Για έναν αξιοπρεπή θάνατο- (Τα καθάρματα του “Εθνικού” Στρατού)

Το δεύτερο αντάρτικο του ΔΣΕ υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ένα αντεστραμμένο είδωλο του ΕΑΜικού κινήματος.

Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, της σύρραξης που καθόρισε για δεκαετίες τα όρια της νομιμότητας και τους τρόπους άσκησης της πολιτικής στη μεταπολεμική Ελλάδα − και, όπως καθημερινά διαπιστώνουμε, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης και ιδεολογικής αναφοράς για τον σκληρό πυρήνα της εγχώριας Δεξιάς, από το 2010 τουλάχιστον και μετά.

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Αν η αντίσταση του 1941-44 στη ναζιστική κατοχή λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την Αριστερά σε όλες τις αποχρώσεις της (εξ ου και οι παντοειδείς επικλήσεις της στη διάρκεια της αντιμνημονιακής εξέγερσης του 2010-12), αν τα Δεκεμβριανά του 1944 αναδύονται κατά καιρούς ως μια απωθημένη μνήμη συλλογικής ρήξης και κοινωνικής ανταπόδοσης, το δεύτερο αντάρτικο του 1946-49 αποτέλεσε επί δεκαετίες για τον κόσμο της Αριστεράς μια κατ’ εξοχήν τραυματική ανάμνηση − της επώδυνης διολίσθησης από την κορύφωση της Λαοκρατίας στα τάρταρα ενός πολιτικού και κοινωνικού περιθωρίου γεμάτου καθημερινές ταπεινώσεις, συνθηκολογήσεις και διαψεύσεις.

Εξ ου και, στις ατέρμονες ενδοαριστερές συζητήσεις που ακολούθησαν την ήττα, το βασικό ερώτημα δεν αφορούσε (όπως στην περίπτωση του ΕΑΜικού κινήματος) το «γιατί δεν πήραμε την εξουσία», αλλά το «πώς και γιατί ξαναπήραμε τα όπλα» για μια εκ των προτέρων χαμένη υπόθεση.

Το ηρωοκεντρικό σχήμα που φιλοτεχνήθηκε την τελευταία εικοσαετία για τον αγώνα του ΔΣΕ από το σημερινό ΚΚΕ και μερίδα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, βασισμένο στην άκριτη ανασύσταση της ζαχαριαδικής προπαγάνδας, την κατανοητή νοσταλγία των υπέργηρων μαχητών για τις μέρες της νιότης τους και την οφθαλμοφανή επιθυμία πολιτικής δικαίωσης της νεότερης γενιάς του δεύτερου αντάρτικου (που δεν πρόλαβε ή δεν εμπλέχθηκε σοβαρά στο πρώτο), δεν έχει και πολλή σχέση με τη βιωμένη εμπειρία των συνεπειών της ήττας από τα εκατομμύρια των ανθρώπων που (επ)έζησαν επί δεκαετίες στην Ελλάδα του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων. Περισσότερο λειτουργεί ως ιδεολογική νομιμοποίηση του αυτοεγκλεισμού σ’ ένα βολικό και ασφαλές «ιδιόκτητο» περιθώριο, πλήρως αποδεκτό από τους κατ’ όνομα αντιπάλους.

Το αντίθετο ακριβώς ισχύει για τον κόσμο και το στελεχικό δυναμικό της Δεξιάς. Τα πεντέμισι χρόνια από τη Βάρκιζα μέχρι τον Γράμμο-Βίτσι λειτούργησαν εν πολλοίς ως το συλλογικό καθαρτήριο που οδήγησε την παράταξη από την κοινωνική απομόνωση της επαίσχυντης συνεργασίας με τον κατακτητή, της άκρως μειοψηφικής εθνικόφρονος αντίστασης και της ενδιάμεσης «γκρίζας ζώνης», στην ανάκτηση μιας μακροχρόνιας πολιτικής ηγεμονίας βασισμένης στην οικοδόμηση και την αποκλειστική νομή των μηχανισμών του βαθέος κράτους.

Αυτή τη νοσταλγία ολοκληρωτικής επικράτησης αντανακλούν τόσο η περσινή προαναγγελία του Μάκη Βορίδη για «μια μεγάλη παρέμβαση στο κράτος» και «τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας», προκειμένου «να μην ξανάρθει η Αριστερά σε καμιά της μορφή», όσο και η τρέχουσα εφαρμογή της με τη μορφή ενός απροκάλυπτα κομματικού «επιτελικού κράτους».

Το ξερίζωμα του εσωτερικού εχθρού

Σε τρεις κυρίως πυλώνες στηρίχθηκε η οικοδόμηση του κράτους της εθνικοφροσύνης μεταξύ 1945 και 1949: τις συμμαχικές πλάτες, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τον «εσωτερικό εχθρό» και την ανασύνταξη των ιδεολογικών μηχανισμών στη βάση ενός κοινωνικά επικαθορισμένου, σλαβοφάγου εθνικισμού.

Η στήριξη της Βρετανίας και -κυρίως- των ΗΠΑ προσέφερε στο αντικομμουνιστικό κράτος όχι μόνο τα περιθώρια συντήρησης της προηγούμενης πελατείας του, αλλά και τη δυνατότητα ανάκτησης της κοινωνικής ηγεμονίας. Την κατοχική λεηλασία της χώρας από τα στρατεύματα του Αξονα (που συνέβαλε καθοριστικά στον πολύνεκρο λιμό της Κατοχής, ριζοσπαστικοποίησε τις μάζες και αποξένωσε ακόμη και τους πιο ένθερμους γερμανόφιλους των προπολεμικών χρόνων) διαδέχθηκε μετά τη Βάρκιζα η επικυριαρχία «συμμάχων» που επέβαλαν μεν εξίσου απροκάλυπτα τη θέλησή τους στην τοπική κοινωνία και πολιτική τάξη, ταυτόχρονα όμως διασφάλισαν στον πληθυσμό ένα μίνιμουμ φυσικής επιβίωσης, καλλιεργώντας ποικίλες περαιτέρω προσδοκίες· στην άρχουσα τάξη, αλλά και σε μια μερίδα μεσαίων στρωμάτων, η αμερικανική βοήθεια πρόσφερε πάλι δυνατότητες πλουτισμού που απείχαν έτη φωτός από την ανθρωποφάγο μαύρη αγορά των κατοχικών χρόνων. Σ’ αυτές τις συνθήκες, το σύνθημα του ΚΚΕ περί «δεύτερης Κατοχής» αποδείχθηκε παντελώς ατελέσφορο.

Αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή σ’ αυτή την ορατή συλλογική διέξοδο αποτελούσε βέβαια είτε η ενεργός ένταξη στις γραμμές της μάχιμης εθνικοφροσύνης είτε η πανηγυρική δήλωση υποταγής στην ηγεμονία της.

Ο «νέος Παρθενώνας» της Μακρονήσου, οι δηλώσεις μετανοίας που καταχωρίζονταν στις εφημερίδες και διαβάζονταν την Κυριακή στην εκκλησία του χωριού, η προαπαίτηση πιστοποιητικού «υγιών κοινωνικών φρονημάτων» από την Ασφάλεια για την απόλαυση μιας ευρύτατης γκάμας πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (από τον διορισμό στο Δημόσιο ή την έκδοση διαβατηρίου μέχρι την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και την απόκτηση κυνηγετικής άδειας), η ασφυκτική επιτήρηση του πληθυσμού από ένα πυκνό δίκτυο πληροφοριοδοτών με κόμβους τα αστυνομικά τμήματα στις πόλεις και τα ΤΕΑ στην ύπαιθρο, συγκρότησαν το θεσμικό πλαίσιο που διασφάλισε αυτή την υποταγή − και, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, τη μετέτρεψε σε έμπρακτη αποδοχή του εθνικόφρονος κράτους από μια μερίδα των ηττημένων πρώην αντιπάλων του.

Για την έκταση και το κοινωνικό βάθος της εκκαθάρισης, αποκαλυπτική είναι η σκιαγράφηση του εσωτερικού εχθρού από τον υπουργό Στρατιωτικών Γεώργιο Στράτο κατά την 29η σύσκεψη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (31/8/1947), στο μεταίχμιο ακριβώς της μετάβασης από τη «λευκή τρομοκρατία» και την κομμουνιστική «αυτάμυνα» στη μετωπική στρατιωτική αντιπαράθεση του καθαυτό Εμφυλίου:

«Είναι πλάνη να νομίζηται ότι υπάρχουν μόνον αι πέντε ώς δέκα χιλιάδες συμμοριτών αίτινες δρώσιν εις τα βουνά. Υπάρχουν και άλλοι, οίτινες ενεργούν τον σύνδεσμον, άλλοι τοποθετούν νάρκας εις τας πόλεις, είναι στρατολόγοι, επιμεληταί, καθοδηγηταί, τρομοκράται, ενεργούν εράνους, κόπτουν την νύκτα τους τηλεγραφικούς στύλους, σπάζουν τα ρεζερβουάρ των σταθμών, εισάγουν κρυφίως εις τα χωρία ομάδας συμμοριτών, οίτινες επί ημέρας αναγνωρίζουν τα εν αυτοίς Στρατιωτικά τμήματα και επιτίθενται αιφνιδιαστικώς καθ’ αυτών.

Ολοι αυτοί ανέρχονται ουχί εις πέντε έως δέκα χιλιάδας, αλλά εις 500 χιλιάδας». Ακόμη και μεταξύ των κληρωτών του κυβερνητικού στρατού, εξηγεί, «υπήρχεν αρχικώς εν ποσοστόν 30% έως 45% φανατικών κομμουνιστών», η εκκαθάριση του οποίου «εγένετο βαθμιαίως και μετά μόχθου» (Αρχεία ΔΙΣ, φ.1021/Α/11, σ.17-19).

Για την εθνική νομιμοποίηση της εκκαθάρισης, το βολικό υπόδειγμα ήταν άλλωστε διαθέσιμο από τις αρχές του εικοστού αιώνα: ο Μακεδονικός Αγώνας του 1904-1908, η πρώτη αναμέτρηση της στρατιωτικής ελίτ του ελληνικού κράτους μ’ ένα συγκροτημένο και κοινωνικά ριζοσπαστικό αντάρτικο, δεν πρόσφερε μόνο τη δυνατότητα μεταγραφής της αντικομμουνιστικής εξόρμησης σαν μιας ακόμη ψηφίδας του «προαιώνιου» αγώνα της Φυλής απέναντι στην εξίσου προαιώνια «σλαβική απειλή».

Παρείχε επίσης ένα λειτουργικότατο ερμηνευτικό σχήμα «παρασυρμού» των μαζών από μια εχθρική «προπαγάνδα» που ευαγγελιζόταν την εθνική και κοινωνική απελευθέρωσή τους (τους κομιτατζήδες στο γύρισμα του αιώνα, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τη δεκαετία του ’40) και κατοπινής «ανάκτησής» τους από την εθνική και κοινωνική ορθότητα, διά της προσφυγής σ’ έναν αποτελεσματικό συνδυασμό αντεπαναστατικής τρομοκρατίας και πολιτικής χειραγώγησης. Το αθέατο παρακρατικό επιτελείο που συγκροτήθηκε το 1946 από τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη για τη συστηματική εξολόθρευση των νόμιμων στελεχών της Αριστεράς (και τη «συμμόρφωση» του κόσμου της από παραστρατιωτικές ακροδεξιές συμμορίες) βαφτίστηκε έτσι «Μακεδονικό Κομιτάτο», παρ’ όλο που η δράση του κάλυπτε όλο τον ηπειρωτικό κορμό της χώρας.

Σ’ ένα ιδεολογικότερο επίπεδο, η κοινωνική εμβέλεια του όλου σχεδίου διευκολύνθηκε μεν από το αντικειμενικό γεγονός της στήριξης του δεύτερου αντάρτικου στη σλαβομακεδονική μειονότητα, που είδε στον αγώνα του ΔΣΕ την ύστατη δυνατότητα για μια αξιοπρεπή επιβίωση στα πάτρια εδάφη, επισφραγίστηκε δε κυρίως από τον τυχοδιωκτισμό της 5ης Ολομέλειας (31/1/1949), όταν η ζαχαριαδική ηγεσία έσπευσε να εξυπηρετήσει τον αντιγιουγκοσλαβικό σχεδιασμό των Σοβιετικών για μια «ανεξάρτητη Μακεδονία». Για χιλιάδες αγωνιστές του ΕΑΜ, που είχαν διαβεί τον Ρουβίκωνα της νομιμότητας για να πολεμήσουν την ξένη Κατοχή και βρέθηκαν απροειδοποίητα μπροστά στο ενδεχόμενο να πληρώσουν με τη ζωή τους μια αποσχιστική επαγγελία, η ρήξη με την προηγούμενη στράτευση ήταν μάλλον αναμενόμενη.

Η αδύνατη επανάσταση

Αυτά όσον αφορά το κράτος. Εξίσου διαφορετικά με το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940 εξελίχθηκαν ωστόσο τα πράγματα και στην αντίπερα όχθη: το δεύτερο αντάρτικο υπήρξε από πολλές απόψεις ένα αντεστραμμένο είδωλο του πρώτου.

Οχι μόνο εξαιτίας της ρητής αποκήρυξης του «κατσαπλιαδισμού» του ΕΛΑΣ από τη ζαχαριαδική ηγεσία του ΔΣΕ, που από ένα σημείο και μετά αντιμετώπιζε τον κόσμο της απλώς σαν ανακυκλώσιμο κρέας για τα κανόνια του αντιπάλου· εξίσου καθοριστικές αποδείχθηκαν η βολονταριστική αδιαφορία αυτής της ίδιας ηγεσίας για τις υλικές προτεραιότητες των μαζών και η συνακόλουθη στήριξη του επαναστατικού σχεδίου της σε μια απροκάλυπτα στρατοκρατική κοινωνική μηχανική.

Αν η ΕΑΜική αντίσταση γιγαντώθηκε επειδή βασίστηκε στον συνδυασμό ενός ρεαλιστικού οράματος εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης με τη μαζική κινητοποίηση για την ικανοποίηση άμεσων κοινωνικών αναγκών (με το κίνημα των συνεταιρισμών, την Εθνική Αλληλεγγύη και το Εργατικό ΕΑΜ να προηγούνται χρονικά όχι μόνο του ΕΛΑΣ αλλά και του καθαυτό Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), διακηρύσσοντας στα τραγούδια της ότι έσωσε τον κόσμο από την πείνα πολύ πριν υποσχεθεί να τον σώσει κι από τη σκλαβιά, ο ΔΣΕ ακολούθησε την ακριβώς αντίστροφη διαδρομή: η στρατιωτική επιλογή προηγείται του αγώνα για επιβίωση κι εν συνεχεία τον παραγκωνίζει, με την ανάπτυξη του αντάρτικου να βασίζεται στην υποχρεωτική κυρίως στρατολογία, με την ελπίδα πως η στρατιωτική ζωή και η διαφώτιση θα μετατρέψουν σταδιακά ένα απρόθυμο έμψυχο δυναμικό σε συνειδητούς μαχητές.

Εξ ου και η σταδιακή αποκοπή από την πραγματικότητα, με την πρόταξη μιας όλο και ουτοπικότερης στοχοθεσίας (από την ένοπλη «απελευθέρωση» όλης της Βόρειας Ελλάδας μέχρι τον άμεσο «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» και τη διακηρυκτική «εθνικοποίηση» της βαριάς βιομηχανίας και της ναυτιλίας από το επαναστατικό προπύργιο της Πρέσπας…), τη στιγμή που ο ορατός ορίζοντας των μαχητών κινούνταν ανάμεσα στη φυσική επιβίωση κι έναν αξιοπρεπή θάνατο.

Η αποκοπή του ΔΣΕ από την πολυάριθμη ΕΑΜική και κομμουνιστική βάση των αστικών κέντρων, που τον Μάιο του 1948 θα καταγγελθεί ανοιχτά από το Π.Γ. ως συλλογικός «προδότης του αγώνα», υπήρξε η ορατότερη -και πολιτικά πιο καθοριστική- συνέπεια αυτής της στρατηγικής. Εξίσου κρίσιμες αποδείχθηκαν όμως και οι εξ αρχής προβληματικές σχέσεις του εγχειρήματος με μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υπαίθρου.

Για την αποτύπωση των διαθέσεων αυτού του τελευταίου, εξαιρετικά εύγλωττες είναι οι αναμνήσεις ενός πρωτοπαλίκαρου του Αρη επί Κατοχής και υπαρχηγού του Φλωράκη επί Εμφυλίου: στην ορεινή Ρούμελη του 1947, διαβάζουμε, τα πρώτα τμήματα του ΔΣΕ συναντούσαν ανθρώπους «συγκρατημένους και σκεφτικούς», που «ό,τι έκαναν οι περισσότεροι το έκαναν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά» και σε κάθε εκδήλωση ή συζήτησή τους «έδειχναν καθαρά τις σοβαρές επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες που είχαν για την επιτυχία του καινούργιου αγώνα»· ανθρώπους που, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, τούτη τη φορά «δεν ήθελαν να εκτεθούνε» και «προσπαθούσαν να μείνουν συμφιλιωμένοι, εξυπηρετούσαν και τον στρατό και τους αντάρτες, χωρίς βέβαια να λείπουν και εκείνοι που έδιναν όπως λέει και η παροιμία ‘‘και στον κλέφτ’ ψωμί και στο χωροφύλακα χαμπέρ’’» (Γιώργος Χουλιάρας [Περικλής], «Ο δρόμος είναι άσωτος…». ΕΛΑΣ-ΔΣΕ-Πολωνία, 1941-1958», Ιωάννινα 2005, σ.405 & 410). Ο,τι ακολούθησε ήταν λίγο-πολύ προβλέψιμο.

ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Το χρονολόγιο του Εμφυλίου​​​​​​

1945

12 Φεβρουαρίου: Συμφωνία της Βάρκιζας μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά. Μεταξύ άλλων, προβλέπει αμνηστία μόνο των «πολιτικών» (αλλά όχι και των «ποινικών») εγκλημάτων που διαπράχθηκαν επί Κατοχής και Δεκεμβριανών. Ακολουθούν χιλιάδες διώξεις ΕΑΜιτών με τη δεύτερη κατηγορία.

2 Απριλίου: Αποχώρηση των σοσιαλιστικών κομμάτων ΣΚΕ και ΕΛΔ από το ΕΑΜ.

7 Απριλίου: Απόλυση του πρωθυπουργού Πλαστήρα και σχηματισμός ακροδεξιάς κυβέρνησης με επικεφαλής τον ναύαρχο Βούλγαρη. Κλιμάκωση της «λευκής τρομοκρατίας» κατά της Αριστεράς.

30 Μαΐου: Επιστροφή από το Νταχάου του Νίκου Ζαχαριάδη, που αναλαμβάνει ξανά την ηγεσία του ΚΚΕ.

16 Ιουνίου: Αυτοκτονία του Αρη Βελουχιώτη, ο οποίος είχε αρνηθεί να καταθέσει τα όπλα, για να μην πέσει στα χέρια της Εθνοφυλακής.

25-27 Ιουνίου: 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Ως μέθοδος αντιμετώπισης της «λευκής τρομοκρατίας» προκρίνεται η «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα».

1-6 Οκτωβρίου: 7ο συνέδριο του ΚΚΕ. Πρόγραμμα «λαϊκής δημοκρατίας», με την προσδοκία μιας ειρηνικής εξέλιξης.

21 Νοεμβρίου: Σχηματισμός κεντρώας κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη και αποστολή τη διενέργεια εκλογών.

1946

16 & 31 Ιανουαρίου: Βολιδοσκόπηση της σοβιετικής ηγεσίας από τον Μήτσο Παρτσαλίδη, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ, για το ενδεχόμενο ένοπλης εξέγερσης. Η απάντηση, μέσω Δημητρόφ (9/2), «συστήνει» στο ΚΚΕ να περιοριστεί στην αυτοάμυνα και «την πολιτική κινητοποίηση των λαϊκών μαζών».

20-21 Ιανουαρίου: Κατάληψη της Καλαμάτας από εκατοντάδες ένοπλους ακροδεξιούς του πρώην ταγματασφαλίτη Μαγγανά. Ομαδικοί βιασμοί, 16 φόνοι και ομηρία 150 αριστερών.

12-15 Φεβρουαρίου: 2η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Προσανατολισμός στην ένοπλη πάλη ως μέσο πίεσης για την ανάσχεση της «λευκής τρομοκρατίας».

31 Μαρτίου: Βουλευτικές εκλογές με αποχή της Αριστεράς και μεγάλου μέρους των Φιλελευθέρων. Επικράτηση της δεξιάς Ηνωμένης Παρατάξεως Εθνικοφρόνων. Ενοπλη επίθεση ανταρτών του ΚΚΕ στον σταθμό χωροφυλακής στο Λιτόχωρο.

17 Ιουνίου: Γ’ Ψήφισμα. Υπαγωγή στα έκτακτα στρατοδικεία μιας ευρύτατης γκάμας αδικημάτων, από την «αυτονομιστική» δραστηριότητα ή τον σχηματισμό ένοπλων ομάδων μέχρι την απροειδοποίητη απεργία.

29 Ιουνίου: Απόφαση του πρωθυπουργού Κ. Τσαλδάρη για τη συγκρότηση μυστικού παρακρατικού επιτελείου, με την κωδική ονομασία «Μακεδονικό Κομιτάτο» και αποστολή την εξόντωση των νόμιμων στελεχών της Αριστεράς από αντικομμουνιστικές συμμορίες.

25 Αυγούστου: Εγκατάσταση στο Βελιγράδι κλιμακίου του Π.Γ. του ΚΚΕ (Γιάννης Ιωαννίδης – Πέτρος Ρούσος) για συντονισμό με τα «αδελφά» βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα.

1 Σεπτεμβρίου: Νόθο δημοψήφισμα για το πολιτειακό επαναφέρει τον βασιλιά Γεώργιο Β’ με 68,4%.

12 Σεπτεμβρίου: Εκθεση των Ιωαννίδη – Ρούσου προς το ΚΚΣΕ, με αιτήματα υλικής βοήθειας για την αύξηση των ανταρτών από 4.000 σε 15-20.000.

14 Οκτωβρίου: Συμφωνία ΚΚΕ (Ιωαννίδης) − Κ.Κ. Μακεδονίας (Καραϊβάνοφ) στο Βελιγράδι, για υπαγωγή του σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΝΟΦ) στο ελληνικό αντάρτικο.

28 Οκτωβρίου: Ιδρυση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών.

19 Δεκεμβρίου: Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να εξετάσει τις κατηγορίες της ελληνικής κυβέρνησης περί υποστήριξης των ανταρτών από γειτονικά κράτη.

27 Δεκεμβρίου: Μετονομασία των ανταρτοομάδων σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).

1947

12 Μαρτίου: Δόγμα Τρούμαν. Οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν την προστασία των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας απέναντι στον «διεθνή κομμουνισμό».

20 Μαρτίου: Δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του Γιάννη Ζέβγου, ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, από το παρακρατικό «Μακεδονικό Κομιτάτο».

6 Απριλίου: Μυστική έξοδος του Ζαχαριάδη από τη χώρα.

17 Απριλίου: Οδηγίες Ζαχαριάδη προς τον αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, για «μετατροπή του ανταρτοπολέμου σε τακτικό πόλεμο» με στόχο «τη δημιουργία ελεύθερης περιοχής».

Μάιος: Συναντήσεις του Ζαχαριάδη με τη σοβιετική ηγεσία στη Μόσχα. Αίτημα για εξοπλισμό 50.000 ανταρτών.

20 Ιουνίου: Ελληνοαμερικανική συμφωνία για τους μηχανισμούς και τους όρους χορήγησης της αμερικανικής βοήθειας.

27 Ιουνίου: Ανακοίνωση του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, στο συνέδριο του Κ.Κ. Γαλλίας στο Στρασβούργο, πως ο ΔΣΕ επιδιώκει «τη δημιουργία μιας λεύτερης δημοκρατικής Ελλάδας με δική της κυβέρνηση και κρατική υπόσταση».

9-14 Ιουλίου: Προληπτικές συλλήψεις 8.000 αριστερών σε Αθήνα-Πειραιά και άλλων 7.000 στην επαρχία.

7 Σεπτεμβρίου: Σχηματισμός κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» Λαϊκών και Φιλελευθέρων με πρωθυπουργό τον Σοφούλη.

10-12 Σεπτεμβρίου: 3η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Απόφαση για «μεταφορά του κέντρου βάρους» στην ένοπλη πάλη, με στόχο «την απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας και Θράκης με κέντρο τη Θεσσαλονίκη» («Σχέδιο Λίμνες»).

19 Σεπτεμβρίου: «Επιχείρηση Λαίλαψ» για την εκκαθάριση της Ρούμελης από τον ΔΣΕ. Συστηματική εκκένωση ορεινών χωριών, για να περιοριστούν η τροφοδοσία και οι στρατολογίες του αντάρτικου.

4 Δεκεμβρίου: ΛΖ Ψήφισμα για αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από υποστηρικτές της «ανταρσίας» στο εξωτερικό.

23 Δεκεμβρίου: Ιδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του ΔΣΕ με πρωθυπουργό τον Βαφειάδη. Δεν θα αναγνωριστεί από καμία ξένη κυβέρνηση.

25 Δεκεμβρίου – 4 Ιανουαρίου: Αποτυχημένη απόπειρα του ΔΣΕ να καταλάβει την Κόνιτσα.

27 Δεκεμβρίου: Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ τίθενται εκτός νόμου (Ν. 509).

1948

10 Φεβρουαρίου: Σε επεισοδιακή συνομιλία του με Βούλγαρους και Γιουγκοσλάβους ηγέτες, ο Στάλιν εκφράζει αμφιβολία για τις προοπτικές του ΔΣΕ και δηλώνει πως το ελληνικό αντάρτικο «πρέπει να μαζευτεί».

24 Φεβρουαρίου: Αφιξη στην Αθήνα του στρατηγού Βαν Φλιτ ως διοικητή της στρατιωτικής αποστολής των ΗΠΑ (JUSMAPG).

30 Μαρτίου: Το Π.Γ. του ΚΚΕ καταδικάζει δημόσια τα κομματικά μέλη του στα αστικά κέντρα ως «προδότες του αγώνα», επειδή αποφεύγουν να εμπλακούν στο αντάρτικο.

1 Μαΐου: Φόνος του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά από τον ΔΣΕ στο κέντρο της Αθήνας. Επιβολή στρατιωτικού νόμου στις πόλεις και 258 εκτελέσεις ως αντίποινα.

14 Ιουνίου – 21 Αυγούστου: Πρώτη μάχη του Γράμμου, ανάμεσα σε 60.000 κυβερνητικούς στρατιώτες και 9.000 αντάρτες («Επιχείρηση Κορωνίς»). Διαφυγή του ΔΣΕ στο Βίτσι.

28 Ιουνίου: Δημόσια ρήξη Τίτο-Στάλιν. Αποβολή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ.

25 Αυγούστου: Απομάκρυνση του Βαφειάδη από την ηγεσία του ΔΣΕ και αποστολή του στην ΕΣΣΔ για «νοσηλεία». Την ηγεσία του ΔΣΕ αναλαμβάνει πολεμικό συμβούλιο με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη.

15 Νοεμβρίου: Γραπτή εισήγηση του Βαφειάδη υπέρ της εγκατάλειψης του πολέμου θέσεων και της επιστροφής του ΔΣΕ στην «παρτιζάνικη δράση».

20 Δεκεμβρίου: Ξεκινά η εκκαθάριση της Πελοποννήσου («Επιχείρηση Περιστερά»), με μεθόδους ολοκληρωτικού πολέμου. Εξόντωση του τοπικού ΔΣΕ (3.000 αντάρτες) μέχρι τον Μάιο.

1949

19 Ιανουαρίου: Διορισμός του Αλέξανδρου Παπάγου ως αρχιστρατήγου του Εθνικού Στρατού, με απεριόριστες εξουσίες.

21 Ιανουαρίου – 8 Φεβρουαρίου: Βραχύβια κατάληψη του Καρπενησίου από τον ΔΣΕ, με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη.

30-31 Ιανουαρίου: 5η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Στόχος του αντάρτικου ορίζεται η σοσιαλιστική επανάσταση, με υπόσχεση αυτοδιάθεσης του «μακεδονικού λαού». Διαγραφή του Βαφειάδη από το ΚΚΕ και αντικατάστασή του στην προεδρία της ΠΔΚ από τον Μήτσο Παρτσαλίδη.

12 Φεβρουαρίου: Αποτυχημένη απόπειρα του ΔΣΕ να καταλάβει τη Φλώρινα, με μεγάλες απώλειες.

1 Απριλίου: Ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ.

24 Ιουνίου: Θάνατος του πρωθυπουργού Σοφούλη. Διαδοχή του από τον τραπεζίτη Αλέξανδρο Διομήδη (30/6).

11 Ιουλίου: Ο Τίτο ανακοινώνει το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων για τον ΔΣΕ.

2 Αυγούστου: Τελική εξόρμηση του Εθνικού Στρατού κατά του ΔΣΕ στον Γράμμο και το Βίτσι («Επιχείρηση Πυρσός»).

30 Αυγούστου: Τα εναπομείναντα τμήματα του ΔΣΕ καταφεύγουν στην Αλβανία, απ’ όπου θα μεταφερθούν ως πρόσφυγες στην Τασκένδη και τα λοιπά μετόπισθεν του σοβιετικού μπλοκ.

9 Οκτωβρίου: Η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ αποφασίζει τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα.​​​​

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – “Εφημερίδα των Συντακτών”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *