Του Ν. Κουνενή – “Δρόμος της Αριστεράς”
Φέτος δεν πήγαμε διακοπές γιατί ο μπαμπάς έχασε τη δουλειά του και η μαμά παίρνει λιγότερα λεφτά από τη δική της δουλειά, που δεν την έχασε ακόμα.
Έτσι, καθίσαμε σπίτι και ζεσταινόμασταν πολύ και γκρινιάζαμε όλοι μας. Ο μπαμπάς και η μαμά γιατί δεν φτάνουν τα λεφτά, η μπέμπα κι εγώ γιατί στενοχωριόμασταν που βλέπουμε τον μπαμπά και τη μαμά λυπημένους και γιατί περιμέναμε τόσο τις διακοπές αλλά, τελικά, δεν θα κάνουμε, και δεν ξέρουμε πια αν θα ξανακάνουμε ούτε του χρόνου, του παραχρόνου ή του παραπαραχρόνου, κι αυτό πρέπει να το συνηθίσουμε, αλλά δεν μας αρέσει καθόλου οπότε, πώς να το συνηθίσουμε;
Η μαμά και ο μπαμπάς λένε συνέχεια πως θα πρέπει πια να μάθουμε να ζούμε φτωχικά, γιατί όλοι μας θα βγάζουμε πολύ λίγα λεφτά, εκτός από τους υπουργούς, τους τραπεζίτες και τα λαμόγια, που θα βγάζουν πάντα πάρα πολλά λεφτά, ό,τι και να συμβαίνει στους υπόλοιπους.
Λένε ακόμα πως η κακιά τρόικα αρπάζει τους κόπους ολόκληρης της ζωής τους και πως η κυβέρνηση μας την υπηρετεί και της κάνει όλα τα χατίρια και καμαρώνει κιόλας γι αυτό.
Φέτος δεν πήγαν διακοπές και πολλοί κολλητοί και κολλητές μου γιατί και οι δικοί τους γονείς βγάζουν τώρα λιγότερα λεφτά. Κι έτσι μαζευόμαστε κάθε μέρα στην πλατεία και παίζουμε μέσα στη ζέστη και μετά πάμε σπίτια μας και ξαπλώνουμε με κλειστά μάτια στη μπανιέρα κι ονειρευόμαστε πως είμαστε στην παραλία, σ’ ένα ωραίο νησί, και πως φτιάχνουμε όμορφα κάστρα στην άμμο και πως μαζεύουμε πετρούλες και κοχύλια και πως τρώμε νόστιμα παγωτά. Και πως κάνουμε σκανταλιές και μας μαλώνουν οι γονείς μας, αλλά μετά τις ξεχνάνε και δεν μας βάζουν τιμωρία, γιατί είμαστε σε διακοπές και πρέπει να είμαστε όλοι χαρούμενοι, για να γυρίσουμε με κέφι στις δουλειές και στα σχολεία μας. Αλλά είπαμε, αυτό δεν γίνεται πια, εντάξει;
Πέρσι η δασκάλα μας δίδαξε πως κάθε φορά που η ελευθερία και η ζωή του λαού μας βρισκόταν σε κίνδυνο από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους μέσα στη χώρα μας, ο κόσμος ξεσηκωνότανε και τους έδιωχνε με τις κλωτσιές. Αυτό που δεν καταλαβαίνω εγώ είναι γιατί δεν έχει γίνει ακόμα το ίδιο.
Η θεία Άννα, που ήταν το ’73 στο Πολυτεχνείο, λέει να μη βιαζόμαστε γιατί το ηφαίστειο τώρα σιγοβράζει και μπορεί γρήγορα να εκραγεί. Μακάρι! Πάντως, εγώ συζητούσα χτες με τα κολλητάρια μου και λέγαμε πως αν ήμασταν εμείς μεγάλοι θα είχαμε κιόλας βγει στους δρόμους φωνάζοντας και θα πετάγαμε τους κακούς που κλέβουν τη ζωή μας στη θάλασσα. Και ύστερα θα πηγαίναμε για μπάνιο σε άλλη παραλία, μακριά από κει που τους πετάξαμε, για να μην πάθουμε καμιά μόλυνση από τις βρωμιές τους.
Γειά σου Νίκο.
Θαυμάσιο κείμενο.
Χαίρομαι που ακούω για σένα μετά από τόσα χρόνια.
Είμαι παλιά σου συμφοιτήτρια
Γεια σου γαμαουαααα και καλα ταξιδια..
Γουαου! Κείμενο με νόημα και το πιο βασικό απ όλα – ΜΕ ΌΡΑΜΑ.
Πετάμε τους κακούς στη θάλασσα (όπως κάναμε και στο παρελθόν, πράγμα που έφερε θαυμαστά αποτελέσματα στον τόπο αυτό) και μετά όλα θα λειτουργήσουν αυτόματα. Θα πάμε για μπάνιο, θα έχουμε όλοι δουλειές, ψωμί, παιδεία, ελευθερία, ευτυχία. Γιατί είμαστε όλοι γαμάτοι και η άτιμη η μοίρα, οι κακοί ντόπιοι και ξένοι ηγέτες και δεν ξέρω τι άλλο, μας έχουν βάλει στο μάτι και μας πηδούν χωρίς σάλιο.
Έτσι απλά.
Δυστυχώς όσο και αν αυτό το κείμενο θέλει να μοιάσει με έκθεση ενός παιδιού, νομίζω αποτυπώνει τις σκέψεις του κόσμου που αντιδρά και δε γουστάρει μνημόνια και λοιπές μαλακίες.
Αυτό που πρέπει να κάνει όποιος θέλει να αλλάξει τα πράγματα είναι να πει ΠΩΣ θα λειτουργήσουν τα πράγματα την επόμενη μέρα, ΠΩΣ θα φάει ψωμί ο κόσμος, ΠΟΙΑ δουλειά θα κάνει και ΜΕ ΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ. Και όταν λέω την επόμενη μέρα το εννοώ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ. Ο κόσμος (βάζω και τον εαυτό μου μέσα) που δεν έχει μεγαλώσει ποτισμένος με αριστεροδεξιές ή όποιες ιδεολογίες και που βλέπει ότι η χώρα οδεύει κατά διαόλου, θέλει απτή εναλλακτική πρόταση. Το απτή με όλη τη σημασία της λέξεως.
Ο άνθρωπος είναι ατελές ον. Από το να μην είναι σίγουρος για το τι θα του ξημερώσει θα προτιμήσει τα σίγουρα ψίχουλα.
Ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα. Καλή συνέχεια να έχετε.