Ο Θεόδωρος Πάγκαλος στη δύση της πολιτικής του καριέρας, ξεστόμισε την εμβληματική φράση «μαζί τα φάγαμε» που σηματοδότησε την περίοδο του μνημονίου. Η έκφραση αυτή αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο το κύκνειο άσμα του «μεγάλου τραγουδιστή» και το άσμα με τον τίτλο «μαζί τα φάγαμε» εξελίχτηκε τελικά σε μεγάλο σουξέ, αντίθετα με μια άλλη «άρια» του ίδιου, μια δήλωση που είναι σήμερα ξεχασμένη. Ο – απόβλητος πλέον από την πολιτική ζωή – πρώην υπουργός, σε μία συνέντευξή του στο ξεκίνημα της μνημονιακής περιόδου, δήλωνε ότι υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι. Είτε αυτός του μνημονίου είτε ο δρόμος των ριζοσπαστικών αλλαγών ο οποίος «είδαμε τι αποτελέσματα είχε στην ανατολική Ευρώπη». Αυτό που ο Πάγκαλος κατάλαβε νωρίς, ότι δηλαδή η αστική κυριαρχία στη χώρα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την εφαρμογή του μνημονίου, η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές δείχνει ακόμα και σήμερα να μην το έχει χωνέψει.
Κατά τη διάρκεια της τριετίας εφαρμογής του μνημονίου, από την πλευρά της Αριστεράς ακούστηκαν οι πλέον απίθανες προτάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες γίνονται σήμερα αντικείμενο – δίκαιου – χλευασμού στις στήλες των αστικών εφημερίδων. Κοινός τόπος των προτάσεων αυτών, ήταν η αναζήτηση ενός «τρίτου δρόμου», μιας «ενδιάμεσης λύσης» πέρα από τη σημερινή κοινωνική καταστροφή, αλλά εντός αστικής κυριαρχίας. Η νοσταλγία της «χρυσής εποχής» της καπιταλιστικής ανάπτυξης και η αυταπάτη της επιστροφής στην προ του μνημονίου κατάσταση, κυριάρχησε όλη αυτήν την τριετία και εξακολουθεί και σήμερα να είναι παρούσα σε τοποθετήσεις, αναλύσεις, προτάσεις και προγράμματα.
Η εκτίμηση της σημερινής κατάστασης είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το αναγκαίο πρόγραμμα, αλλά και με την πολιτική γραμμή που πρέπει να έχει η Αριστερά.
Μπορούσε να αποφευχθεί το μνημόνιο;
Υπήρχε δηλαδή, άλλος δρόμος να ακολουθηθεί από την αστική τάξη που να εξασφάλιζε δανεισμό με παραμονή στο ευρώ, χωρίς διεθνή οικονομικό έλεγχο και χωρίς τα μέτρα που πάρθηκαν; Το ερώτημα αυτό είναι θεμελιώδες για την εκτίμηση της κατάστασης και η απάντηση πρέπει να είναι κατηγορηματική: η αστική τάξη της Ελλάδας σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίοδο για να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση δεν είχε κανέναν άλλον δρόμο.
Διάφορες απόψεις, που εξακολουθούν να εμφανίζονται και σήμερα, αμφισβητούν τη δημοσιονομική κατάσταση, θεωρώντας ότι η διόγκωση του ελλείμματος ήταν κάποιο «κόλπο», ένα πρόσχημα για να εξαπολυθεί η αντεργατική λαίλαπα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όπως θα φανεί και παρακάτω. Οι συνομωσιολογικές θεωρίες για την τεχνητή διόγκωση του ελλείμματος, ακόμα κι αν έχουν κάποια βάση δεν εξηγούν τίποτα, καθώς η προσωρινή διόγκωση του 2009 θα έπρεπε να εξαλειφτεί τα επόμενα έτη, στα οποία όμως το έλλειμμα εξακολουθεί να εμφανίζεται υψηλό. Άλλο «ρεύμα απόψεων» που επίσης θεωρεί ότι υπήρχαν και άλλες επιλογές για την αστική τάξη πέρα από το μνημόνιο, υποστηρίζει ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν άλλες πηγές δανεισμού, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Οι θιασώτες αυτών των απόψεων, παραβλέπουν εντελώς ότι σε συνθήκες ιμπεριαλισμού υπάρχουν σφαίρες επιρροής, συμμαχίες και συνθήκες που αποκρυσταλλώνουν τους συσχετισμούς δύναμης. Μια χώρα σαν την Ελλάδα, που είναι μέλος της Ε.Ε. και όχι από τα ισχυρότερα, δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει μια τέτοια επιλογή. Το πρόσφατο παράδειγμα της Κύπρου είναι απολύτως χαρακτηριστικό. Ακόμα όμως κι αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, οι «θεωρητικοί» που υποστηρίζουν αυτήν την άποψη, μάλλον πιστεύουν ότι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σαν τη Ρωσία και την Κίνα ακολουθούν κάποιου τύπου «φιλανθρωπική πολιτική», αλλιώς δεν εξηγείται το γιατί θεωρούν ότι ο δανεισμός από αυτές τις χώρες δεν θα ακολουθούσε τα επιτόκια της αγοράς, που εκείνη την περίοδο είχαν εκτοξευτεί.
Η πραγματικότητα είναι ότι η κατάρρευση των κρατικών εσόδων και η διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος ήταν ολοφάνερη και τα επιτόκια δανεισμού θα οδηγούσαν πολύ γρήγορα σε εκτόξευση του χρέους σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα και σε άτακτη χρεοκοπία. Η αιτία γι’ αυτό ήταν η καπιταλιστική κρίση και σύμπτωμα της κρίσης ήταν ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και αυτό που ονομάστηκε «κρίση χρέους». Σήμερα, τονίζεται από πολλές πλευρές, ότι το μνημόνιο βαθαίνει την ύφεση. Αυτό είναι μια σωστή εκτίμηση. Ωστόσο, το μνημόνιο δεν δημιούργησε την ύφεση. Η ελληνική οικονομία εμφανίζει συμπτώματα ύφεσης πριν από την εφαρμογή του μνημονίου, καθώς ήδη από το 2009 καταγράφτηκε μείωση του ΑΕΠ, ενώ το 2008 η ύφεση αποφεύχθηκε χάρη στις υψηλές κρατικές δαπάνες που όμως εκτροχίασαν τη δημοσιονομική κατάσταση.
Πίνακας. ΑΕΠ της Ελλάδας σε δις ευρώ (εκτιμήσεις της τρόικας για μετά το 2013)
Το μνημόνιο βάθυνε την ύφεση, αλλά δεν τη δημιούργησε
Η αναζήτηση απάντησης στην κρίση από την ελληνική αστική τάξη είχε δύο σκέλη: 1. τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητά της και θα επέτρεπαν στις ελληνικές επιχειρήσεις να επιβιώσουν σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και 2. Τη διαχείριση του δημόσιου χρέους και την αποφυγή της χρεοκοπίας.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή η επίθεση στα εργατικά κεκτημένα, απαιτούσαν σκληρή ταξική σύγκρουση, την οποία δεν μπορούσε να σηκώσει η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό χωρίς «εξωτερική βοήθεια». Κι εδώ φάνηκε η χρησιμότητα που είχε για τους αστούς η συμμετοχή στην Ε.Ε., η οποία έσπευσε να παρέχει αυτήν τη βοήθεια. Οι πιστωτές – δηλαδή κυρίως οι χώρες της Ε.Ε, μαζί με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ – παρείχανε δανεισμό με το αζημίωτο, έξω από τις διαδικασίες της αγοράς και ταυτόχρονα παρείχαν έναν μηχανισμό επιβολής μέτρων που συνέδεε τη χρηματοδότηση με τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Η ελληνική αστική τάξη δέχτηκε την υποβάθμισή στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, που σηματοδοτούσε αυτή η διαδικασία, καθώς εξασφάλιζε και την αποφυγή της χρεοκοπίας, αλλά και ισχυρή στήριξη στην επίθεση που εξαπέλυσε στην εργατική τάξη. Οι Έλληνες κεφαλαιοκράτες χρειάστηκαν «εξωτερική βοήθεια» για να καταβάλλουν τον εσωτερικό εχθρό και πλήρωσαν το αναγκαίο τίμημα γι’ αυτήν την εξωτερική βοήθεια, πλήρωσαν δηλαδή την αδυναμία τους να διαχειριστούν μόνοι τους τις υποθέσεις τους.
Η επιλογή αυτή δεν προέκυψε μέσα από κάποιο σχεδιασμό ή μέσα από την εξέταση εναλλακτικών λύσεων, αλλά ήταν μονόδρομος για το αστικό καθεστώς. Άλλωστε, οι δυνατότητες μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στον καπιταλισμό είναι περιορισμένες και περιορίζονται ακόμα περισσότερο σε συνθήκες κρίσης. Ο καπιταλισμός είναι άναρχο σύστημα και γι’ αυτό συχνά οι επιλογές που γίνονται είτε από μεγάλα μονοπώλια είτε από κράτη, αποδεικνύονται λανθασμένες και μοιάζουν κοντόφθαλμες. Μια τέτοια περίπτωση ζήσαμε με την επιμονή Γαλλίας και Ιταλίας να συμμετέχουν και αυτές στη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Οι χώρες αυτές δεν θέλανε να αφήσουν τη Γερμανία να αναλάβει τη χρηματοδότηση της Ελλάδας με διμερείς συμφωνίες, αλλά διεκδίκησαν κομμάτι από τα κέρδη (που φαντάζονταν ότι θα αποκόμιζαν) και χάρη στην επιμονή τους στήθηκε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης. Μόλις δυόμιση χρόνια μετά όμως, αντί να αποκομίζουν κέρδη συζητάνε για το πώς θα αποφύγουν τις ζημιές από την υπερβολική έκθεσή τους στο ελληνικό δημόσιο χρέος.
Η δανειακή συμφωνία και το μνημόνιο ήταν λοιπόν μονόδρομος για την αστική τάξη, για την αποφυγή της χρεοκοπίας και την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, αλλά και για να μπορέσει το ελληνικό κεφάλαιο να ανταποκριθεί στις συνθήκες οξυμένου ανταγωνισμού της καπιταλιστικής κρίσης.
Οι απόψεις που διατυπώθηκαν τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά για εναλλακτικές λύσεις εκτός μνημονίου υποτιμάνε ή δε λαμβάνουν υπ’ όψη τη συνθήκη της διεθνούς κρίσης, περιορίζονται σε μια εθνοκεντρική οπτική και αναζητούν άστοχους παραλληλισμούς με ανόμοιες καταστάσεις. (π.χ Αργεντινή).
Άτακτη χρεοκοπία σημαίνει έξοδο από το ευρώ;
Το ενδεχόμενο χρεοκοπίας μιας χώρας της ευρωζώνης, θα ανέτρεπε τη δοσμένη ισορροπία μεταξύ ευρώ και δολαρίου. Η ανατίμηση του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ που θα προκαλούσε μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε σοβαρά εμπόδια στην εξαγωγή προϊόντων από τις ΗΠΑ στην Ε.Ε. και θα φρέναρε την ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Από την άλλη, οι χώρες της ευρωζώνης θα είχανε πρόβλημα με ένα απαξιωμένο ευρώ που κατρακυλάει στις αγορές.
Η ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να δεχτεί ποτέ να παραμένει μια χρεοκοπημένη χώρα στους κόλπους της. Γι’ αυτό και γίνεται προσπάθεια να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία. Ακόμα όμως και στο ενδεχόμενο της άτακτης χρεοκοπίας, θα υπάρξει πρόνοια για έξωση από την ευρωζώνη της υπό χρεοκοπία χώρας πριν αυτή εκδηλωθεί. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει με την Ελλάδα. Οι μηχανισμοί της Ε.Ε. έχουν προς το παρόν τη δυνατότητα να διαχειριστούν την κατάσταση, ακόμα και να απορροφήσουν μικρά πιστωτικά γεγονότα πριν γίνουν ανεξέλεγκτα. Αν όμως η κατάσταση θεωρηθεί μη αντιστρέψιμη, η έξωση από την ευρωζώνη θα σηματοδοτεί και τη διακοπή της χρηματοδότησης και θα προηγηθεί της άτακτης χρεοκοπίας.
Τι σημαίνει η έξοδος από το ευρώ;
Το ενδεχόμενο εξόδου μιας χώρας από την ευρωζώνη δεν είχε προβλεφθεί κατά το σχεδιασμό και την εισαγωγή του κοινού νομίσματος. Η θέση που έχει διατυπώσει ο ΣΥΡΙZA ότι δεν είναι δυνατή η έξοδος από το ευρώ, είναι από νομικής άποψης σωστή. Είναι βέβαια πολιτικά λάθος, καθώς οι νόμοι αλλάζουν και όταν παραστεί ανάγκη θα υπάρξει πρόβλεψη και για αποβολή μιας χώρας από την ευρωζώνη. Όπως αποδεικνύεται όμως, μια τέτοια εξέλιξη εγκυμονεί κινδύνους για τους ευρωπαίους καπιταλιστές. Η επανεισαγωγή εθνικού νομίσματος, σημαίνει ότι η χώρα που βγαίνει από το ευρώ βρίσκεται από τη μια στιγμή στην άλλη, γεμάτη με συνάλλαγμα το οποίο υπάρχει όχι μόνο σε ταμεία του δημοσίου και σε χρηματοκιβώτια τραπεζών, αλλά και στα χέρια νοικοκυριών.
Σε συνθήκες αστικού καθεστώτος, τα ευρώ που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών (τραπεζών, επιχειρήσεων κλπ.) αποτελούν συνάλλαγμα που θα χρησιμοποιηθεί από τους ιδιώτες και αντίστοιχα τα χαρτονομίσματα σε ευρώ που βρίσκονται σε κρατικά ταμεία θα αποτελέσουν συνάλλαγμα που θα χρησιμοποιηθεί από το κράτος. Η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων ευρώ σταδιακά θα περιοριστεί με την ανταλλαγή τους με το νέο εθνικό νόμισμα και όσοι κρατήσουν τα ευρώ τους λίγο περισσότερο χρόνο θα αποκομίσουν παραπάνω κέρδος σε μια ενδεχόμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Το νομισματοκοπείο θα σταματήσει να τυπώνει ευρώ σε συμφωνία με την Ε.Ε και θα αρχίσει να τυπώνει τραπεζογραμμάτια με το εθνικό νόμισμα.
Σε συνθήκες επανάστασης όμως, δηλαδή στην περίπτωση ανάδειξης εργατικής κυβέρνησης, η κατάσταση είναι διαφορετική: το κράτος έχει στη διάθεσή του μεγάλα ποσά σε συνάλλαγμα, καθώς ελέγχει όχι μόνο τα τραπεζογραμμάτια σε ευρώ που βρίσκονται στα δημόσια ταμεία, αλλά και αυτά που βρίσκονται στα χρηματοκιβώτια των κρατικοποιημένων τραπεζών, αυτά που βρίσκονται στα θησαυροφυλάκια των υπόλοιπων κρατικοποιημένων επιχειρήσεων, ενώ διεκδικεί και θα καταφέρει να αποκτήσει μέρος των χαρτονομισμάτων που αποτελούν την ιδιωτική περιουσία κεφαλαιοκρατών, την οποία δημεύει. Από αυτό και μόνο το απόθεμα, μπορεί να εκτελέσει εμπορικές συναλλαγές για ένα κρίσιμο αρχικό διάστημα πληρώνοντας σε σκληρό νόμισμα (όσο σκληρό θα είναι το ευρώ έχοντας δεχτεί τέτοιο χτύπημα). Επιπλέον, η εργατική κυβέρνηση θα έχει στα χέρια της το νομισματοκοπείο και τουλάχιστον για ένα διάστημα θα έχει τη δυνατότητα να τυπώνει ευρώ, δηλαδή συνάλλαγμα. Αυτή η δυνατότητα μιας επαναστατικής κυβέρνησης είναι τρομακτική για τους ευρωπαίους καπιταλιστές, αλλά εξαιρετικά χρήσιμη για το επαναστατικό κίνημα.
Έξοδος από το ευρώ = έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Έξοδος από το ευρώ σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας δε σημαίνει αναγκαστικά έξοδο και από την Ε.Ε.. Υπάρχουν άλλωστε, χώρες της Ε.Ε. που δε συμμετέχουν στην ευρωζώνη. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, το ενδεχόμενο εξόδου από την Ε.Ε, σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας δεν τίθεται καν, καθώς δεν υπάρχει κανένα τμήμα της αστικής τάξης που να είναι εχθρικό προς την Ε.Ε., όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Εξαίρεση αποτελούν τμήματα της μικρής αστικής τάξης που καταστρέφονται ή βρίσκονται σε διαδικασία καταστροφής και δεν παίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο. Το ενδεχόμενο της αποβολής της Ελλάδας από την ευρωζώνη επίσης δεν συνδέεται με έξοδο από την Ε.Ε., εφ’ όσον η αστική τάξη παραμένει κυρίαρχη.
Στα πλαίσια της επαναστατικής διαδικασίας και της εφαρμογής του προγράμματος της εργατικής τάξης, η έξοδος από το ευρώ είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έξοδο και από την Ε.Ε. Για την ακρίβεια, η έξοδος από το ευρώ θα είναι συνέπεια της εξόδου από την Ε.Ε. στην οποία αναγκαστικά θα οδηγηθεί η χώρα με την εφαρμογή του εργατικού προγράμματος. Κι αυτό θα συμβεί γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένωση καπιταλιστικών κρατών και βασική της αποστολή είναι η περιφρούρηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Επομένως, καμία νύξη προς την ιδιωτική ιδιοκτησία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή στα πλαίσια της.
Η πρώτη ενέργεια μιας εργατικής κυβέρνησης είναι μαζί με την καταγγελία του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης να διακηρύξει τη μη αναγνώριση του χρέους και να προχωρήσει σε άμεση παύση πληρωμών. Ταυτόχρονα, πρέπει να ελέγξει το τραπεζικό σύστημα κρατικοποιώντας τις τράπεζες και μπλοκάροντας την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Με την κρατικοποίηση των τραπεζών, κρατικοποιούνται αναγκαστικά και οι συνδεδεμένες με τις τράπεζες επιχειρήσεις. Επίσης κρατικοποιούνται άμεσα οι μεγάλες εταιρείες στις οποίες υπάρχει συγκεντρωμένη παραγωγή και επιβάλλεται εργατικός έλεγχος στο σύνολο της οικονομίας.
Αυτές οι εντελώς απαραίτητες αρχικές ενέργειες μιας εργατικής κυβέρνησης παραβιάζουν ένα πλήθος οδηγιών, κανονισμών και κατευθύνσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, καθώς έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις ίδιες τις αρχές συγκρότησης της Ε.Ε. Η εργατική κυβέρνηση υλοποιεί ένα πρόγραμμα που συνιστά μια γιγαντιαίων διαστάσεων απαλλοτρίωση ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Επιτίθεται στην ιδιοκτησία του συνόλου των κεφαλαιοκρατών που δραστηριοποιούνται στη χώρα κι επιπλέον απαλλοτριώνει – καταστρέφει κρατικά κεφάλαια των χωρών – μελών της ένωσης. Αυτές οι ενέργειες θέτουν τη χώρα αυτόματα εκτός της ευρωπαϊκής ένωσης, πριν καν η ίδια η κυβέρνηση δηλώσει την πρόθεσή της να αποχωρήσει και πριν σταματήσει να πληρώνει την ετήσια κρατική συνδρομή των 2 δις. ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, η έξοδος από το ευρώ και η εισαγωγή εθνικού νομίσματος είναι παράπλευρη αναγκαστική συνέπεια, η οποία έχει εντελώς δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τους βασικούς στόχους του εργατικού προγράμματος.
Από κάποιες δυνάμεις, το θέμα του ευρώ τίθεται σαν κεντρικό και αυτό αποτυπώνεται σε προγραμματικά κείμενα με το σύνθημα: «Έξοδος από το ευρώ – ρήξη με την Ε.Ε.» Από αυτές τις δυνάμεις δεν ξεκαθαρίζεται η σχέση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε διατυπώνεται κάποιο σχέδιο για τη «ρήξη με την Ε.Ε,» που επικαλούνται, με αποτέλεσμα να πλανάται η αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει μια νέα ισορροπία προς όφελος της εργατικής τάξης με καταγγελία του μνημονίου, εκτός ευρώ, αλλά πιθανώς στα πλαίσια της Ε.Ε και σίγουρα σε καθεστώς αστικής κυριαρχίας.
Όσοι θέτουν σαν κεντρικό ζήτημα την έξοδο από το ευρώ, συνοδεύουν αυτόν το στόχο με την πρόταση για υποτίμηση του εθνικού νομίσματος που θα αντικαταστήσει το ευρώ. Η πρόταση αυτή αιτιολογείται σαν αναγκαία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, την αύξηση των εξαγωγών και την επακόλουθη αύξηση της παραγωγής.
Η αιτιολόγηση αυτή ξεκαθαρίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μια πρόταση που δεν ξεπερνά τον ορίζοντα της αστικής εξουσίας. Μια χώρα η οποία έχει αρνηθεί το χρέος της και έχει σταματήσει να το πληρώνει, αποβάλλεται από την Ε.Ε και την ευρωζώνη και προχωράει σε αναγκαστική υιοθέτηση εθνικού νομίσματος. Παραπέρα, αναγκάζεται να έλθει σε σύγκρουση με τα δόγματα του παγκόσμιου καπιταλισμού, κρατικοποιώντας τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις και περιορίζοντας την κίνηση των κεφαλαίων. Μια τέτοια χώρα, το λιγότερο που θα αντιμετωπίσει είναι εμπορικό αποκλεισμό από τον καπιταλιστικό περίγυρο. Επομένως και το νόμισμά της θα είναι αποκλεισμένο από τις διεθνείς συναλλαγές και δεν θα είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές συναλλάγματος. Σε αυτές τις συνθήκες, το κράτος θα είναι αναγκασμένο να αναλάβει το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με τα υπόλοιπα, θα αφορά μόνο ανταλλαγές στο εσωτερικό της χώρας. Η όποια υποτίμηση δεν έχει καμία αξία παρά μόνο για τη σχέση ανταλλαγής στο εσωτερικό και δεν παίζει κανένα ρόλο στο εξωτερικό εμπόριο.
Επομένως, το σχέδιο της ανάπτυξης της οικονομίας μέσω της υποτίμησης του νομίσματος δεν αφορά μία κατάσταση στην οποία έχει προηγηθεί άρνηση πληρωμής του χρέους και στάση πληρωμών, αλλά μια κατάσταση στην οποία τίποτα από τα παραπάνω δεν θα έχει γίνει. Διαφορετικά, δεν μιλάμε για ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, αλλά για μια φαντασίωση, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν να υπάρξει μια κυβέρνηση που θα διαγράψει το χρέος, αλλά θα συνεχίσει να παραμένει στην Ε.Ε. και θα συνεχίσει να συναλλάσσεται στις διεθνείς αγορές σα να μην τρέχει τίποτε.
Κυβέρνηση με πρόγραμμα που δίνει προτεραιότητα στην έξοδο από το ευρώ, μπορεί να κάνει μόνο αυτό και τίποτε άλλο. Και μια κυβέρνηση που κάνει μόνο αυτό, δεν έχει σχέση με τα εργατικά συμφέροντα, καθώς με την πολιτική της υποτίμησης του νομίσματος και το πρόβλημα του χρέους διαιωνίζει, αλλά και την αξία της εργατικής δύναμης υποτιμά.
Πως μπορεί να υπάρξει έξοδος από το μνημόνιο;
Σήμερα, το μνημόνιο είναι μονόδρομος για τους έλληνες κεφαλαιοκράτες, γι’ αυτό και η σημερινή κυβέρνηση στηρίζεται λυσσαλέα από την αστική τάξη. Το δεδομένο αυτό μπορεί να τροποποιηθεί μόνο από μια άτακτη χρεοκοπία. Όπως έχει φανεί μέχρι σήμερα, παρ’ όλο που η χώρα έφτασε αρκετές φορές στο χείλος της άτακτης χρεοκοπίας και με βάση τα στοιχεία φαινόταν ότι οδεύουμε σε κάποιου τύπου πιστωτικό γεγονός, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Μέσω της πολιτικής διαχείρισης της κατάστασης, η χώρα παρέμεινε σε καθεστώς συντεταγμένης χρεοκοπίας και εντός ευρώ. Για να φτάσουμε σε άτακτη χρεοκοπία θα πρέπει να εκλείψουν οι δυνατότητες διαχείρισης του ελληνικού προβλήματος από τις ισχυρότερες δυνάμεις της Ε.Ε.
Η χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Φυσικά, μετά από μια χρεοκοπία θα υπάρχει αστική κυριαρχία και καπιταλισμός. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αστική τάξη είναι αναγκασμένη να βρει άλλο δρόμο για να συνεχίσει να κυβερνά και θα τον βρει εφόσον δεν έχει ισχυρό αντίπαλο. Η χρεοκοπία δε σημαίνει και απώλεια της ταξικής της κυριαρχίας. Η όποια αστική κυβέρνηση σχηματιστεί θα πρέπει να διαχειριστεί την εντελώς νέα κατάσταση που θα προκύψει μετά τη χρεοκοπία και την εισαγωγή εθνικού νομίσματος και με δεδομένο ότι η εφαρμογή του μνημονίου θα έχει τροποποιήσει δραματικά τον ταξικό συσχετισμό, προσφέροντας στην αστική τάξη μια καλή βάση από την οποία θα μπορεί να διεκδικήσει την ενίσχυση της θέσης της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Είναι βάσιμο να εκτιμήσουμε επίσης, ότι σε αυτήν την περίπτωση το αστικό κομματικό σύστημα θα είναι ριζικά διαφορετικό, καθώς θα έχει καταγραφεί παταγώδης αποτυχία του πολιτικού προσωπικού που σήκωσε το πολιτικό βάρος του μνημονίου και τα κόμματα που συνέδεσαν τη μοίρα τους με το μνημόνιο θα έχουν οδηγηθεί στην πλήρη απαξίωση και τη διάλυση. Σε μια τέτοια κατάσταση και με κύριο στόχο της αστικής τάξης να διατηρήσει τα κερδισμένα της μνημονιακής περιόδου, η προσφυγή στην ανοιχτή βία είναι πιο πιθανή από ποτέ.
Το κρίσιμο ζήτημα ωστόσο, είναι ποιες θα είναι οι συνέπειες της καταγγελίας του μνημονίου από μια κυβέρνηση που επιδιώκει να εκφράσει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Αυτό είναι και το ερώτημα που επίμονα τίθεται από τις αστικές δυνάμεις για να αποδείξουν το μονόδρομο του μνημονίου.
Αυτό που συνθηματικά ονομάζεται «έξοδος από το μνημόνιο» δεν συνίσταται μόνο από την διακήρυξη της κατάργησης του μνημονίου, αλλά και από την καταγγελία της δανειακής σύμβασης και από το ξήλωμα των νόμων που έχουν ψηφιστεί την τελευταία τριετία. Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι η διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης και η αναγκαστική παύση πληρωμών. Μια κυβέρνηση που δεν είναι έτοιμη για αυτήν την εξέλιξη θα καταλήξει να παρακαλάει στις Βρυξέλλες για νέο δανεισμό και θα ξεχάσει τις αντιμνημονιακές κορώνες. Ή μάλλον γνωρίζοντας τι πρόκειται να συμβεί δεν πρόκειται να κάνει ούτε βήμα στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης του μνημονίου, αν δεν έχει σαφές σχέδιο.
Αντίθετα, μια κυβέρνηση που έχει συναίσθηση της κατάστασης, έχει σχέδιο και ξέρει που θα το πάει, πρέπει να διακηρύξει η ίδια τη στάση πληρωμών και να δηλώσει ότι δεν αναγνωρίζει το χρέος. Αυτό πρέπει αναγκαστικά να συνδυαστεί με την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και το μπλοκάρισμα της κίνησης κεφαλαίων, σταματώντας τη διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Μια κυβέρνηση που ξεκινάει αυτόν το δρόμο είναι αναγκασμένη να τον διαβεί μέχρι το τέλος, μέχρι την κρατικοποίηση του μεγαλύτερου τμήματος της παραγωγής, την επιβολή του εργατικού ελέγχου, την έξοδο από την Ευρωπαϊκή ένωση και το ΝΑΤΟ. Επομένως η έξοδος από το μνημόνιο από εργατική σκοπιά, θέτει το ζήτημα ποια τάξη έχει την εξουσία. Αν η αστική κυριαρχία είναι συνδεδεμένη με το μνημόνιο, η έξοδος από το μνημόνιο από μια εργατική κυβέρνηση οδηγεί σε κατάλυση αυτής της κυριαρχίας. Αυτός όμως, είναι σήμερα ο μοναδικός δρόμος εξόδου από το μνημόνιο και κατάργησης του ασφυκτικού νομοθετικού πλαισίου που η πολιτική του μνημονίου έχει επιβάλει.
Εστάλη από:http://anasyntaxi.gr
Αφήστε μια απάντηση