Σαν σήμερα το 2009 αφήνει την στερνή της πνοή η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, αγωνίστρια, Ελλη Παππά

Σαν σήμερα το 2009, στα 89 της χρόνια έφυγε απ’ την ζωή η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, αγωνίστρια Ελλη Παππά. 

Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωή της στρατευμένη στο κομμουνιστικό κίνημα –αποχώρησε από το ΚΚΕ λίγο μετά την μεταπολίτευση- αγωνιζόμενη σε πολύ δύσκολες συνθήκες. 

Από μαθήτρια γυμνασίου οργανώθηκε σε αντιδικτατορική ομάδα και μετά την κατοχή βρέθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. 

Στα χρόνια του εμφυλίου και μέχρι την σύλληψή της το 1950 δούλεψε στον παράνομο τυπογραφικό μηχανισμό του ΚΚΕ. 

Στις δίκες σκοπιμότητας της εποχής καταδικάστηκε και εκείνη σε θάνατο στην δίκη Μπελογιάννη αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί στο μεταξύ μέσα στην φυλακή είχε γεννηθεί ο γιος της που απέκτησε απ’ τον Νίκο Μπελογιάννη. 

Στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ με την μεγάλη αυλή με τον φοίνικα, όπου οι κρατούμενες χορεύοντας και τραγουδώντας αποχαιρετούσαν τις μελλοθάνατες της επόμενης αυγής η θανατοποινίτισσα Ελλη Παππά γράφει δέκα βιβλία για το εξάχρονο μοναχοπαίδι της. Εκεί απεικονίζεται και το λογοτεχνικό της ταλέντο. 

 Αποφυλακίζεται το 1963 για να στελεχώσει τη σύνταξη της εφημερίδας «Δημοκρατική Αλλαγή», αλλά τέσσερα χρόνια μετά η χούντα του Παπαδόπουλου την συλλαμβάνει και την στέλνει «διακοπές» στην Γυάρο. Οι κακουχίες που είχε περάσει όλα αυτά τα χρόνια την κάνουν να αρρωστήσει βαριά αναγκάζοντας την Απριλιανή χούντα να την αποφυλακίσει το 69. 

 Μιλώντας για τον σύντροφό της Νίκο Μπελογιάννη είχε πει: «Τυχεροί όσοι φεύγουνε χωρίς και να χαθούνε, αφήνοντας πίσω τους, απείραχτο από το χρόνο, το φωτεινό τους χαμόγελο, τη φωτεινή τους σκέψη, το νόημα της ζωής σε όλη την πληρότητά της. Ως το θάνατο. Σε αυτούς ανήκει ο Νίκος Μπελογιάννης. Αυτή η ακτινοβολία του ας εμπνέει τη ζωή και την πράξη των νέων, που ζητούν με αγωνία να εύρουν πηγές έμπνευσης σε αυτή την πραγματικά δύσκολη για τις καινούριες γενιές εποχή».  

***

Τ’ ἀπόγευμα, ὕστερα ἀπ’ τὴ λιγόλεπτη ἔξοδο, μᾶς κάνανε πιὸ αὐστηρὴ ἔρευνα. Εἶδα ἀπ’τὸ κελὶ τοὺς ἀσφαλίτες νὰ ψάχνουνε ἀκόμη καὶ τὰ παπούτσια τοῦ Ἀργυριάδη. Ἔκαψα ὅσα γράμματα τοῦ Νίκου φύλαγα.

Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲ μιλήσαμε πολύ. Ρώτησα κάποια στιγμὴ τὸ Νίκο τί κάνανε. – « Ἀναλύουμε, διαλύουμε καὶ συνθέτουμε, …» μοῦ ἀπάντησε γελώντας.

Ἤμουνα πιὰ σίγουρη πῶς θαρχότανε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μὰ δὲν εἶπα τίποτα. Κι ἐκεῖνος ἦταν σίγουρος πῶς θαρχότανε μὰ ὄχι πρὶν τὴ Δευτέρα. Καὶ κοιμηθήκαμε. Ἀκόμα καὶ κείνη τὴ νύχτα κοιμηθήκαμε.

Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα κλειδιά. Ἤτανε ἀκόμη στὴν αὐλὴ μὰ ἄκουσα τὸ βρόντηγμα τῶν κλειδιῶν. Τινάχτηκα πάνω καὶ φώναξα τὸν Νίκο. Εἶχε ἀκούσει καὶ κεῖνος. «Ἐ ναί, ἔρχονται…» μοῦ ἀποκρίθηκε.

Τοὺς εἶδα. Ἀνοίξανε ὅλα τὰ κελιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό μου. Ὁ Νίκος ζήτησε νὰ μὲ δεῖ. Δὲ μοῦ ἀνοίξανε. Μᾶς ἀφήσανε τὸ παραθυράκι μὲ τὰ σίδερα γιὰ ν’ἀποχαιρετιστοῦμε. Εἶδα τὸ αἷμα νὰ χάνεται ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ὅταν κοιταχτήκαμε καὶ ξέραμε πώς δὲν ὑπῆρχε γιὰ μᾶς ἄλλη μέρα.

Ὁ Καλούμενος ἦρθε κοντὰ μ’ ἀνοιχτὸ πουκάμισο. «Πάω καὶ γῶ!» μοῦ εἶπε, καὶ προσπαθοῦσε αὐτὴν τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ γίνει παλληκάρι. Ὁ Μπάτσης στάθηκε πιὸ πέρα. «Φρόντισε καὶ γιὰ τὴν κόρη μου…» μὲ παρεκάλεσε. «Ναὶ ἂν ζήσω», τοῦ εἶπα. Ὁ Νίκος ἔγειρε κοντά μου. «Πρέπει νὰ ζήσεις» μου εἶπε, «πρέπει…».

Τὸ πρόσωπό του ἤτανε γκρίζο, ἔκανε πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ κυλήσει οὔτε ἕνα δάκρυ. Μοῦ’ δῶσε τὸ ρολόϊ, τὸ στυλό, τὸ πορτοφόλι μὲ τὶς φωτογραφίες. «Πᾶμε», εἶπε ὁ ἐπικεφαλῆς. Ἕνα φιλὶ μὲς ἀπ’ τὰ σίδερα.

Δὲν ἤξερα ἂν ζοῦσα ἢ ἂν αὐτὸ ἦταν ἡ κόλαση. Θυμᾶμαι πῶς τοὺς εἶχα ρωτήσει γιατί δὲν μ’ ἀνοίγουνε κι ἐμένα. «Δὲν εἶσαι στὸ χαρτί», μοῦ εἶχε ἀποκριθεῖ ὁ ἀρχιφύλακας καὶ φαινότανε στενοχωρημένος. Θυμᾶμαι πῶς φώναξα. «Πάρτε μὲ καὶ μένα» κι ὕστερα σωριάστηκα στὸ στρῶμα. Ἄργησα πολὺ νὰ συνέλθω γιὰ νὰ κλάψω.

Έλλη Παππά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *