Ηταν σχεδόν αναμενόμενη η σημερινή δικαστική ετυμηγορία στην υπόθεση «δολοφόνων Καραϊβάζ».
Αθώοι κρίθηκαν λόγω αμφιβολιών τα δύο αδέλφια που κατηγορούνται για συμμετοχή στη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ. Οπότε -σύμφωνα με την δικαστική απόφαση- οι δολοφόνοι του δημοσιογράφου κυκλοφορούν ελεύθεροι, όπως και ο ηθικός/οι αυτουργός.
Οι κρατικοί μηχανισμοί έστησαν μια δίκη, κάτω από την διεθνή κατακραυγή για την δολοφονία του δημοσιογράφου, χωρίς να υπάρχουν ουσιαστικά στοιχεία σε βάρος τους. (Δεν υπήρχαν ατράνταχτες αποδείξεις γι συμμετοχή των κατηγορουμένων στο έγκλημα όπως εύρεση αποτυπωμάτων, όπλου κτλ. κάτι που είχε τονιστεί σε μια σειρά δημοσιευμάτων του Documento, της ΕφΣυν κ.α). Για “μεγάλο φιάσκο με τα πειστήρια στη δίκη” έκανε λόγο η εφημερίδα που εκδίδει ο Κώστας Βαξεβάνης τονίζοντας για “σοβαρά κενά κατά την προανάκριση, ελλιπείς και παραπλανητικές εκθέσεις από την ΕΛΑΣ, αυτοψίες χωρίς εκθέσεις, βιντεοληπτικό υλικό από κάμερες που «χάθηκε», CD που καταστράφηκαν”.
Για “πολλά τα κενά στην υπόθεση” στην όλη εξέλιξη της υπόθεσης μιλούσε και η δημοσιογράφος Εύα Παπαδοπούλου με άρθρο της στην “ΕφΣυν”, εστιαζόμενη και στις πολιτικές διαστάσεις που πήρε το θέμα της καταστροφής του αναγνωστέου «33», -του CD- το οποίο περιείχε στοιχεία από τις επαφές του θύματος με πρόσωπα που συνδέονται με το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Εξυπακούεται ότι κανείς δεν θα λογοδοτήσει για το μεγάλο κυβερνητικό φιάσκο.
____________
Πηγή: Βασίλης Λαμπρόπουλος – in.gr
Από τις αρχές του 2023 είχαν επισημανθεί από υψηλόβαθμους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ σημαντικά κενά στη δικογραφία για την δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, καθώς και ότι τα στοιχεία σε βάρος των δύο αδελφών ηλικίας 49 και 44 που κατηγορήθηκαν για την εν λόγω ανθρωποκτονία είναι ανεπαρκή.
Ζητούσαν, μάλιστα, περαιτέρω εξέταση κι αλλων παραμέτρων της υπόθεσης και κυρίως την παρακολούθηση των συναλλαγών σε κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας απ’ όπου φερόταν να είχαν αγορασθεί τα κινητά των φερόμενων δραστών της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ, ενώ ζητούσαν και διερεύνηση της ηθικής αυτουργίας της δολοφονίας.
Όμως δεν είχαν εισακουσθεί αφού τελικά φαίνεται να κυριάρχησε η λογική για επικοινωνιακή διαχείριση της εξιχνίασης της δολοφονίας με την συμπλήρωση δύο χρόνων –τον Απρίλιο του 2023 – από την διάπραξη της.
Μάλιστα τότε υπήρξαν πανηγυρικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για «τήρηση υποσχέσεων» για διαλεύκανση της δολοφονίας του γνωστού δημοσιογράφου που τώρα αποδεικνύονται χωρίς καμία ουσία.
Με ανώτατα τότε στελέχη της ΕΛ.ΑΣ να υποκύπτουν σε αυτή την τακτική πολιτικών παραγόντων, προκειμένου κι αυτοί να «καρπωθούν την επιτυχία» που αποδεικνύεται τώρα φιάσκο που πλήττει την αξιοπιστία της ΕΛ.ΑΣ.
Το άγνωστο αυτό παρασκήνιο αποκαλύπτεται από το in μετά την αθώωση λόγω αμφιβολιών από το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο της Αθήνας των δύο συγγενών κατηγορουμένων για την ανθρωποκτονία του γνωστού συναδέλφου τον Απρίλιο του 2021 στον Άλιμο.
Αναβρασμός στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ
Σε μια εξέλιξη που προκαλεί απογοήτευση κι αναβρασμό στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ στην πλέον κρίσιμη υπόθεση δράσης του οργανωμένου εγκλήματος στην χώρα μας. Η κατηγορία σε βάρος των δύο ατόμων είχε βασισθεί στην διαπίστωση από κάμερες ότι το βαν εταιρείας καθαρισμού η οποία τους ανήκει είχε κινηθεί για ώρα δίπλα από την μοτοσυκλέτα στην οποία επέβαιναν οι δολοφόνοι του Γιώργου Καραϊβάζ.
Όπως κι από τον εντοπισμό από σάρωση κλήσεων των δύο κινητών μίας χρήσης των δολοφόνων του δημοσιογράφου, όπως και το γεγονός ότι τα «επίσημα» καταχωρισμένα κινητά των δύο αδελφών ήσαν αδρανή το τετράωρο της δολοφονίας του άτυχου δημοσιογράφου.
Όμως η νομική εκπροσώπηση των δύο κατηγορούμενων από τον δικηγόρο Πειραιά κ Ευτύχη Αλυγιζάκη είχε αντικρούσει λέγοντας ότι το βαν της εταιρείας καθαρισμού των δύο αδελφών ήταν τυχαία στο σημείο κι ότι μοίραζε διαφημιστικά φυλλάδια . Όπως κι ότι η «αδράνεια» των κινητών των κατηγορουμένων είχε παρατηρηθεί κι άλλες φορές και αυτή δεν σηματοδοτεί απολύτως τίποτα.
Όμως φαίνεται ότι από την περίοδο «εξιχνίασης της υπόθεσης εκφράζονταν επιφυλάξεις για την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων, ενώ υπήρχαν διαδοχικές συσκέψεις αστυνομικών και δικαστικών λειτουργών για την συνεκτίμηση των δεδομένων, αφού υπήρχαν δυσχέρειες στην τεκμηρίωση των κατηγοριών.
Αυτοί οι προβληματισμοί μάλιστα αποτυπώνονταν και σε δημοσίευμα του «Βήματος της Κυριακής» στις 29 απριλίου 2023, πριν την εξιχνίαση της υπόθεσης με τίτλο «Δολοφονία Καραϊβάζ: Κλειδί στην εξιχνίαση μια εταιρεία καθαρισμού» .
Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί επισήμαιναν ότι τα στοιχεία που παρουσιάσθηκαν την Άνοιξη του 2023 ήταν γνωστά μερικούς μήνες μετά την δολοφονία του δημοσιογράφου και αυτό που είχε προστεθεί ήταν μόνο μία ανάλυση τηλεφωνικών κλήσεων από την Διεύθυνση Διαχείρισης κι Ανάλυσης Πληροφοριών που ουσιαστικά δεν συνεισέφερε και πάλι «ακλόνητα» στοιχεία σε βάρος των δύο αθωωθέντων συγγενών.
_____________________________________________
Το χρονικό του φιάσκου στη δίκη Καραϊβάζ – Τα κενά της δικογραφίας
Προδιαγεγραμμένη απαλλαγή μπορεί να χαρακτηριστεί η αθώωση των δύο αδελφών που κρατούνταν ως δράστες της δολοφονίας του δημοσιογράφου.
Πηγή: Γιάννης Σουλιώτης – “Καθημερινή”
Ως το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης απαλλαγής μπορεί να χαρακτηριστεί η δικαστική κατάληξη της υπόθεσης Καραϊβάζ, με την αθώωση κατά πλειοψηφία των δύο αδελφών που κρατούνταν ως δράστες της δολοφονίας του δημοσιογράφου.
Η κακή αξιολόγηση του προανακριτικού υλικού που είχε συλλεγεί με κόπο από τους αστυνομικούς του τμήματος Ανθρωποκτονιών έως τον Απρίλιο του 2023 και η σπουδή ανωτάτων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. και κορυφαίων στελεχών του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη να παρουσιάσουν αποτελέσματα, οδήγησε σε αυτό που πολλοί χθες αποκάλεσαν φιάσκο.
Κι όμως, υπήρχαν μια σειρά από στοιχεία που προμήνυαν το αποτέλεσμα της δίκης. Ενα απ’ αυτά ήταν η ίδια η δικογραφία που είχε συντάξει η Ασφάλεια Αττικής. «Υποβάλλεται προανακριτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την υπηρεσία μας και αφορά σε ανθρωποκτονία με δόλο κατά συναυτουργία εις βάρος του δημοσιογράφου Καραϊβάζ Γιώργου (…) οι έρευνες της υπηρεσίας συνεχίζονται για την ανακάλυψη των στοιχείων ταυτότητας των δραστών».
Πρόκειται για την πρώτη και την τελευταία πρόταση αντίστοιχα από τη δικογραφία που υπέβαλε τον Απρίλιο του 2023 στον εισαγγελέα το τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών.
Τα ίδια τα στελέχη της Ασφάλειας και με βάση το προανακριτικό υλικό που είχαν συλλέξει, δεν είχαν κατασταλάξει στην ενοχή των δύο αδελφών 41 και 49 ετών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες δικογραφίες για υποθέσεις ανθρωποκτονιών και όχι μόνο.
Εχοντας προφανώς ορισμένες επιφυλάξεις για την ισχύ του αποδεικτικού υλικού, επέλεξαν –εύλογα κατόπιν συνεννόησης– να το θέσουν υπόψη του εισαγγελέα, ο οποίος τελικά εξέδωσε τα εντάλματα δυνάμει των οποίων συνελήφθησαν ως ύποπτα τα δύο αδέλφια.
Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους τα στελέχη της αστυνομίας που χειρίζονταν τον φάκελο διατύπωναν την εκτίμηση ότι από την επισκόπηση εκατοντάδων βίντεο είχαν καταφέρει να τοποθετήσουν στο σημείο της δολοφονίας το ένα από τα δύο αδέλφια, τον ηλικίας 49 ετών.
Το λευκό βαν της εταιρείας του, εξάλλου, είχε βρεθεί να κινείται κοντά στο σπίτι του Γιώργου Καραϊβάζ τόσο την ημέρα της δολοφονίας όσο και την παραμονή, με το άλλοθι περί διανομής διαφημιστικών φυλλαδίων να είναι μάλλον αδύναμο. «Με βάση αυτό το εύρημα, το περισσότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον παραπέμψουμε για συναυτουργία», λένε χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, για μια σειρά από λόγους που δεν υπάκουαν μόνο σε αστυνομικά αλλά πολιτικά κριτήρια, οι αδυναμίες και τα κενά της έρευνας αποφασίστηκε είτε να κλείσουν βεβιασμένα με συνοπτικές προανακριτικές ενέργειες είτε και να αγνοηθούν. Τις συλλήψεις των δύο κατηγορουμένων είχε ανακοινώσει όχι η ΕΛ.ΑΣ., αλλά μέσω του λογαριασμού του στο Facebook o τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη: «Οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. επιταχύνθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα και είχαν αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εξιχνίαση άλλη μια δολοφονία». Στην ίδια ανάρτηση απαντούσε και στην κριτική από το εξωτερικό για τη μη εξιχνίαση της δολοφονίας ενός δημοσιογράφου – η μοναδική ανεξιχνίαστη στην Ε.Ε. Η πίεση πάντως δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η “κυβέρνηση” του Ακατονόμαστου έπαιζε ως συνήθως παιχνίδια εντυπώσεων και σκοπιμοτήτων- ακόμα και στην υπόθεση αυτή. Εκείνος εκεί ο εισαγγελέας που, χωρίς ουσιαστικά να έχει στη διάθεσή του αποδεικτικά στοιχεία,παρέπεμψε σε δίκη δύο ανθρώπους, δεν φέρει και ο ίδιος ως “δικαστικός λειτουργός” καμία ευθύνη για το φιάσκο; Ποιός ελέγχει έναν τέτοιο δικαστικό γραφειοκράτη και με τι τρόπο, για τα “έργα” του;