Του Γ. Γ.
Σε μια γη γεμάτη σκόνη και σιωπή,
ένα παιδί με δάχτυλα γεμάτα τραγούδι,
κεντάει μελωδίες σαν βόλια ελπίδας.
Χωρίς σπαθιά, χωρίς όπλα,
μόνο με την ψυχή του ανοίγει δρόμους.
Μικρός λαός, με γυμνά πόδια,
πολεμά για το ψωμί, το φως, το όνειρο.
Η κιθάρα του κλαίει, γελάει, φωνάζει,
ένας ύμνος για όσους βαδίζουν στα καραβάνια της μνήμης.
Δεν ξέρω ρε παίδες, αλλά βλέποντας το παρακάτω βιντεάκι συγκινήθηκα. Κάποιες τέτοιες ώρες θα ήθελα να ήμουν λογοπλάστης σαν τον Τσιμάκο, να είχα την ερωτική ευαισθησία στους στίχους του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, μια φλογερή πένα σαν του Μπρεχτ, ένα γραπτό τρυφερό σπάραγμα σαν του Νερούδα, την ευαισθησία του Ελύτη, την φλόγα του Βάρναλη.
Μόνο με ένα τέτοιο χαρμάνι θα μπορούσες να γράψεις στίχους για την μελωδία που μας δίνει ο ξυπόλυτος πιτσιρικάς που γρατζουνάει την κιθάρα του. Το βλέμμα του, οι νότες του, το φόντο με τα καραβάνια ενός κατατρεγμένου, μαρτυρικού αλλά και ηρωικού λαού, μου έπλεξαν ένα καμβά πάνω στον οποίο παρουσιάστηκαν οι στίχοι του Μίκη: Μικρός λαός και πολεμά / δίχως σπαθιά και βόλια /για όλου του κόσμου το ψωμί, / το φως και το τραγούδι.
Αφήστε μια απάντηση