Δύο αντιεξουσιαστές σε δίκη με αμφιλεγόμενα στοιχεία

Υστερα από 4,5 χρόνια αστυνομικής αυθαιρεσίας και στοχοποίησης, οι δύο κατηγορούμενοι για απόπειρα έκρηξης κάθονται την Πέμπτη στο εδώλειο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης

Πηγή: Εύα Παπαδοπούλου – “ΕφΣυν”

Επειτα από 4,5 χρόνια ταλαιπωρίας και σκληρών περιοριστικών όρων, την ερχόμενη Πέμπτη ξεκινά ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης επί της ουσίας η δίκη των δύο κατηγορουμένων για απόπειρα έκρηξης που, σύμφωνα με την κατάθεση αστυνομικού της Κρατικής Ασφάλειας, είχε στόχο το σπίτι του πρώην βουλευτή, υπουργού της Νέας Δημοκρατίας και προέδρου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, Δημήτρη Σταμάτη, τον Μάιο του 2020.

Οι δύο κατηγορούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι κατά περίπτωση με τις κατηγορίες της απόπειρας έκρηξης στο πλαίσιο συμμορίας (Π.Κ. 187), της κατοχής εκρηκτικών υλών, της απείθειας, της βίας κατά υπαλλήλων και της οπλοκατοχής. Η έλλειψη σοβαρών αποδεικτικών στοιχείων διαφαίνεται μεταξύ άλλων και από το ότι οι δύο δεν προφυλακίστηκαν αλλά τους επιβλήθηκαν εξοντωτικοί περιοριστικοί όροι: να δίνουν το «παρών» τρεις φορές τον μήνα σε Α.Τ., απαγόρευση εξόδου απ’ τη χώρα και εγγύηση 20.000 ευρώ, υπέρογκη για τέτοιες υποθέσεις.

Οπως καταγγέλλουν οι κατηγορούμενοι, η στοχοποίησή τους από την αστυνομία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με δολιοφθορές στα οχήματά τους, με κάμερες έξω από τα σπίτια τους και με διαρκή φυσική παρακολούθηση. Η υπόθεση προστίθεται στη στοίβα των υποθέσεων που σέρνονται χρονικά και κινούνται με βάση το πολιτικό φρόνημα, χωρίς επαρκή στοιχεία ενοχής, όπως η υπόθεση της –κατά την ΕΛ.ΑΣ.– οργάνωσης «Σύντροφοι και Συντρόφισσες» («Σε ομηρία τρία χρόνια και χωρίς δικαίωμα στη μόρφωση», «Εφ.Συν.», 17.10.23) ή εκείνη των δύο αντιφασιστών που διώκονται για επιθέσεις στα γραφεία της Χρυσής Αυγής («Στο εδώλιο για… τρομοκρατία με ανώνυμα τηλεφωνήματα», «Εφ.Συν.», 20.1.24).

Το χρονικό

Αργά το βράδυ της 26ης Μαΐου 2020 ο Δ.Σ. καταδιώχθηκε και συνελήφθη από αστυνομικούς της Κρατικής Ασφάλειας και της ΟΠΚΕ στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε ο ξυλοδαρμός του, ενώ βρισκόταν πεσμένος στο οδόστρωμα δεμένος με χειροπέδες πισθάγκωνα. Τα ίδια συνεχίστηκαν και αργότερα, όταν μεταφέρθηκε στη ΓΑΔΘ, όπου επί 12 ώρες του αρνούνταν την επικοινωνία με δικηγόρο, ενώ προσπαθούσαν να τον κάνουν να ομολογήσει τις πράξεις που του απέδιδαν.

Αρκετές ώρες αργότερα, ενώ δεν είχε ανακοινωθεί η σύλληψή του ούτε είχε γίνει γνωστό περί τίνος πρόκειται επίσημα, του ανακοίνωσαν ότι θα πραγματοποιήσουν κατ’ οίκον έρευνα στην κοινότητα καταλήψεων της Ανω Πόλης, σε σπίτια που ουδέποτε δήλωσε ο ίδιος για κατοικία. Του είπαν όμως ότι σε αυτά τα σπίτια διέμενε αρκετό καιρό, σύμφωνα με τον… φάκελο της Ασφάλειας. Ο Δ.Σ. δεν είχε συλληφθεί ποτέ ξανά, γεγονός που φέρνει ακόμα μία φορά στην επιφάνεια το ζήτημα της ύπαρξης φακέλων πολιτικών φρονημάτων στα αρχηγεία της ΕΛ.ΑΣ.

Ο ρόλος των ΜΜΕ

Παρά το γεγονός ότι και οι δύο συλλήψεις έγιναν -σύμφωνα με τη δικογραφία- σε διαφορετικές ώρες και όχι στον τόπο που βρέθηκε ο εκρηκτικός μηχανισμός, τα ΜΜΕ επιδόθηκαν σε ρεσιτάλ τρομολαγνείας με τίτλους όπως «Πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω» ή «τους έπιασαν στα πράσα», δημιουργώντας ενοχοποιητικό κλίμα που λειτούργησε σαν δούρειος ίππος για τη μετέπειτα προσπάθεια σύνδεσης των δύο κατηγορουμένων με την «οργανωμένη τρομοκρατία».

Δεκάδες ιστοσελίδες και τηλεοπτικά κανάλια μετέδωσαν πως ο πρώτος κατηγορούμενος συνελήφθη με τον εκρηκτικό μηχανισμό στα χέρια και ο δεύτερος σε κοντινή απόσταση να «εποπτεύει»!

Οι Δ.Σ. και Ρ.Ζ. μιλούν στην «Εφ.Συν»

Η υπόθεση βασίζεται αποκλειστικά στη στοχοποίησή μας από το κράτος για πολιτικούς λόγους. Μια σκευωρία που στόχο έχει την τρομοκράτηση των αγωνιστών.

Αντιλαμβανόμαστε ότι στην παρούσα συνθήκη, με το κράτος να έχει εξαπολύσει ένα νέο κυνήγι μαγισσών κατά πολιτικών του αντιπάλων και την αγωνιώδη του προσπάθεια να διατηρήσει το μονοπώλιο στη βία να βρίσκεται σε καμπή μετά από αρκετά χρόνια, είναι ιδιαίτερα σημαντικό κάθε υπόθεση να αντιμετωπίζεται ως συνολική επίθεση σε κάθε αγωνιζόμενο/η και στο ανταγωνιστικό κίνημα εν γένει.

Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, σε αγαστή συνεργασία με τις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, εφαρμόζει ένα πλάνο μηδενικής ανοχής απέναντι σε κάθε άνθρωπο που αντιστέκεται στη λαίλαπα της (ακρο)δεξιάς πολιτικής της.

Ως εργαλείο στα χέρια της αστικής Δικαιοσύνης η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα αλλά και του Σωφρονιστικού καταδεικνύουν τη βαρβαρότητα που επιθυμεί να επιβάλει το επιτελικό κράτος πάνω στο κοινωνικό σώμα αλλά στοχευμένα και με μεγαλύτερη ένταση στα κομμάτια που αντιστέκονται.

Σκοπιμότητα ή νομιμότητα;

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΜΠΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ Δ.Σ

Το κρίσιμο ερώτημα για τους κατηγορούμενους στη δίκη που θα ξεκινήσει είναι αν θα επικρατήσει το κριτήριο της σκοπιμότητας ή το κριτήριο της νομιμότητας. Η πανηγυρική δημοσιοποίηση της σύλληψης δύο ατόμων τον Μάιο του 2020 από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης για φερόμενη τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού συνοδεύτηκε από την παρουσίασή τους ως «γνωστών» ατόμων του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου της πόλης.

Από όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε προκύπτει ότι –άλλη μια φορά– η Αστυνομία διαχειρίστηκε την υπόθεση ως ευκαιρία στοχοποίησης του κατεξοχήν της πολιτικού αντιπάλου και θεωρούμενου ως «εσωτερικού εχθρού».

Ωστόσο, μια τέτοια αντιμετώπιση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε ένα ποινικό ακροατήριο, που καλείται να δικάσει εγκληματικές πράξεις. Εχουμε την πεποίθηση, η οποία βασίζεται στα στοιχεία της δικογραφίας αλλά και στην εμπειρία πολλών αντίστοιχων «φουσκωμένων» κατηγορητηρίων στο παρελθόν, ότι οι σκοπιμότητες θα καταπέσουν στην ακροαματική διαδικασία και ότι η νομιμότητα θα επικρατήσει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *