“Ο συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα πέθανε στο Οβιέδο. Η ομάδα του Tusquets Editores εκφράζει τη βαθιά θλίψη της για την απώλειά του”, γράφει ο ισπανικός εκδοτικός όμιλος στην ανακοίνωση που εξέδωσε.

Ο στρατευμένος χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, ο οποίος είχε εξορισθεί από τη δικτατορία του Αουγκούστο Πινοτσέτ, πέθανε σε ηλικία 70 ετών στην Ισπανία από την Covid-19, ανακοίνωσε σήμερα ο εκδοτικός οίκος του.
«Ο συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα πέθανε στο Οβιέδο. Η ομάδα του Tusquets Editores εκφράζει τη βαθιά θλίψη της για την απώλειά του», γράφει ο ισπανικός εκδοτικός όμιλος στην ανακοίνωση που εξέδωσε.
Βιογραφικό
Ο Λουίς Σεπούλβεδα γεννήθηκε 4 Οκτωβρίου του 1949 στο Οβάγιε, της επαρχίας Λιμαρί στη βόρεια Χιλή. Είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος και πολιτικός ακτιβιστής.
Ο Λουίς Σεπούλβεδα αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Σαντιάγο σπούδασε θεατρική σκηνοθεσία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Χιλής. Διατέλεσε ηγέτης του φοιτητικού κινήματος τα χρόνια των σπουδών όντας μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος της Χιλής και επί κυβέρνησης Σαλβαδόρ Αγιέντε υπήρξε στέλεχος στο τμήμα των πολιτιστικών θεμάτων, όπου ήταν υπεύθυνος για μια σειρά από φθηνές εκδόσεις για το ευρύ κοινό. Επίσης ενήργησε ως μεσολαβητής της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων της Χιλής.
Μετά το πραξικόπημα του 1971, που έφερε στην εξουσία τον Αουγούστο Πινοσέτ και την δικτατορία του, φυλακίστηκε για 2,5 χρόνια και στη συνέχεια, αφού αποφυλακίστηκε υπό όρους μετά από τις πολλές προσπάθειες του γερμανικού παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, κρατήθηκε σε κατ΄ οίκον περιορισμό. Κατάφερε να δραπετεύσει και έζησε παράνομα για ένα χρόνο περίπου. Με τη βοήθεια ενός φίλου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Aliance Française στο Βαλπαραΐσο, έστησε μια θεατρική ομάδα που έγινε η πρώτη πολιτιστική εστία αντίστασης. Ο ίδιος συνελήφθη εκ νέου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για προδοσία και ανατροπή του πολιτεύματος. Η ποινή αργότερα μειώθηκε σε 28 χρόνια.
Το γερμανικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας παρενέβη πάλι το 1977 και η ποινή του μετατράπηκε σε οκτώ χρόνια εξορίας. Φεύγοντας από τη Χιλή για τη Σουηδία, (τον τόπο που είχε αποφασιστεί να εξοριστεί) όπου θα δίδασκε ισπανική λογοτεχνία, στην πρώτη του στάση στο Μπουένος Άιρες δραπέτευσε και κατάφερε να πάει στην Ουρουγουάη. Επειδή όμως οι πολιτικές συνθήκες στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη ήταν παρόμοιες με αυτές στην πατρίδα του, ο Λουίς Σεπούλβεδα πήγε στο Σάο Πάολο στη Βραζιλία και στη συνέχεια, στην Παραγουάη. Παρόλα αυτά όμως έπρεπε να φύγει πάλι, λόγω του τοπικού καθεστώτος και εγκαταστάθηκε τελικά στο Κίτο του Εκουαδόρ φιλοξενούμενος του φίλου του Χόρχε Ενρίκε Αδούμ (Jorge Enrique Adoum), όπου σκηνοθέτησε για το θέατρο Alliance Française και ίδρυσε μια θεατρική εταιρεία. Επίσης έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία της UNESCO της αξιολόγησης του αντίκτυπου του αποικισμού στους Ινδιάνους Σουάρ (Shuar).
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας μοιράστηκε τη ζωή των Σουάρ για επτά μήνες και κατανόησε τη Λατινική Αμερική ως μια πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική ήπειρο όπου ο Μαρξισμός δεν μπορεί ισχύσει για ένα αγροτικό πληθυσμό που εξαρτάται από το γύρω του φυσικό περιβάλλον. Εργάστηκε σε στενή επαφή με τις ινδιάνικες οργανώσεις και συνέταξε το πρώτο σχέδιο διδασκαλίας γραμματισμού για την ομοσπονδία των αγροτών Ιμπαμπούρα (Imbabura) των Άνδεων.
Το 1979 εντάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία που αγωνιζόταν στη Νικαράγουα και μετά τη νίκη της επανάστασης εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Ένα χρόνο αργότερα έφυγε για την Ευρώπη και πήγε στο Αμβούργο. Λόγω του θαυμασμού του για τη γερμανική λογοτεχνία (έμαθε τη γλώσσα στη φυλακή), ιδιαίτερα τους ρομαντικούς Νοβάλις και Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Friedrich Hölderlin). Στην Γερμανία εργάστηκε ως δημοσιογράφος ταξιδεύοντας πολύ στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Το 1982 ήρθε σε επαφή με την Greenpeace και εργάστηκε μέχρι το 1987 ως μέλος πληρώματος σε ένα από τα πλοία τους. Αργότερα λειτούργησε ως συντονιστής μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οργάνωσης.
Συνέντευξη
ο Luis Sepúlveda παραδίδει την οπτική του για τον κόσμο μέσα από το παραμύθι: “Ιστορία ενός σκύλου που εκπαίδευσε σε ένα παιδάκι την πίστη”
Εισαγωγή
«Το παραμύθι αντανακλά την πραγματικότητα σε έναν παράξενο καθρέπτη, μη συμβατικό, που προσφέρει μιαν εικόνα που επιτρέπει να καταλάβεις καλύτερα την πραγματικότητα».
Δεν είναι σίγουρα μια τυχαία επιλογή: είναι από το 1996 που ο χιλιανός “κόκκινος” χρησιμοποιεί τα ζώα για να φθάσει στην καρδιά της ύπαρξης και να πολεμήσει, με ελαφριά όπλα αλλά όχι λιγότερο αποτελεσματικά εξ αιτίας αυτού, τους παντοτινούς του αγώνες. Με την “Ιστορία μιας γλαροπούλας και του γάτου που της έμαθε να πετά, ο Sepúlveda κοινώνησε σε όλους, και στα παιδάκια, την αγάπη του για την φύση και την περιφρόνησή του για τους ανθρώπους που την τραυματίζουν και την βεβηλώνουν.
Στα επόμενα δυο παραμύθια που συγκροτούν την Τριλογία της φιλίας επέστρεψε να μας μιλά για τους συναισθηματικούς δεσμούς που ο χρόνος δεν μπορεί να σπάσει, αλλά γενόμενος σιγά σιγά πιο φιλοσοφικός, μέχρι να μεταμορφώσει μιαν χελώνα σε επαναστάτρια που ερευνά τους λόγους της βραδύτητας και αντιτίθεται στον κονφορμισμό και την έγκριση.
Σύγχρονος La Fontaine, αυτή την φορά ο Sepúlveda μας μεταφέρει στον νότο της Χιλής, και μας μιλά για την ιστορία ενός σκύλου που μεγαλώνει μαζί με τους mapuche, τους Ανθρώπους της Γης απ’ όπου αυτός ο ίδιος προέρχεται, που στην αρχή αποδεκατίστηκε και στην συνέχεια υποχρεώθηκε από τους γαιοκτήμονες να μεταναστεύσει σε ζώνες απομονωμένες και μη παραγωγικές.
Γενόμενο λάφυρο πολέμου μιας χούφτας ανδρών βίαιων και κατάπτυστων, που κρατούν όπλα για να σκοτώνουν και κινούν “μεγάλα θηρία από μέταλλο” για να ισοπεδώνουν το δάσος, διαχωρισμένο από τον σύντροφό του Aukamañ, το ίντιο παιδάκι για το οποίο στάθηκε σαν αδελφός, το σκυλί είναι υποχρεωμένο να κυνηγήσει έναν μυστηριώδη φυγά.
Στο τέλος της κούρσας του, ανάμεσα σε ποτάμια και φτέρες, με το αίμα να ρέει από το στήθος, θα αποθέσει φόρο τιμής στο όνομά του, ένα σημαντικό όνομα, που σημαίνει πίστη. Καμιά έκπληξη.
Το γεγονός της φύσης που την προσβάλουν έχει πάντα εξοργίσει τον Sepúlveda, όπως και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκείνο που αγαπά πολύ, εκείνο που θέλει να πει στον κόσμο το αναθέτει σε λόγια γλυκά και συγκεκριμένα. Λόγια κατάλληλα για παιδάκια, αλλά και για μεγάλους.
Η συνέντευξη
Λόγια που είναι γέφυρα ανάμεσα στον Αίσωπο και την Λατινική Αμερική, και δεν θα είναι ποτέ ουδέτερα. Είναι αυτός που το λέει, να εξηγεί γιατί τα παραμύθια, πως η λογοτεχνία, είναι ένας άλλος τρόπος για να κάνει πολιτική.Ολα τα βιβλία του γεννιούνται από κάτι που είδε, έζησε, άκουσε και τον συγκίνησε, από την συνάντηση με τους ίντιος jibaros στο δάσος του Αμαζονίου ή από μιαν ερώτηση από τα εγγονάκια του. Αυτό το παραμύθι από τι γεννιέται;
«Τον φεβρουάριο του 2013 ήμουν στα νότια της Χιλής για να επισκεφτώ την περιοχή της Araucanía, την Wallmapu, την χώρα των μαπούτσε, mapuche. Μίλησα και άκουσα πολλά πρόσωπα, ένα από αυτά ήταν ένα παιδάκι, νομίζω επτά χρονών και ήταν πολύ λυπημένο γιατί είχε χάσει τον σκύλο του. Μια γριά mapuche το παρηγορούσε, λέγοντάς του πως το σκυλί του θα επέστρεφε διότι ήταν ένα πιστό σκυλί, ένας πιστός φίλος. Μου άρεσε έτσι όπως μιλούσε στο παιδάκι κι έτσι γεννήθηκε αυτή η ιστορία».
Όταν γράψατε την “Ιστορία ενός γάτου και του ποντικού που έγινε φίλος του”, υποστηρίζεται πως στο να δίνει μορφή στο βιβλίο βάρυνε η εικόνα ενός γέρου τυφλού, ενός προφορικού αφηγητή που γνώρισε στις πεδιάδες της Tinduf στην Algeria. Σε αυτή την περίπτωση, αντίθετα, στον πρόλογο μιλάτε για έναν θείο που το δειλινό διηγείται ιστορίες στα μικρά mapuche. Τι σας συναρπάζει στην προφορική παράδοση των παραμυθάδων;
«Η προφορική παράδοση είναι αρχαία όσο η ανθρωπότητα και είμαστε ανθρώπινα όντα για την ίδια εκείνη ικανότητα να λέμε μεταξύ μας πράγματα, να μιλάμε για το πως υπήρξε η ημέρα. Δεν είμαι μόνον εγώ που συναρπάζομαι από την προφορική παράδοση, από την τέχνη να διηγείσαι ιστορίες. Σε μια περιοχή του βορρά της Argentina, El Chaco, ο συγγραφέας Mempo Giardinelli οργανώνει κάθε χρόνο μιαν λογοτεχνική συνάντηση στην οποίαν οι μεγάλες φιγούρες είναι οι γιαγιάδες “cuenta-cuentos” (αυτές που διηγούνται ιστορίες). Στην διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου μαζεύονται χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών, να ευχαριστηθούν την προφορική διήγηση, των γιαγιάδων που λεν ιστορίες και που με τα λόγια τους διηγούνται το σύμπαν ».
Το παραμύθι είναι ένα είδος διήγησης καθολικό, κι όμως καταφέρνει να αντανακλά την κουλτούρα και την ιδιαιτερότητα κάθε λαού. Πόσο βαραίνουν οι ρίζες σας στα παραμύθια που γράφετε; Και πόσο αντιθέτως η δυτική παράδοση, συνδεδεμένη με τον Αίσωπο και τον Φαίδρο;
«Tόσο οι καταβολές μου όπως και η δυτική και ανατολική παράδοση του παραμυθιού έχουν μιαν σημασία όταν γράφω. Εγώ είμαι εκείνος που που διάβασα, άκουσα, αγάπησα, αξιολόγησα, οπότε έκλαψα και γέλασα. Εγώ είμαι το σύνολο όλων αυτών».Συχνά χαρακτηρίστηκε ρεαλιστής συγγραφέας. Κι όμως συνεχίζει να γράφει παραμύθια και όλο το έργο σας διασχίζεται από μιαν φλέβα παραμυθιού. Μήπως είναι το παραμύθι ένα μέσο για να πούμε την αλήθεια;
«Πιστεύω πως όλα τα παραμύθια λένε την πραγματικότητα και το πλέγμα μεταξύ πραγματικότητας και ανθρώπινων συμπεριφορών. Το παραμύθι αντανακλά την πραγματικότητα σε έναν παράξενο καθρέπτη, καθόλου συμβατικό, και παρέχει μιαν εικόνα που επιτρέπει μιαν καλύτερη αντίληψη της πραγματικότητας».
Όπως στη “Τριλογία της φιλίας ” και στην “Ιστορία ενός σκύλου που εδίδαξε σε ένα παιδάκι την πιστότητα” λέγεται η σημαντικότητα της συνάντησης με τον άλλον, με τον διαφορετικό σε μιαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αναφέρομαι στο σκυλάκι, που ζεστάθηκε και ταίστηκε από το τζάγκουαρ. Ποια αξία έχει η διαφορετικότητα στην ζωή;
«Η διαφορετικότητα είναι μια εκπληκτική αξία που καθιστά δυνατή την ζωή. Είναι αδύνατον να φανταστούμε την ζωή δίχως αυτή να είναι ένας ατέλειωτος κατάλογος της διαφορετικότητας. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: το 1519 ο Cortés έφθασε στο Μεξικό με την πρόθεση να λεηλατήσει και να καταστρέψει ότι ήταν άλλο, ότι ήταν διαφορετικό. Αλλά με αυτόν υπήρχε ένας άνδρας με το όνομα Gonzalo Guerrero που κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν η διαφορετικότητα του κόσμου Maya, αντιλήφθηκε πως αυτή η διαφορετικότητα έπρεπε να υπερασπιστεί και το έκανε. ο Guerrero πέθανε σαν στρατηγός Maya, θυσίασε την ζωή του για τον άλλον, για τον διαφορετικό ».
Αυτό το παραμύθι σας μοιάζει να σημαδεύεται από την κοινωνική και πολιτική στράτευση. Δεν είστε μόνον απολογητής της φιλίας, της συμπάθειας και την πιστότητας, αλλά ανθίζει επίσης η επιθυμία ελευθερίας και η ιστορία των ταπεινώσεων και των βιαιοτήτων που υπέστησαν οι μαπούτσε…
«Σε όλες μου τις ιστορίες είναι παρούσα η πραγματικότητα, εκείνο που μου αρέσει και εκείνο που πιστεύω πως πρέπει να αλλάξει: δεν είμαι ουδέτερος διότι στην ιδέα μου για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, η ουδετερότητα δεν υπάρχει. Η ουδετερότητα είναι το καταφύγιο του δειλού κι εγώ δεν είμαι, ούτε υπήρξα και δεν θα είμαι ποτέ ουδέτερος ».
ο Paco Ignacio Taibo II υποστηρίζει πως η λογοτεχνία είναι ένας άλλος τρόπος να κάνεις πολιτική. Συμμερίζεστε αυτή την δήλωση;
«Ναι, διότι η λογοτεχνία είναι διεσπαρμένη με μνήμη. Η λογοτεχνία λέει εκείνο που η επίσημη ιστορία αρνείται η κρύβει».
Φαίνεται πως θεωρείτε την απλότητα περισσότερο από ένα στυλ, μιαν αξία. Σε ένα παραμύθι μετρά περισσότερο η ηθική-δεοντολογία ή η αισθητική;
« Και τα δυο είναι εξίσου σημαντικά. Εγώ διατηρώ στην λογοτεχνία το ίδιο ηθικό φορτίο που διατηρώ στην ζωή, και προσπαθώ να δώσω στην ζωή την ίδιαν αισθητική ένταση που παραδίδω στην λογοτεχνία».Εσείς μιλάτε για μιαν σκηνή συγκινητική, τον τελευταίο χαιρετισμό: «Δέκα φορές θα νικήσουμε αδελφέ, διότι έτσι είναι που χαιρετιέται ο Κόσμος της Γης, δίχως ποτέ να λέει addio ».
Τι είναι για εσάς ο θάνατος;
«Ο θάνατος είναι ένα από τα δυο ακραία μέσα στα οποία διατρέχει η ύπαρξη. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε. Είναι ένας κύκλος που ανοίγει και κλείνει. Πιστεύω στην φράση του Πετράρχη, Credo nella frase di Petrarca: ένας καλός θάνατος τιμά όλη την ζωή, un bel morir tutta una vita onora».
Αποσπάσματα από το έργο του
«Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει»
Το κείμενο είναι απόσπασμα του μυθιστορήματος Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει. Μεταξύ άλλων εξετάζει και το μεγάλο πρόβλημα της ρύπανσης των θαλασσών. Στο έργο αυτό που εκτυλίσσεται στο λιμάνι του Αμβούργου, ο γάτος Ζορμπάς, «που ήταν μαύρος, πελώριος και χοντρός», υπόσχεται σε μια ετοιμοθάνατη από τη μόλυνση γλαροπούλα να κλωσήσει αυτός το αυγό της, να μεγαλώσει το γλαρόπουλο που θα γεννηθεί και να το μάθει να πετάει. Το έργο γνώρισε και γνωρίζει τεράστια επιτυχία σε όλο τον κόσμο, ενώ στη Γαλλία γυρίστηκε και σε ταινία κινούμενων σχεδίων. Στο δικό μας απόσπασμα παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο μολύνεται θανάσιμα η Κενγκά, η μάνα-γλάρος.
«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει».
Ο Ζορμπάς έφτασε μ’ ένα σάλτο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του καμπαναριού. Από κάτω, τ’ αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια αστραφτερά.
Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.
Όχι! φοβάμαι! Ζορμπά! Ζορμπά!” έκρωζε η Καλότυχη, τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.
“Περίμενε” νιαούρισε ο Ζορμπάς. “Ασ’ την πάνω στο κάγκελο”.”Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω” είπε ο άνθρωπος.
“Θα πετάξεις,” Καλότυχη” νιαούρισε ο Ζορμπάς.
“Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό. Στη ζωή σου θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να είσαι ευτυχισμένη – ένας από αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος, άνεμος, κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή. Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά”.
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως, κι η βροχή τής έλουζε με πέρλες τα φτερά. Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.
“Η βροχή! Το νερό!” έκρωξε. “Μ’ αρέσει!”
“Τώρα θα πετάξεις” νιαούρισε ο Ζορμπάς.
“Σ’ αγαπώ. Είσαι ένας θαυμάσιος γάτος” έκρωξε η Καλότυχη, πλησιάζοντας την άκρη του κάγκελου.
“Τώρα θα πετάξεις” νιαούρισε ο Ζορμπάς. “Όλος ο ουρανός θα’ναι δικός σου”.
“Δε θα σε ξεχάσω ποτέ….
“Πέτα!”νιαούρισε ο Ζορμπάς
“Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!” έκρωξε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.
Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.
“Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε” είπε αναστενάζοντας.
“Ναι” νιαούρισε ο Ζορμπάς. ” Στο χείλος του γκρεμού κατάλαβα το πιο σημαντικό”.
“Α, ναι; Και τί είναι πιο σημαντικό;” ρώτησε ο άνθρωπος.
“Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει” νιαούρισε ο Ζορμπάς.
———————————————————————————————————
Το μαύρο κύμα
Το κείμενο είναι απόσπασμα του μυθιστορήματος Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει. Μεταξύ άλλων εξετάζει και το μεγάλο πρόβλημα της ρύπανσης των θαλασσών. Στο έργο αυτό που εκτυλίσσεται στο λιμάνι του Αμβούργου, ο γάτος Ζορμπάς, «που ήταν μαύρος, πελώριος και χοντρός», υπόσχεται σε μια ετοιμοθάνατη από τη μόλυνση γλαροπούλα να κλωσήσει αυτός το αυγό της, να μεγαλώσει το γλαρόπουλο που θα γεννηθεί και να το μάθει να πετάει. Το έργο γνώρισε και γνωρίζει τεράστια επιτυχία σε όλο τον κόσμο, ενώ στη Γαλλία γυρίστηκε και σε ταινία κινούμενων σχεδίων. Στο δικό μας απόσπασμα παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο μολύνεται θανάσιμα η Κενγκά, η μάνα-γλάρος.
“ΗΚενγκά άνοιξε τις φτερούγες για να πετάξει, αλλά το κύμα ήταν πιο γρήγορο και την πήρε από κάτω. Όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια, το φως της μέρας είχε χαθεί, κι όταν κούνησε δυνατά το κεφάλι, κατάλαβε πως η κατάρα των θαλασσών την είχε τυφλώσει”Φοβισμένα γλαρόνια
Η Κενγκά με τ’ ασημιά φτερά βούτηξε πολλές φορές το κεφάλι της στο νερό, ώσπου κάποιες ακτίνες φως έφτασαν στις κόρες των ματιών της που ‘χαν σκεπαστεί με πετρέλαιο. Η παχύρρευστη κηλίδα, η μαύρη μάστιγα, της είχε κολλήσει τα φτερά στο σώμα, κι η Κενγκά έπιασε να κουνάει τα πόδια, με την ελπίδα να κολυμπήσει γρήγορα και να φύγει μακριά απ’ το μαύρο κύμα.
Με όλους τους μυς της πιασμένους από την προσπάθεια, κατάφερε κάποτε να φτάσει στο τέλος της πετρελαιοκηλίδας και να ‘ρθει σ’ επαφή με το καθαρό νερό.
Όταν, βουτώντας το κεφάλι στο νερό κι ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια, κατάφερε να τα καθαρίσει, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό· δεν είδε παρά κάτι σύννεφα ανάμεσα στη θάλασσα και στην απεραντοσύνη του ουράνιου θόλου. Ήδη οι συντρόφισσές της απ’ το σμήνος του Φάρου της Κόκκινης Άμμου πρέπει να ’χαν πετάξει μακριά — πολύ μακριά.
Έτσι ήταν ο νόμος. Είχε δει κι η ίδια άλλους γλάρους να μολύνονται από το θανάσιμο μαύρο κύμα, κι όσο δυνατή κι αν ήταν η λαχτάρα της να κατέβει για να βοηθήσει, είχε αναγκαστεί ν’ απομακρυνθεί, υπακούοντας στο νόμο που απαγορεύει την παρουσία στο θάνατο των συντρόφων.
Με τα φτερά τους ακίνητα, κολλημένα στο σώμα τους, οι γλάροι αποτελούσαν εύκολη λεία για τα μεγάλα ψάρια, ή πέθαιναν αργά, από ασφυξία, καθώς το πετρέλαιο έφραζε όλους τους τους πόρους.
Αυτό το τέλος την περίμενε, κι η Κενγκά ευχήθηκε να την κατάπιναν αμέσως τα σαγόνια κάποιου κήτους.
Η μαύρη κηλίδα. Η μαύρη μάστιγα. Περιμένοντας το τέλος της, η Κενγκά έπιασε να καταριέται τους ανθρώπους.
«Όχι όμως όλους… Να μην είμαι και άδικη», έκρωξε αδύναμα.
Πολλές φορές, από ψηλά, είδε πώς κάτι μεγάλα πετρελαιοφόρα επωφελούνταν τις μέρες που ’χε στεριανή ομίχλη για να βγουν στη θάλασσα και να πλύνουν τις δεξαμενές τους. Σκόρπιζαν στη θάλασσα χιλιάδες λίτρα από μια ουσία παχύρρευστη και μολυσματική, που επέπλεε στο κύμα. Είδε όμως κι άλλες φορές που κάτι μικρά πλεούμενα πλεύριζαν τα πετρελαιοφόρα κι απαιτούσαν απ’ αυτά ν’ αδειάσουν τις δεξαμενές τους. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα πλεούμενα, όπου κυμάτιζε η σημαία με τα χρώματα της ίριδος, δεν έφταναν πάντα εγκαίρως για ν’ αποτρέψουν τη δηλητηρίαση των θαλασσών.
Η Κενγκά πέρασε τις πιο βασανιστικές ώρες της ζωής της καθισμένη πάνω στο νερό, με το τρομοκρατημένο της μυαλό να φαντάζεται τον πιο φριχτό θάνατο· χειρότερο απ’ το να την κατασπαράξει ένα ψάρι, χειρότερο ακόμα κι απ’ το να υποφέρει την αγωνία της ασφυξίας, ήταν το να πεθάνει από την πείνα.
Μπροστά στην εφιαλτική προοπτική ενός αργού θανάτου, κούνησε το σώμα της και διαπίστωσε με έκπληξη πως το πετρέλαιο δεν είχε πειράξει τις φτερούγες ως τη ρίζα τους. Μπορεί τα πούπουλά τους να ’χαν ποτίσει απ’ αυτή την παχύρρευστη ουσία, τουλάχιστον, όμως, μπορούσε να τις ανοίξει.
«Μπορεί και να ’χω μια ελπίδα να βγω από δω», έκρωξε η Κενγκά, «εκεί ίσως, αν πετάξω ψηλά, πολύ ψηλά, ο ήλιος να λιώσει την κατάρα που ’χει κολλήσει στα φτερά μου».
Θυμήθηκε μια ιστορία που της είχε διηγηθεί μια γριά συντρόφισσα απ’ τα Φρισικά Νησιά: πως ήταν κάποτε ένας άνθρωπος, που τον έλεγαν Ίκαρο, κι αυτός, που λαχταρούσε να πετάξει, πήρε φτερά αετού και τ’ άλειψε με κερί για να τα κολλήσει και να φτιάξει φτερούγες, και πέταξε ψηλά κι έφτασε κοντά στον ήλιο, κι η ζέστη του ήλιου έλιωσε το κερί, κι ο Ίκαρος έπεσε.
Η Κενγκά χτύπησε τις φτερούγες, μάζεψε τα πόδια, σηκώθηκε δυο πόντους κι έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Πριν δοκιμάσει άλλη μια φορά, βούτηξε ξανά και κούνησε τις φτερούγες κάτω απ’ το νερό. Αυτή τη φορά, σηκώθηκε πάνω από ένα μέτρο, πριν ξαναπέσει.
Το καταραμένο το πετρέλαιο είχε ποτίσει τα πούπουλα της ουράς, κι η Κενγκά δεν μπορούσε να κουμαντάρει το ανέβασμα. Ξαναβούτηξε κι έπιασε να καθαρίζει με το ράμφος το στρώμα της βρομιάς που ’χε σκεπάσει την ουρά της. Πονούσε που ξερίζωνε τα φτερά της, αλλά, στο τέλος, η ουρά της ήταν πολύ καθαρότερη.
Με την πέμπτη προσπάθεια, η Κενγκά κατόρθωσε να πετάξει.
Φτεροκοπούσε απεγνωσμένα, αλλά το βάρος του πετρελαίου δεν την άφηνε να πλανάρει. Λίγο να κουραζόταν, και θα ’πεφτε σούμπιτη. Ευτυχώς, δεν την είχαν πάρει τα χρόνια, και οι μύες της σήκωναν εύκολα το ζόρι.
Πέταξε πολύ ψηλά. Χωρίς να σταματήσει το φτερούγισμα, κοίταξε κάτω κι είδε τη λεπτή, άσπρη γραμμή της κόστας. Είδε και κάτι καράβια, που ήταν σαν κουκκίδες σε γαλάζιο ύφασμα. Πέταξε ψηλά, αλλά ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Ή οι ακτίνες του ήταν πολύ αδύναμες ή το στρώμα του πετρελαίου ήταν πολύ παχύ.
Η Κενγκά κατάλαβε πως δε θα ’χε για πολύ ακόμα τη δύναμη να φτεροκοπάει, κι έψαξε να βρει ένα μέρος στην ενδοχώρα για να κατέβει, ακολουθώντας την πράσινη και φιδωτή γραμμή του Έλβα.
Το φτερούγισμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε.
Σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να ξανακερδίσει ύψος, έκλεισε τα μάτια και φτερούγισε με όσες δυνάμεις τής είχαν απομείνει. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέταξε με τα μάτια κλειστά, όταν όμως τα άνοιξε, πετούσε πάνω από έναν ψηλό πύργο μ’ έναν χρυσαφένιο ανεμοδείκτη.
«O Άγιος Μιχαήλ!», έκρωξε, αναγνωρίζοντας το καμπαναριό της αμβουργιανής εκκλησίας.
Τις φτερούγες της δεν μπορούσε πια ούτε να τις κουνήσει.
“Να μάθουμε να ζούμε με τις απουσίες”
Για την “HIJOS”(Κατά λέξη: γιοι, παιδιά. Σύλλογος Τέκνων Εξαφανισμένων της Αργεντινής»
Απ’ όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του “κλικ”, ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ’ ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό παιδί που ψάχνει σήμερα· σε μια συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως καθετί ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως κάθε πίστη σε οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα ένοχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.
Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν καμιά παρτίδα τρούκο* και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ’ όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορεία, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής, αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: “Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;”, και τότε, με την οικογενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο (“αυτό με τα κοτσανάκια” έλεγαν αυτοί που μας λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.
Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός πληγωμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ’ την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρξει ή για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι – έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία, γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει και πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.
Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν, οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: “Κάτι θα ‘χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι”, κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι, αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς όρθιος· ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο· ονειρεύτηκαν πως μπορούν να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι· ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο θα είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι’ αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.
Ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μια απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ήταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας.
Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια “καμπάνα”, γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιντρακούντος, οι άντρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τζόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κάνα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.
Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μιας θρηνωδίας. Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια θα πει: “Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;” και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν από την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρμετρη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνωμοσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.
Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν, κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι.
Η ιστορία ενός σαλιγγαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας
«Κουκουβάγια, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.» «Τι ερώτηση θες να μου κάνεις;» «Θέλω να μάθω γιατί είμαι τόσο αργό.» Η κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια μάτια της, περιεργάστηκε το σαλιγκάρι, και μετά τα ξανάκλεισε. «Είσαι ένα νεαρό σαλιγκάρι, κι όλα όσα έχεις δει, όλα όσα έχεις δοκιμάσει, το πικρό και το γλυκό, η βροχή κι ο ήλιος, η παγωνιά και η νύχτα, όλα αυτά πάνε μαζί σου, σε βαραίνουν, κι όπως είσαι τόσο δα, γίνεσαι αργό απ’ το βάρος.» «Και τι κερδίζω που είμαι τόσο αργό;» ψιθύρισε το σαλιγκάρι. «Α, σ’ αυτό δεν έχω απάντηση. Να την βρεις μόνο σου» είπε η κουκουβάγια και, με τη σιωπή της, του έδειξε ότι δε θα δεχόταν άλλες ερωτήσεις. Το σαλιγκάρι που ακούει στο πρωτότυπο όνομα «Αντάρτης» είναι ένας ανήσυχος και επίμονος χαρακτήρας που ενοχλεί την ομάδα του με τις ερωτήσεις του, και γι’ αυτό εκδιώκεται από το λιβάδι. Ο Αντάρτης αποδέχεται τη μοίρα του και φεύγει για την εξορία, η πορεία του όμως δεν είναι μοναχική: στον αργό του δρόμο αποκτά νέους φίλους και συνειδητοποιεί πως ένας μεγάλος κίνδυνος απειλεί το γένος των σαλιγκαριών. Αποφασίζει να επιστρέψει στο λιβάδι για να σημάνει συναγερμό, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει αν οι πρώην σύντροφοί του θα δεχτούν να τον ακούσουν…
Αποφθέγματα Luis Sepúlveda Calfucura
Το ανθρώπινο πρόσωπο δε λέει ποτέ ψέματα. Είναι ο μοναδικός χάρτης όπου είναι αποτυπωμένοι όλοι οι τόποι στους οποίους έχουμε ζήσει.
«Όχι. Και τον αστακό δεν τον τρως όταν πεινάς, αλλά όταν έχεις όρεξη για αστακό.»
«Έτσι είναι. Οι φτωχοί περνάνε πείνες, κι οι πλούσιοι, όρεξη.»
«Ναι, αγάπη μου» της ψιθύρισα στ’ αφτί πριν πυροβολήσω κάτω απ’ το υπέροχο αριστερό βυζί της, γιατί, αυτό ήταν σίγουρο, γιατί την αγαπούσα, γιατί δεν μπορούσα παρά να τελειώσω έτσι την τελευταία μου δουλειά. Ήμουν ένας killer, κι οι επαγγελματίες δεν μπερδεύουν τη δουλειά με τα αισθήματα.»
(Από το γκανγκστερικό βιβλίο του Luis Sepulveda, «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer)
Το να γράφεις παραμύθια είναι ένας άλλος τρόπος να κάνεις πολιτική. Scrivere fiabe è un altro modo di fare politica
Εργογραφία
1989: Ο κόσμος του τέλους του κόσμου – (Mundo del Fin del Mundo), (ελλ. μτφ. Ελένη Χαρατσή, για τις εκδ. “Opera”, 1994, 1996) Πεζογράφημα για το ανελέητο κυνήγι των φαλαινών, την ζωή και το θάνατο αυτού του ευφυούς θηλαστικού.
1989: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης – (Un viejo que leía novelas de amor), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης για τις εκδ. “Opera”, 1993)
Το πρώτο του μυθιστόρημα και από τα δημοφιλέστερά του, εμπνευσμένο από την γνωριμία του με τους Ινδιάνους Σουάρ. Μια ομάδα λευκών κυνηγών σε αναζήτηση ενός άγριου αιλουροειδούς στον Αμαζόνιο.
1994: Όνομα ταυρομάχου – (Nombre de torero), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 1995)
Αστυνομικό μυθιστόρημα ιστορικά τεκμηριωμένο με φόντο τους θησαυρούς που οι Ναζί που έκλεψαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, και ανακαλύφθηκαν μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
1995: Patagonia Express – (Patagonia Express), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης για τις εκδ. “Opera”, 2009)
Η αυτοβιογραφία του Σεπούλβεδα
1996: Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει – (Historia de una gaviota y el gato que le enseñó a volar), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης για τις εκδ. “Opera”, 1997)
Διήγημα για παιδιά
1997: Αν δεν έχεις που να κλάψεις – (Desencuentros), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης για τις εκδ. “Opera”, 1998)
Συλλογή 17 διηγημάτων, ανθολόγηση από όλες τις περιόδου της συγγραφικής ζωής του
1997: Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου Killer – (Diario de un killer sentimental seguido de Yacaré), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης για τις εκδ. “Opera”, 1998 και “Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2007 και σε audio book από την “Pathos Publishing”, 2008)
Αστυνομικό μυθιστόρημα, για την τελευταία και σημαντικότερη εβδομάδα της ζωής ενός επαγγελματία δολοφόνου.
1999: Hot line και Γιακαρέ – (Hot Line. Yakaré), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 1999)
Δύο νουβέλες αστυνομικής υφής, η πρώτη για έναν επαρχιώτη αστυνομικό που αφού πάρει μετάθεση στο Σαντιάγο θα έρθει σε επαφή με μιά από τις σκοτεινές πλευρές της χούντας του Αουγούστο Πινοσέτ. Το «Γιακαρέ», (είδος μικρού κροκοδείλου) είναι το ιερό ζώο της ινδιάνικης φυλής των Αναρέ, αλλά ταυτόχρονα και περιζήτητο από μια ιταλική εταιρεία δερματίνων ειδών. «Οσο πλησιάζει προς το τέλος, και όσο οι πληροφορίες για την παράξενη φυλή των Αναρέ πυκνώνουν, το κείμενο αποκτά μια μυστηριακή διάσταση με ενδιαφέρουσες ανθρωπολογικές και πολιτικές προεκτάσεις.»[15].
2000: Χρονικά του περιθωρίου – (Historias marginales), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2000)
Το ένατο χρονολογικά βιβλίο του, είναι πραγματικές ιστορίες ανώνυμων ανθρώπων που έφτασαν στ’ αυτιά του συγγραφέα, και που αυτός με το ταλέντο του τις μετέτρεψε σε λογοτεχνία. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Κώστα Σταματίου (εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 29/4/2001) ξεχωρίζουν οι ιστορίες «Οι αδελφοί Ντουάρτε», «Στα βήματα του Φιτσκαράλντο», «68», «Ο μπαρμπα-Χέμινγκουεϊ δέχεται επίσκεψη από έναν άγγελο».
2002: Η τρέλα του Πινοσέτ – (La locura de Pinochet) ,(ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2003)
Με αφορμή τα 30 χρόνια από την επέτειο του πραξικοπήματος στη Χιλή, ο Σεπούλβεδα γράφει 22 άρθρα – καταγγελία του καθεστώτος του δικτάτορα που δημοσιεύτηκαν στις μεγαλύτερες εφημερίδες και περιοδικά του κόσμου και μοιράστηκαν σε φυλλάδια στους δρόμους της Χιλής, όσο καιρό ο Πινοσέτ ήταν κρατούμενος στο Λονδίνο.
2004: Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου – (Moleskine, apuntes y reflexiones), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2004)
Κείμενα που βγήκαν από τις σημειώσεις που κρατούσε από τον Ιανουάριο του 2002 ως και τον Ιανουάριο του 2004, στις ατζέντες του Moleskine.
2004: Τα χειρότερα παραμύθια των αδερφών Γκριμ – (Los peores cuentos de los Hermanos Grimm), συγγραφή μαζί με τον Ουρουγουανό συγγραφέα Μάριο Δελγάδο Απαραϊν, (ελλ. μφτ. Αχιλλέας Κυριακίδης και Τζίνα Σερέτη, εκδ. “Opera”, 2006)
Φανταστικό και πραγματικό μαζί επιστολικό μυθιστόρημα. Η αλληλογραφία δυο επιστημόνων για τη ζωή των λαϊκών τροβαδούρων της Χιλής Άβελ και Κάιν Γκριμ
2008: Το λυχνάρι του Αλαντίν – (La lámpara de Aladino), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2009)
Συλλογή 12 διηγημάτων, ενδεικτικά η «Μικρότατη Ιστορία» που αποτυπώνει τη δραματική ιστορία ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, μέσα από τις σκέψεις των άλλων, ή το «Ξενοδοχείο Ζ», στα απατηλά σύνορα τριών χωρών και καθώς η ζούγκλα αργά αργά οικειοποιείται τα δωμάτια, που ξαναζωντανεύουν μέσα από τις διηγήσεις για τους ενοίκους του.
2009: Η σκιά του εαυτού μας – (La sombra de lo que fuimos), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2009)
Μυθιστόρημα που ζωντανεύει σε μια λαϊκή γειτονιά του Σαντιάγο της Χιλής με ήρωες τρεις 60χρονους φίλους. Το μυθιστόρημα τιμήθηκε με το «Premio Primavera de Novela» του 2009
2010: Ιστορίες από δω κι απο κει – (Historias de aquí y de allá), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2012)
Συλλογή διηγημάτων. Μια κούτα με παλαιότερα γραπτά του γίνεται η αφορμή της γέννησης αυτού του βιβλίου.
2011: Τελευταία νέα από τον Νότο – (Últimas noticias del Sur) σε συνεργασία με τον φωτογράφο Ντάνιελ Μορτζίνσκι, ”(ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2012)
Το βιβλίο προέκυψε από το ταξίδι των δύο φίλων στον νότο της Αμερικής, και συγκεκριμένα στην Παταγωνία, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και τον ίδιο καιρό που η Αργεντινή σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεπληρώσει το χρέος της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαπραγματεύεται την παραχώρηση αυτής της επαρχίας της στις ΗΠΑ
2012: Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ – (Historia de Max, de Mix y de Mex), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εικονογράφηση Ειρήνη Ελευθεριάδη, εκδ. “Opera”, 2013)
Παιδική και εφηβική λογοτεχνία από τον Σεπούλβεδα. Ο γάτος Μιξ που ο γιός του συγγραφέα Μαξ υιοθέτησε από την Εταιρεία Προστασίας Ζώων του Μονάχου και η ιστορία του…
2013 Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας – (Historia de un caracol que descubrió la importancia de la lentitud), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2013)
Ένα ακόμη παιδικό βιβλίο, με ήρωα αυτή τη φορά ένα σαλιγκάρι, με το όνομα «Αντάρτης». Η έμπνευση αυτού του έργου ήρθε στον συγγραφέα ύστερα από μια ερώτηση του εγγονού του Ντάνιελ: «γιατί είναι τόσο αργό το σαλιγκάρι;». Μια κουκουβάγια θα δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
2015: Ο μουγγός Ουζμπέκος, και άλλες ιστορίες παρανομίας – (El Uzbeko Mudo), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2015)
Εννέα διηγήματα για τα νεανικά χρόνια στη Χιλή εν μέσω της Χούντας του Πινοσέτ. Ξεχωρίζει ο «Λιποτάκτης» που εξιστορεί τη σύλληψη και την εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα.
2016: Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό – (Historia de un Perro llamado Leal), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2016)
«Ήθελα να γράψω έναν ύμνο στην πιστότητα και τη φιλία για να στηρίξω με τον τρόπο μου τη φυλή των Μαπούτσε (φυλή από την οποία κατάγεται ο συγγραφέας) που ζει αγνοημένη και παραγκωνισμένη απ’ όλες τις κυβερνήσεις της πατρίδας μου. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και μιλά με τη φωνή του σκύλου-πρωταγωνιστή. Είναι η πρώτη φορά που διηγούμαι μια ιστορία βάζοντας στη θέση του αφηγητή ένα ζώο, αλλά για πρώτη φορά επίσης προσπάθησα να διηγηθώ συμπυκνωμένη μέσα σε πολύ λίγες σελίδες την κατάσταση που βιώνει μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της Χιλής.»
2017:Το τέλος της ιστορίας – (El Fin de la Historia), (ελλ. μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. “Opera”, 2017)
Ένας παλαίμαχος ελεύθερος σκοπευτής εκπαιδευμένος σε στρατιωτική σχολή της Σοβιετικής Ένωσης καλείται να ξαναγυρίσει για μια τελευταία φορά στη δράση για να σκοτώσει έναν βασανιστή της χούντας του Πινοσέτ που εκτίει ποινή ισοβίων σε μια φυλακή πολυτελείας.
Σκηνοθεσία & Σεναριογραφία
1986: Vivir a los 17, δραματική ταινία 96′, γυρισμένη στην Αργεντινή σε σκηνοθεσία δική του και σενάριο σε συνεργασία με Gabriel Wainstein και María Victoria Menis
2000: Tierra del fuego, δραματική ταινία διάρκειας 1′ και 48λ, σε σκηνοθεσία Μιγκέλ Λιττίν και σενάριο δικό του.
2002: Nowhere, δραματική ταινία 100′ σε σκηνοθεσία και σενάριο δικό του
2002: Coração verde, μικρού μήκους ντοκυμαντέρ σε σκηνοθεσία και σενάριο μαζί με τον Diego Meza.
Αφήστε μια απάντηση