Οι “μπον βιβέρ” του Εμφυλίου – Νόλτσε βίτα και κερδοσκοπία 1946-49

Βαθύτερα αίτια – Ταξικές αντιθέσεις

“Πλουτίσαντες” και “πωλήσαντες” ως παράμετρος της εμφύλιας σύγκρουσης

Ενας ολόκληρος κόσμος που είχε “εκπαιδευτεί” στις κατοχικές συνήθειες και κυρίως η μερίδα των αστών οι οποίοι είχαν αναδειχθεί ή ενισχυθεί από την κερδοσκοπική ασυδοσία που απολάμβαναν επιζητούσαν μετά την απελευθέρωση την αναπαραγωγή του ίδιου μοντέλου συσσώρευσης. Πίστευαν ότι η όξυνση και ένας εμφύλιος πόλεμος θα διευκόλυναν τη διατήρηση των “κεκτημένων” τους.

Τμήμα των αστικών δυνάμεων που προέκυψε απ΄την κατοχική συσσώρευση δεν ήθελε με κανένα τρόπο να στερηθεί τις δομές υπεραξίας όπως επικράτησαν το 1941-44 οι οποίες απέφεραν άκοπα δυσθεώρητα κέρδη. Κυρίως αντιδρούσε στον ποινικό έλεγχο δωσιλογικών δράσεων. 
Ελάχιστα από τα ακίνητα που είχαν πάρει μπιρ παρά οι μαυραγορίτες επιστράφηκαν στον προπολεμικούς ιδιοκτήτες.

Εκείνο που γενικά χαρακτηρίζει την ιστοριογραφία του Εμφύλιου Πολέμου είναι η απουσία προσεγγίσεων που να αναδεικνύουν την ταξική διάστασή του. Σύμπτωμα συνολικότερης επιστημολογικής αντίληψης, η εμφύλια σύγκρουση απογυμνώνεται από τα  κοινωνικά  της  χαρακτηριστικά και αναδεικνύεται ως ιστορική πραγματικότητα που αφορά αποκλειστικά τον ρόλο του «πολιτικού», ο οποίος περιενδύεται με έναν απόλυτο βολονταρισμό: όλα εξαρτώνται από τις διαθέσεις δύο ανατιθέμενων πολιτικών παραγόντων, της Αριστεράς και της Δεξιάς, που αποδύθηκαν σε ένα εγχείρημα πολιτικής κυριαρχίας αποσυνδεδεμένο από τα κοινωνικά του συμφραζόμενα και τους ενδεχόμενους περιορισμούς που αυτά θέτουν.

Ωστόσο οι παράγοντες που προσδιόρισαν την εμπλοκή στην εμφύλια σύρραξη είναι πολύ  περισσότεροι και πολύ λιγότερο σχηματοποιημένοι. Δεν εξαρτώνται μονοδιάστατα από τις απλές επιθυμίες των πολιτικών συντελεστών της σύγκρουσης, και μάλιστα σε συνθήκες οικονομικού και  κοινωνικού κενού, ούτε θα πρέπει να αποδοθούν όλες οι ευθύνες σε αυτούς. Ούτε, βεβαίως, ο Εμφύλιος είναι  αποκλειστική  απόρροια του  ξένου παράγοντα και των γεωπολιτικών σχεδιασμών του, με τη  μορφή  μιας  μεταφυσικής της «εξάρτησης» της χώρας, που την καταδεικνύει ως περίπτωση τυπικής αποικίας που αντικατόπτριζε φωτογραφικά τους  διεθνείς ανταγωνισμούς.

Αντίθετα από αυτά, ο ελληνικός Εμφύλιος ήταν συνάρτηση του τρόπου που οι ενδογενείς πολιτικοκοινωνικές, ταξικά προσδιοριζόμενες αντιθέσεις  και τα οικονομικά συμφέροντα  συνδυάζονταν, ως έναν βαθμό, με τις διεθνείς συνθήκες και στρατηγικές αντιπαλότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει, επίσης, ότι η ύπαρξη μεταπρατικών τμημάτων στην ελληνική αστική τάξη ή ένα τμήμα  διεθνοποιημένου ελληνικού κεφαλαίου που είχε προσδεθεί στις στρατηγικές αυτές δικαιολογεί τη  μετατροπή  του  μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής πολιτικής σκηνής σε απλό φερέφωνο των ξένων.

Γιατί, εξ αντικειμένου, ο διεθνής παράγοντας είναι μεν επιπροσδιοριστικός των ιστορικών διαδικασιών, αλλά όχι κατά  απόλυτο τρόπο. Δεν είναι οι ξένοι που καθόρισαν αυτές τις εξελίξεις, αλλά το δεδομένο  εγχώριο  κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, που αντανακλούσε  κοινωνικές  και  οικονομικές επιδιώξειςευνόησε συμφέροντα, επιδείνωσε κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, συσσώρευσε κρίση στις δυνάμεις της εργασίας και επιδίωξε να περιθωριοποιήσει τις πολιτικές εκφράσεις της, προδιαγράφοντας τις μελλοντικές πολιτικές αλλά, κυρίως, τις οικονομικές εξελίξεις  στη χώρα.

Με άλλα λόγια, ο ρόλος του ξένου παράγοντα αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των συγκεκριμένων αντιφάσεων των κοινωνικών τάξεων που προέκυψαν μετά τον πόλεμο στη χώρα και αντανακλούσε  τον χαρακτήρα των τάξεων  αυτών, που προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τις διεθνείς αντιθέσεις προς  όφελος τους.

Αντίδραση στην εργατοαγροτική χειραφέτηση της Αντίστασης

Αν πρέπει να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, στην Ελλάδα υπήρχε μια αστική τάξη που βρέθηκε αντιμέτωπη με μια εργατική τάξη που έβγαινε πανίσχυρη από τον πόλεμο: είχε συγκροτήσει μέσω του ΕΑΜ μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία με μικροαστικά στρώματα του πληθυσμού και διέθετε την πλαισίωση μιας αγροτικής τάξης που είχε κοινωνικά χειραφετηθεί μέσα από την Εθνική Αντίσταση. Μια εργατική τάξη εμβαπτισμένη στην εμπειρία αιματηρών συνδικαλιστικών αγώνων  μέσα στα εργοστάσια και στην παραγωγική διαδικασία επί Κατοχής, μια τάξη που είχε εξασφαλίσει  την κοινωνική αυτοπεποίθηση που της προσέδιδαν η εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία και το γεγονός ότι είχε βγει νικήτρια από τον πόλεμο.

Ολα αυτά της προσέδιδαν μια ιδιαίτερη δυναμική, την οποία έπρεπε να λάβει υπόψη η εργοδοτική πλευρά για τη μεταπολεμική διαμόρφωση του παραγωγικού καθεστώτος της χώρας και την επιβολή  των συμφερόντων της.

Επιπλέον, ήταν προφανές ότι το κόστος της διαδικασίας ανασυγκρότησης των διαλυμένων παραγωγικών δομών της χώρας όφειλε να μη στηριχθεί μόνο στην ετοιμότητα των  εργαζομένων  να συμβάλουν στη μείωση του παραγωγικού κόστους ούτε στην εξωτερική βοήθεια και τη διεθνή  ελεημοσύνη, αλλά να αναληφθεί ιδίως από τις μερίδες εκείνες του  ελληνικού κεφαλαίου  που  επωφελήθηκαν σκανδαλωδώς από την  κατοχική συσσώρευση.

Επρεπε, δηλαδή, να συντελεστεί μια γενναία αναδιανομή της παραγόμενης υπεραξίας, ώστε να  ισοσκελιστούν οι καταστροφές παραγωγικού δυναμικού που οι ίδιες οι μορφές αυτής της συσσώρευσης  προκάλεσαν  στην  Κατοχή. Και, παράλληλα, η οποία διεθνής βοήθεια να μη διοχετευτεί στις ανάγκες κατανάλωσης του κεφαλαίου, αλλά να  ανακουφίσει  τον  χειμαζόμενο ελληνικό λαό. Η απαίτηση αυτή, με κοινά αποδεκτή πανευρωπαϊκή διάσταση, έπρεπε να ικανοποιηθεί με ταχύτητα, γιατί αλλιώς η ανασυγκρότηση θα γινόταν με την άμετρη επισώρευση νέων δεινών στον εργατικό παραγωγικό συντελεστή, γεγονός που θα καθιστούσε  άφευκτη την ταξική σύγκρουση.

Το πρόβλημα ήταν ότι το τμήμα των αστικών δυνάμεων που προέκυψε ή ενισχύθηκε από την κατοχική συσσώρευση δεν ήθελε κατά κανέναν τρόπο να στερηθεί την παραγωγική του συνήθεια ή τις δομές απόσπασης της υπεραξίας όπως επικράτησαν επί Κατοχής και απέφεραν άκοπα και δυσθεώρητα κέρδη ούτε, κυρίως, να υποστεί ποινικό έλεγχο για τα τεκταινόμενα επί Κατοχής.

Ηθελε, μάλιστα, να διευρύνει το προηγούμενο αυτό αποσπώντας και το  μεγαλύτερο τμήμα  των  διεθνών ενισχύσεων που προορίζονταν για την ανασυγκρότηση.

Οι μαυραγορίτες της Κατοχής, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής που συνδέθηκαν με τις πολεμικές ανάγκες του Αξονα, όσοι επωφελήθηκαν από τον αυθαίρετο προσδιορισμό των τιμών σε συνθήκες υπερπληθωρισμού και εσκεμμένης ή μη έλλειψης των προϊόντων, ενταγμένοι μέσα σε μηχανισμούς αποθησαυρισμού, καθώς και εκείνοι που απέσπασαν περιουσίες μέσω της μαύρης αγοράς διαμόρφωσαν μια νέα οικονομική κουλτούρα και αντέδρασαν πεισματικά σε όλες τις απόπειρες που έγιναν να τους τεθεί κάποιος οικονομικός έλεγχος.

Μάλιστα, ήρθε ο Εμφύλιος να διευκολύνει την επιβολή των συμφερόντων των νέων αυτών αστικών στρωμάτων, που προέκυψαν μέσα στις  συνθήκες της Κατοχής, εις βάρος των πιο ορθολογικών παλιών αστικών δυνάμεων, και τους έδωσε τη δυνατότητα να επιβάλουν πλήρως το δικό τους «παραγωγικό» μοντέλο, αναπαράγοντας και μεταπολεμικά τύπους συσσώρευσης που αναπτύχθηκαν επί Κατοχής.

Ετσι, νομιμοποιήθηκε η πρακτική της κατοχικής κερδοσκοπίας, αναπαράχθηκαν ο υπερπληθωρισμός και η πρακτική καταλήστευσης του κοινωνικού προϊόντος και με τη μορφή ληστρικής ιδιοποίησης των μεταπολεμικών οικονομικών ενισχύσεων, όπως και ο παράνομος προσπορισμός πρώτων υλών από τις αποθήκες των διεθνών οργανισμών βοήθειας προς τον ελληνικό λαό, αλλά κυρίως η  καθήλωση των μισθών  στα όρια εξαθλίωσης.

Η επιβολή των κοινωνικών δυνάμεων που αντιστοιχούσαν στις πρακτικές αυτές παρακολούθησε πιστά την εδραίωση της ανακατανομής περιουσιακών στοιχείων από αυτά που υφαρπάχτηκαν στην  Κατοχή,  καλλιεργώντας την πρακτική της νομιμοφανούς οικονομικής ληστείας.

Παράλληλα, οι δυνάμεις αυτές μετέφεραν όλο το κόστος της ανασυγκρότησης στην έμμεση φορολογία που αφορούσε κυρίως τον  φτωχό πολίτη και αρνήθηκαν πεισματικά να αναλάβουν οποιοδήποτε άμεσο φορολογικό βάρος, όταν η μοναδική εφικτή λύση για την ανασύνταξη του κράτους πρόνοιας ήταν, όπως διαπίστωναν οι  αστοί  οικονομολόγοι της εποχής, η ουσιαστική εφαρμογή του νόμου περί φορολογίας των «πλουτισάντων» επί Κατοχής. Και δεν ήταν μόνο εκείνοι που θα καταδικάζονταν από δικαστήρια για συνεργασία με τον εχθρό, αλλά και εκείνοι που επωφελήθηκαν από την πλημμελή μεσεγγύηση των κατασχεθεισών από τους κατακτητές περιουσιών, ιδίως των Εβραίων.

Ομως η αρχική πρόθεση για την εφαρμογή ειδικών φορολογιών στην ακίνητη περιουσία εκείνων που επωφελήθηκαν από τον πόλεμο, με έμφαση στους μαυραγορίτες και τους κερδοσκόπους που αξιοποίησαν την ύπαρξη πληθωριστικού νομίσματος, προσέκρουσε στη συσπείρωση  των αστικών δυνάμεων εναντίον της υποτιθέμενης απειλής που συνιστούσαν οι κομμουνιστές.

Με το πρόσχημα ότι τα μέτρα που απαιτούσαν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ως  κοινωνική προστασία, όπως ο καθορισμός ελάχιστου ορίου αποδοχών και τακτικών επιδομάτων ανεργίας καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων των ασφαλιστικών ταμείων που ληστεύτηκαν, ήταν το προοίμιο  μιας  κομμουνιστικής επανάστασης, οι συγκεκριμένες ταξικές δυνάμεις επέβαλαν την εκδίωξη της Αριστεράς μέσω των κατασταλτικών  δυνάμεων του κράτους και του παρακράτους από την ίδια την ελληνική κοινωνία, ωθώντας χιλιάδες αριστερούς να καταφύγουν στα βουνά και να προσπαθούν με τη χρήση περιορισμένου οπλισμού να επιβάλουν έναν απραγματοποίητο ταξικό συμβιβασμό.

Γιατί η δράση ανταρτών στα βουνά, αυτό που ονομάστηκε Εμφύλιος Πόλεμος, που ωθήθηκαν εκεί υφιστάμενοι μια άνευ προηγουμένου τρομοκρατία, επέτρεψε στο καθεστώς της ληστρικής αναδιανομής της υπεραξίας να αποθεωθεί και να επιβληθεί απόλυτα στη μεταπολεμική Ελλάδα. 

Ολοι οι ειδικοί νόμοι ελέγχου του ελληνικού κεφαλαίου ακυρώθηκαν στην πράξη, η φορολογία στους «πλουτίσαντες» έμεινε ευσεβής πόθος, τα όποια σχέδια παραγωγικής ανάπτυξης προσέκρουσαν στη ληστρική πρόθεση απόσπασης κερδών, ενώ η «απαίτηση» να επιταχυνθεί η εξεύρεση κεφαλαίων και υλικών για τη στρατιωτική  συντήρηση του μετώπου της εθνικοφροσύνης κατά των κομμουνιστών επέβαλε την απόδοση πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας σε ιδιώτες, ένθερμους βασιλόφρονες και αποκορύφωσε τις κρατικές παραγγελίες για προϊόντα της ιδιότυπης  πολεμικής βιομηχανίας της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας.

Την ίδια στιγμή το κλίμα επέτρεψε να παραμείνουν στα χέρια αυτών που  εκβιαστικά τις απέσπασαν  οι περιουσίες που είχαν αρπαχτεί επί Κατοχής.
Για αυτό τον λόγο, ο Αναγκαστικός Νόμος 1323/1949 «περί των επί Κατοχής συναφθεισών αγοραπωλησιών ακινήτων» για τις όποιες περιπτώσεις ακύρωσης των αγοραπωλησιών επέβαλε στους τότε πωλητές να καταφεύγουν στα δικαστήρια για να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους, αφού όμως επέστρεφαν στους αγοραστές των περιουσιών αυτών το τίμημα που πήραν από την αγοραπωλησία.

Κανονικά έπρεπε να ακυρωθούν όλες αυτές οι πράξεις οριστικά και τελεσίδικα και ο τότε  «αγοραστής» της περιουσίας έπρεπε να διεκδικήσει από τα δικαστήρια όσα έδωσε, πράγμα που φυσικά δεν έγινε. Επιπλέον, για να ευνοηθούν «οι αγοραστές» εφευρέθηκε  ως  προϋπόθεση  ακύρωσης μιας αγοραπωλησίας ένα ανώτατο όριο αξίας του ακινήτου που μεταβιβάστηκε.

Η υπέρβαση του ορίου είχε ως συνέπεια να μην ακυρώνεται η πώληση. Επομένως τα πιο εύπορα θύματα των κατοχικών αγοραπωλησιών  καταδικάζονταν να χάσουν για πάντα τις περιουσίες τους, εισπράττοντας ένα μικρό αντάλλαγμα επί τη βάσει της μεταπολεμικής -και φυσικά κατώτερης– αξίας του ακινήτου έναντι της προπολεμικής. Το όριο, για παράδειγμα, για να ακυρωθεί μια αγοραπωλησία στα αγροτικά ακίνητα ήταν οι 300.000 δραχμές, γεγονός που
εξαιρούσε από την ακύρωση τη συντριπτική πλειονότητα των μεσαίων αγροτών που έχασαν τις περιουσίες τους.

Συνολικά, τα ακίνητα που άλλαξαν χέρια κατά τη διάρκεια της Κατοχής μέσω ενός παντελώς αφερέγγυου χρήματος και μιας αγοράς στην οποία είχαν καταστρατηγηθεί όλοι οι όροι μιας φυσιολογικής συναλλαγής, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων τα Ακίνητά των επί Κατοχής, ήταν 350.000 (μόνο το 1942 πουλήθηκαν 163.000 ακίνητα με τη μεγάλη πείνα του χειμώνα εκείνης της χρονιάς), εκ των οποίων 110.000 αστικά, 239.000 αγροτικά και 1.000 βιομηχανικά. Η προπολεμική αξία των ακινήτων εκτιμήθηκε ότι ήταν ύψους 90.000.000 χρυσών λιρών και πουλήθηκαν για 6.000.000 χρυσές λίρες. Αστικά ακίνητα με προπολεμική αξία 63.000.000 χρυσών λιρών πουλήθηκαν για 4.500.000 εκατομμύρια χρυσές λίρες, ενώ βιομηχανικά ακίνητα 6.000.000 χρυσών λιρών προπολεμικής αξίας πουλήθηκαν στο 1/13 της αξίας τους (450.000 λίρες).

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι «πωλήσαντες», στη συντριπτική τους πλειονότητα, μεταπολεμικά περιήλθαν στην κατάσταση του άπορου (310.000 από τις 360.000 στο σύνολο περίπου εκείνων που ενεπλάκησαν στην αγοραπωλησία).

Να σημειωθεί ότι από αυτούς που έμειναν χωρίς χρήματα ώστε να διεκδικήσουν νομικά τις περιουσίες τους μεταπολεμικά, οι 14.000 ήταν προπολεμικά μεγαλοκτηματίες. Επιπλέον, από τους πωλητές ακινήτων περίπου 80.000 έμειναν άστεγοι. Από το σύνολο των «πωλησάντων» μόνο 5.500  περίπου βρέθηκαν να καταχωρούνται μετά τον πόλεμο στους πλούσιους, ενώ οι θεωρούμενοι εύποροι δεν ξεπερνούσαν τις 33.000. Αντίθετα, όσον αφορά τους αγοραστές υπήρχε μεγάλη διαβάθμιση σε σχέση με το ποιοι και πόσοι και σε τι έκταση επωφελήθηκαν. Γύρω στις 55.000 αγοραστές φρόντισαν μέσα στην Κατοχή να πάρουν από ένα έως τρία ακίνητα, 3.000 άτομα εξασφάλισαν τέσσερα έως δέκα ακίνητα, ενώ υπήρχε και μια κατηγορία που αγόρασε από έντεκα ακίνητα και πάνω (περίπου 2.000).

150.000 ακίνητα αγοράστηκαν με 3 λίρες το ανώτερο

Επιπλέον, 150.000 ακίνητα αγοράστηκαν από 0,10 έως 3 χρυσές λίρες το ανώτερο100.000 από 3 έως 50 χρυσές λίρες και από 200 έως 4.000 λίρες καταβλήθηκαν μόνο σε 20.000 ακίνητα.
Οπως ενδεικτικά έδειχναν κάποια παραδείγματα, με βάση τα αναλυτικά στοιχεία που παρέθεσε η Ομοσπονδία Πωλησάντων, η εταιρεία Παπαλεξανδρής και Στεργίου την περίοδο 1941-42 φερόταν να αγόρασε στα Σπάτα 109 ακίνητα (χωράφια, οικόπεδα, αμπέλια, ελαιώνες, σπίτια), ο βιομήχανος Β. Παντελάκης 30 κτήματα,ο βιομήχανος Κ. Δημητριάδης 18 μέγαρα σε Αθήνα – Πειραιά κ.λπ. Τα περισσότερα από αυτά τα ακίνητα υπολογίστηκε ότι ανταλλάχθηκαν στο 1/25 της προπολεμικής αξίας τους.

Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα της μπλε πολυκατοικίας στα Εξάρχεια. Αυτή πουλήθηκε στις 20 Ιουνίου 1941 με προσύμφωνο λίγες μέρες πριν για 44 εκατομμύρια δραχμές και μέσα σε λίγες μέρες, λόγω της υποτίμησης της δραχμής, ο πωλητής έμεινε με ένα ποσό πραγματικής αξίας 3.666 χρυσών λιρών (από τις τριπλάσιες που θα έπαιρνε εάν η συναλλαγή πραγματοποιούνταν πριν από την υποτίμηση).

Στις 29 Μαρτίου 1946 το ελληνικό κράτος επί κυβερνήσεως Θ. Σοφούλη εξέδωσε τη Συντακτική Πράξη 114/1946 «Περί της τύχης των κατά τη διάρκειαν της εχθρικής κατοχής πωλήσεων ακινήτων», που ακύρωσε όλες τις πωλήσεις μικροϊδιοκτησιών που έγιναν στην Κατοχή και σταμάτησε όλες τις νομικές πράξεις που έγιναν σε αναφορά με τα πωληθέντα ακίνητα (άδειες οικοδομής, πωλήσεις, μεταβιβάσεις κ.λπ.), μέχρι να ρυθμιστεί το θέμα με ειδικό νόμο τον οποίο θα ψήφιζε η νέα Βουλή που θα προέκυπτε από τις εκλογές.
Και πράγματι, αν εφαρμοζόταν ο νόμος, με βάση το άρθρο 150 του τότε Αστικού Κώδικα που έθετε ως λόγο ακύρωσης μιας συναλλαγής την πραγματοποίησή της υπό καθεστώς ψυχολογικής βίας, θα ήταν σχετικά εύκολο να ακυρωθούν οι περισσότερες αγοραπωλησίες ακινήτων.

Ωστόσο η ίδια αυτή η Πράξη 114 προδίκαζε το μέλλον, αφού  έδινε  στον  αγοραστή  τη  δυνατότητα να εξασφαλίσει την αξίωσή του πάνω στο τίμημα που είχε δώσει, ενώ έθετε ως  προϋπόθεση της ακύρωσης ένα ανώτατο όριο της αξίας του ακινήτου σε προπολεμικές δραχμές που όταν υπερβαινόταν δεν ακυρωνόταν η πώληση αλλά ο αγοραστής ήταν απλώς υποχρεωμένος να καταβάλει ένα συμπλήρωμα του ποσού που τότε κατέβαλε.

Την ίδια στιγμή, για την ποινική δίωξη των δωσίλογων που ενέχονταν οι  περισσότεροι  στις  αγοραπωλησίες αυτές υπήρξε σκανδαλώδης ανοχή, αφού δεν αρκούσαν μόνο αποδεικτικά στοιχεία για να  στοιχειοθετήσουν  την κατηγορία, αλλά έπρεπε και να αποδείξει ο εκάστοτε ενάγων ότι η «συνεργασία» γινόταν «εκ προθέσεως επί σκοπώ πλουτισμού», κάτι που έδινε απόλυτη ευχέρεια στον εκάστοτε δικαστή να εκδικάζει τις υποθέσεις κατά το δοκούν (και πιθανόν έπειτα από κάποια «δώρα»).

Η απόδειξη της «πρόθεσης συνεργασίας» αποδείχθηκε μέσο απαλλαγής όλων όσοι πλούτισαν στην Κατοχή. Ηδη με τη μέθοδο των «βουλευμάτων» μέχρι τον Απρίλιο του 1946 είχαν εκδοθεί 2.642 βουλεύματα, το 82% των οποίων απάλλασσε τους κατηγορουμένους.

Υπό τις συνθήκες αυτές ήταν σχεδόν αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη και να επιστραφούν περιουσίες, αφού η Αθήνα είχε γεμίσει βρετανικά γραφεία που έναντι 10 λιρών έβγαζαν πιστοποιητικά που εμφάνιζαν τους κατηγορούμενους για δωσιλογισμό ως μυστικούς πράκτορες των Βρετανών.

Να σημειωθεί ότι παρά το επιχείρημα ότι κάποιοι υποχρεώθηκαν από τους κατακτητές να συνεργαστούν μαζί τους, στην πραγματικότητα εκατοντάδες δεκάδες επιχειρήσεις ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τις δυνάμεις του Αξονα. 

Ο νομικός λαβύρινθος της επιστροφής των ακινήτων

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων τα Ακίνητά των επί Κατοχής κατέθεσε στις 16 Αυγούστου 1946 το Υπόμνημα Περί Ακυρώσεως των Αγοραπωλησιών Ακινήτων επί Κατοχής, στο οποίο παρουσιάζονταν πλήρη αναλυτικά στοιχεία και αποδείξεις για τις αγοραπωλησίες της Κατοχής.

Επίσης, ανατρέπονταν με νομικά επιχειρήματα οι ισχυρισμοί των αγοραστών. Ομως, επωφελούμενοι από το κλίμα του Εμφυλίου που βρισκόταν σε εξέλιξη, οι αγοραστές από την πλευρά τους συγκρότησαν την Πανελλήνια Ομοσπονδία Αγοραστών Ακινήτων 1941-1944 και ζήτησαν, με την κατάθεση σχεδίου ψηφίσματος, την ακύρωση της Σ.Π. 114/1946 ως  αντισυνταγματικής.

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων κατέθεσε με τη σειρά της, τον Ιούλιο του 1947, σε απάντηση των προτάσεων των αγοραστών δύο κείμενα ως προτάσεις νόμου: «Παρατηρήσεις επί του κατατεθέντος εις την Βουλήν Σχεδίου Ψηφίσματος περί ακυρώσεως της υπ’ αριθμ. 114/1946 Συντακτικής Πράξεως και της τύχης των επί κατοχής γενομένων αγοραπωλησιών ακινήτων» και το «Σχέδιο ψηφίσματος περί της τύχης των επί εχθρικής κατοχής γενομένων πωλήσεων ακινήτων, μετά εισηγητικής εκθέσεως».

Ομως τίποτε από αυτά δεν θεσμοθετήθηκε για να γίνει νόμος του κράτους. Με βασικό επιχείρημα την αναστολή όλων των διαδικασιών εξαιτίας του Εμφύλιου Πολέμου και μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, το ζήτημα τέθηκε εκ νέου μόνο μετά το τέλος του, όταν η κυβέρνηση Αλ. Διομήδη, στις 25 Νοεμβρίου 1949, δημοσίευσε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης τον Αναγκαστικό Νόμο 1323/1949 «Περί των επί κατοχής συναφθεισών αγοραπωλησιών ακινήτων».
Ο νόμος αυτός με μια σειρά διατάξεων έβαζε εμπόδια στην επιστροφή των ακινήτων στους πωλητές και επέβαλλε τον συμβιβασμό των δύο μερών.

Ετσι, τα μεγάλα, ακριβά ακίνητα εξαιρούνταν από τις ρυθμίσεις του νόμου και έμεναν στα χέρια των αγοραστών. Οι πωλητές δικαιούνταν να ζητήσουν δικαστικά συμπλήρωμα των χρημάτων που πήραν στην Κατοχή (Αρθρο 9, παρ. 1). Το συμπλήρωμα αυτό είναι το 75% της διαφοράς μεταξύ της κατοχικής τιμής και της τιμής που είχε το ακίνητο το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη δημοσίευση του νόμου.

Οι ιδιοκτήτες των μικρών και μεσαίων ακινήτων (αξίας κάτω από 750.000 δρχ. προπολεμικά) μπορούσαν δικαστικά να διεκδικήσουν την ακύρωση της αγοραπωλησίας (Αρθρο 2, παρ. 1,2). Ομως ο πωλητής έπρεπε να αποδείξει στον πρωτόδικη ότι δεν είχε καμία αξιόλογη περιουσία (Αρθρο 2, Β), ενώ έπρεπε να επιστρέψει στον αγοραστή τα χρήματα που πήρε εντόκως (επιτόκιο 6%) σε τέσσερις δόσεις. Εάν ο πωλητής καθυστερούσε έστω δύο δόσεις, ο αγοραστής είχε δικαίωμα να ζητήσει την κατοχύρωση του ακινήτου στο όνομά του (αρ. 3, παρ. 4).

Ετσι, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα των πωλητών είχε χάσει την περιουσία της ήταν πρακτικά αδύνατο να καταβάλει τα λεφτά αυτά. Αλλά και η πρόβλεψη για δικαστικό συμβιβασμό (Αρθρο 9, παρ. 1), όταν ο αγοραστής δίνοντας στον πωλητή το 75% της διαφοράς της τιμής του ακινήτου έπαιρνε οριστικά τίτλο ιδιοκτησίας και απαλλασσόταν από κάθε απαίτηση του πωλητή,  δικαιολόγησε την αρπαγή των περιουσιών.

Επειδή η τιμή των ακινήτων ήταν κατά 2/3 μικρότερη στη φάση του διακανονισμού, τα χρήματα που έπαιρνε ο πωλητής δεν είχαν στην ουσία καμία αναλογία με το πραγματικό ύψος της αξίας του ακινήτου.
Να σημειωθεί ότι, εκτός από το ότι έπαιρνε λίγα χρήματα, ο πωλητής ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει φόρο (από 5% έως 30%) στο κράτος για τα χρήματα της διαφοράς που θα έπαιρνε (Αρθρο 14, παρ. 1,2,3).
Υπήρχε και η λύση του εξωδικαστικού συμβιβασμού στα συμβολαιογραφικά γραφεία. Οι πωλητές είχαν δικαίωμα να τον επιλέξουν για διάστημα ενός χρόνου από τη δημοσίευση του νόμου και μέχρι να φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο (Αρθρο 17). Ο νόμος έδινε διορία έξι μηνών να κατατεθούν στα πρωτοδικεία της χώρας αιτήσεις ακύρωσης αγοραπωλησιών (Αρθρο 16,2).17

Ομως η διορία των έξι μηνών που έδινε ο νόμος ακυρώθηκε στην πράξη, δεδομένου ότι εκκρεμούσαν  εκατοντάδες προσφυγές των αγοραστών. Οι πωλητές, από την άλλη, δεν είχαν τα χρήματα για να στείλουν τις υποθέσεις στο ακροατήριο. Πάντως μέχρι τα τέλη Φεβρουάριου 1950 είχαν υποβληθεί  4.600 προσφυγές μόνο στο Πρωτοδικείο Αθηνών.

Η σύγχυση μεγάλωνε γιατί κάποια πρωτοδικεία αποδέχονταν τον νόμο και ακύρωναν τις αγοραπωλησίες (Αθηνών, Τριπόλεως, Σάμου, Φλωρίνης) ενώ κάποια άλλα έκριναν τον νόμο αντισυνταγματικό και δεν αποδέχονταν τις αιτήσεις ακύρωσης (Πειραιώς, Κατερίνης). Τελικά, από σύνολο 74.548 αγωγών σε όλη τη χώρα μέχρι τις 27 Νοεμβρίου 1950, περίπου 32.000 οδηγήθηκαν σε συμβιβασμό στα αρμόδια συμβολαιογραφεία των 48 πρωτοδικείων. Στην ουσία πολύ λίγες περιουσίες επιστράφηκαν, αλλά η συντριπτική πλειονότητα εξαγοράστηκε με το χαμηλό τίμημα που επέτρεπε ο νόμος. Να σημειωθεί και ότι η διαδικασία καθυστερούσε τόσο που οι τελευταίες αποφάσεις των δικαστηρίων λήφθηκαν το 1964.

Πηγή: Μιχάλης Λυμπεράτος, Διδάκτορας Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου – “Documento”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *