Το «είναι» και η «συνείδηση» τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί εκτός συρμού. Ο κόσμος ορίζεται και περιορίζεται από την υλικότητά του. Η ταυτότητα των υποκειμένων, οι ιδιαιτερότητές τους και οι ανάγκες τους μένουν να αναζητιούνται σε φιλοσοφικά δοκίμια και καφενέδες με γλαφυρούς ενήλικες, συχνά υπερήλικες, οι οποίοι διατρίβουν στην μεταφυσική προσπαθώντας να συνδιαλλαγούν με την νεότητα που τους εγκατέλειψε ανεπιστρεπτί. Οι περισσευούμενοι ενήλικες διδάσκονται, συχνά χωρίς έρωτα, δουλεύουν, συχνά χωρίς πάθος, στοχάζονται, συχνά χωρίς υπόβαθρο, ορέγονται, συχνά κενότητες, και ως επί το πλείστον κοιμούνται.
Η αφήγηση έρχεται να διαρρήξει την χαλαρότητα του ύπνου στηριζόμενη στην ανθρώπινη φαντασία. Μέσα στα ασφαλή της πλαίσια οι άνθρωποι αρχίζουν να ονειρεύονται. Μέσα στα επισφαλή της πλαίσια οι άνθρωποι αφηγούμενοι διεκδικούν. Η αφήγηση, ακόμα και η μυθιστορηματική, πόσο μάλλον η ιστορική ή η ρεαλιστική, κυοφορείται και καρπίζει με τον διάλογο, ο οποίος προϋποθέτει δύο, τουλάχιστον, πλευρές συνομιλητών. Οι συνομιλητές προϋποθέτουν, με την σειρά τους, κοινή επιθυμία αναζήτησης. Ο ένας συνομιλητής δεν μπορεί ποτέ να είναι εντεταλμένος εξουσιοκράτορας, διότι εξ ορισμού δε επιθυμεί μία κοινή αναζήτηση, αλλά μία μονομερή επιβολή. Ο συνομιλητής δεν μπορεί να είναι βίαιος, γιατί τότε ο διάλογος γίνεται μανιέρα εξαπάτησης. Ο συνομιλητής δεν μπορεί να επιλέγει μόνος του τον τόπο και τον χρόνο του διαλόγου, γιατί τότε δεν είναι πρόσκληση σε συζήτηση, αλλά πρόκληση σε αντιμαχία.
Χθες τη νύχτα αποφασίστηκε η αποχώρηση του ενός από τους δύο δημόσιους συνομιλητές. Όχι ότι υπήρξε πραγματικός διάλογος στο παρόν αυτής της φριχτής πενταετίας. Υπήρξε όμως μια προσπάθεια άμυνας στην μαζική μαλάκυνση που προσφέρεται αφειδώς και πλεονάζει σε πολλά σαλόνια. Ο Συνομιλητής αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να αποδείξει την ανυπέρβλητη δύναμή του και να επιδείξει την υπεροχή που του εξασφαλίζει η θέση του. Αποσύρεται λοιπόν με την περισσή χάρη μερικών διμοιριών, μερικών χημικών, μερικών αποκρύψεων και πολλών ανακαλύψεων κατά το δοκούν. Ο έτερος συνομιλητής, εξακολουθεί να ελεεινολογεί χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Ψυχή βαθιά, λοιπόν. Ψυχή βαθιά θαμμένη στο χώμα.
Αφήστε μια απάντηση