοι που έπρεπε να ζήσουν φυσικά. Η Ολυμπία λοιπόν «κρατούσε» τον παιδικό σταθμό. Εκεί έμεναν μικρά ορφανά παιδιά με μια κάποια χλιαρή επιτήρηση, προσωπικό δεν υπήρχε, και το μόνο που παρείχε ήταν ένα φτωχικό συσσίτιο που έτρωγαν. Αυτά τα πρόωρα ωριμασμένα παιδάκια έκαναν με απίστευτη ευσυνειδησία και ακρίβεια ό,τι τους ζητούσε η Αντίσταση. Κάθε μεσημέρι ξαπολιόντουσαν, το καθένα σ’ ένα σπίτι και με το τενεκεδάκι του έπαιρνε ένα πιάτο φαγητό που το άφηνε μετά σ’ ένα άλλο σπίτι. Από κεί έφευγε το «συσσίτιο του παράνομου». Θυμάμαι ότι είκοσι τέτοια τενεκεδάκια κυκλοφορούσαν κάθε μέρα.

Ο Λυκούργος μιλούσε ωραία, μα ακόμα πιο ωραία ζωγράφιζε.

Συχνά τα βράδια, τα συνεργεία μας, μοιρασμένα στις διάφορες κατευθύνσεις, έγραφαν συνθήματα στους τοίχους. Εγώ κρατούσα τα σχολεία. Γυμνάσια και την Εμπορική. Οι μαθητές που καθοδηγούσα, σχεδόν συνομήλικοί μου, ήταν ή φαίνονταν πολύ μεγαλύτεροι και πάντως χανόμουν ανάμεσά τους. Αφού κανόνιζα ποιούς δρόμους θα θάψουν και μόλις ξεκινούσαν, εγώ έτρεχα σπίτι μου. Η μάνα μου περίμενε πίσω από την πόρτα να με  υποδεχτεί μ’ ένα σωρό κοσμητικά ή με κανένα σχοινί στο χέρι. Φυσικά, πού να τα διανοηθούν αυτά οι νεαροί μαθητές.

Μερικές φορές έβγαινε συνεργείο κι ο Λυκούργος. Όλοι, όσοι τον γνωρίζαμε, το καταλαβαίναμε αμέσως: οι τοίχοι τότε, δεν ήταν γραμμένοι, αλλά ζωγραφισμένοι. Ένα τεράστιο όρνιο με πηλίκιο και τη σβάστικα που κρατούσε στα νύχια του τσουβάλια μέ αλεύρι, ρύζι κι άλλα τρόφιμα, ή ο γκεσταπίτης να σκοτώνει τόν Έλληνα πατριώτη. Αυτά τα ζωγραφισμένα συνθήματα ήταν τόσο εύγλωττα.

Πότε-πότε όταν τελειώναμε τις δουλειές μας, τις εισηγήσεις, τα ραντεβού, τις συνεδριάσεις, τα συνεργεία, τις προκηρύξεις, το σούρουπο, ο Λυκούργος κατηφόριζε για την Καλλιθέα. Τον συνόδευα ώς μακριά κι αυτός ήταν ένας απ’ τους ωραιότερους περίπατους. Δεν τολμούσα να ρωτήσω πού πάει. Ένα βράδυ, μού εξήγησε ότι πάει στην αραβωνιαστικιά του, που ήταν συμφοιτήτριά του και με ρώτησε αν ήθελα να πάω μαζί. Έτσι γνώρισα την αραβωνιαστικιά του Λυκούργου. Ποτέ δεν έμαθα πώς τη λένε, και το Λυκούργο δεν τον συνάντησα ποτέ μετά την κατοχή.

Μόλις πριν από λίγα χρόνια έμαθα ότι ο Λυκούργος δεν είν’ άλλος από το γνωστό ζωγράφο Γιώργο Βακιρτζή. Δεν μπορώ όμως να τον φανταστώ χωρίς κείνο το παλιό του μπεζ παλτό, χωρίς το γρήγορο περπάτημά του με τα χέρια κρεμασμένα πίσω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *