Τι δεν πρέπει να ξεχνάμε για τη Χρυσή Αυγή

image002Πηγή: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου & Αυγουστίνος Ζενέκος – “Unfollow”

Η επικείμενη δίκη της νεοναζιστικής οργάνωσης έχει περισσότερες πλευρές από την απλή επιμονή να καταδικαστούν οι δράστες και οι ιθύνοντες για τα εγκλήματά τους. Κυρίως, όμως, ο στόχος της τιμωρίας των χρυσαυγιτών δεν πρέπει να ξεπλύνει τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος για τον εκφασισμό της ελληνικής δημοκρατίας, ούτε να οδηγήσει στην αποδοχή αντιθεσμικών πρακτικών και αντιδημοκρατικών στρεβλώσεων.

Το Δεκέμβριο του 2012, ο Νίκος Δένδιας, αυτός που τώρα εκφράζει την ανησυχία του μην καταντήσει η Νέα Δημοκρατία «ακροδεξιό γκρουπούσκουλο», ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης. Τον είχαμε λοιπόν ρωτήσει, σε συνέντευξη που είχε δώσει στο UNFOLLOW, αν κατά τη γνώμη του η Χρυσή Αυγή είναι πολιτικό κόμμα ή εγκληματική οργάνωση που υποδύεται το κόμμα. Ο χαρακτηρισμός «εγκληματική οργάνωση» δεν φάνηκε να τον κερδίζει. Αντί αυτού, μας είχε κάνει την εξής δήλωση: «Το ότι είναι πολιτικό κόμμα είναι βέβαιο. Έχει πάρει σεβαστό αριθμό ψήφων και διαθέτει σημαντικό αριθμό βουλευτών. […] Τώρα, το πολιτικό κόμμα αυτό εκδηλώνει αξιόποινη δραστηριότητα; Η ευθεία απάντηση είναι ναι. Το επιδιώκει κιόλας ή είναι συμπτωματικό; Αν η Δικαιοσύνη καταλήξει ότι το επιδιώκει, το ελληνικό κράτος πρέπει να αποφασίσει τι απάντηση θα δώσει».
Δέκα μήνες αργότερα, ο κ. Δένδιας είχε αλλάξει γνώμη. Στην επιστολή του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το Σεπτέμβριο του 2013, ο υπουργός επισήμαινε: ««Οι ενέργειες της Χρυσής Αυγής φαίνεται να προσιδιάζουν σε σύσταση εγκληματικής οργάνωσης».

Τι συνέβη μέσα σε δέκα μήνες; Αυτό ακριβώς το ερώτημα θέσαμε, το Νοέμβριο του 2014, στη συνέντευξη που πήραμε από τον Μάκη Βορίδη, υπουργό Υγείας τότε. «Να δεχτώ» μας είπε «ότι η διοίκηση είχε ολιγωρήσει και ότι χρειάστηκε ένα βαρύ, ένα συγκλονιστικό γεγονός προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί – να τη δεχτώ αυτή την κριτική. Θα το αναστρέψω όμως το ερώτημα. Σε τελευταία ανάλυση και όλοι αυτοί που παρακολουθούσαν το φαινόμενο, άνθρωποι της Αριστερός, που είναι, υποτίθεται, πιο ευαισθητοποιημένοι σε αυτά τα ζητήματα, όχι κατά τεκμήριο, αλλά έτσι λέμε ότι είναι, αυτοί γιατί δεν πήγαν να κάνουν μια μήνυση στον εισαγγελέα;» Δηλαδή, ρωτήσαμε, στην κριτική ότι η κυβέρνηση πήρε χαμπάρι το 2013 πως η Χρυσή Αυγή έχει κοινό πολιτικό υπόβαθρο, βάσει του οποίου εγκληματεί ως οργάνωση, απαντάτε ότι συνέβη έτσι «επειδή δεν το έκανε η Αριστερά»; «Όχι» μας είπε ο κ. Βορίδης. «Λέω ότι δέχομαι την κριτική για τον κρατικό μηχανισμό που δεν ευαισθητοποιήθηκε γρηγορότερα, αλλά, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα δεν ήταν επαρκώς ορατό και όχι μόνο από την κυβέρνηση».

Από τα λεγάμενα λοιπόν των δύο αυτών επιφανών πολιτικών, εκ των οποίων ο ένας τώρα έχει αρχηγικές βλέψεις για τη ΝΔ ως «μετριοπαθής», «φιλελεύθερος» και «καραμανλικός», ενώ ο άλλος θεωρείται ο εκλεκτός του νυν αρχηγού, προκύπτει ότι το Δεκέμβριο του 2012 μπορεί και να είχαμε «συμπτωματικές» αξιόποινες πράξεις ενός κόμματος με «σεβαστό αριθμό ψήφων» και «σημαντικό αριθμό βουλευτών», αλλά το Σεπτέμβριο του 2013 είχαμε «εγκληματική οργάνωση» – επειδή το «πρόβλημα» δεν ήταν ως τότε επαρκώς «ορατό»…

Το μη ορατό πρόβλημα

Η Χρυσή Αυγή δραστηριοποιείται από τη δεκαετία του 1980, αλλά η κρίσιμη περίοδος, όπου η άνοδός της είναι μετεωρική, είναι το 2009-2010. Η νεοναζιστική οργάνωση στήνει τις «αυθόρμητες» διαμαρτυρίες κατοίκων, όπου λιγοστοί κάτοικοι κραδαίνουν ελληνικά σημαιάκια, περιστοιχισμένοι από μπράβους, σε κεντρικές πλατείες της Αθήνας. Κάποιες πλατείες τις καταλαμβάνει μόνιμα, εγκαθιστώντας δική της «περιφρούρηση» και απαγορεύοντας την είσοδο στους αλλοδαπούς, ενώ εξαπολύει κύμα επιθέσεων. Η βία της Χρυσής Αυγής είναι έντονη, γενικευμένη και εξόχως ορατή. Η πορεία αυτή την φτάνει ως το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων, όπου ο εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος Νίκος Μιχαλολιάκος χαιρετά ναζιστικά.

Μεταξύ Οκτωβρίου 2011 και Ιανουάριου 2014, το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας -συστάθηκε με πρωτοβουλία της Εθνικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Υπατης Αρμοστείας με τη συμμετοχή 34 ΜΚΟ- κατέγραψε περισσότερα από 350 κρούσματα ρατσιστικής βίας. Η συντριπτική πλειονότητα των αναφερθέντων θυμάτων είναι πρόσφυγες και μετανάστες. «Συχνά οι δράστες πιστεύεται ότι ανήκουν σε εξτρεμιστικές ομάδες και ότι δρουν οργανωμένα. Είναι ντυμένοι με μαύρα ρούχα ή/και στρατιωτικά παντελόνια και έχουν τα πρόσωπά τους καλυμμένα ή φορούν κράνη (λεγάμενες “ομάδες κρούσης”)».

Στην αιματοβαμμένη ιστορία της Χρυσής Αυγής, η ολιγωρία της Δικαιοσύνης και η συγκάλυψη από μέρους του πολιτικού συστήματος είναι τεράστιο κεφάλαιο. Ακόμη περισσότερο, όμως, αποτελεί απολύτως λανθασμένη ερμηνεία να επιχαίρει κανείς διότι, έστω και καθυστερημένα, τα δημοκρατικά κόμματα στράφηκαν κατά της Χρυσής Αυγής. Απεναντίας, παράλληλα με τις ευθύνες της νεοναζιστικής οργάνωσης, είναι μείζον ζήτημα πολιτικής εντιμότητας και μνήμης να τονίζεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι είναι οι κυβερνήσεις της λεγάμενης «κεντροαριστεράς» και της λεγάμενης «κεντροδεξιάς», οι κυβερνήσεις της κρίσης, αυτές που έστρωσαν το δρόμο του φασισμού στην Ελλάδα, προκαλώντας την έκπτωση της δημοκρατίας και εφαρμόζοντας πολιτικές που είναι οι ίδιες φασιστικές.

Ένοχη δεν είναι μόνο η Χρυσή Αυγή

Δεν είναι η Χρυσή Αυγή που έφτιαξε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για μετανάστες, άστεγους και τοξικομανείς συζητήθηκαν στην προολυμπιακή Αθήνα, επί «ισχυρής Ελλάδας» του Κώστα Σημίτη. Επανήλθαν ως ιδέα επί υπουργίας Μαρκογιαννάκη, στην κυβέρνηση Καραμανλή. Τελικά ο άνθρωπος που έκλεισε τους μετανάστες σε κοντέινερ, μέσα σε συρματοπλέγματα, στερώντας τους τις προστασίες του κράτους δικαίου, ήταν ο εκσυγχρονιστής σοσιαλιστής Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, υπό τις επευφημίες του επίσης εκσυγχρονιστή Ανδρέα Λοβέρδου. Και τα στρατόπεδα τα γέμισε ο «φιλελεύθερος» Νίκος Δένδιας.

Δεν είναι η Χρυσή Αυγή που ποινικοποίησε τον HIV και που συκοφάντησε άρρωστους ανθρώπους για να γεννήσει πλαστό τρόμο στο κοινό με τη δύναμη του κράτους. Όταν η αστυνομία συνέλαβε γυναίκες, τις υπέβαλε σε ιατρικό έλεγχο δίχως τη συναίνεσή τους, και οι αρχές τις διαπόμπευσαν στο πανελλήνιο, φορτώνοντάς τους πλασματικές κακουργηματικές κατηγορίες που ύστερα σιωπηλά κατέπεσαν, οι αρχιτέκτονες ήταν οι εκσυγχρονιστές Χρυσοχοΐδης και Λοβέρδος.

Δεν ήταν η Χρυσή Αυγή που βασάνισε κρατούμενους, δεμένους με χειροπέδες, ξανά και ξανά, όπως καταγγέλλουν οι εγκυρότερες των ανθρωπιστικών οργανώσεων, σε κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων και στη ΓΑΔ Α. Η δημοκρατική αστυνομία μιας χώρας της ΕΕ το έκανε αυτό, μιας χώρας που έχει πάνω από δέκα καταδίκες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα εγκλήματα των διωκτικών αρχών της. Και αυτός που την κάλυψε λέγοντας ψέματα στο κοινοβούλιο και στα ΜΜΕ ήταν και πάλι ο «φιλελεύθερος» Νίκος Δένδιας. Κι όλα αυτά -και πολλά ακόμη- αποτέλεσαν μέρος μιας βαθιά αυταρχικής αντίληψης της εξουσίας, όπου ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλούσε για «ανακατάληψη των πόλεων» υποδαυλίζοντας το ρατσιστικό μίσος.

Μάλιστα, ειδικά ο Αντώνης Σαμαράς ευθύνεται για το φασιστικό φαινόμενο όχι με μόνο με τις πράξεις της κυβέρνησής του, αλλά και με τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό του. Ήταν αυτός που, αφού συνετέλεσε με την εθνικιστική και μισαλλόδοξη ρητoρική του στη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας ως μέρους της κεντρικής -«δημοκρατικής»-πολιτικής διαδικασίας, ύστερα συναίνεσε και στην κραυγαλέα υποτίμηση της συνταγματικής τάξης που ήταν η κυβέρνηση Παπαδήμου και το δεύτερο μνημόνιο, κι έστειλε ένα τεράστιο τμήμα ψηφοφόρων, το οποίο ως τότε στεγαζόταν στη μετριοπαθή Δεξιά, αηδιασμένο με τους θεσμούς, ολοταχώς στην «αυθεντική» Χρυσή Αυγή, η οποία εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όπως και πάλι επισημάναμε σε αυτό εδώ το περιοδικό, γνώρισε την πρώτη της δημοσκοπική άνοδο. Για να μη μιλήσουμε καν για την παλαιότερη σχέση του πολιτικού αυτού τυχοδιωκτισμού με την Χρυσή Αυγή, η οποία αναζωπυρώθηκε για πρώτη φορά επί της υστερίας για το «μακεδονικό», πρωταγωνιστής της οποίας ήταν φυσικά ο σημερινός αρχηγός της «κεντροδεξιάς» ΝΔ.

Όλα αυτά -τόσο οι πολιτικές συγγένειες όσο και η επί μακράν ανοχή του «μη ορατού φαινομένου»- δείχνουν ότι η απόφαση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να στραφούν κατά της Χρυσής Αυγής είχε πολιτικά κίνητρα, ότι αποσκοπούσε σε πολιτικό όφελος, και δεν ήταν απλώς μια καθυστερημένη αντίδραση σ’ ένα ζήτημα ποινικό.

Ως τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, στη δεδομένη διαφωνία στους κόλπους της ΝΔ σχετικά με την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής αλλά και γενικότερα τη σχέση με την ακροδεξιά, επικρατούσα ήταν η πλευρά, που κυρίως εκφραζόταν από τον εκλεκτό του κ. Σαμαρά γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκο, που διερευνούσε τις πιθανότητες συνεργασίας. Μετά τη δολοφονία, επικράτησε η άποψη ότι ανοιγόταν μια ευκαιρία να χτυπηθεί αστραπιαία η Χρυσή Αυγή, ώστε να επαναπατριστεί η ακροδεξιά ψήφος και να μην υπάρχει ανάγκη συνεργασίας με μια οργάνωση την οποία η ΝΔ χάιδευε αλλά δεν ήλεγχε.

Ακόμη και τότε, όμως, καταβλήθηκε προσπάθεια η οργάνωση να πέσει στα μαλακά. Λίγες ώρες μετά τη δολοφονία, ο Νίκος Δένδιας δηλώνει: «Τις αμέσως προσεχείς μέρες θέτουμε σε δημόσιο διάλογο πρόταση νομοθετικής παρέμβασης με αντικείμενο τη διεύρυνση του άρθρου 187 του ποινικού κώδικα περί εγκληματικής οργάνωσης και του άρθρου 195 του ποινικού κώδικα περί του τι συνιστά κατάρτιση ένοπλης ομάδας».

Τι σημαίνει αυτό; Ότι παρά την επιμονή της Δικαιοσύνης να παραπέμπει και να δικάζει σωρεία πράξεων τα τελευταία χρόνια με το άρθρο 187Α του ποινικού κώδικα, που αφορά ειδικά τις «τρομοκρατικές οργανώσεις», ο υπουργός φαίνεται να στέλνει μήνυμα ότι η Χρυσή Αυγή πρέπει να δικαστεί με το 187 ως «εγκληματική οργάνωση». Κι αυτό παρότι η διατύπωση «εκφοβισμός πληθυσμού», που περιλαμβάνεται στον 187Α, μοιάζει ιδανική για να περιγράφει τη δράση της Χρυσής Αυγής. Επιπλέον, όμως, ξεθάβει και το άρθρο 195, πλημμεληματικού χαρακτήρα, με ποινή έξι μηνών, και το προτείνει και αυτό.

Η δήλωση Δένδια ξεχάστηκε αλλά κατά πόσον ξεχάστηκε και το μήνυμά της είναι ανοιχτό ζήτημα. Ο δικαστής Νικόλαος Σαλάτας, λόγου χάρη, που μειοψήφησε στο Συμβούλιο Εφετών τον περασμένο Φεβρουάριο, επιχειρηματολόγησε ότι χωρίς το στοιχείο του «οικονομικού οφέλους» δεν μπορεί να σταθεί η κατηγορία της «εγκληματικής οργάνωσης», όπως προκύπτει από τη Σύμβαση του Παλέρμο, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει. Αλλά ο δικαστής δεν προτείνει την επανεξέταση της υπόθεσης βάσει του 187Α, που θα ήταν η λογική προέκταση του συλλογισμού του, αλλά αρκείται στην απαλλαγή της οργάνωσης.

Οι στρεβλώσεις της δημοκρατίας

Η ξαφνική απόφαση, ωστόσο, της κυβέρνησης του Α. Σαμαρά να στραφεί ενάντια στη Χρυσή Αυγή δεν απαιτείται μόνο να εξεταστεί υπό το φως της ευθύνης του «μεσαίου χώρου» για τον εκφασισμό, αλλά πρέπει και να αποτιμηθεί ως προς μια σειρά στρεβλώσεις που παρήγαγε και οι οποίες έπληξαν την πολιτική διαδικασία. Πρώτον, λόγω της δίωξης και κυρίως του τρόπου και του πολύ καθυστερημένου χρόνου της, προέκυψε μια πολύ σοβαρή κοινοβουλευτική δυσλειτουργία. Όσο κι αν σε πολλούς μας είναι απεχθές το γεγονός, η Χρυσή Αυγή ψηφίστηκε από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες τους οποίους εκπροσωπεί στο Κοινοβούλιο. Η πολύ σοβαρή αυτή στρέβλωση της κοινοβουλευτικής τάξης ουδέποτε αντιμετωπίστηκε με μια γενναία και ανοιχτή συζήτηση, αλλά υποβαθμίστηκε από όλες τις πλευρές ενισχύοντας και διαιωνίζοντας το έλλειμμα εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Δεύτερον, κατά την άσκηση της δίωξης υπήρξαν σοβαρές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη από την εκτελεστική εξουσία.

Τόσο το βίντεο Κασιδιάρη-Μπαλτάκου, όμως, όσο και το μήνυμα του Α. Σαμαρά στον «παναθηναϊκάκια», μολονότι ουδέποτε διαψεύστηκαν, και αυτά υποβαθμίστηκαν στον δημόσιο διάλογο από όλες τις πλευρές. Τρίτον, η Δικαιοσύνη επέτρεψε στην τότε κυβέρνηση να κάνει συγκεκριμένη πολιτική χρήση της προφυλάκισης των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, απαγορεύοντας μεν την παρουσία τους στο κοινοβούλιο σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά επιτρέποντάς την σε άλλες, όπως στην προεδρική εκλογή, με αποτέλεσμα ο Αντώνης Σαμαράς να είναι σε θέση να παρουσιάσει τη Χρυσή Αυγή ως σύμμαχο του ΣΥΡΙΖΑ και να πει πως μαζί έριξαν την κυβέρνησή του.

Η διαπίστωση ότι η απόφαση δίωξης της Χρυσής Αυγής είχε πολιτικά κίνητρα, ότι αποσκοπούσε σε πολιτικό όφελος και ότι, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα ολιγωρία και συγκάλυψη, παρήγαγε στρεβλώσεις, γίνεται προσπάθεια να υποστηριχθεί ότι ταυτίζεται με τους ισχυρισμούς και την υπερασπιστική γραμμή της ίδιας της νεοναζιστικής οργάνωσης.
Φυσικά, δεν πρόκειται καθόλου για το ίδιο πράγμα, παρά για μια προσπάθεια να στιγματιστεί και να απαξιωθεί όποιος ασκεί κριτική. Κι αν για τη ΝΔ και το Π ΑΣΟΚ είναι εύλογο αυτό, επειδή τους φωτογραφίζει, μαζί με τη Δικαιοσύνη, ως συνενόχους, είναι λιγότερο εύλογο όταν εκπορεύεται από ένα μέρος της Αριστερός.

Η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, λόγου χάρη, η οποία επισήμανε πως, από τη στιγμή που η παρουσία των βουλευτών της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο δεν έχει απαγορευτεί τελείως, αποτελεί πρόβλημα να εκχωρείται σε έναν εισαγγελικό λειτουργό η απόφαση σε ποια ψηφοφορία θα ψηφίζουν οι βουλευτές και σε ποια όχι, αντιμετωπίστηκε και από την αριστερή Εφημερίδα των Συντακτών ως κάποιος που «φλερτάρει» με τους νεοναζί.

Όταν μάλιστα η πρόεδρος αντέδρασε στις επιθέσεις της αντιπολίτευσης επισημαίνοντας πως ο λόγος που αντιδρούν είναι ότι το ζήτημα αυτό θέτει σε αμφισβήτηση μνημονιακούς νόμους ψηφισμένους εν τη απουσία των προφυλακισμένων βουλευτών, η ίδια εφημερίδα υιοθέτησε τη «γραμμή» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ κατηγορώντας την ότι συγκροτεί «αντιμνημονιακό μέτωπο» με τη Χρυσή Αυγή. Ακόμη και με την πιθανότητα οι επιθέσεις αυτές να σχετίζονται όχι μόνο με τις διαφωνίες γύρω από τη συγκεκριμένη μεθόδευση της δίωξης της Χρυσής Αυγής αλλά και με άλλου είδους ενδοσυριζαϊκούς ανταγωνισμούς, η κατηγορία ότι η πρόεδρος της Βουλής έχει οποιουδήποτε είδους πολιτική προσέγγιση με τους νεοναζί αποτελεί ντροπή γι’ αυτούς που την ξεστομίζουν.

Επισημάνσεις και διλήμματα

Υποθέτει κανείς ότι για την Αριστερά πηγή ανησυχίας είναι ο πιθανός κίνδυνος να αμβλυνθεί η όποια αποφασιστικότητα του δικαστικού σώματος, αν στον δημόσιο λόγο οι ευθύνες παρουσιάζονται πιο διάχυτες και όχι απολύτως επικεντρωμένες στη Χρυσή Αυγή σε σχέση με τις εγκληματικές της ενέργειες. Κίνδυνος που πράγματι είναι υπαρκτός αν συνυπολογίσει κανείς ότι η κυβέρνηση είναι μάλλον αμήχανη. Παρά την αδιαφιλονίκητη καταδίκη των φασιστικών πρακτικών από την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, και την ενεργητική αντίσταση του αντιφασιστικού κινήματος που περιλαμβάνει επίσης την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο, η ίδια η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τοποθετηθεί με ηχηρό τρόπο υπέρ των διώξεων. Υπάρχει λοιπόν ο φόβος ότι, αν κάποιες επισημάνσεις, όπως αυτές της Ζωής Κωνσταντοπούλου, παίρνουν μεγάλη δημοσιότητα ενόσω απουσιάζει μια δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να υποστηρίξει τη δίωξη, οι δικαστές θα θεωρήσουν ότι δεν υπάρχει «πολιτική βούληση» και θα ρίξουν τη Χρυσή Αυγή στα μαλακά, όπως άλλωστε υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να συμβεί.

Τούτων δοθέντων, πρέπει να γίνουν τρεις επισημάνσεις: Πρώτον, η ειδική νομοθεσία με την οποία παραπέμπονται, το άρθρο 187 του ποινικού κώδικα αλλά και το 187Α, που θα ήταν, όπως εξηγήσαμε, πιο κατάλληλο βάσει της πρόσφατης δικαστικής πρακτικής, είναι εξόχως αντιδημοκρατική και αποτελεί πάγιο αίτημα πολλών προοδευτικών ανθρώπων η κατάργησή της. Μολονότι ο συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής Θανάσης Καμπαγιάννης έχει υποστηρίξει ότι ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ προέβαινε στην κατάργηση των αντιτρομοκρατικών νομοθεσιών, αυτό δεν θα επηρέαζε τη δίκη της Χρυσής Αυγής,

Είναι προφανώς απίθανο να αποτολμούσε η κυβέρνηση τώρα κάτι τέτοιο. Και, βέβαια, έχει δίκιο να επισημαίνει η πολιτική αγωγή πως μια τέτοια κατάργηση αλλά και μια ενδεχόμενη αποδοχή ένστασης αντισυνταγματικότητας από το δικαστήριο, θα συνιστούσε θετική διάκριση υπέρ της Χρυσής Αυγής, δεδομένης της ογκώδους νομολογίας όπου τέτοιες ενστάσεις έχουν απορριφθεί τη στιγμή που αφορούσαν κατηγορούμενους από τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Τώρα, το αν πρέπει να σταματήσουμε να υποστηρίζουμε την κατάργηση των νόμων αυτών επειδή επί του παρόντος προτιμούμε την επείγουσα καταδίκη της Χρυσής Αυγής, ας το κρίνει ο καθένας.

Δεύτερον, η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής όλα τα προηγούμενα χρόνια συγκαλυπτόταν από τις διωκτικές αρχές και τη Δικαιοσύνη είτε αυτοβούλως είτε με παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας. Η δίωξή της ασκήθηκε επίσης με παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας. Και τώρα διατυπώνεται ένα αίτημα «πολιτικής βούλησης» για την καταδίκη της. Από τη μία, είναι κατανοητή η άποψη που λέει ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε την τέλεια εξυγίανση των θεσμών -που μάλλον θα αργήσει- για να αντιμετωπιστεί η Χρυσή Αυγή. Από την άλλη, το κατά πόσο μπορεί κανείς να απαιτεί αντιθεσμική συμπεριφορά από τους θεσμούς για να διορθώσουν την προηγούμενη αντιθεσμική συμπεριφορά τους, αποτελεί ένα γρίφο της τραυματισμένης ελληνικής δημοκρατίας, που ο καθένας, και πάλι, καλείται να επιλύσει.

Τρίτον, οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή δεν θα εξαφανιστούν. Θα παραμένει λοιπόν σημαντικό να υπενθυμίζεται το πώς παρήχθη ο εκφασισμός και η έκπτωση της δημοκρατίας από τα δημοκρατικά κόμματα και τα πιστά σε αυτά ΜΜΕ, αν μη τι άλλο με την ελπίδα ότι ένας διαφορετικός δημόσιος λόγος θα περιορίσει την έλξη που ασκούν οι μισαλλόδοξες ιδέες και τη λαβή τους πάνω στη νομιμοποιημένη δημοκρατική δημόσια συζήτηση. Το αν κανείς επιλέγει να υποβαθμίσει αυτό το ιστορικό ώστε να μην κινδυνεύει να αμβλύνει την εντύπωση των ευθυνών που έχουν οι ίδιοι οι μαχαιροβγάλτες και οι αρχηγοί τους, είναι κι αυτό ένα ζήτημα προσωπικής πολιτικής επιλογής. Εμείς τη δική μας την έχουμε κάνει.

Μία απάντηση στο “Τι δεν πρέπει να ξεχνάμε για τη Χρυσή Αυγή”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *