Η δικτατορία της αστικής τάξης με τον κοινοβουλευτικό μανδύα έδωσε ρεσιτάλ τούτες τις μέρες, με αφορμή την πρόταση της ΟΛΜΕ για απεργία μέσα στις πανελλαδικές εξετάσεις. Οι συνθέτοντες την τρικομματική κυβέρνηση πολιτικοί διαχειριστές της κινήθηκαν ενάντια στους εκπαιδευτικούς έχοντας σχεδιάσει εκ των προτέρων την γκεμπελικού τύπου στρατηγική τους. Με τη διαδικασία του κατεπείγοντος ψήφισαν την Κυριακή των Βαΐων το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στην ολομέλεια της Βουλής την αμέσως προηγούμενη Παρασκευή (έχει τίτλο «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012, 4127/2013» και αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, τις φορολογικές διαφορές, τον κώδικα ΦΠΑ, το Ειδικό Τέλος Ακινήτων, κ.λπ.), στο οποίο ενσωμάτωσαν διάταξη για την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των καθηγητών κατά δύο ώρες την εβδομάδα.
Γκεμπελισμός
Η αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών ήταν αναμενόμενη, μετά από την επικαιροποίηση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 τον περασμένο Φλεβάρη, το οποίο περιείχε σημείο με τίτλο «Μείωση αναπληρωτών καθηγητών μέσω αύξησης ωρών διδασκαλίας», και την αναγγελία του υπουργείου Παιδείας ότι τη σχολική χρονιά 2013-2014 θα προσληφθούν μόλις 2.000 αναπληρωτές. Την εφαρμοστική διάταξη, όμως, αυτής της πρόβλεψης η κυβέρνηση απέφυγε να τη φέρει στη Βουλή όλο το προηγούμενο διάστημα, όπως απέφυγε και να τη φέρει μέσα στο καλοκαίρι, όταν οι εκπαιδευτικοί δε θα ήταν στα σχολεία. Με καταχθόνιο τρόπο την ψήφισε λίγες μόλις μέρες πριν τις πανελλήνιες εξετάσεις, ώστε να ασκήσει ωμό εκβιασμό στους καθηγητές και να τους βάλει απέναντι στους μαθητές, τους γονείς τους και την εργαζόμενη κοινωνία, δεδομένης της αντίθεσης που θα δημιουργούνταν στην πλειοψηφία τους, λόγω της χρονικής συγκυρίας (επικράτηση κλίματος απογοήτευσης, ο κόσμος είναι γονατισμένος) και του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης.
Με τον τρόπο αυτό, η συγκυβέρνηση προσπαθεί να βγάλει από πάνω της το άγος της φασιστικής νοοτροπίας και πρακτικής και να φορτώσει στην εργαζόμενη κοινωνία το μένος ενάντια στους εκπαιδευτικούς, η οποία θα εμφανιζόταν σαν να ήταν αυτή που απαιτούσε και επέβαλε την υποταγή των καθηγητών στην αύξηση του διδακτικού τους ωραρίου και την καταστρατήγηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Παράλληλα, η κυβέρνηση φρόντισε σ’ αυτή τη φάση να βγάλει έξω από την αύξηση του ωραρίου τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας (γι’ αυτούς η καμπάνα θα βαρέσει αργότερα), ώστε να μειώσει το εύρος του μετώπου της αντίστασης και να σαλαμοποιήσει το κίνημα.
Ετσι σχεδιάστηκε η επίθεση, στην οποία συμπαρατάχθηκε αυτομάτως όλος ο εσμός του συστήματος, ενώ τα Μίντια εξαπέλυσαν μια λυσσαλέα βρόμικη προπαγάνδα ενάντια στους καθηγητές, την οποία τροφοδοτούσε το υπουργείο Παιδείας με κουρελόχαρτα, τα γνωστά non paper, που επικαλούνταν ψεύτικα και κατασκευασμένα στοιχεία.
Τέτοια «επιχειρήματα», που το υπουργείο δεν είχε τον κ… επίσημα να υπογράψει είναι τα εξής:
– Οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα διδάσκουν πολύ λιγότερες ώρες από τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη.
Για τις ανάγκες και μόνο μιας τυπικής απάντησης στον ισχυρισμό του υπουργείου, αν σβήσουμε τελείως από το μυαλό μας το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα έχουν μισθούς πείνας και από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη και κοιτάξουμε ψυχρά μόνο τους αριθμούς, η αλήθεια είναι ότι ο μέσος όρος των ωρών διδασκαλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, όπου δε γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στην κατώτερη δευτεροβάθμια (Γυμνάσιο) και στην ανώτερη (Λύκειο), είναι 18,5 ώρες και είναι αντίστοιχος του μέσου όρου που ισχύει στις 25 από τις 27 χώρες της ΕΕ (19,1 και 18,4 ώρες αντίστοιχα για την κατώτερη και ανώτερη δευτεροβάθμια). Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την επεξεργασία των επίσημων στοιχείων του ΟΟΣΑ για το 2009 και το 2011 και των στοιχείων του δικτύου Ευρυδίκη (είναι οι στατιστικές της ΕΕ για την εκπαίδευση), που έκανε η ΟΛΜΕ.
Από τα στοιχεία της Eurostat (Ιούλιος 2008), επίσης, προκύπτει ότι σύμφωνα με την κατανομή των ωρών διδασκαλίας σε σχέση με τα χρόνια υπηρεσίας στην Ελλάδα (0-6 χρόνια 21 ώρες, 7-12 χρόνια 19 ώρες, 13-20 χρόνια 18 ώρες και πάνω από 20 χρόνια 16 ώρες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 3 του Ν. 2413/1996, που τροποποίησε τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 1566/1985), η μεγάλη πλειονότητα των καθηγητών βρίσκεται στις 18 με 19 ώρες. Το υπουργείο Παιδείας, για να στήσει τη βρόμικη προπαγάνδα του ενάντια στους καθηγητές έδωσε τα στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη αναφέροντας μόνο το καταληκτικό διδακτικό ωράριο των 16 ωρών! Το ίδιο έκανε και με τα στοιχεία που έδωσε στον ΟΟΣΑ.
– Τη σχολική χρονιά 2012-2013 5.500 εκπαιδευτικοί σε όλη τη χώρα εργάστηκαν λιγότερο από 12 ώρες την εβδομάδα.
Το στοιχείο αυτό δεν προκύπτει από πουθενά. Εκείνο που όλοι γνωρίζουν είναι ότι οι εκπαιδευτικοί, προκειμένου να συμπληρώσουν το διδακτικό τους ωράριο, υποχρεούνται να διδάσκουν σε δυο και τρία σχολεία και όσον αφορά στην πρωτοβάθμια και στο πρόγραμμα του Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου. Τολμούμε να πούμε, πως αν υπάρχουν κάποιοι σαν αυτούς που επικαλείται το υπουργείο, αυτοί προφανώς δεν ανήκουν στην «πλέμπα» αλλά στους «ημέτερους».
– Δεν πρόκειται για απολύσεις 10.000 αναπληρωτών, όπως ισχυρίζεται η ΟΛΜΕ, αλλά για μη προσλήψεις.
Αλλο ένα μεγάλο ψέμα του υπουργείου. Διότι αυτοί που προσλαμβάνονται ως αναπληρωτές μια σχολική χρονιά κατά κανόνα και στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσλαμβάνονται και την επόμενη (θυμίζουμε ότι πέρυσι εργάστηκαν περίπου 12.000 αναπληρωτές και το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι του χρόνου θα προσλάβει μόνο 2.000). Με αυτή την τακτική υπάρχουν αναπληρωτές που εργάζονται στην εκπαίδευση για πάνω από μια δεκαετία. Το υπουργείο Παιδείας επικαλείται, επίσης, το γεγονός ότι την επόμενη σχολική χρονιά θα προσληφθούν 8.500 αναπληρωτές σε καινοτόμες και χρηματοδοτούμενες από το ΕΣΠΑ δραστηριότητες (π.χ. ενισχυτική διδασκαλία). Πρόκειται για μεγάλη κοροϊδία, όπως καταγγέλλουν οι καθηγητές. Φέτος, ένα μήνα πριν τις εξετάσεις, προκηρύχθηκαν δομές και θέσεις ενισχυτικής διδασκαλίας (τη στιγμή που δεν πραγματοποιήθηκαν μαθήματα στο κανονικό πρόγραμμα διδασκαλίας ή έγιναν με πασαλείμματα, καθόσον υπήρξαν κενά σε εκπαιδευτικούς), όμως αυτές ουδέποτε λειτούργησαν, παρόλο που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ.
– Υπάρχουν ειδικότητες καθηγητών που «πλεονάζουν» και άλλες, όπως οι φιλόλογοι και μαθηματικοί που λείπουν από τα σχολεία.
Τη λίστα με τις «πλεονάζουσες» και τις «ελλιπείς» ειδικότητες την επικαλούνται πρόσωπα-βαστάζοι της τρόικας εσωτερικού, που ξημεροβραδιάζονται στα κανάλια βρίζοντας τους καθηγητές (π.χ. Ρεπούση της ΔΗΜΑΡ, Μιχελάκης της ΝΔ) και την αλίευσαν, λέει, από το ίδιο το υπουργείο Παιδείας. Εμείς, πάντως, τέτοια λίστα δεν είδαμε να δημοσιεύεται πουθενά. Αντίθετα, το Φλεβάρη του 2012 αποκαλύψαμε κρυφή λίστα του υπουργείου Παιδείας («Κόντρα», αρ. φύλ. 676), σύμφωνα με την οποία 17.599 εκπαιδευτικοί μόνο από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θεωρούνται ότι «περισσεύουν», αφού συνολικά ο αριθμός των υπηρετούντων μόνιμων εκπαιδευτικών είναι 86.211 (84.535 οργανικά ανήκοντες + 1.676 από μεταθέσεις) και οι θέσεις είναι μόλις 68.612. Σύμφωνα, επίσης, με υποσημείωση στη σχετική αυτή λίστα, ο αριθμός αυτός προκύπτει μετά τις μεταθέσεις του 2011, ενώ δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι μεταβολές από τις συγχωνεύσεις σχολείων, τις παραιτήσεις, τις συνταξιοδοτήσεις και τους διορισμούς. Τα πρωτεία στη λίστα των προγραφών κρατούσαν οι γυμναστές (2.251 άτομα), οι καθηγητές πληροφορικής (2.616), οι φιλόλογοι (1.331), οι μαθηματικοί (1.095), οι καθηγητές γαλλικής (1.603) και αγγλικής γλώσσας (1.577), οι φυσικοί (760), οι χημικοί (316), οι καθηγητές μουσικής (302) αλλά και ειδικότητες της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης.
Τι διαπιστώνουμε, λοιπόν; Οτι στην παλιά λίστα «περίσσευαν» και φιλόλογοι και μαθηματικοί, ενώ τώρα, τη στιγμή μάλιστα που ακολούθησαν από τότε και συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολείων και τμημάτων, πράγμα που σημαίνει ότι μεγάλωσε ο αριθμός των «πλεοναζόντων», αυτές οι ειδικότητες λείπουν από τα σχολεία. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψουμε τις «έγκυρες» –κατά τα πολιτικά και δημοσιογραφικά παπαγαλάκια– λίστες του υπουργείου; Εκείνο που επιθυμεί ουσιαστικά το υπουργείο, με τις διαρροές για ειδικότητες που «περισσεύουν» είναι να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα για τις υποχρεωτικές μεταθέσεις σε όλο το μήκος και πλάτος της ελληνικής επικράτειας και λίγο αργότερα και για τις απολύσεις, μετά την κατάργηση των σχετικών οργανικών θέσεων.
Παράλληλα, με τα ανωτέρω κατασκευασμένα ψεύδη, το υπουργείο Παιδείας άρχισε να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, ότι ενδιαφέρεται σφόδρα για το συμφέρον και την ψυχική υγεία των μαθητών. Τούτη η προπαγάνδα είναι άκρως προκλητική. Γιατί οι μνημονιακές κυβερνήσεις των τελευταίων τριών ετών έχουν ισοπεδώσει την εργαζόμενη κοινωνία και κάθε «κοινωνική παροχή», όπως η Υγεία, η δημόσια Παιδεία, η Κοινωνική Ασφάλιση, κ.λπ. Η επίσημη ανεργία εκτοξεύτηκε στο 27% και στο 61% στους νέους. Δεν υπάρχει πια σχεδόν καμιά λαϊκή οικογένεια χωρίς άνεργα μέλη. Τα παιδιά ζουν την αγωνία της επιβίωσης της οικογένειάς τους, την αγωνία των άνεργων γονιών τους. Υποσιτίζονται, λιποθυμούν στο σχολείο, ξεπαγιάζουν στις κρύες τάξεις τους. Χάνουν εκατοντάδες διδακτικές ώρες γιατί λείπουν οι δάσκαλοί τους, έχουν στερηθεί ακόμα και αυτές τις υποτυπώδεις υποστηρικτικές δομές που πλαισίωναν μέχρι πρότινος το δημόσιο σχολείο (ενισχυτική διδασκαλία, παράλληλη διδακτική στήριξη, σχολικές βιβλιοθήκες, κ.λπ.).
Ταυτόχρονα με την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των καθηγητών, το υπουργείο Παιδείας ετοιμάζει πυρετωδώς και το Προεδρικό Διάταγμα για τις υποχρεωτικές μεταθέσεις των εκπαιδευτικών. Οι πρώτοι «μάρτυρες» θα είναι οι νέοι εκπαιδευτικοί, που δεν έχουν συμπληρώσει 12 χρόνια υπηρεσίας (και οι οποίοι –ειρήσθω εν παρόδω– έχουν εξαναγκαστεί να υποστούν και τον εξευτελισμό του διαγωνισμού της ντροπής, ΑΣΕΠ, για να δικαιωθεί το ψευτοδόγμα της «αξιοκρατίας»), που είναι ήδη «υπεράριθμοι» και δεν κατέχουν οργανική θέση και δε συμπληρώνουν τουλάχιστον το 60% του υποχρεωτικού διδακτικού τους ωραρίου στο σχολείο ή στην ομάδα σχολείων που υπηρετούν. Αυτοί θα κατατάσσονται σε πίνακες υποχρεωτικής μετάθεσης και μέσα σε τρεις (3) ημέρες θα καλούνται να υποβάλουν δηλώσεις συναίνεσης. Σε περίπτωση που το κάνουν, θα έχουν δικαίωμα να επιλέξουν ανάμεσα σε τρεις (3) σχολικές μονάδες που ανήκουν στην ίδια περιφερειακή διεύθυνση εκπαίδευσης. Αν αρνηθούν, το υπουργείο Παιδείας έχει το δικαίωμα να τους εξακτινώσει σε όλος το μήκος και πλάτος της χώρας!
Η απειλή αυτή είναι μέγιστη για τους εκπαιδευτικούς, ειδικά γι’ αυτούς που υπηρετούν στην επαρχία (διότι στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα σχολεία είναι πολλά). Η υποχρέωση συμπλήρωσης του διδακτικού ωραρίου σε περιοχές, ακόμα και μέσα στα όρια της περιφέρειας, που απέχουν 20 και 30 χιλιόμετρα, θα γονατίσει οικονομικά τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αμείβονται με εξευτελιστικούς μισθούς (οι νεοδιόριστοι με 640 ευρώ, ενώ απαιτείται περίπου μια δεκαετία για να προσεγγίσουν περίπου τα 1.000 ευρώ) και θα διαλύσει τις οικογένειές τους. Σημειωτέον ότι οι νέοι έχουν ήδη ταλαιπωρηθεί για χρόνια σε απομεμακρυσμένες περιοχές από τον τόπο κατοικίας τους, αφού δεν έχουν τα απαραίτητα μόρια για να τον προσεγγίσουν και τώρα καλούνται να γίνουν για πολλοστή φορά «πρόσφυγες» σε δυσμενέστερες ασφαλώς συνθήκες.
Οι δυο αυτές ρυθμίσεις (η αύξηση του διδακτικού ωραρίου και το ΠΔ για τις υποχρεωτικές μεταθέσεις), σε συνδυασμό με τις σαρωτικές συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολικών μονάδων και τμημάτων που θα συνεχιστούν (το 10% των σχολείων για την επόμενη σχολική χρονιά, σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο), θα δημιουργήσουν τη μεγάλη δεξαμενή των «πλεοναζόντων» εκπαιδευτικών. Που σε πρώτη φάση θα υποστούν τις αναγκαστικές μεταθέσεις και σε δεύτερη φάση θα πάρουν την άγουσα για το σπίτι τους. Σ’ αυτό θα συμβάλει και η μηχανή της «αξιολόγησης», που είναι ήδη στα σκαριά και θα πάρει σάρκα και οστά μέσα στο καλοκαίρι, ώστε από τη νέα χρονιά να γενικευτεί σε όλα τα σχολεία η καμουφλαρισμένη μορφή της καρατόμησης, η «αυτοαξιολόγηση».
Τρομοκρατία
Το επόμενο βήμα στη γκεμπελική στρατηγική της κυβέρνησης, μετά και το διαφαινόμενο κλίμα για διαμόρφωση πρότασης από την ΟΛΜΕ για απεργία στις εξετάσεις, ήταν η εξαπόλυση άγριας τρομοκρατίας. Στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο μπαμπούλας της πολιτικής επιστράτευσης, που πέρασε σύντομα από την απειλή στην πράξη. Τα φύλλα πορείας άρχισαν να διανέμονται τάχιστα στους καθηγητές από τη Δευτέρα 13 Μάη και η πολιτική επιστράτευση είχε έναρξη ισχύος την 12η ώρα της Τετάρτης, ώστε αυτοί να πάνε στις γενικές τους συνελεύσεις την Τρίτη μέσα σε καθεστώς τρόμου. Η κυβέρνηση θέλησε να προκαταλάβει τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων της βάσης, ώστε να μην επικυρωθεί η πρόταση της ΟΛΜΕ και βεβαίως να κόψει με το μαχαίρι ευθύς εξ αρχής ακόμη και την παραμικρή πιθανότητα να βγει απόφαση για απεργιακή κινητοποίηση μέσα στις εξετάσεις (σημειώνουμε ότι η ΟΛΜΕ δεν έχει το δικαίωμα να κηρύξει ούτε μια 24ωρη απεργία, αν αυτή δεν επικυρωθεί από τις γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ).
Εδώ, λοιπόν, έχουμε μια εκδήλωση καραμπινάτου φασισμού. Διώκεται όχι η απεργία, αλλά ακόμη και η σκέψη της απεργίας, αφού οι καθηγητές ντύθηκαν στο χακί πριν ακόμη αποφασίσουν να υπερψηφίσουν την πρόταση της ΟΛΜΕ! Η τρικομματική κυβέρνηση της ξεφτίλας μας έχει γυρίσει ολοταχώς στον καιρό του ιδιώνυμου του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Μεταξά, ποινικοποιώντας την «ανατρεπτική ιδέα» της απεργίας. Το τρομοκρατικό μήνυμα, βεβαίως, δεν αφορά μόνο τους εκπαιδευτικούς, αλλά ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνία.
Ολόκληρο το αστικό σύστημα λύσσαξε στην κυριολεξία, ενώ καρφάκι δεν του καίγεται για το πώς πορεύονται και τι μαθαίνουν στα σχολειά τα παιδιά της εργαζόμενης κοινωνίας όλη την προηγούμενη χρονιά. Γιατί με την απεργία μέσα στις εξετάσεις, εκτός από το μήνυμα αντίστασης που σαλπίζεται σε όλους τους εργαζόμενους, αμφισβητείται ένας ταξικότατος θεσμός «ξεσκαρταρίσματος», που πλήττει με βαναυσότητα την τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση και βεβαίως ιδιαίτερα τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ο ταξικός θεσμός των εξετάσεων για το σύστημα είναι ιερός και πρέπει να διαφυλάττεται ως κόρη οφθαλμού.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι
Η αύξηση του διδακτικού ωραρίου και το ΠΔ για τις υποχρεωτικές μεταθέσεις ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Προηγήθηκε μια γενικευμένη επίθεση στην εκπαίδευση που σάρωσε τα πάντα.
– Οι ήδη χαμηλοί μισθοί των εκπαιδευτικών υπέστησαν μεγάλα πλήγματα.
– Οι συντάξεις τους, το ασφαλιστικό σύστημα, η υγειονομική περίθαλψη καταβαραθρώθηκαν.
– Οι δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση εξανεμίστηκαν, ενώ ο κατήφορος δεν έχει πάτο.
– Οι διορισμοί μόνιμων εκπαιδευτικών σχεδόν μηδενίστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι παραμένουν αδιόριστοι εκπαιδευτικοί επιτυχόντες του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ του 2008.
– Χιλιάδες παραμένουν τα κενά στα σχολεία, ακόμα και όταν τελειώνει η σχολική χρονιά.
– Το γαϊτανάκι των συγχωνεύσεων-καταργήσεων σχολείων δεν έχει τελειωμό. 1050 είναι τα σχολεία που έβαλαν λουκέτο το 2011 και την επόμενη σχολική χρονιά αναμένεται να εξαφανιστεί από τον εκπαιδευτικό χάρτη το 10% των σχολείων. Οι μαθητές στα μεγάλα αστικά κέντρα στοιβάζονται σε πολυπληθή τμήματα 25 ή 25+10% μαθητών, ενώ χιλιάδες είναι οι οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών που χάθηκαν (υπολογίζονται σε πάνω από 8.000).
– Τεράστια είναι η μείωση για τις λειτουργικές δαπάνες των σχολείων.
– Καταργήθηκε κάθε υποστηρικτική δομή της εκπαίδευσης (ενισχυτική διδασκαλία, παράλληλη διδακτική στήριξη, σχολικές βιβλιοθήκες), ενώ ήδη μπαίνει στο απόσπασμα και η ειδική αγωγή.
– Οι διοικήσεις οργιάζουν και παραβιάζουν τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών με προφορικές εντολές.
– Ενεργοποιήθηκε το φασιστικό πειθαρχικό δίκαιο. Καθημερινές σχεδόν οι καταγγελίες για αργία εκπαιδευτικών.
– Ο εκπαιδευτικός αποδεσμεύεται από την οργανική του θέση (υπεραριθμίες, υποχρεωτικές μεταθέσεις). Το γεγονός αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην άρση της μονιμότητας και στις απολύσεις.
– Στον ορίζοντα διαφαίνεται πλέον και η «αξιολόγηση» (ήδη έχει ψηφιστεί ένα μέρος του νομικού πλαισίου), που θα εντείνει το φόβο και την υποταγή. Θα αποτελέσει το μοχλό για τη μισθολογική και βαθμολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών (συνδέεται με το νόμο για το νέο μισθολόγιο-φτωχολόγιο) και τις απολύσεις.
Αλλος δρόμος δεν υπάρχει
Υπό αυτές τις εξελίξεις, οι καθηγητές δεν είχαν άλλο δρόμο. Η κυβέρνηση κατέστρωσε το σχέδιο να τους στήσει στον τοίχο, πυροβολώντας τους με έναν εξευτελιστικό εκβιασμό. ‘Η έπρεπε να σκύψουν το κεφάλι και να δηλώσουν υποταγή ή να αντισταθούν. Γιατί, καμιά φορά το κίνημα χρειάζεται να δώσει την απάντηση ακόμη κι αν δεν έχει όλες τις προϋποθέσεις της επιτυχίας με το μέρος του.
Το ζήτημα δεν είναι τούτη τη στιγμή να αναλωθούμε στη διαπίστωση των ευθυνών που έχουν και οι ίδιοι οι καθηγητές, που όλο το προηγούμενο διάστημα σύρθηκαν κάτω από τις ξεσκισμένες παντιέρες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που δεν προσπάθησαν να φτιάξουν στέρεους δεσμούς με την εργαζόμενη κοινωνία και να δημιουργήσουν συμμαχίες. Αλλωστε, τούτη η αδυναμία αποτελεί βαρίδι για όλο το εργατικό κίνημα. Ούτε είναι η στιγμή να σταθούμε στο κατά πόσο ο καθένας υπερασπίζεται και στηρίζει το δημόσιο σχολείο με ολόκληρη τη στάση ζωής του.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη λυσσαλέα επίθεση της κυβέρνησης και του αστισμού ενάντια σε εργαζόμενους που πασχίζουν να αποτρέψουν τον τέλειο εξανδραποδισμό τους. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτός ο εξανδραποδισμός θα αποτελέσει βαρύ χτύπημα για όλο το δημόσιο σχολείο και τους μαθητές του.
Η ζωή, λοιπόν, έβαλε μπροστά στους καθηγητές το καθήκον να δώσουν τη μάχη αυτή τη στιγμή. Και να τη δώσουν ανεβάζοντας τον πήχυ της αντίστασης στο ύψιστο σημείο. Να κάνουν την κυβέρνηση να πονέσει, να την υποχρεώσουν να κάνει πίσω. Γι’ αυτό και σωστά απάντησαν στην πρόκληση με πρόκληση, με απόφαση για απεργία μέσα στις εξετάσεις. Θα το ξαναπούμε: άλλος δρόμος δεν υπάρχει αν θες να νικήσεις.
Στο πλευρό των καθηγητών όφειλαν να συσπειρωθούν όλοι οι εργαζόμενοι. Να κάνουν δική τους υπόθεση τον αγώνα τους. Οι σφαλιάρες όλα τούτα τα χρόνια είναι αμέτρητες, οι ήττες βαριές. Είναι καιρός να δούμε φως στο «δικό μας» τούνελ.
Υπήρχαν, όμως, οι προϋποθέσεις για να γίνει πράξη η απόφαση για απεργία στις εξετάσεις, τόσο στο εσωτερικό μέτωπο των καθηγητών (που είναι η βασική παράμετρος) όσο και στο μέτωπο των κοινωνικών συμμαχιών;
Η υπονόμευση, τα χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση
Οι κυβερνητικές παρατάξεις στην ΟΛΜΕ (ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ), που έχουν και την πλειοψηφία, δε μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά παρά να συνταχθούν με την απεργία. Η απόφαση αυτή ήταν γι’ αυτούς ζήτημα επιβίωσης στα γραφειοκρατικοποιημένα συνδικαλιστικά όργανα. Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και η βάση των εκπαιδευτικών είναι βαριά πληγωμένη από τα απανωτά χτυπήματα. Μπορεί όλο το προηγούμενο διάστημα με τη στάση τους (καλλιεργώντας αυταπάτες στους εκπαιδευτικούς, ακολουθώντας κατά πόδα τις ξεφτιλισμένες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στα 24ωρα απεργιακά φιάσκα τους, που ενέτειναν την απογοήτευση) να έβαλαν πλάτη στο πέρασμα της μνημονιακής πολιτικής, όμως τώρα τα περιθώρια είχαν στενέψει ασφυκτικά. Για να μπορούν να εμφανίζονται ακόμη στην «πιάτσα» έπρεπε να κρατήσουν τα προσχήματα.
Την ίδια στιγμή, όμως, που τάχθηκαν υπέρ της απεργίας, έκαναν τα πάντα για να την υπονομεύσουν, να δημιουργήσουν τους όρους ώστε αυτή ποτέ να μην αποφασιστεί κι αν αποφασιστεί να μη γίνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΔΑΚΕ πρότεινε το στήσιμο κάλπης στις γενικές συνελεύσεις που θα ήταν ανοιχτές όλη την ημέρα και πριν και μετά το τέλος της συνέλευσης, ώστε να πάνε τα «κουκιά» να ψηφίσουν, χωρίς να έχουν παρακολουθήσει τους προβληματισμούς και την επιχειρηματολογία των συμμετεχόντων στη συνέλευση, για να μην υπερψηφιστεί έτσι η πρόταση για απεργία στις εξετάσεις. Στη συνέχεια, μεταχειρίστηκε και άλλο τερτίπι, ζητώντας την υποχρεωτική συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις τουλάχιστον του 30% των μελών για να βγει οποιαδήποτε απόφαση (ανεξάρτητα από το τι προβλέπει το καταστατικό της κάθε ΕΛΜΕ).
Μάλιστα, δηλωτική των πραγματικών προθέσεών τους είναι η δήλωση του ΔΑΚίτη προέδρου της ΟΛΜΕ στην τηλεόραση, πριν ακόμη ο Αρβανιτόπουλος και ο Σαμαράς εξαπολύσουν την τρομοκρατία της επιστράτευσης. Εμείς, δήλωσε, αν μας επιστρατεύσουν θα γυρίσουμε στο σχολείο με ψηλά το κεφάλι! Κοντολογίς, ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ, πριν καν ανοίξουν το στόμα τους για να προτείνουν την απεργία, είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους την επιστράτευση ως δεδομένο. Γι’ αυτό και το έπαιξαν τσάμπα μάγκες. Ομως, δυστυχώς γι’ αυτούς, οι καθηγητές υπερψήφισαν μαζικά την πρόταση για απεργία στις εξετάσεις, πράγμα που σαφώς δυσκόλεψε τους χειρισμούς της υπονόμευσης και τους έκανε πιο πολύπλοκους.
Εκείνοι, όμως που έδωσαν τα χτυπήματα κάτω από τη μέση στους καθηγητές ήταν οι δυνάμεις της Περισσός ΑΕ. Απευθύνθηκαν στα πιο χαμερπή αισθήματα και τις καθυστερημένες ταξικά αντιλήψεις των εργαζόμενων, τις έκαναν ουσιαστικά σημαία τους, αντί να προσπαθήσουν να τους ανοίξουν τα μάτια, δείχνοντας τον πραγματικό αντίπαλο, την κυβέρνηση και το αστικό σύστημα. Ενώ δήλωναν τάχα ότι είναι υπέρ οποιασδήποτε μορφής πάλης, ακόμη και υπέρ της απεργίας μέσα στις εξετάσεις, όλη η επιχειρηματολογία τους ακύρωνε στη συνέχεια τούτη την υποκριτική δήλωση. «Με μοχλό πίεσης τις εξετάσεις και με απεργία διαρκείας σε αυτές, όχι μόνο δεν ανοίγουν δρόμο για τη συμμαχία με τους εργαζόμενους γονείς και τους μαθητές, αλλά στρώνουν το έδαφος στην προπαγάνδα της κυβέρνησης, ώστε να απομονώσει και να τσακίσει τον κλάδο»: ΠΑΜΕ, Πανελλαδική Γραμματεία Εκπαιδευτικών, 10/5/2013.
Ο Περισσός πασχίζει μονίμως, σε κάθε κρίσιμη στιγμή για το κίνημα, να δίνει διαπιστευτήρια στο αστικό σύστημα, να αποδεικνύει ότι σέβεται την αστική νομιμότητα, την υποταγή δηλαδή που επιβάλλουν στην εργατική τάξη οι αστοί. Η στάση του αυτή (η μόνη δύναμη στην ΟΛΜΕ που πρότεινε μια 48ωρη απεργία για τις 14 και 15 Μάη, πριν δηλαδή την έναρξη των εξετάσεων και «μετά βλέπουμε», πλην, όμως, όπως δείξαμε παραπάνω, η επιχειρηματολογία τους ακύρωνε κάθε ενδεχόμενο κλιμάκωσης μέσα στις εξετάσεις) προβλήθηκε για μια ακόμη φορά από την κυβέρνηση και τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης και έδωσε αφορμή για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το μέτωπο αντίστασης είναι σπασμένο από μέσα, είναι σαθρό και δεν έχει προοπτική νίκης και να ενισχυθεί η γκεμπελική προπαγάνδα της κυβέρνησης και των σφουγγοκωλάριών της.
Είναι δε πρόκληση το γεγονός, ότι στη συνέχεια, μετά την κήρυξη της επιστράτευσης, ο Περισσός προσπάθησε να λανσαριστεί ως λίαν αγωνιστικός, προτείνοντας στην ΑΔΕΔΥ μια 24ωρη απεργία στο βρόντο για την Τρίτη 14 Μάη κι άλλη μία για την Παρασκευή 17 Μάρτη, εν γνώσει του ότι ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ θα δεχτούν μόνο την απεργία-φιάσκο της Τρίτης. Ετσι και έγινε. ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ έκαναν δεκτή μόνο την πρόταση για απεργία-φιάσκο την Τρίτη και ο Περισσός έσπευσε να ψηφίσει μαζί τους, «ξεχνώντας» την πάγια πρακτική του να ψηφίζει «πακέτο» και όχι αποσπασματικά τις προτάσεις του. Την πρόταση του Περισσού στην ΑΔΕΔΥ την υιοθέτησαν οι παρατάξεις των ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, οι ίδιες που στην ΟΛΜΕ πρότειναν απεργία στις εξετάσεις, γεγονός που αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις τους. Με την απόφαση για την απεργία-φιάσκο της Τρίτης 14 Μάη, ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και ΠΑΜΕ «άδειασαν» την ΟΛΜΕ, που ζητούσε από το τριτοβάθμιο όργανο τη στήριξη των καθηγητών με απεργία την Παρασκευή 17 Μάη, πρώτη ημέρα διεξαγωγής των εξετάσεων.
Προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το αποτέλεσμα στη γενική συνέλευση των προέδρων, το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, ήταν προδιαγεγραμμένο. Η συντριπτική πλειοψηφία ψήφισε υπέρ της πρότασης για απεργία στις εξετάσεις και «λευκό» στο ερώτημα αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για πραγματοποίησή τους (18 ΕΛΜΕ ψήφισαν υπέρ της πραγματοποίησης της απεργίας). Ετσι, η απεργία ανεστάλη.
Το «λευκό» είναι, βέβαια, καθαρά υποκριτικό. Οταν έγιναν οι γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ, η επιστράτευση ήταν ήδη γεγονός. Αρα, όταν αποφασιζόταν απεργία στις εξετάσεις, αποφασιζόταν με δεδομένη την επιστράτευση. ‘Η μήπως η ψήφος υπέρ της απεργίας είχε καθαρά συμβολικό-πολιτικό χαρακτήρα και δεν ήταν ψήφος-απόφαση να γίνει οπωσδήποτε η απεργία; Μήπως για τη μεγάλη πλειοψηφία των καθηγητών, με βάση όσα είχαν προηγηθεί, ήταν δεδομένο αυτό που είχε προδιαγράψει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του κλάδου, δηλαδή η πειθάρχηση στην επιστράτευση;
Στις συγκεκριμένες συνθήκες είναι ψευτοδίλημμα να εγκλωβιστούμε σε μια καταγγελιολογία για την τελική ψηφοφορία, στην οποία οι εκπρόσωποι των ΕΛΜΕ παρέστησαν τους Πόντιους Πιλάτους, αρνούμενοι να σηκώσουν ευθέως την ευθύνη της αναστολής της απεργίας, την οποία είχαν εκ των προτέρων δεδομένη. Το ζήτημα είναι αυτές οι ακριβώς οι συνθήκες. Οι συνθήκες και στους καθηγητές και στο εργατικό κίνημα ευρύτερα.
Τα μεγάλα λόγια είναι εύκολα, όμως το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι καθηγητές ήταν έτοιμοι να δώσουν αυτή τη μεγάλη νίκη, υπό τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί. Αν πραγματικά ήταν έτοιμοι, τότε θα είχαν βάλει στη μπάντα τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του κλάδου, που ήταν φανερό τι παιχνίδι έπαιζε. Βάδιζαν, όμως, χέρι-χέρι μ’ αυτή τη γραφειοκρατία, γεγονός που δείχνει ότι δεν ήταν έτοιμοι.
Το μέγα ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι γιατί δεν έγινε η συγκεκριμένη απεργία, αλλά πώς θα διαμορφωθούν όροι ταξικής ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος, για να μπορέσει να δώσει τέτοιες μάχες
Αφήστε μια απάντηση