Νίκος Καββαδίας – Ο ναύτης ποιητής (Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1910)

Ο Νίκος Καββαδίας με τον οποίο θα ασχοληθούμε στο παρακάτω άρθρο ποτέ δεν δήλωσε ποιητής, ως «Νίκος Καββαδίας, ναυτικός» συστήνονταν με ταπεινότητα κι όμως, ήταν ο σπουδαίος ποιητής – ναύτης «των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων».

O μικρός Οδυσσέας της λογοτεχνίας μας που με την ιδιαίτερη, μοναδική λυρικότητά του, το αφηγηματικό του ύφος και την συναρπαστική για τον αναγνώστη, ναυτική ορολογία που συνοδεύει την ποίησή του και που ενισχύεται από ξένες «λιμανίσιες» λέξεις, φέρνει κοντά μας τις δυσκολίες, τις νοσταλγίες, τα πάθη, τον μόχθο και τα βάσανα των ξενιτεμένων εργαζομένων στα καράβια, την σκληρή ναυτική ζωή.

Η λαϊκότητα στη γραφή και η αγάπη του ποιητή για τους χειρώνακτες εργάτες των καραβιών πλημμυρίζουν τις ομοιοκαταληξίες του έργου του, ακριβώς σε αυτήν την λαϊκότητα έγκειται και το ποιητικό του μεγαλείο μα ο Καββαδίας δεν μένει μόνο εκεί, θίγει συνολικά τα ανθρώπινα ζητήματα τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο και θέτει υπαρξιακούς προβληματισμούς.

Ο Θάνος Μικρούτσικος που μελοποίησε και έκανε ευρύτερα γνωστό τον Καββαδία μέσα από την μουσική του είχε δηλώσει εύστοχα στα «Νέα» το 2013 : «Θα το πω, απλά: τι είπε ο Καββαδίας; ‘’Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται’’. Τι λέει στους νέους; ‘’Πιάστε το αδύνατο!’’ Ας θυμηθούμε τον στίχο ‘’Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία’’. Επιλέγει, δε, τον καρχαρία, αφού είναι ό,τι πιο ανθεκτικό στο ζωικό βασίλειο. Αδυνατείς να τα βάλεις μαζί του. Κι όμως…»

Ένας ναύτης – ποιητής σαν τον Νίκο Καββαδία δεν θα μπορούσε να παραμείνει σιωπηλός και αμέτοχος μπροστά στην κατάφωρη αδικία των εκμεταλλευτών και την πάλη των τάξεων στους αιώνες του ιμπεριαλισμού.

Ο Καββαδίας μέσα από τις διηγήσεις για τα λιμάνια και τις ανοιχτές απέραντες θάλασσες εξύμνησε την ελευθερία. Στάθηκε αλληλέγγυος με τους ναυτικούς συναδέλφους του σε όλη του την ζωή και επίσης στάθηκε αλληλέγγυος και με όλη την εργατική τάξη του τόπου μας με ευθύνη, με πράξη και με συνέπεια στα πολύ δύσκολα και στην μεγάλη ανάγκη.

Ο Νίκος Καββαδίας με καταγωγή το Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς γεννήθηκε στις 11 Γενάρη του 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ματζουρίας στα σύνορα Ρωσίας – Κίνας και ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλέμπορου επιχειρηματία και προμηθευτή του τσαρικού στρατού Χαρίλαου Καββαδία.

Στις αρχές του Α’ Π.Π. ο πατέρας του αποφασίζει να φέρει όλη την οικογένεια στην Ελλάδα. Ταξίδεψαν επί δεκαπέντε μέρες με τον υπερσιβηρικό διασχίζοντας τα Ουράλια όρη μέχρι να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη κι από κει να περάσουν Ελλάδα για να καταλήξουν στην Κεφαλονιά, όπως αναφέρει και η αδερφή του ποιητή, Τζένια.

Ο πατέρας του Καββαδία έχασε από την ανατροπή του τσάρου, την επανάσταση των μπολσεβίκων και το εργατικό κράτος όλη του την περιουσία, κατάφερε να επιστρέψει μετά κόπων και σκιά του εαυτού του από τον πόλεμο το 1921 στην Κεφαλονιά και να σμίξει με την υπόλοιπη οικογένεια για να μετακομίσουν από κει στον Πειραιά. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Καββαδίας παρά τις «οικογενειακές πληγές» από τον Κόκκινο Οκτώβρη δεν δίστασε αργότερα να υιοθετήσει το σοσιαλιστικό όραμα και να το υπηρετήσει ως το τέλος της ζωής του.

Ο ποιητής τελειώνει το δημοτικό στον Πειραιά στην σχολή των αδερφών Μπάρδη με συμμαθητή του τον Γιάννη Τσαρούχη, εκεί εκδηλώνει την κλίση του προς την γραφή. Βγάζει με την βοήθεια συγγενών του τον «σχολικό σάτυρο» και ακολούθως γράφει στην «Διάπλαση των παίδων» του Ξενόπουλου με το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».

Στο γυμνάσιο συνεχίζει να γράφει ποιήματα όπου δημοσιεύονται με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βαλχάλλας» στο περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας». Ο μεγαλοϊδεατικός πόλεμος από την ουρά της Αντάντ και η μικρασιατική καταστροφή με τα κύματα των ξεριζωμένων προσφύγων που κατέφθαναν στον Πειραιά συγκλόνισαν και επέδρασαν καταλυτικά στον χαρακτήρα και την μετέπειτα σκέψη και πορεία του ποιητή.

Ο Καββαδίας τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις στην Ιατρική σχολή μα αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και πεθαίνει από καρκίνο το 1929. Ο ποιητής προκειμένου να στηρίξει την οικογένειά του προσλαμβάνεται αρχικά ως πράκτορας σε ναυτικό γραφείο μα σύντομα και έχοντας έντονη την επιθυμία της φυγής μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.

Τα επόμενα χρόνια επιστρέφει από τα ταξίδια αδυνατισμένος, ταλαιπωρημένος και αδέκαρος ώσπου αποφασίζει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Το 1933 εκδίδεται η πρώτη από τις τρεις ποιητικές συλλογές του «Μαραμπού» με 22 ποιήματα, που μόνο απαρατήρητη δεν περνάει. Γίνεται δεκτός στην Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών δίχως καν να έχει συμπληρώσει το προαπαιτούμενο των τριών βιβλίων. Εκεί γνωρίζεται με πολλούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής και καθιερώνεται στο ποιητικό γίγνεσθαι του τόπου.

Με το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. και την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Ελλάδα ο ποιητής Καββαδίας ξεχνά για μερικά χρόνια την θάλασσα, τα λιμάνια, τους ναυτικούς και τις πόλεις του Ατλαντικού και πέφτει με όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα δίχως αύριο ενάντια στους φασίστες, τους ναζί και τους ντόπιους λακέδες τους κηρύσσοντας με ρωμαλέους στίχους τον ανυποχώρητο, δίκαιο λαϊκό πόλεμο ενάντια στον ιμπεριαλισμό/φασισμό.

Το 1940 στρατεύεται και στέλνεται – αν και ναυτικός – στο μέτωπο στην Αλβανία υπηρετώντας ως ημιονηγός στον στρατό ξηράς. Μετά την προδοτική συνθηκολόγηση επιστρέφει το 1941 σε άθλια κατάσταση στον Πειραιά από τις κακουχίες και την οδοιπορία. Κατά την κατοχή εντάσσεται στο ΕΑΜ και κατόπιν πολεμά στην αντίσταση με το ΕΑΜ ναυτικών και στην συνέχεια με το ΕΑΜ λογοτεχνών – ποιητών.

Συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ και δημοσιεύει σε αυτό το ποίημα «Στον τάφο του Επονίτη». Κατά την ίδια περίοδο, σύμφωνα με μαρτυρία του φοιτητή της νομικής Νικολακάκη που συμμετείχε σε ομάδες γραψίματος – προπαγάνδας στους τοίχους, ο Καββαδίας γράφει στους τοίχους και στις γειτονιές στου Γκύζη ένα άτιτλο ποίημά του για την αντίσταση, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την συγγραφέα και παλιά φίλη του ποιητή Τατιάνα Μιλιέξ.

Το 1945 σε βαρύ πολιτικό κλίμα μετά τον Δεκέμβρη και την υπογραφή που ακολούθησε στην Βάρκιζα, εν μέσω λευκής τρομοκρατίας και λυσσαλέων διώξεων πρωτοδημοσιεύεται στα «Ελεύθερα Γράμματα» το ποίημά του «Η Αντίσταση» αφιερωμένο στην Μέλπω Αξιώτη. Ανάμεσα στους λαϊκούς αγωνιστές που διώκονται μετά την Βάρκιζα είναι και ο γραμματέας του ΕΑΜ λογοτεχνών, συγγραφέας Θέμος Κορνάρος, για το βιβλίο του «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία». Ο ίδιος ο συγγραφέας προτείνει ως αντικαταστάτη του τον Καββαδία και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης συμφωνούν ομόφωνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες ο Καββαδίας διέθετε οργανωτικές ικανότητες και ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά του.

Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους απελπισμένος από τις πολιτικές εξελίξεις ο Καββαδίας μπαρκάρει ασυρματιστής με την μεσολάβηση και τις υπογραφές – εγγυήσεις εφοπλιστών συγγενών του στα εσωτερικά δρομολόγια του «Κορινθία». Ακόμα κι από κει όμως, έστω κι έτσι, δεν ξεχνά τον μαρτυρικό λαό μας. Υπογράφει στο καράβι κείμενο διαμαρτυρίας κατά των έκτακτων στρατιωτικών μέτρων Τσαλδάρη, στέκεται στο πλευρό των άγρια διωκόμενων συντρόφων του, βοηθά στην μεταφορά υλικού εντός και εκτός Ελλάδας, γράφει ποιήματα με ψευδώνυμο στο «Ριζοσπάστη της Δευτέρας» και η ξενόδουλη μοναρχοφασιστική ασφάλεια τον παρακολουθεί στενά.

Το 1947, με τον ΔΣΕ να μάχεται για ανεξαρτησία και λευτεριά σε όλη σχεδόν την Ελλάδα εκδίδει στην Αθήνα την δεύτερη ποιητική του συλλογή «Πούσι» με 14 ποιήματα, ανάμεσά τους και το εμβληματικό Federico Garcia Lorca. Ο Βάρναλης γράφει ενδεικτικά στην κριτική του στον «Ριζοσπάστη της Δευτέρας» της 27ης Γενάρη του 1947 : «το ποίημα του Ισπανοτσιγγάνου Λόρκα αποτελεί και το κλειδί για να βρούμε το βαθύτερο κοινωνικό περιεχόμενο των άλλων του ποιημάτων. Η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής (όλοι και ζωντανοί και πνιγμένοι είναι ναυαγοί) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος πίσω από το πούσι που τον κρύβει. Ο Αίτιος και ο Υπεύθυνος για το σκοτωμό των ανθρώπων του Λαού είτε με τον πόλεμο είτε με την πείνα και για το πνευματικό και το ηθικό τους σκοτάδι, είναι ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός, που στην ακμή του εκφυλισμού του και στην ώρα της πτώσης του γίνεται χίλιες φορές αιμοβορότερο θηρίο.»

Το 1948 η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών διασπάται, οι αποχωρήσαντες ιδρύουν με εμπνευστή τον Κ. Τσάτσο και πρόεδρο τον Κ. Ουράνη την μετέπειτα «Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών». Όλοι οι διανοούμενοι που συμμετείχαν σε αυτό το θλιβερό μόρφωμα χαρακτήριζαν τον αγώνα του ΔΣΕ «αντεθνικό», καθοδηγούμενο από ξένα κέντρα, αντίθετο με το «ευγενές πνεύμα της φυλής» και λοιπές αντιεπιστημονικές ασυναρτησίες φασιστικής ρητορικής δίχως κανένα ταξικό υπόβαθρο, καμία βάση επί του πραγματικού. Ο Νίκος Καββαδίας δεν υπόγραψε ποτέ κείμενα με τέτοιες κατάπτυστες δηλώσεις, δεν απαρνήθηκε την ιδεολογία και την ιστορία του.

Το 1949 ο ΔΣΕ υποχωρεί συντεταγμένα, τα στρατοδικεία, οι εξορίες, τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις αποτελούν καθημερινότητα, ο Καββαδίας σταματά το γράψιμο, μόνο ταξιδεύει. Πέντε χρόνια μετά, το 1954 εκδίδει το μνημειώδες πεζογράφημα «Βάρδια». Ο ποιητής σε πεζό λόγο μεταφέρει μαεστρικά στον ιδεατό κόσμο του αναγνώστη τις κακουχίες, τις αρρώστιες, τις άθλιες συνθήκες εργασίας των ναυτεργατών, την ανεργία αλλά τον πόλεμο.

Το 1957 αυτοκτονεί στο καράβι ο επίσης ναυτικός, αδερφός του Αργύρης. Ο Καββαδίας σταματά να δημοσιεύει και γράφει ελάχιστα. «Το ’57 η θάλασσα μου πήρε τον αδερφό μου. δεν έγραψα ούτε στίχο, αφού δεν έγραψα για αυτή την αγάπη, για τι να γράψω;” δηλώνει ο ίδιος.

Λίγο πριν το Αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα του 67′ ο Καββαδίας δίνει συνέντευξη στην “Πανσπουδαστική” ενώ κατά την χούντα δραστηριοποιείται ως σύνδεσμος μεταξύ αντιδικτατορικών οργανώσεων της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ξεκινά πάλι μετά από αρκετά χρόνια να γράφει διάσπαρτα ποιήματα, όπως το τελευταίο επαναστατικό του “Guevara” που γράφτηκε το 1972 και πρωτοδημοσιεύθηκε τον Γενάρη του 1975 στον “Θούριο”, ετοιμάζεται να εκδώσει αυτά τα ποιήματα μετά την πτώση της χούντας.

Στις 8 Δεκέμβρη του 1974, στο δημοψήφισμα για απαλλαγή του λαού από τα φεουδαρχικά κατάλοιπα της μοναρχίας, το όνομα του Νίκου Καββαδία βρίσκεται δεύτερο στην λίστα των μελών της Δημοκρατικής Αντιμοναρχικής Κίνησης του ΚΚΕ (εσωτ.).

Στις 10 Φλεβάρη του 1975 στην Αθήνα, προτού προλάβει να δει τυπωμένη την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Τραβέρσο» και πριν ακούσει μελοποιημένη την ποίησή του, έφυγε από εγκεφαλικό επεισόδιο στην στεριά, όπως ακριβώς το φοβόνταν ο ναύτης – ποιητής και αγωνιστής Νίκος Καββαδίας που το έργο του αποτελεί λαϊκή κληρονομιά και τροφή σκέψης και ελευθερίας, όπως και ο ίδιος αποτελεί υπόδειγμα σεμνότητας και αγώνα που θα χει πάντα θέσεις στις καρδιές και τα χείλη του λαού.

Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στο 6ο τεύχος της εφημερίδας «Από τη σπίθα στη φλόγα» (Γενάρης 2023).

Γίνε συνδρομητής/συνδρομήτρια της μηνιαίας εφημερίδας συμπληρώνοντας τη φόρμα εδώ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *