
Του Τάσου Κατσαρού
Στις 28 Αυγούστου του 1947 ξεκίνησε η δίκη της επαναστατικής οργάνωσης ΣΤΕΝΗ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ (ΟΠΛΑ). Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 14 Σεπτέμβρη. Απ’ τους 67 κατηγορούμενους εκτελέστηκαν οι 47 στο πίσω μέρος του Γεντί κουλέ το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ανάμεσα τους βρίσκονταν και μια γυναίκα. η εικοσιπεντάχρονη Ευθυμία Πατσιά που κράτησε ηρωική στάση ως το τέλος.
Πρόκειται για μια χαμένη ιστορία του εμφυλίου πολέμου που διαδραματίστηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης και έφερα στο φως με την ολοκληρωμένη συγγραφική μου έρευνα, “Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος Θεσσαλονίκη 1946-47 Αντάρτικο Πόλεως Στενή Αυτοάμυνα ΟΠΛΑ” απ’ τις εκδόσεις Διάδοση. Οι κυριότερες ενέργειες τις Στενής Αυτοάμυνας ήταν η επίθεση με χειροβομβίδες σε λεωφορείο της πολεμικής αεροπορίας. ως απάντηση σε βομβαρδισμούς δημοκρατικών χωριών, η εκτέλεση του υψηλόβαθμου αστυνομικού Μοίραρχου Κοφιτσα. επιθέσεις σε στέκια εθνικοφρόνων, αστυνομικών περιπόλων κλπ.
Περίοπτη θέση στην οργάνωση κατέχουν: ο εικοσιτριάχρονος Ιορδάνης Σαπουντζογλου που δίνοντας μάχη με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, αυτοκτόνησε με την τελευταία σφαίρα, στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Μακεδονία Παλλάς και ο επικεφαλής της οργάνωσης Αλβανός Ακίνδυνος, που “έπεσε” στο δικαστήριο αναλαμβάνοντας την πολιτική και επιχειρησιακή ευθύνη της οργάνωσης.
Λίγο αργότερα, ακολούθησε η δική της Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας (ΜΛΑ) με επικεφαλής το Γιώργο Παπαθανασίου, που τελικά επέζησε και κατάφερα να τον συναντήσω το καλοκαίρι του 2009 στην Πελοπόννησο. Απ’ αυτήν την οργάνωση που τελικά δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει επιθέσεις, εκτελέστηκαν πολύ λιγότερα μέλη.
Τέλος, λίγο αργότερα, υπήρξε και η οργάνωση Λαϊκοί Εκδικητές η οργάνωση που συμμετείχε ο Χρόνης Μίσσιος. Και αυτή η ολιγομελής ομάδα, εξαρθρώθηκε απ’ την Ασφάλεια γρήγορα χωρίς να κατορθώσει να πραγματοποιήσει κάποιο ισχυρό χτύπημα. Επικεφαλής ήταν ο Γιαννάκης Δρουσιώτης, ο μαύρος, όπως τον αναφέρει στο βιβλίο του ο X. Μίσσιος “Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς” προφανώς, λόγω του σκουρόχρωμου δέρματος του. Απ’ αυτήν την οργάνωση δεν εκτελέστηκε κανείς, επειδή ο Δρουσιώτης ήταν κυπριακής καταγωγής και η υπόθεση περιπλέχτηκε με την κυπριακή Κυβέρνηση. Έτσι, γλίτωσε το θάνατο και ο Χρόνης Μίσσιος.
________
Β. Κ: Με την ευκαιρία παραθέτουμε την εισαγωγή από το βιβλίο του Τάσου Κατσαρού “Μάχομαι μέχρι τέλους
«Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος» ήταν το τραγούδι που σιγοτραγουδούσαν οι κουρασμένες φωνές των τραυματισμένων πολιτοφυλάκων, σε κάποιο νοσοκομείο της Λερίντα στον Ισπανικό εμφύλιο.
Ο Ισπανικός εμφύλιος μοιάζει πολύ με τον Ελληνικό, τόσο στην εξέλιξη, όσο και στην τραγική κατάληξη που έχει ένας ταξικός πόλεμος όταν χαθεί. Πράγματι, οι Ισπανοί προλετάριοι πολέμησαν ως το τέλος, όπως και οι Έλληνες σύντροφοί τους, δίχως να μπορούν πολλές φορές να καλύψουν ούτε τις βασικές, για την επιβίωσή τους, ανάγκες. Χωρίς φαγητό, ρουχισμό, τσιγάρα και πολλές φορές χωρίς νερό. Όλα αυτά μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει διαβάζοντας το βιβλίο του κορυφαίου συγγραφέα Eric Blaire, (George Orwell) «Φόρος τιμής στην Καταλονία».
Η διαφορά μεταξύ των δύο κινημάτων, ήταν ότι στην Ισπανία υπήρχε ποικιλομορφία ιδεολογικών τάσεων, ενώ στην Ελλάδα, την κύρια αντιπροσώπευση του κινήματος την είχε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η αλληλεγγύη των λαών ήταν μεγάλη προς την Ισπανία. Άνθρωποι από 54 χώρες του κόσμου, στην πλειοψηφία τους εργάτες, πολέμησαν στο πλευρό των δημοκρατικών. Η Σοβιετική Ένωση έστειλε μερικά πλοία με οπλισμό. Πολλά από αυτά δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους γιατί τα βύθισε ο εχθρός.
Από τη χώρα μας, οι εθελοντές που πολέμησαν στην Ισπανία, υπολογίζονται σε 300 με 400 μαχητές. Ο Μήτσος Παλαιολόγος στο βιβλίο του «Έλληνες αντιφασίστες στον Ισπανικό Εμφύλιο πόλεμο» Αθήνα 1979, έχει καταγράψει τα ονόματα 53 νεκρών και 141 άλλων Ελλήνων που διασώθηκαν.
Ο πόλεμος, όμως, χάθηκε λόγω της υπεροπλίας των φασιστών και των συμμάχων τους. 150.000 Ιταλούς στρατιώτες έστειλε ο Μουσολίνι για να πολεμήσουν στο πλευρό του Φράνκο. Ανάμεσα τους υπήρχαν ορισμένες μεραρχίες που είχαν αρκετή πείρα από τον πόλεμο της Αιθιοπίας. Το Ιταλικό ναυτικό δρούσε ανενόχλητο στη Μεσόγειο. Η Αεροπορία του Μουσολίνι πραγματοποίησε 86.420 εξορμήσεις, (στον πόλεμο της Αιθιοπίας είχε κάνει 3.949) και 5.319 βομβαρδισμούς, ρίχνοντας 11.585 τόνους εκρηκτικά, κατά των κατοικημένων περιοχών που έλεγχαν οι Δημοκρατικοί.
Η συνεισφορά του Χίτλερ στον πόλεμο ήταν μεγάλη. Εκτός από τα άρματα μάχης, το πυροβολικό και τους χιλιάδες Αξιωματικούς, που υποτίθεται ότι εκπαίδευαν και οργάνωναν το στρατό του Φράνκο, τα αεροπλάνα του έκαναν πρόβα, πριν κηρύξουν το παγκόσμιο πόλεμο, ισοπεδώνοντας ολόκληρες πόλεις στην Ισπανία. Το μέγεθος της μεγάλης επέμβασης των Γερμανών στην Ισπανία, φαίνεται από το γεγονός ότι παρασημοφορήθηκαν πάνω από 26.000 Γερμανοί Αξιωματικοί.
Σημαντική βοήθεια προς τον Φράνκο έδωσε το μεγάλο κεφάλαιο tow Η.Π.Α. Το 1936, η εταιρία Standard Oil και άλλες εταιρείες των Η.Π.Α. παρέδωσαν στον Φράνκο 344.000 τόνους πετρέλαιο, που αυξήθηκε σε 420.000 τόνους το 1937, σε 478.000 το 1938 και σε 624.000 το 1939 (σύμφωνα με τα στοιχεία κάποιου Η. Feis, οικονομικού υπαλλήλου της πρεσβείας των Η.Π.Α. στη Μαδρίτη).
Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, πήραν μέρος και κάποιες δεκάδες χιλιάδες Μαροκινών όπως και στρατιώτες της Λεγεώνας των Ξένων. Όλα αυτά, μαζί με τη διακήρυξη των Αγγλογάλλων για μη επέμβαση, έδωσε συνειδητά στον Χίτλερ το πράσινο φως, για να συμμετέχει πιο αποφασιστικά στη συντριβή του Λαϊκού Δημοκρατικού κινήματος στην Ισπανία.1
Λόγω tow παραπάνω συγκυριών, η ανάπτυξη του Λαϊκού κινήματος δεν προχώρησε. Επιπλέον, οι κόντρες και οι φαγωμάρες ανάμεσα σε ιδεολογικούς χώρους ήταν τέτοιες, που έφτασαν στο σημείο ακόμη και στη διάρκεια του πολέμου, να γίνονται ένοπλες μάχες μέσα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, μεταξύ Κομμουνιστών και Αναρχικών.
Όσο για την Ελλάδα, δεν ήρθε καμία βοήθεια απ’ έξω. Ωστόσο, οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού του Στέφανου Γκιουζέλη στην Πελοπόννησο, πολέμησαν μέχρι το τέλος. Μέχρι το τέλος πολέμησε και η Μεραρχία του Δημητρίου Αλεξάνδρου (Διαμαντή) στη Στερεά Ελλάδα. Και οι δύο Μεραρχίες έχασαν τους επικεφαλείς τους.
Στην Ελλάδα, από τη συμφωνία της Βάρκιζας ως τις 31 Μαρτίου, που άρχισε επίσημα ο εμφύλιος πόλεμος με την επίθεση των ανταρτών στο αστυνομικό τμήμα Λιτοχώρου, υπήρχαν επίσημα 1.289 δολοφονίες αριστερών και δημοκρατικών πολιτών, 6.671 τραυματισμοί, 31.632 βασανισμοί, 18.767 λεηλασίες και φυλακίσεις, 84.931 συλλήψεις, 509 απόπειρες δολοφονίας, 265 βιασμοί και πράξεις βίας κατά γυναικών.
Ξεκινώντας μια γρήγορη ανασκόπηση, μπορούμε να πούμε ότι, από ταξική πλευρά, οι περισσότεροι αντάρτες προέρχονταν από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δηλαδή ήταν εργάτες και εμποροϋπάλληλοι. Ένα μεγάλο τμήμα tow ανταρτών αποτελούταν επίσης από αγρότες, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν αγροτικές εκτάσεις, ακόμα και μέσα στις πόλεις.
Αργότερα, μετά τον πόλεμο, έγιναν στη χώρα μας, όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, προσπάθειες εκβιομηχάνισης, με βάση το σχέδιο Μάρσαλ. Έτσι ονομάστηκε το πρόγραμμα αποκατάστασης και ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης, με σκοπό το δέσιμο αυτών των χωρών στο αμερικάνικο άρμα. (Το πόσο ισχυρό και σημαντικό ήταν το σχέδιο Μάρσαλ και το πόσο επηρέασε το δρόμο που ακολούθησε η χώρα μας, θα το αναφέρουμε επιγραμματικά λίγο πριν το τέλος του κεφαλαίου αυτού). Μέχρι εκείνη την περίοδο η οικονομία της χώρας ήταν σε μεγάλο βαθμό αγροτική.
Με την κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία, άρχισαν να εμφανίζονται δειλά-δειλά κάποιες ομάδες αντίστασης-σαμποτέρ. Αργότερα, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας μπήκε στο Ε.Α.Μ. Στην αρχή, το Ε.Α.Μ. κατάφερε να σπάσει τον αποκλεισμό τροφίμων, λόγω του οποίου, το χειμώνα του 1941, πέθαναν δεκάδες χιλιάδες κόσμου από την πείνα στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Το Ε.Α.Μ. ανάγκασε τους Γερμανούς καταχτητές να δώσουν συσσίτια στο λαό.
Ένα σημαντικό συλλαλητήριο που απέτρεψε την πολιτική επιστράτευση από τον Χίτλερ, ήταν αυτό που έγινε στις 5 Μαρτίου του 1943. Σ’ αυτό το συλλαλητήριο ο λαός θρήνησε 13 νεκρούς και 134 τραυματίες. Αργότερα οργανώθηκε ένα επίσης σημαντικό συλλαλητήριο από το Ε.Α.Μ., που ματαίωσε την κάθοδο των Βουλγάρων καταχτητών στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (Ιούλιο του 1943), το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 29 αγωνιστών και τον τραυματισμό άλλων 195.
Εκείνη την περίοδο περίπου, οργανώθηκε και η ένοπλη αντίσταση κατά των καταχτητών και των συνεργατών τους. Έγιναν σαμποτάζ σε στρατιωτικές και πολιτικές μονάδες, έγιναν εκτελέσεις δοσίλογων από την κατοχική Ο.Π.Λ.Α., που ανακούφισαν τον πληθυσμό, και αργότερα κανονικές μάχες με τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν τεράστια υπεροπλία, λόγω της πολεμικής βιομηχανίας που είχαν υπό τον έλεγχό τους, σε όλη σχεδόν τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη.
Φυσικά κανένα κίνημα, ούτε το Ε.Α.Μ., θα μπορούσε να σταθεί χωρίς τη λαϊκή υποστήριξη σε ύπαιθρο και πόλεις. Ο λαός ήταν αυτός που τροφοδοτούσε τον Ε.Λ.Α.Σ., έδινε πληροφορίες για τον καταχτητή και τους συνεργάτες του, πληροφορίες για διάφορα περάσματα, βοηθούσε στο κρύψιμο αγωνιστών. Κι όλα αυτά, βέβαια, έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή των αγωνιστούν και των δικών τους ανθρώπων.
Πριν από τη δικτατορία του Μεταξά, στις εκλογές που είχαν γίνει το 1936, το Κ.Κ.Ε., το οποίο κατέβηκε με το Συνασπισμό Παλλαϊκού Μετώπου (δημιουργία του Αγροτικού κόμματος), είχε πάρει εκλογικά 5,7%. Με τη δικτατορία του Μεταξά, το Κ.Κ.Ε. είχε διαλυμένο μηχανισμό με δύο κεντρικές επιτροπές και δύο Ριζοσπάστες. Ο ένας ήταν της Ασφάλειας, η οποία είχε φυλακίσει τα πιο μαχητικά στελέχη στην Ακροναυπλία και στην Αίγινα. Πολλά από αυτά τα στελέχη παραδόθηκαν από την κυβέρνηση Μεταξά στους Γερμανούς και εκτελέστηκαν. Αυτό το Κ.Κ.Ε., λοιπόν, βρέθηκε ξαφνικά να καθοδηγεί ένα ολόκληρο κίνημα, έναν λαό.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι στην πρωτοπορία για την οργάνωση της αντίστασης στη χώρα μας, όπως και σε όλη την Ευρώπη, όπου υπήρξε αντίσταση, βρέθηκαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Αργότερα, με τις συμφωνίες που έγιναν μεταξύ των αντάρτικων δυνάμεων και των Άγγλων, υπήρξε κάποια συνεργασία σε επιχειρησιακό επίπεδο, χωρίς βέβαια, οι τελευταίοι να ξεχνάνε να ενισχύουν περισσότερο τον Ε.Δ.Ε.Σ., τον κυριότερο αντίπαλο του Ε.Λ.Α.Σ. Τον καθοδηγούσαν μάλιστα έτσι, ώστε να τον ωθούν σε σύγκρουση με τον Ε.Λ.Α.Σ. Φυσικά, σκοπός των Άγγλων ήταν να βάλουν τη χώρα κάτω από το δικό τους έλεγχο. Δεν ήταν λίγες οι μάχες που έγιναν μεταξύ των δύο αντάρτικων οργανώσεων. Έτσι, με την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, οι Άγγλοι έκαναν ανοιχτή εισβολή στην Αθήνα και σε συνεργασία με ταγματασφαλίτες, τους οποίους απελευθέρωσαν από τις φυλακές, υποχρέωσαν τον Ε.Λ.Α.Σ. σε ήττα και οπισθοχώρηση γύρω από την Αθήνα, το Φεβρουάριο του 1945.
Τι να πούμε τώρα για την ανικανότητα της ηγεσίας εκείνα τα χρόνια, που στην κρίσιμη στιγμή έστειλε τον Άρη στην Ήπειρο, για να διαλύσει τα τμήματα του Ζέρβα! Κατ’ άλλους, η οπορτουνιστική τάση της ηγεσίας είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα, με τη συνεργασία που έγινε με τους Άγγλους. Πιο συγκεκριμένα, η συνθήκη του Λιβάνου που έγινε στις 20 Μάίου του 1944, μεταξύ της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.), του Κ.Κ.Ε., των υπόλοιπων κομμάτων, του Ε.Α.Μ. και του Ε.Λ.Α.Σ., πρόβλεπε τα εξής: διάλυση όλων των ένοπλων ομάδων, δημιουργία ενιαίου στρατού, δημοψήφισμα για το πολίτευμα και συγκρότηση κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Έτσι, οι λαϊκές δυνάμεις υποτίμησαν την ισχύ τους και έκαναν παραχωρήσεις που δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές τους δυνάμεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, για επιστροφή της εξόριστης κυβέρνησης στην Ελλάδα και έδωσε τη δυνατότητα στην άκρα δεξιά να εξαπολύσει τρομοκρατία, με στήριγμα τα Βρετανικά στρατεύματα.
Η κατρακύλα, όμως, της τότε ηγεσίας δεν είχε σταματημό. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1944 πραγματοποιήθηκε μια άλλη Συνθήκη, η γνωστή σε όλους Συνθήκη της Καζέρτας. Σ’ αυτήν πήραν μέρος: ο Στρατηγός Σκόμπυ, ο Βρετανός Υπουργός Μέσης Ανατολής, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ελλάδα, ο Αρχιστράτηγος Συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου, ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, αντιπροσωπεία του Ε.Α.Μ.- Ε.Λ.Α.Σ. και, φυσικά, ο Ζέρβας από τον Ε.Δ.Ε.Σ. Η Συνθήκη αυτή σε γενικές γραμμές προέβλεπε: πρώτον, όλες οι αντάρτικες δυνάμεις να βρίσκονται υπό τις διαταγές της Ελληνικής κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και η Ελληνική κυβέρνηση να θέσει τις δικές της δυνάμεις υπό τις διαταγές του Σκόμπυ. Δεύτερον, τα τάγματα ασφαλείας να θεωρηθούν εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός εάν παραδίνονταν στο Στρατηγό, Διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων. Τρίτον, οι αρχηγοί των Ελλήνων ανταρτών υποσχέθηκαν ότι θα απαγόρευαν κάθε απόπειρα των μονάδων τους να αναλάβουν την εξουσία στα χέρια τους. Εάν γινόταν κάτι τέτοιο, οι πράξεις αυτές θα χαρακτηρίζονταν ως εγκληματικές και θα τιμωρούνταν ανάλογα.
Ως αβίαστο συμπέρασμα βγαίνει, ότι ο Σκόμπυ έδινε ρητές και κατηγορηματικές διαταγές, σαν να απευθυνόταν σε κάποια αποικία της Αγγλίας. Έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο, προδιέγραψε το τέλος των αγωνιστών που επιθυμούσαν να κρατήσουν μια αξιοπρεπή στάση. Λόγω των παραπάνω σφαλμάτων, το Ε.Α.Μ. έδωσε τη δυνατότητα στους Άγγλους να κάνουν ανοιχτή εισβολή στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1944 και έπειτα από σκληρές μάχες, υποχρέωσαν τον Η.Α.Λ.Σ. σε ήττα και οπισθοχώρηση έξω από την Αθήνα. Στη συνέχεια, το Ε.Α.Μ. συνθηκολόγησε με τους Άγγλους και αφόπλισε τις μονάδες του, παρόλο που είχε το υπόλοιπο μέρος της επικράτειας στα χέρια του. Έτσι, στις 12 Φεβρουαρίου του 1945 υπόγραψε μια ταπεινωτική συμφωνία, γνωστή ως Συμφωνία της Βάρκιζας.
Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η συμφωνία που υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1945, στο παραλιακό θέρετρο της Αττικής, στη Βάρκιζα, ανάμεσα σε αντιπροσώπους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.) της Ελλάδας, (Γιώργος Σιάντος, γραμματέας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., Δημήτριος ΓΙαρτσαλίδης, γραμματέας της Κ.Ε. του Ε.Α.Μ. και Ηλίας Τσιριμώκος, Γεν. Γραμματέας της ΕΛΔ) και την Ελληνική κυβέρνηση, την οποία εκπροσωπούσαν οι: Ιωάννης
Σοφιανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης, υπουργός Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος, υπουργός Γεωργίας.
Η συμφωνία έθετε οριστικό τέρμα στις επιχειρήσεις των τμημάτων του Ελληνικοί) Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.) από το ένα μέρος, και των αγγλικών στρατευμάτων από το άλλο, τα οποία είχαν αποβιβαστεί τον Οκτώβριο του 1944 στην Ελλάδα.
Με τη συμφωνία της 12ης Φεβρουάριου του 1945, η ελληνική κυβέρνηση αναλάμβανε την υποχρέωση, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές, να εξασφαλίσει την ελεύθερη εκδήλωση των κοινωνικών και πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, με την κατάργηση όλων των ανελεύθερων νόμων και την εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών, της ελευθερίας του τύπου, του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι.
Η συμφωνία προέβλεπε επίσης την άμεση κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, την αποστράτευση των μόνιμων και εφεδρικών δυνάμεων του Ε.Λ.Α.Σ., του Ε.Λ.Α.Ν. και της Εθνικής Πολιτοφυλακής και τη συγκρότηση Εθνικού στρατού, με το κάλεσμα κλάσεων και την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, δηλαδή: δημόσιων υπαλλήλων, υπαλλήλων προσώπων Δημοσίου Δικαίου, δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων, άλλων υπηρεσιών των Σωμάτων Ασφαλείας, Χωροφυλακής και Αστυνομίας πόλεων, με κριτήρια την επαγγελματική επάρκεια, το χαρακτήρα και το ήθος και κατά πόσο συνεργάστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν από τον κατακτητή.
Η συμφωνία καθόριζε τη διενέργεια ελεύθερου δημοψηφίσματος και εκλογών Συντακτικής Συνέλευσης το 1945. Χορηγούνταν αμνηστία μόνο στα «πολιτικά αδικήματα τελεσθέντα από 3η Δεκεμβρίου 1944 μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας» και εξαιρούνται από την αμνηστία «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας».
Το πρωτόκολλο παράδοσης οπλισμού που υπογράφηκε από τον Ε.Λ.Α.Σ. είναι το
εξής:
1) Πυροβόλα διαφόρων τύπων 100
2) Όλμοι ομαδικοί 81
3) Όλμοι ατομικοί 138
4) Πυροβόλα 419
5) Οπλοπολυβόλα 1.412
6) Αυτόματα τυφέκια 713
7) Τυφέκια και πιστόλια 48.973
8) Τυφέκια αντιαρματικά 57
9) Συσκευές ασυρμάτων 17
Οι δυνάμεις του Ε.Α.Μ – Ε.Λ.Α.Σ., τηρώντας τη Συμφωνία της Βάρκιζας, παρέδωσαν τον οπλισμό των τμημάτων τους και προσανατολίζονταν προς την ομαλή εξέλιξη της κατάστασης. Οι αντιδραστικές όμως δυνάμεις, παραβαίνοντας ανοιχτά τη Συμφωνία, εξαπέλυσαν τρομοκρατία κατά των δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης, γεγονός που οδήγησε στην τραγική περίοδο του εμφυλίου πολέμου. 2
“Ετσι, απ’ τα χέρια του Ε.Λ.Α.Σ. τα όπλα πέρασαν στα χέρια των παρακρατικών και των ταγματασφαλιτών. οι οποίοι άρχισαν να οργιάζουν με τη ανοχή της Αστυνομίας, μέχρι το Μάρτη του 1946, παραμονή των εκλογών, όταν με την αποχή του Κ.Κ.Ε. και των άλλων μικρών κομμάτων της αριστερός, άρχισε ο εμφύλιος, με την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα Λιτόχωρου. Ήταν, όμως, πολύ αργά. Όχι μόνο γιατί τα περισσότερα όπλα τα είχε στα χέρια του το παρακράτος. Όχι μόνο γιατί τα πιο μαχητικά στελέχη ήταν εξόριστα ή φυλακισμένα και περίμεναν δίκες από Στρατοδικεία. Άλλα κυρίως, γιατί δεν μπορείς να αφοπλίζεις έναν λαό, να του λες ότι μέχρι εδώ ήταν, και ότι από δω και μπρος θα πρέπει να δουλέψει μαζί με την αστική τάξη για την προκοπή της χώρας και στο παρά πέντε να τον καλείς να πάρε ξανά τα όπλα.
Από ιδεολογική πλευρά, το Σύστημα κατάφερε να κρατήσει τις κοινωνικές τάξεις που ήθελε να έχει μαζί του. Μπορεί, δηλαδή, στο Ε.Α.Μ., το 80% όσων συμμετείχαν, να ήταν εργάτες, αγρότες, μικρέμποροι, κληρικοί, ακόμη και μεγαλέμποροι, στον εμφύλιο, όμως, το Σύστημα κατάφερε να πείσε αρκετό κόσμο, ψευδώς βέβαια, ότι αρχικός σκοπός των κομμουνιστών ήταν να καταλάβουν την εξουσία και όχι να διώξουν τον κατακτητή. Κατάφεραν να περάσουν το μήνυμα ότι οι κομμουνιστές ήθελαν να φέρουν τα πάνω κάτω στην πατρίδα, στην θρησκεία και στην οικογενειακή γαλήνη των πολιτών. Στην καλύτερη περίπτωση, έλεγαν ότι απελευθερώθηκε μεν η Ελλάδα, αλλά τώρα έπρεπε να δουλέψουν όλοι μαζί ενάντια στην απειλή από το Βορρά. Εξάλλου η χώρα μας είχε τώρα έναν ισχυρό σύμμαχο, τις Η.Π.Α.
Είναι πρωτόγνωρο στην ιστορία, ο στρατιωτικός ηγέτης ενός απελευθερωτικού κινήματος μιας χώρας, όπως ήταν ο Άρης Βελουχιώτης, να αποκηρύσσεται από την ίδια την πολιτική του ηγεσία και τελικά να εξοντώνεται μ’ αυτό τον τρόπο.
Μετά από αυτήν την κατάσταση πώς να ξεσηκωθεί ξανά ο λαός; Έτσι, εκείνα τα πέτρινα χρόνια, ήταν λογικό να ξεσηκωθεί το πιο προχωρημένο τμήμα του κινήματος, οι καταδιωγμένοι αγωνιστές, αυτοί που πίστευαν στην κοινωνική επανάσταση και ήταν προετοιμασμένοι για όλα. Τώρα, όμως, είχαν απομείνει πολύ λιγότεροι. Γιατί από την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα του Λιτοχώρου, μέχρι την κανονική έναρξη του εμφυλίου, πέρασε αρκετός καιρός, τόσος όσος χρειαζόταν κράτος και παρακράτος για να εξοπλιστούν, για να γίνουν βίαιες στρατολογήσεις από το στρατό και να ξεκόψουν τις περιοχές εφοδιασμού του Δημοκρατικού Στρατού. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να ξεσπιτώσουν χωρικούς μαζικά, γιατί πίστευαν ότι ο Δ.Σ. θα μπορούσε να στρατολογηθεί και να ανεφοδιαστεί ακόμη κι από αυτούς. Γνωστό είναι, άλλωστε, το παράδειγμα του Καραβάν Σαράι.
Αυτά γίνονταν στην Ελλάδα του ’48-’49, όταν κάποιοι υπόσχονταν σε υψηλόβαθμα στελέχη του Δ.Σ., 3000 σοβιετικά κανόνια και αεροπλάνα που, φυσικά, δεν ήρθαν ποτέ. Κι όλα αυτά, σύμφωνα με ομολογίες κορυφαίων στρατιωτικών στελεχών του Δ.Σ.
Όσον αφορά τα πραγματικά μεγέθη, την πραγματική κατάσταση στη στρατιωτική αντιπαράθεση, τα πράγματα έχουν ως εξής: στην επιχείρηση του Εθνικού Στρατού «Πύραυλος», η οποία έγινε στη Στερεά Ελλάδα την 1η Μαΐου του 1949, ο κυβερνητικός στρατός είχε στη διάθεση του 70.000 άνδρες, 140 κανόνια και 60 αεροπλάνα, ενώ οι αντάρτες αντιπαρέθεσαν το πολύ 5.000 ενόπλους και περίπου δυο με τρεις χιλιάδες περιφερόμενους, άοπλους άνδρες που τους θέριζε η πείνα. Με τέτοια διαφορά, λοιπόν, λογικό ήταν να πέσει η Ρούμελη, με τον ηρωικό χαμό του αρχηγού της Αλεξάνδρου, (Διαμαντή) στις 21 Ιουνίου 1949.3 Το ίδιο είχε συμβεί λίγους μήνες πριν, με μικρότερο αριθμό μαχητών, στην Πελοπόννησο. Η επιχείρηση είχε ονομαστεί «Περιστερά». Κι εδώ οι αντάρτες πολέμησαν μέχρι το τέλος. Κι εδώ είχαμε τον ηρωικό θάνατο του Στρατηγού της Μεραρχίας Στέφανου Γκιουζέλη, τον Ιανουάριο του 1949.
Συνοπτικά, φτάνουμε στην τελική σύγκρουση στο Βίτσι-Γράμμο. Η διαφορά στρατιωτικών δυνάμεων ήταν τεράστια. Άλλη μια άνιση μάχη δόθηκε σε έναν άνισο πόλεμο. Αυτή τη φορά, όμως ήταν καθοριστική. Τον Ιούλιο του 1949 η Εθνική Στρατιά είχε συγκροτηθεί μπροστά στο Γράμμο-Βίτσι. Την αποτελούσε 150.000 στρατός, ενισχυμένος με καινούρια βομβαρδιστικά «Helldivers», συν τα εκατό που υπήρχαν από πριν, τα οποία δεν σταμάτησαν να ρίχνουν βόμβες «Napalm». Ας σημειωθεί ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι Αμερικάνοι χρησιμοποίησαν τις παραπάνω βόμβες. Τέλος, ο Εθνικός Στρατός είχε στη διάθεσή του 200 άρματα, 150 πεδινή και ορειβατικά κανόνια και αξιόλογο αριθμό μοιρών καταδρομών.
Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού δεν ξεπερνούσαν τους 11.500 μαχητές, τα 50 ορειβατικά και ορεινά κανόνια και μερικές δεκάδες αντιαρματικά και αντιαεροπορικά (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Γ.Ε.Σ.).
Μετά από σκληρές μάχες το Βίτσι έπεσε. Παρόλα αυτά, μεγάλο τμήμα των ανταρτών, περίπου 2.500 άνδρες, έκαναν ελιγμό στο Γράμμο, μην κάνοντας έτσι το χατίρι του στρατού που πίστευε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε εκεί. Έτσι, ο πόλεμος συνεχίστηκε για λίγο ακόμη στο Γράμμο, μέχρι τις 27 Αυγούστου, όταν ήρθε και η οριστική ήττα των ανταρτών.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβαση που είχε ο εμφύλιος πόλεμος, συντελώντας στο δέσιμο της Ελλάδας στο άρμα των Αμερικάνων και της Δύσης γενικότερα. Πήρε τ’ όνομά του από τον Τζώρτζ Μάρσαλ Κάτλετ (1880, Γούνιον τάουν, 1959 Ουάσινγκτον). Αμερικάνος στρατηγός και πολιτικός. Ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού των Η.Π.Α. από το 1939 ως το 1945.
Συμμετείχε στις σπουδαιότερες διεθνείς διασκέψεις του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (1939-1945) στην Τεχεράνη, στη Γιάλτα, στο Πότσδαμ και αλλού. Ως υπουργός εξωτερικών των Η.Π.Α. ήταν από τους αρχιτέκτονες της πολιτικής του «ψυχρού πολέμου». Έλαβε ενεργό μέρος στην επεξεργασία του «δόγματος Τρούμαν» και του προγράμματος Αμερικάνικης «βοήθειας» στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, απ’ όπου πήρε και το όνομά του το σχέδιο Μάρσαλ.
Έτσι ονομάστηκε το πρόγραμμα αποκατάστασης και ανάπτυξης της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (1939-1945), με τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας από τις Η.Π.Α. Σκοπό είχε να στηρίξει τις κατεστραμμένες, από τον πόλεμο, χώρες του καπιταλισμού στη Δ. Ευρώπη, να εμποδίσει τις κοινωνικές αλλαγές στην Ευρώπη και να δημιουργήσει ενιαίο μέτωπο εναντίον απελευθερωτικών κινημάτων και της Ε.Σ.Σ.Δ.
Το σχέδιο Μάρσαλ και το λεγόμενο «δόγμα Τρούμαν» προηγήθηκαν και διευκόλυναν τη δημιουργία του επιθετικού σχηματισμού ΝΑΤΟ (1949). Η ιδέα του σχεδίου Μάρσαλ διατυπώθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Τζ. Κ. Μάρσαλ στην ομιλία του στις 5 Ιουλίου του 1947 στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Πρόταση για να συμμετέχουν στο σχέδιο Μάρσαλ έγινε και σε χώρες tow Λαϊκών Δημοκρατιών, οι οποίες, όμως, την απέρριψαν κατηγορηματικά. Συγκατατέθηκαν να συμμετέχουν σ’ αυτό 16 καπιταλιστικά κράτη: Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ελβετία, Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Πορτογαλία, Αυστρία, Ελλάδα και Τουρκία.
Το σχέδιο Μάρσαλ μπήκε σε εφαρμογή τον Απρίλη του 1948, περίοδο κατά την οποία μπήκε σε ισχύ και στις Η.Π.Α. ο νόμος του τετραετούς προγράμματος «βοήθεια σε ξένα κράτη», ο οποίος προέβλεπε τη χορήγηση βοήθειας στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες με διμερείς συμφωνίες. Οι συμφωνίες υπογράφηκαν το 1948 με όλες τις προαναφερόμενες χώρες, εκτός από την Ελβετία, η οποία αρνήθηκε να υπογράψει τέτοιες συμφωνίες, παρόλο που συμμετείχε στο σχέδιο Μάρσαλ.
Με βάση αυτές τις συμφωνίες οι χώρες που συμμετείχαν στο σχέδιο Μάρσαλ, υποχρεώνονταν:να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της «ελεύθερηςεπιχειρηματικότητας», να ενθαρρύνουν τις Αμερικάνικες ιδιωτικές επενδύσεις, να συνεργαστούν για τη μείωση των τελωνιακών δασμών, να εφοδιάζουν τις Η.Π.Α. με εμπορεύματα τα οποία χρειάζονταν, να εξασφαλίσουν οικονομική σταθερότητα, να δημιουργήσουν ειδικά κεφάλαια σε εθνικό νόμισμα με την αμερικάνικη βοήθεια, η δαπάνη των οποίων θα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Η.Π.Α., και να παρουσιάζουν κανονικούς απολογισμούς.
Τέλος, η βοήθεια παρεχόταν από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό tow Η.Π.Α. με τη μορφή δωρεών, επιχορηγήσεων και δανείων. Από τον Απρίλιο του 1948 μέχρι το Δεκέμβριο του 1951, οι Η.Π.Α. δαπάνησαν για το σχέδιο Μάρσαλ περίπου 17 δις δολάρια, από τα οποία το 60% πήραν η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και με τη συμφωνία Η.Π.Α. – ΟΔΓ του 1949 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1951 το σχέδιο Μάρσαλ έπαυσε επίσημα να ισχύει και αντικαταστάθηκε με το νόμο «για αμοιβαία κατοχύρωση της ασφάλειας» (ψηφίστηκε από το Κογκρέσο στις 10 Οκτωβρίου 1951), που προέβλεπε ταυτόχρονη παροχή στρατιωτικής και πολιτικής βοήθειας.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, η τύχη της Ελλάδας, όπως και των παραπάνω χωρών που αναφέρθηκαν, κρίθηκε μακριά απ’ τη χώρα. Ήταν πολύ δύσκολο ν’ αφήσουν οι ξένοι ιμπεριαλιστές να χαθεί η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και του πλούτου που μπορούσε να παράγει η χώρα αυτή.
Οσον αφορά το Κ.Κ.Ε., πράγματι καθοδήγησε μια κοινωνική επανάσταση, μαζί με ένα μεγάλο τμήμα του λαού που ακολούθησε αυτό το δρόμο. Πρέπει να πούμε, όμως, ότι το άπειρο τότε Κ.Κ.Ε., βρέθηκε μπροστά σε πολλά και δύσκολα ζητήματα, τα οποία κλήθηκε να επιλύσει μόνο του, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι δικαιολογούνται τα σφάλματα και οι παρεκτροπές της ηγεσίας του. Αυτό ομολογούν οι περισσότεροι ιστορικοί αναλυτές, αλλά και παλιοί αριστεροί αγωνιστές που έζησαν εκείνη την περίοδο.
Είναι σίγουρο ότι από την έναρξη ακόμα των γεγονότων, το στρατιωτικό τμήμα του κινήματος, έπρεπε να συμμετείχε πιο ενεργά στη λήψη αποφάσεων, διότι αυτό θυσιαζόταν καθημερινά στο πεδίο των μαχών. Αν τον πόλεμο τον κέρδιζαν οι ήρωες, θα τον είχε κερδίσει σίγουρα ο Δημοκρατικός Στρατός, που ήταν κατά βάση εθελοντικός. Αντίθετα, αν ο Εθνικός Στρατός περίμενε να στρατολογηθεί εθελοντικά, ίσως να μην κατάφερνε να μαζέψει ούτε ένα τάγμα!
Η τραγική κατάληξη του εμφυλίου θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, αν η πολιτική ηγεσία του Κ.Κ.Ε. κρατούσε ξεκάθαρη στάση από την αρχή και αν χρησιμοποιούσε αυτή τους Άγγλους αντί να χρησιμοποιηθεί απ’ αυτούς.
Η άποψη κάποιων ότι αν έκανε ανοιχτή επέμβαση η Σοβιετική Ένωση, τα πράγματα θα είχαν πάρει άλλο δρόμο, είναι τουλάχιστον εξωπραγματική. Όπως φάνηκε αργότερα, όταν ξεκαθάρισαν τα πράγματα, η Σοβιετική Ένωση δε θα διακινδύνευε ποτέ έναν παγκόσμιο πόλεμο για χάρη της Ελλάδας και εκείνη την περίοδο ήθελε να μαζέψει τα ερείπιά της, να ανασυνταχθεί, να οργανώσει και να αναπτύξει τη δική της οικονομία. Έτσι φτάσαμε σ’ αυτά τα τραγικά αποτελέσματα του εμφυλίου, τόσο για την αριστερά, όσο και για τη χώρα μας, που γύρισαν την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω και στιγμάτισαν τη ζωή πολλών ανθρώπων για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.
1 Οι πηγές για τον εξοπλισμό των φασιστών προέρχονται από τη «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» , τόμος 15, σελίδες 135-137
2 Από τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5, σελ. 14, 16
3 Από το βιβλίο “Τα φοβερά ντοκουμέντα – ο εμφύλιος πόλεμος 1946-1949”, τόμος Β’, σελ. 100
____________
Δ. Κουφοντίνας και Γ. Χουρμουζιάδης προλογίζοντας το βιβλίο “Μια απόφαση. Μάχομαι μέχρι το τέλος”
1. Χαρακτηρίζοντας την δημοσίευση της έρευνας του Τάσου Κατσαρού, με τον τίτλο “Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος”, δεν θέλω να τη μειώσω, αντίθετα θέλω να υπογραμμίσω τον όγκο της ώστε να υποστηρίξω την άποψη πως ο ερευνητής πρέπει να επιχειρήσει την ανάπτυξη των στοιχείων που εμπεριέχονται στο κείμενο αυτό. Γι’ αυτό το λόγο μίλησα για «σχεδίασμα» και για τον ίδιο λόγο θα χαρακτηρίσω την πρώτη αυτή δημοσίευση, ως πρώτο τόμο. Κι αυτό που ισχυρίζομαι δεν είναι μια φιλοφρόνηση προς το νέο και άπειρο ερευνητή. Όχι. Είναι μια συγκεκριμένη παρατήρηση που ξεκινά από το γεγονός ότι διαβάζοντας με πολύ προσοχή τα όσα ο Τ. Κατσαρός μας αποκαλύπτει στο βιβλίο του, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όχι μόνο συναισθηματικά πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στα χρόνια εκείνα όταν μια χούφτα άνθρωποι αποφασισμένοι να αναδείξουν με τον αγώνα και την αυτοθυσία τους την ανάγκη να ελευθερωθεί η χώρα μας από την εγκληματική καταπίεση του μοναρχοφασισμού, αλλά και γνωστικά. Γιατί είναι αλήθεια πως η σιωπή, η στρέβλωση της αλήθειας, ο φόβος ακόμα και η απουσία αυτών που πήραν μέρος στο δράμα της εποχής εκείνης δημιουργεί ένα κενό, ένα μεγάλο κενό στην ιστορία του τόπου μας. Στην Ιστορία, όπως η αριστερά την αντιλαμβάνεται, ως πάλη των τάξεων. Πιστεύω, λοιπόν, πως το κείμενο του Τ.Κ. αποτελεί το πρότυπο μιας τέτοιας προσπάθειας. Παράγει ιστορική γνώση, αποκαθιστά ένα μέρος μιας χαμένης ή στρεβλωμένης αλήθειας. Αποκαλύπτει λεπτομέρειες μιας ζωής που είναι λάθος να χαθεί κάτω από
τα ερείπια προκαταλήψεων, αποκλεισμών και θλιβερών σκοπιμοτήτων.
2. Μια δεύτερη παρατήρηση που έχω να κάνω έχει χαρακτήρα βιβλιογραφικό, αναφέρεται στην αρχιτεκτονική του βιβλίου. Στη δομή του, δηλαδή στον τρόπο, με άλλα λόγια, με τον οποίο οργανώνει τη διαδικασία της αποκάλυψης των πληροφοριών, που ο ερευνητής προσπορίστηκε με βαθιά έρευνα, θα μπορούσα να πω, λοιπόν, ότι το «ιστορικό σχεδίασμα» του Τ.Κ. αναπτύσσεται (α) με αναφορά στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας και φυσικά στη πολιτική σημασία τους (β) στην περίοδο της τρομοκρατίας που άσκησε η ακροδεξιά με τις οργανώσεις της ενάντια στους αριστερούς (γ) στις εκλογές του 1946 και την πολιτική τους σημασία (δ) στις αρχές του εμφύλιου πολέμου (ε) στο υπόμνημα του Δημοκρατικού Στρατού προς τον Ο.Η.Ε., για τις αιτίες της ένοπλης δράσης του Ε.Α.Μ. και του Κ.Κ.Ε. (στ) στην οργανωτική δομή της επαναστατικής οργάνωσης Ο.Π.Λ.Α. και τις δραστηριότητες, με τα ονόματα των αγωνιστών που διεκπεραίωναν τις δραστηριότητες αυτές (ζ) στην εξάρθρωση της οργάνωσης, στα διάφορα κατηγορητήρια και τις εκθέσεις της Γενικής Ασφάλειας, τις σχετικές με τον εξοπλισμό και τρόπο δράσης (η) στην αναφορά σε προσωπικές περιπτώσεις και (θ) στη μεγάλη δίκη της Ο.Π.Λ.Α. και στις απολογίες των κατηγορούμενων. Και το βιβλίο τελειώνει με τον Επίλογο που χαρακτηρίζεται από μια συνοπτική συμπερασματολογία.
3. Ένας πρόλογος, βέβαια, δε μπορεί να επιχειρήσει την ανάλυση ενός κειμένου. Αποτελεί απλώς μια συγκεκριμένη σύσταση… Υπογραμμίζει τη σημασία των πληροφοριών που μας δίνει, αναζητά τον τρόπο μιας συνοπτικής εκτίμησης και προσπαθεί σε ένα γενικό συμπέρασμα να διατυπώσει την προσωπική άποψη αυτού που συντάσσει τον πρόλογο. Και εγώ ως συντάκτης αυτού του προλόγου θέλω να πω, χωρίς καμία επιφύλαξη ότι το βιβλίο του Τάσου Κατσαρού, ανεξάρτητα από κάποιες διαφωνίες που μπορώ να έχω σε ένα μέρος των κριτικών του παρατηρήσεων, είναι ένα σημαντικό προϊόν μιας ιστορικής έρευνας για το είδος και το περιεχόμενο της οποίας δε μας έχει συνηθίσει η κλασική ιστοριογραφία. Βέβαια, αν δεχτούμε τον τρόπο με τον οποίο ο George Ingert κατατάσσει τις σχολές της ιστοριογραφίας και ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο χαρακτηρίζει τη μαρξιστική σχολή, θα μπορούσαμε εκεί να κατατάξουμε την ιστοριογραφική προσπάθεια του Τ.Κ. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια τολμηρή, επίπονη έρευνα που φέρνει στην επιφάνεια τις πικρές αλήθειες των «πέτρινων» χρόνων της νεότερης ιστορίας και υπογραμμίζει μια λανθάνουσα θλίψη για τον τρόπο που αποκαταστάθηκαν στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του λαού μας εκείνες οι θυσίες.
Είναι μεγάλο κέρδος η ανάγνωσή του…
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης Ομ. Καθηγητής της Αρχαιολογίας του ΑΠ
Στο βιβλίο αυτό ο Τάσος Α. Κατσαρός ερευνά τη σύντομη ιστορία της Στενής Αυτοάμυνας στη Θεσσαλονίκη, του αντάρτικου πόλης όπως προσδιορίζει ο συγγραφέας. Την παρουσίαση του βιβλίου έκανε ήδη στην πρώτη του έκδοση, από τη σκοπιά του, λιτά και περιεκτικά ο καθηγητής Γ. Χ. Χουρμουζιάδης, Από τη μεριά μου, θα παραθέσω απλώς κάποιες σύντομες παρατηρήσεις.
1. Η περίοδος της επτάμηνης περίπου πυκνής δράσης του αντάρτικου στην πόλη της Θεσσαλονίκης εκείνα τα χρόνια της φωτιάς και της μπαρούτης (Οκτώβριος 1946 – Απρίλιος 1947) ήταν μία από τις σημαντικές στιγμές του ταξικού πολέμου στην Ελλάδα. Η οργάνωση ένοπλης πάλης στην πόλη υλοποιούσα την απόφαση της δεύτερης Ολομελείας του Φεβρουαρίου του 1946, για συνδυασμό πολιτικής και στρατιωτικής δράσης. Ήδη από το 1945 είχαν δημιουργηθεί, αυθόρμητα αρχικά, ένοπλες ομάδες αυτοάμυνας απέναντι στην άγρια τρομοκρατία ενός αντικομουνιστικά συγκροτημένου κράτους, που την ασκούσε μέσα από τη χωροφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες πρώην συνεργατών των Γερμανών. Το σκοπό της οργάνωσης περιέγραψαν θαρραλέα μπροστά στους στρατοδίκες δήμιους τους οι ίδιοι οι αιχμάλωτοι αγωνιστές: να χτυπήσει «με τα ίδια μέσα αυτούς που δολοφόνησαν αγωνιστές, που τρομοκράτησαν το λαό, να βάλει φρένο στη δολοφονική τρομοκρατική πολιτική τους».
2. Η απάντηση της «Δικαιοσύνης» του καθεστώτος, της ίδιας που «δίκασε» και άφησε ελεύθερους τους δωσίλογους υπουργούς και πρώην υπουργούς. ήταν συντριπτική. Το έκτακτο στρατοδικείο δεν εφάρμοσε νόμους, δεν αντιστοίχισε ποινές με αδικήματα. Σε εκείνη την παρωδία δίκης, έστειλε με συνοπτικές διαδικασίες 37 αγωνιστές στο εκτελεστικό απόσπασμα. Την Ευθυμία Πατσιά, που άφησε ορφανό το μικρό παιδί της, αλλά αντιμετώπισε το θάνατο με το αντάρτικο τραγούδι στα χείλη. Τον καθηγητή Τηλέμαχο Βασδέκη, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να κλείσουν το στόμα ενός καλού δάσκαλου. Το 17χρονο μόλις βοσκόπουλο, τον Ευκράτη Ψύλλο, για να του κλέψουν τη ζωή που δεν έζησε. Τόσους και τόσους. Εκείνη την περίοδο τα έκτακτο στρατοδικεία εξέδωσαν πάνω από δέκα χιλιάδες θανατικές καταδίκες, εξόντωσαν τον ανθό μιας αγωνιστικής γενιάς Ήταν μια κανονική γενοκτονία,
3. Άλλη μια φορά στην Ιστορία, σε μια μικρή χώρα παίχτηκε το μεγάλο στοίχημα.
Ισχυροί του κόσμου (η παρακμασμένη βρετανική αυτοκρατορία και η αναδυόμενη δύναμη των ΗΠΑ), μαζί με τους ισχυρούς της χώρας (οι οποίοι ένωσαν εύκολα το πολιτικό προσωπικό τους. με τους Λαϊκούς και Φιλελεύθερους να ξεχνούν το Διχασμό χρόνων) επιβεβαίωσαν άλλη μια φορά την αναπόδραστη αλήθεια. Οι κυρίαρχοι θα εμποδίσουν με όλα τα μέσα, με όλη την άγρια βία που διαθέτουν την κοινωνική αλλαγή, θα κόψουν βίαια τον ειρηνικό δρόμο ενός λαού που θέλει να γίνει νοικοκύρης στο σπίτι του.
4. Η επίσημη ιστοριογραφία, που κάνει πολιτική χρήση της Ιστορίας προς όφελος των νικητών, έχει στήσει ένα ολόκληρο ιδεολογικό οικοδόμημα διαστρέβλωσης εκείνης της περιόδου. Ειδικότερα, στρεβλώνει συσκοτίζει και αποσιωπά την πραγματική δράση του αντάρτικου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Αλλά το ίδιο κάνει τελικά και η ιστοριογραφία της επίσημης Αριστεράς, που επιλέγει να παραδώσει στη λήθη τη δράση αγωνιστών όπως ο Ακίνδυνος Αλβανός, ο Χαράλαμπος Νικολαϊδης, ο Ιορδάνης Σαπουντζόγλου. Θεωρώ ότι αυτή η στάση της εξηγείται από την εξάντληση του ιστορικού, επαναστατικού κύκλου της τριτοδιεθνιστικής Αριστεράς, που κωδικοποιείται στη μεταστροφή της στο ζήτημα του ρόλου της βίας (ορθότερα: της δίκαιης λαϊκής αντιβίας) στην Ιστορία.
5. Ο Ένγκελς, αυτοί οι προφήτες της χειραφέτησης, ήταν κατηγορηματικοί ως προς τον βίαιο χαρακτήρα του δρόμου προς την επαναστατική μετατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν απέκλειαν βέβαια σε κάποια μικρή χώρα, ως εξαίρεση, να πραγματοποιηθεί ειρηνικά το πέρασμα στην αταξική κοινωνία, το συναρτούσαν όμως απολύτως με την ανάπτυξη γενικευμένων εξεγερτικών διαδικασιών στην πλειονότητα των κεντρικών καπιταλιστικών χωρών.
Το 1956, το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ ανήγαγε αυτή την «υποσημείωση» σε γενικό κανόνα. Η επιλογή τώρα ήταν αποκλειστικά ο ειρηνικός δρόμος, στα πλαίσια της «ειρηνικής συνύπαρξης». Αυτό σήμαινε την ουσιαστική στρατηγική μεταστροφή της τριτοδιεθνιστικής Αριστεράς. Από δύναμη που αμφισβητούσε τα ίδια τα θεμέλια του καθεστώτος, τώρα προσανατολίζεται στον θεσμικό δρόμο και αναζητά συμμαχίες και συμβόλαια με τις κυρίαρχες τάξεις. Ιδρυτική πράξη για την Ελλάδα αυτής της μεταστροφής αποτέλεσε, λίγο μετά το 20ο Συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε., η Έκτη Ολομέλεια που αποκήρυξε την προσφυγή στα όπλα του Δ.Σ.Ε. ως τυχοδιωκτική πράξη.
6. Από το κομβικό σημείο του 1956 μέχρι σήμερα, οι διάφοροι σχηματισμοί της επίσημης Αριστεράς μπορεί να διατηρούν λίγο πολύ τα παλιά σύμβολα και την ανατρεπτική ρητορική, ωστόσο, αυτά αποδεικνύονται απλώς άδειο κέλυφος. Οι περιβόητες «αντικειμενικές συνθήκες», όχι για την Επανάσταση, αλλά ούτε καν για δυναμικό αγώνα, δεν ωρίμασαν ποτέ. Ούτε στη δικτατορία. Ούτε στη σημερινή συστημική κρίση.
Όλα αυτά τα χρόνια, οι κομματικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες επεμβαίνουν πολύ
περιορισμένα στο πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης και αναδιπλώνονται αμέσως λειτουργώντας ως αποσβεστήρας των κοινωνικών δονήσεων, προσφέροντας τη συναίνε¬ση τους στη σταθεροποίηση του καθεστώτος.
7. Για τις γραφειοκρατικές ηγεσίες της επίσημης, της θεσμικής Αριστεράς, ολόκληρη η ιστορία των δυναμικών συγκρούσεων, η Ιστορία ως κοινωνική σύγκρουση που κορυφώνεται σε ταξικό πόλεμο είναι «ενοχλητική». Δεν πρέπει να μελετηθεί για να βγουν τα απαραίτητα διδάγματα, δεν πρέπει να αναφέρεται καν, και έτσι ολόκληρες περίοδοι των μαχητικών αγώνων αποσιωπούνται, στρεβλώνονται, κολοβώνονται. Εκείνη η ιστορία γίνεται ανεπίσημη, υπόγεια, μεταδίδεται προφορικά. Ενώ κομμάτια της ολόκληρα χάνονται αναντικατάστατα μαζί με τους φορείς τους. Τότε χρειάζεται η προσπάθεια ερευνητών όπως ο Τάσος Κατσαρός μήπως την αποκαταστήσουν, αναζητώντας την σε ντοκουμέντα, σε επίσημα κρατικά έγγραφα, στο στόμα κυρίως όσων επέζησαν από τη γενοκτονία. Για να καλυφθεί το κενό της μνήμης, να γεφυρωθεί η υπόσταση της νέας γενιάς από τη γενιά που τότε πάλεψε, μάτωσε και μπορεί να μην διαφέντεψε την ιστορία αλλά αναμετρήθηκε μαζί της και νίκησε ηθικά. Βιβλία όπως αυτό συντελούν στην ανάδειξη μιας πλευράς της λαϊκής κουλτούρας αντίστασης, συμβάλουν έτσι στη δημιουργία ενός γενικότερου αγωνιστικού υποστρώματος, ενός ιστορικού εδάφους για να γειωθούν οι νέοι αγωνιστές, να διδαχτούν από τα λάθη του παρελθόντος, για να αναπτύξουν το πολύμορφο εκείνο ανατρεπτικό κίνημα που αντιστοιχεί στις σημερινές συνθήκες, για να χαράξουν τον δικό τους μοναδικό δρόμο προς την κοινωνική απελευθέρωση.
Δημήτρης Κουφοντίνας
Ιούνης 2011
Αφήστε μια απάντηση