Πηγή: Θανάσης Καμπαγιάννης – f/b
(Β.Κ: Η μορφολογία του κειμένου δική μας παρέμβαση)
Αυτές τις μέρες πήραμε καθαρογραμμένη την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Πάτρας για μια υπόθεση που η Ασφάλεια της πόλης είχε πανηγυρίσει τον Γενάρη του 2023 ως εξάρθρωση τρομοκρατικής οργάνωσης. Τον τίτλο τον έδωσε εμπλοκή ατόμου που κρεμάστηκε στα μανταλάκια για τη συγγένειά του με καταδικασθέντα για τη 17 Νοέμβρη.
Αλλά η ουσία ήταν η απόπειρα να στοχοποιηθεί ο αναρχικός και αντιεξουσιαστικός κόσμος της πόλης και να ποινικοποιηθούν οι σχέσεις και οι εκδηλώσεις του στο κατειλημμένο Παράρτημα. Η ασφάλεια έστησε ένα αφήγημα οργάνωσης που “έκανε ληστείες και διακινούσε ναρκωτικά”. Στην πραγματικότητα, ασύνδετα ευρήματα (πχ κάνναβη) συνδυάστηκαν για να απαξιωθεί ένας πολιτικός χώρος και να καθίσει στο εδώλιο ως “εχθρός”, με επιβράβευση τις επιθυμητές προαγωγές.
Έχουμε πολλές ενστάσεις απέναντι στην πρωτόδικη απόφαση, τις οποίες θα εκθέσουμε στο Εφετείο. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό ότι το αφήγημα της Ασφάλειας κατέπεσε αμετάκλητα. Η “εγκληματική οργάνωση” αποδομήθηκε και τώρα οι εφέτες θα αντιμετωπίσουν τις αποδεικτικές πλημμέλειες της απόφασης για τις επιμέρους πράξεις χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της ασφαλίτικης ματαίωσης.
Στη διάρκεια της υπόθεσης, ήρθαμε σε αντιπαράθεση, πάντα εντός των ορίων που δίνει η δικονομία, με την εισαγγελική έδρα που υπερακόντισε το κατηγορητήριο και – λίγο πολύ – νόμισε ότι δίκαζε τη 17 Νοέμβρη είκοσι χρόνια μετά. Τη σχετική εμπειρία, θα έχουμε να τη συζητάμε με τους συναδέλφους που συμπαρασταθήκαμε για πολλά χρόνια.
Βάζω εδώ παρακάτω το εισαγωγικό κομμάτι της αγόρευσης που αφορούσε την εισαγγελική πρόταση, όπως καταγράφηκε στην πρωτόδικη απόφαση. Στο πρώτο σχόλιο, όποια/ος ενδιαφέρεται θα βρει την τοποθέτηση του Σοφοκλή Τουτζιαράκη μετά την έκδοση της απόφασης. Όπως λέμε με τον Σοφοκλή, υπομονή και επιμονή, είμαστε ακόμα στο ημίχρονο.
“… Μετά από μία διαδικασία αποδεικτική η οποία ήταν μακρά, είμαστε ήδη σήμερα στην δέκατη δικάσιμο, το διακύβευμα κατά τη γνώμη μου αυτού του δικαστηρίου είναι το αν η σύνθεσή σας θα επικυρώσει ως έχει το διαβιβαστικό της αστυνομίας με τον τρόπο με τον οποίο το υιοθέτησε ο κύριος εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του ή αν θα αποκαταστήσει την υπόθεση στις πραγματικές τις διαστάσεις και στο πραγματικό της ποινικό περιεχόμενο.
Γιατί, κυρία Πρόεδρε, θέλω να το πω αυτό, εμείς δεν λέμε ότι δεν υπάρχει ποινικό περιεχόμενο σε αυτή την υπόθεση, δεν είμαστε παρανοϊκοί, δεν πετάμε στα σύννεφα. Καταλαβαίνουμε ότι προφανέστατα υπάρχει περιεχόμενο. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις τελεσθείσες και μόνο από τα αντικείμενα τα οποία ευρέθησαν. Αυτό το οποίο λέμε όμως, είναι ότι το πλαίσιο στο οποίο ενέταξε η Αστυνομία τη συγκεκριμένη υπόθεση είναι ένα πλαίσιο το οποίο είναι ριζικά εσφαλμένο και, κατά τη γνώμη μας, δεν αποδείχτηκε στο ακροατήριο. Και αυτή είναι και η διαφωνία μας με την εισαγγελική πρόταση.
Με τον αξιότιμο κύριο εισαγγελέα, αντιδικούμε πάντοτε με σεβασμό και στα πλαίσια των κανόνων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και θεωρούμε ότι αυτό είναι και βοηθητικό για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του δικαστηρίου σας, αλλά πολύ φοβάμαι ότι έχουμε βαθιές διαφωνίες, νομικο-επιστημονικές. Έχω, δε, την εντύπωση ότι έχω και διαφωνία κοσμοθεωρητική με τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει το εισαγγελικό λειτούργημα ο αξιότιμος κύριος εισαγγελέας της έδρας, ο οποίος έκανε και δήλωση στη διάρκεια του ακροατηρίου ότι “Εγώ πιστεύω την Αστυνομία”.
Εγώ θεωρώ, κύρια πρόεδρε και κυρία και κύριε εφέτες, ότι δεν είναι αυτό το καθήκον και το χρέος ενός εισαγγελικού και ενός δικαστικού λειτουργού. Ο εισαγγελικός λειτουργός και ο δικαστικός λειτουργός δεν πρέπει να δηλώνει πίστη στην Αστυνομία, δεν πρέπει να επισφραγίζει αυτό το οποίο του στέλνει μία αρχή ως υπόθεση εργασίας. Αυτό το οποίο πρέπει να κάνει, πολλώ δε μάλλον, είναι να λειτουργεί ως ένα θεσμικό και εγγυητικό αντίβαρο απέναντι σε τυχόν υπερβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας, άρα και της Αστυνομίας. Αυτός είναι ο ρόλος του και για αυτό θεωρώ ότι έχουμε διαφωνία στο σύνολο της εισαγγελικής αγόρευσης.
Ξέρετε, κυρία Πρόεδρε, επειδή συζητήθηκε και το ζήτημα των παρακολουθήσεων και των κινητών συσκευών που βρέθηκαν και στα σπίτια κάποιων από τους κατηγορουμένους, να πούμε και το εξής. Πρόσφατα συγκλονίστηκε η κοινή γνώμη, τα τελευταία χρόνια πλέον, είναι δύο χρόνια αυτή η ιστορία, με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Παρακολουθούσαν τους πάντες και τα πάντα, στρατηγούς, δικαστές δεν το συζητάμε….
Το ξέρετε καλά αυτό, και μάλιστα ακόμα και ο Πρόεδρος της Βουλής, ο κύριος Τασούλας, βρέθηκε σε μία φωτογραφία να έχει ένα κινητό Nokia και σχολιάστηκε πάρα πολύ αυτό το πράγμα, μα ένα τέτοιο παλιό κινητό ο Πρόεδρος της Βουλής; Γιατί προφανέστατα ήθελε ο άνθρωπος να έχει την ησυχία του και να μπορεί να επικοινωνεί, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να έχει αυτού του τύπου την παρακολούθηση που δίνουν αυτά τα συστήματα.
Στη διάρκεια λοιπόν αυτού του σκανδάλου, κυρία Πρόεδρε, διέπρεψε το όνομα μίας εισαγγελικής λειτουργού η οποία ήταν ενσωματωμένη, ας το πούμε, εντεταλμένη στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, η οποία επικύρωνε αυτά τα οποία της έδινε η ΕΥΠ. Σαν Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας οργανώσαμε μάλιστα και συζήτηση και ημερίδα σε σχέση με το ζήτημα των παρακολουθήσεων και των υποκλοπών στην Αθήνα και προέκυψε από τις παρεμβάσεις εκεί πέρα των ομιλητών, ότι μέσα σε έναν χρόνο υπήρξανε δώδεκα, δεκατρείς χιλιάδες άρσεις απορρήτου μέσα από τέτοιου τύπου εισαγγελικές διατάξεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, δηλαδή εξήντα με εβδομήντα εισαγγελικές διατάξεις την ημέρα, κάθε εργάσιμη μέρα, σφραγιζόντουσαν προκειμένου να αρθεί το τηλεφωνικό απόρρητο.
Στη συνέχεια μάλιστα προέκυψε ότι υπήρχανε και κάποιες χιλιάδες οι οποίες δεν είχαν σταλεί στην ΑΔΑΕ, φτάσανε δηλαδή τις δεκαπέντε με δεκαέξι χιλιάδες, αν δεν κάνω λάθος, μέσα σε ένα έτος. Θυμάμαι λοιπόν ένα σεβάσμιο καθηγητή της Νομικής Σχολής της Αθήνας που ήρθε σε αυτή την εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος είπε: “Δεν χρειάζεται να ψέγουμε την κυρία εισαγγελέα, τουναντίον χρειάζεται να συζητηθεί να της δοθεί κάποιο επίδομα καρπιαίου”. Γιατί καταλαβαίνετε, κυρία Πρόεδρε, ότι ακόμα και το να σφραγίζεις, εκατό – εκατόν δέκα όπως βγαίνει το τελικό άθροισμα εισαγγελικών διατάξεων την ημέρα, προκειμένου να γίνεται άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, είναι δύσκολο. Πόσο δε μάλλον να διαβάσεις τα έγγραφα ή να τα κρίνεις ουσιαστικά...
Εγώ, λοιπόν, έχω αυτήν την άποψη σε σχέση με το εισαγγελικό και το δικαστικό λειτούργημα, ότι δεν πρέπει να σφραγίζει αυτό το οποίο του δίνει η εκάστοτε υπηρεσία, ακόμα και με την σημαντικότερη και με την καλύτερη σφραγίδα, τη σφραγίδα της Χάγης.
Πληροφορηθήκαμε από τον κύριο εισαγγελέα, εγώ δεν το γνώριζα, για την ευδόκιμη υπηρεσιακή του πορεία, και χαρήκαμε πάρα πολύ και τον συγχαίρουμε για αυτό, αλλά αυτό το οποίο αντιλαμβάνομαι εγώ ως αυτό που έχω μάθει στη Σχολή, στις ίδιες σχολές στις οποίες φοιτήσαμε όλοι μας, είναι ότι οι δικαστές παίζουν εγγυητικό ρόλο. Αντιλαμβάνονται δηλαδή ότι τα διαβιβαστικά της Αστυνομίας είναι δυνατόν να έχουν γίνει αντικείμενο αυθαιρεσιών διαφόρων λειτουργών, αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων, κοκ, και αυτά θα πρέπει να τα δει το δικαστήριο. Και για αυτό το λόγο, τα δικαστήρια σε πάρα πολλές περιπτώσεις έχουν ανατρέψει τέτοιου τύπου κατηγορητήρια, σε υποθέσεις μεγάλες που απασχόλησαν τα ποινικά χρονικά…”
Αφήστε μια απάντηση