“Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας”

Του Γ.Γ.

Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση ενός βιβλίου που μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον. Λέγετε «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Είναι του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».

Πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο χρώματα και εικόνες που σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, στον Πειραιά, τότε που οι πρόσφυγες εκεί ζούσαν σε παράγκες και το ρεμπέτικο ήταν απαγορευμένο. Αυτό το βιβλίο μου έδωσε την αίσθηση ότι καλύπτει πτυχές εκείνης της εποχής που δεν άγγιξε ένα άλλο υπέροχο βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη που ονομάζετε «Ρεμπέτικο και πολιτική».

Πριν παραθέσω ένα κεφάλαιο απ’ αυτό το βιβλίο για να μπορέσει ο αναγνώστης να πάρει μια γεύση για τι είδους βιβλίο αναφέρομαι ας δούμε τι γράφει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

“Ο φλογερός και νοσηρός έρωτας του Μάρκου για την πρώτη γυναίκα του Ζιγκοάλα, που συζούσε με τον παιδικό του φίλο και κουμπάρο τους, είναι η βασική, οδυνηρή πηγή έμπνευση του θεμελιωτή του  ρεμπέτικου, στα χρόνια 1932-1940.

Το πάθος αυτό περνάει διάφορες φάσεις, κορυφώνεται τραγικά μέσα στη φθορά του και ξαναγεννιέται διαρκώς. Είναι η ίδια εποχή που ο Μάρκος, από άσημος εκδοροσφαγεύς, γνωρίζει τη δόξα: γίνεται ο πρωτοπόρος που θα ανοίξει νέους δρόμους στη λαϊκή μουσική και στη διασκέδαση, όντας συνέχεια σε σύγκρουση με τις μουσικές αντιλήψεις της εποχής, τη φτώχεια, τη στείρα παράδοση, τον καθωσπρεπισμό, την αστυνομία, την οικογένειά του, τη γυναίκα του που τον προδίδει, τη δικτατορία Μεταξά -σχεδόν με όλους, κι ενώ πλησιάζει, σαν αναπότρεπτο ρεφρέν, ο πόλεμος. Ο Μάρκος, σ’ αυτά τα οχτώ χρόνια, εξελίσσεται, ανεβαίνει, δημιουργεί, δοξάζεται, νικά, ενώ γύρω του τα πάντα, κάθε μέρα, επιδεινώνονται|.

Και τώρα ένα κεφάλαιο απ’ το βιβλίο.

Καφενείο του Μπάτη 

Πολλοί μάγκες ήταν μαζεμένοι στο καφενείο του Μπάτη. Φάτσες φοβερές. Ο Μαρίνος ο Μπουστάκιας, διαβόητος φονιάς, που κάθεται σε μια καρέκλα και έχει δίπλα του, ανεβασμένο σε σκαμνί, ένα επόφοβο μπουλντόκ, κρατημένο με αλυσίδα. Πίνει αργιλέ, όπως κι άλλοι. Ο Νίκος ο Τρελάκιας, νταής κι ανερχόμενος στιχουργός του Περαία, ο Στράτος ο Τεμπέλης, ο Ανέστης Δελιάς, κρατώντας μπουζούκι – τον μύησε σ’ αυτό πριν από δυο χρόνια ο Μάρκος.

Η τραγουδίστρια Ρίτα Αμπατζή κάθεται δεξιά, σ’ ένα τραπεζάκι. Αριστερά είναι καθισμένες κάνα-δυο πουτάνες με αγαπητικούς της φάρας.

Η γυναίκαι του Μπάτη – γύρω στα τριάντακάτι, ντυμένη σαν πιτσιρίκα, είναι πίσω απ’ τον πάγκο: τρελό χτένισμα, κάπως νεάζει, πεταχτή-καπνίζει τσιγάρο.

Το μαγαζί είναι γύρω στα δέκα τραπεζάκια, μεγάλη παγωνιέρα και κουζινάκι κάπως χωριστά. Κυρίαρχος είναι ο πάγκος γεμάτος ποτηράκια και δίσκους σερβιρίσματος. Εχει μουσλούκι από πίσω και κάπως ψηλά, από κάτω της τσιμεντένια γούρνα. Και δεξιά πάνω ένα καφάσι για το ψωμί και για καπνιστά αλλαντικά.

Μια μακρόστενη ταμπέλα, καρφωμένη στον έναν τοίχο γράφει με ζωγραφιστά γράμματα:

Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας.

Και στον απέναντι άλλη ταμπέλα:

Ο θεός να σε φυλάει από τους φίλους.

Ενθεν και ένθεν κρέμονται μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Κάτω από τα όργανα, άλλη μια μικρή ταμπέλα με ζωγραφιστό ποτηράκι γράφει:

Κοπάνα το, κοπάνα το

Και μη φοβάσαι θάνατο.

Ο πολυτεχνίτης Μπάτης, όρθιος στο κέντρο του μαγαζιού, με παπιόν και ημίψηλο, βγάζει λόγο:

– Αγαπητοί μάγκες, κοπρόμαγκες και σκυλόμαγκες, απόψε έχουμε απαρτία ….

Και γυρίζοντας στον Δελιά:

– Ανεστάκι, που είναι ο Μάρκος;

Ο Δελιάς:

– Ε, δεν ξέρεις που είναι ο τρελοκαψούρης; Στα παράθυρα της δικιάς του …

Ο Μπάτης συνεχίζει:

– Ας’ τονα … θα ρθει αργότερα. Λοιπόν, απόψε έχουμε απαρτία της μαγκιάς. (Δείχνοντας:) Ο Μαρίνος ο Μουστάκιας, δεν ξέρω πόσοι φόνοι και φυλακές, οι μουσικοί Καρυδάκης κι ο Νίκος ο Τρελάκιας, αρχιμάγκας της ψαραγοράς. Μαζί μας ο θείος μου ο Γαβρήλος, που έκανε το σφάλμα να μου χαρίσει έναν μπαγλαμά που τον έμαθα όταν ήμουνα στις Στρατιωτικές Φυλακές. Ο μέγας Σκριβάνος, που σε σφάζει μόνο και μόνο επειδή του είπες καλημέρα. Ο μπουζουξής ο Κερομύτης, καλής οικογένειας που ήρθε με τα ποδάρια απ’ το Βάβουλα τη γούβα. Ο Μιμίκος ο Μπογιατζής, πρώτος γδάρτης. Ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου, ο ψηλέας, μπαλαδόρος και καλός στην πενιά, Ολοι αυτοί ήρθανε να ακούσουνε μια φωνή απόψε. Τη Ρίτα, ρε, τη Ρίτα Αμπατζή. Χειροκροτήστε την, ρε …

Η Ρίτα σηκώνεται όρθια.

Ο Μπάτης συνεχίζει:

– … Και δεν θέλω μαχαίρια και πιστόλια απόψε, εντάξει; Θα την βρούμε στη ζούλα. Νυφούλες να είσαστε. Παναγιές. Με τα αργιλεδάκια μας και με το αρνί μας.

– Φέρε, γυναίκα το αρνί.

Η γυναίκα του πάει μέσα στο κουζινάκι και φέρνει ένα ψητό αρνί με τρία κεριά καρφωμένα απάνω του, σαν να ναι τούρτα.

– Ο Μπάτης αρχίζει να το τακτοποιεί λέγοντας:

– Το πιο νόστιμο αρνί, μάγκες μου. Το είχα δυο χρόνια στην αυλή και το βιοσκούσα. Και τι του έδινα να φάει αντί για τριφύλλι; Του έδινα τρίφυλλο ρε … Προυσαλιά μαυράκι …

– Χειροκροτήματα από κάτω.

Σηκώνει ψηλά το μαχαίρικαι λέει τελετουργικά:

– Αρνί, αρνί, λαμά σαβαχθανί …

Κατεβάζει, καρφώνει το μαχαίρι κι αρχίζει να διαμελίζει επιδέξια το κρέας του ζώου.

Μετά:

– Αντε, Ανεστάκι, πιάσε σιγά σιγά το μπουζούκι. Και μετά το φαϊ και τους αργιλέδες, σας έχω δυο ταψιά μπακλαβά. Σιροπάτο, κωσταντινουπολίτικο. Για να φύγουνε τα ζαφείρια απ’ το λαιμό.

Και γυρνώντας στον Μαρίνο τον Μουστάκια:

– Μουστάκια, το σκυλί σου έχει να φάϊ πολύ κόκκαλο απόψε … Πάσχα θα κάνει, ρε …

Ο Δελιάς με το μπουζούκι, ένας με κιθάρα κι άλλος με βιολί, ξεκινάνε ένα ταξίμι.

Σηκώνεται η Ρίτα με τσαχπινιά, τακτοποιεί τα μαλλιά της. Μετά μπαίνει με το ορίτζιναλ σμυρναίικο, της παρέας:

Από τα πολλά που μου ‘χεις καμωμένα
Δεν σε θ’ελω πια, δεν σε θέλω πια …

Ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου, σηκώνεται –πανύψυλος- και αρχίζει να χειροκροτεί με μανία, φωνάζοντας:

– Α, ρε Ρίτα, τι μου θύμισες … την Κιο την πατρίδα μου, εκεί πάνω στην προποντίδα …
Ο Μπάτης αφήνει το μαχαίρι, πάει ξεκρεμάει έναν μπαγλαμά απ’ τον τοίχο. Ερχεται και στέκεται μπροστά στη Ρίτα και πιάνει το ρυθμό, συνοδεύοντας, κάνοντας υποκλίσεις.

Το μπουλντόκ του Μαρίνου του Μουστάκια έχει μυρίσει το ψητό αρνί και αρχίζει να γαυγίζει. Ο Μουστάκιας βγάζει γρήγορα απ’ την τσέπη του ένα πέτσινο φίμωτρο και του το φοράει επιδέξια, εκείνο δυσανασχετεί κουνώντας την κεφάλα του πέρα δώθε.

Η Ρίτα, σεινάμενη με χάρη:

Τα σωθικά μου τα ‘χεις μαυρισμένα
Δεν σε θέλω πια, δεν σε θέλω πια …

Ο Δελιάς, φωνάζει, ανάμεσα σε πενιές:

– Γεια σου Σμύρνη, με τα σταυροδρόμια σου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *