Στο ραντεβού είχα αργήσει. Πλατεία Λαυρίου, μια φωνή σταμάτησε ξαφνικά το τσίτωμα και τη βιασύνη από το άγχος.
“Ρε μάγκα, μήπως έχεις ένα τσιγάρο?”. Ενας τυπάκος στο παγκάκι, φευγάτος, βρόμικος, κουρασμένος, μεσημέρι ζεστό με παρέα μια μισοάδεια ρετσίνα.
Βγάζω δύο. “Πάρε κι ένα για μετά”.
Το βλέμμα του αντέδρασε, λες και είδε πεντοχίλιαρο. “Τόσοι πέρασαν και ούτε ένας δε γύρισε να με κοιτάξει, όχι να μου δώσει τσιγάρο, αλλά ούτε να γυρίσει καν…”. Μου ‘δωσε το χέρι του και μου είπε συνωμοτικά: “Εσύ, πρέπει να είσαι δικός μας…”.
“Εσύ είσαι σίγουρα…”, του είπα και συνέχισα το ίδιο βιαστικός.
Με δυο ματιές είπαμε τόσα και τόσα. Και τον έκανα δικό μου. Γιατί σ’ αυτόν είδα την τρέλα να αναπνέει. Και συνειρμικά μου ήρθαν και άλλα.
Και ναι, ένιωσα “δικός του”, γιατί αισθάνομαι και εγώ τα ίδια απαξιωτικά βλέμματα πάνω μου. Μιας κοινωνίας που δεν υη συνταράσσει τίποτα. Ψυχρά και αδιάφορα περνούν όλα. Δέχομαι την απόρριψη, μόλις ξεστομίσω το τρελό και το ασύμβατο με τα ήθη. Ξέρεις τώρα, για ταξικές διαφορές και χούντα και φασισμό και επαναστάσεις. Τα δικά μας, μωρέ, μη πάει σε τίποτ’ άλλο ο νους σου…
“Τι δουλειά έχουμε εμείς με το περιθώριο, την παλαβομάρα του καθενός, το κάθε πρεζάκι και τον κάθε χουλιγκάνο?”. Εσύ κόκαλο. Και συνεχίζουν χωρίς ντροπή: “Και εμείς πεινάμε και δεν έχουμε μία, αλλά δε ζητιανεύουμε, ούτε αράζουμε εδώ κι εκεί…!”.
Αυτά, θα πεις, τα λένε οι μεγαλύτερης ηλικίας, γιατί μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό τους και γιατί έτσι μεγάλωσαν. Κι όμως, τ’ ακούς και από “μικρούς”, που τους έχεις κι όλας σπουδαίους και τρανούς. Είναι από αυτούς τους ελίτ επαναστάτες. Που εσύ γι’ αυτούς έχεις φτιάξει ολόκληρο παραμύθι. Και αυτή είναι η χειρότερη φάρα.
Ναι, δε βλέπω τη διαφορά. Μίασμα είμαι και ‘γω. Δεν είναι από λύπηση. Βλέπω το δικό μου “περιθώριο” να ταυτίζεται με το δικό τους. Με τους χουλιγκάνους, τους πρεζάκηδες, τα παιδιά που την πίνουν στο πάρκο και ένα σωρό άλλους. Και ‘γω δεν χωράω πουθενά. Πεταμένος και παραγκωνισμένος. Σα ξυπνητήρι που διαταράσσει το λήθαργο και το σταματάς με μίσος για να πάψει να χτυπάει.
Και αυτά που μαθαίνω για τη ζωή, τα παίρνω απ’ αυτούς και όχι απ’ τους άλλους που τους ακούς να ομνύουν υπηρεσίες στην επανάσταση και στο προλεταριάτο. Και οι όρκοι να τελειώνουν στην τελευταία γουλιά του κρασιού!
Αυτοί, τους λούμπεν, τους προλετάριους, τους κολασμένους τους έχουν έτσι, για την ώρα. Ως υποκείμενο της πολιτικής δε θέλουν ούτε καν να τους φαντάζονται.
Θέλουν να κάνουν πολιτικές εκδηλώσεις με τους “καθώς πρέπει” και τους “σημαίνοντες” και όχι με την πλέμπα και τον κάθε “μπαχαλάκια”.
Και όμως, αυτοί που σήμερα φωνάζουν “έτσι γαμάει η Λεωφόρος, ο Πειραιάς…”, αυτοί θα είναι οι ποιητές του αύριο που ονειρευόμαστε.
Χρήστος Π.
Αφήστε μια απάντηση