Σαν σήμερα στις 22 Νοέμβρη 1989 με την σύμφωνη γνώμη των ηγετών της Ν.Δ., Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, και του πρώην γ.γ της Κ.Ε του ΚΚΕ, Χαρίλαου Φλωράκη σχηματίζεται οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ακαδημαϊκό Ξενοφώντα Ζολώτα.
Ας δούμε πώς περιγράφει τα γεγονότα της εποχής ο δημοσιογράφος Γιώργος Δελαστίκ σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πριν»:
Στις 5 Νοεμβρίου 1989 γίνονται βουλευτικές εκλογές. Η ΝΔ ανεβάζει το ποσοστό της στο 46,2% και παίρνει 148 Βουλευτές – 2 λιγότερους από τους αναγκαίους.
Το ΠΑΣΟΚ σημειώνει κι αυτό αύξηση ξεπερνώντας το 40% – παίρνει το 40,67% των ψήφων και 128 Βουλευτές.
Ο Συνασπισμός πέφτει στο 10,96% και παίρνει μόνο 21 έδρες, έχοντας πλέον ποσοστό μικρότερο από αυτό που είχε πάρει μόνο του το ΚΚΕ το 1981!
Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου, η ηγεσία του ΚΚΕ αυτογελοιποιείται καθώς συμφωνεί ο Χ. Φλωράκης να σχηματίσει κυβέρνηση όχι μόνο με τη ΝΔ αλλά και με το… ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, τον οποίον ΝΔ και Συνασπισμός είχαν παραπέμψει στο Ειδικό Δικαστήριο στις 27 Σεπτεμβρίου!
Η απόλυτη ξεφτίλα! ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ σχηματίζουν την οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα, η οποία έχει τη στήριξη των 296 από τους 300 της Βουλής!
Την επόμενη μέρα του σχηματισμού της κυβέρνησης Ζολώτα, στις 22 Νοεμβρίου παραιτούνται οκτώ μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ (Κ. Τζιαντζής, Άγγ. Χάγιος, Θ. Σκαμνάκης, Σ. Καυκαλάς, Χρ. Καυκιάς, Δ. Τσουραμάνης, Δ. Τσακνιάς και Γ. Σταμάτης, ενώ από τον Οκτώβριο έχει παραιτηθεί και ο Μιχ. Τερζίδης).
Στις 28 Νοεμβρίου ανεξαρτητοποιείται και αποχωρεί από το ΚΚΕ ο ευρωβουλευτής Δημήτρης Δεσύλλας.
Στις 11 Φεβρουαρίου ιδρύεται το Νέο Αριστερό Ρεύμα από αυτούς και χιλιάδες μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, και κυρίως της ΚΝΕ, που έχουν πέσει θύματα πογκρόμ διαγραφών ή έχουν αποχωρήσει οικειοθελώς.
Για να πάει με τη ΝΔ και τους «κλέφτες του ΠΑΣΟΚ» και να συμμετάσχει στη γλυκιά νομή της εξουσίας, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν δίστασε να διαγράψει χιλιάδες κομμουνιστές! Από τότε πέρασε στην πλήρη ανυποληψία και ουδέποτε τα εκλογικά ποσοστά του ΚΚΕ προσέγγισαν εκείνα που έπαιρνε προτού συμμετάσχει στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα.
Και από τον Ριζοσπάστη:
Οι κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα
Στις βουλευτικές εκλογές και τις ευρωεκλογές της 18ης Ιούνη του 1989 κυριάρχησε το ζήτημα των σκανδάλων. Τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή έλαβαν: Η Νέα Δημοκρατία 44,25% και 145 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 39,15% και 125 έδρες, ο Συνασπισμός 13,12% και 28 έδρες, η ΔΗΑΝΑ 1,01% και 1 έδρα και το κόμμα «Εμπιστοσύνη – Πεπρωμένο» (Μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης) 0,39% και 1 έδρα.
Λόγω της αυξημένης αναλογικότητας που είχε ο εκλογικός νόμος που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ, για να αποτρέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ, δεν έγινε δυνατό να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το ζήτημα που έμπαινε ήταν ότι χωρίς σχηματισμό κυβέρνησης και με τη διάλυση της Βουλής υπήρχε ο κίνδυνος παραγραφής των σκανδάλων. Ξεκίνησαν διαβουλεύσεις ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, με στόχο το σχηματισμό κυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα. Τελικά συγκροτήθηκε η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, στέλεχος της ΝΔ που ορκίστηκε στις 2 Ιούλη του 1989, η οποία κυβέρνησε για ένα τρίμηνο. Την κυβέρνηση στήριξε η ΝΔ και ο Συνασπισμός. Εκ μέρους του Συνασπισμού υπουργικές θέσεις πήραν οι Ν. Κωνσταντόπουλος, Φ. Κουβέλης, Θ. Παπαμάργαρης και Γ. Μυλωνάς.
Η κυβέρνηση Τζαννετάκη παραιτήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1989. Ενα μήνα μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη, τον Νοέμβρη του 1989 πραγματοποιήθηκαν εκλογές. Σε αυτές τις εκλογές η εκλογική δύναμη του Συνασπισμού μειώθηκε και σε ποσοστό και σε ψήφους.
Οι εκλογές δεν έδωσαν τη δυνατότητα σχηματισμού και πάλι αυτοδύναμης κυβέρνησης και ύστερα από διαβουλεύσεις το κυβερνητικό ζήτημα λύθηκε με τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα, την οποία στήριξαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός. Η κυβέρνηση συγκροτήθηκε με στόχο να αποκλειστούν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Στην κυβέρνηση εκ μέρους του Συνασπισμού συμμετείχαν ως υπουργοί οι Θ. Κατριβάνος, Γ. Δραγασάκης, Γρ. Γιάνναρος, Γ. Μυλωνάς.
Για το ΚΚΕ η λαθεμένη απόφασή του για συμμετοχή στις κυβερνήσεις συνεργασίας – έστω και μεταβατικής, υπηρεσιακής ευθύνης και όχι κανονικής προγραμματικής – δεν μπορεί να ιδωθεί έξω από το πλαίσιο της στρατηγικής του Κόμματος και της πολιτικής του γραμμής. Είχε υπάρξει εξάλλου ιστορικό προηγούμενο. Η συμμετοχή του ΕΑΜ και μάλιστα με δύο κομμουνιστές υπουργούς στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου το 1944, από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου. Το ΚΚΕ τότε (το 1944) εξηγούσε τη συμμετοχή του ως επιλογή στήριξης της «πολιτικής ομαλότητας του τόπου» και της «εθνικής ενότητας», ενώ ταυτόχρονα θεωρούνταν η κυβέρνηση ως μοχλός ο οποίος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για μεταρρυθμίσεις προς όφελος του λαού και της εργατικής τάξης.
Η συμμετοχή και στήριξη των δύο κυβερνήσεων του 1989 – 1990 από τυπική πλευρά δεν αποτελεί παραβίαση του Προγράμματος του Κόμματος που είχε ψηφιστεί στο 10ο Συνέδριο, δεδομένου ότι «γενικά» ήταν ενταγμένη στη λογική συνεργασίας και με αστικές πολιτικές δυνάμεις και σε αστικές κυβερνήσεις, λογική που υπήρχε και στο Πρόγραμμα του Κόμματος και σε πολιτικές επεξεργασίες της προηγούμενης περιόδου. Εξέφραζε ακόμα την αντίληψη ότι όταν το αστικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να εξασφαλίσει σταθερή αστική κυβέρνηση, κι επομένως εμφανίζεται ένα είδος αστάθειας – που ο λαός έχει διαπαιδαγωγηθεί να τη φοβάται αντί να την αξιοποιεί – τότε δεν είναι θέμα αρχής το Κόμμα να μην μετέχει ή να μην στηρίζει κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση, που θα εξασφάλιζε βελτίωση της θέσης του. Με τη στάση αυτή μάλιστα θεωρούνταν ότι η Αριστερά και το ΚΚΕ ως μέρος της μπαίνουν στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, αποκτούν ενεργό ρόλο.
Αξιολογώντας τη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας το 1944, το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ διατυπώνει ένα πιο γενικό συμπέρασμα: «Στο πλαίσιο της συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση δεν είναι δυνατό να υπάρξουν επωφελείς για το λαό συμβιβασμοί, από τη στιγμή που το ΚΚ έχει κάνει ήδη την πρώτη θεμελιώδη υποχώρηση, προκειμένου να συμμετέχει σε αυτή την κυβέρνηση: Εχει παραιτηθεί από την πάλη για την εργατική εξουσία και συνεπώς από το στόχο της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και έτσι έχει προχωρήσει εξ αντικειμενικού στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος προβαίνοντας σε υποχωρήσεις ασυμβίβαστες – αντίθετες προς τα εργατικά συμφέροντα».
Η τοποθέτηση αυτή του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ έχει γενική ισχύ και δεν αφορά μόνο περιόδους της Ιστορίας του, στις οποίες κρινόταν άμεσα η πάλη για την εξουσία. Η συμμετοχή σε αστική κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή γίνεται ή τους λόγους που οδηγούν σε αυτήν την απόφαση, αποτελεί εκδήλωση είτε έλλειψης στρατηγικής του Κόμματος για την εργατική εξουσία είτε στην πράξη παραίτηση από αυτήν.
Οπως έχει αποδειχτεί από την πείρα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση συνιστά λάθος που δεν διορθώνεται εύκολα και μπορεί να αποδειχτεί ανεπανόρθωτο.
Γι’ αυτό, το Κόμμα μας ενσωμάτωσε αυτά τα πολύτιμα πολιτικά συμπεράσματα στις στρατηγικές επεξεργασίες του, ωριμάζοντας την Προγραμματική του αντίληψη, όπως αυτή εκφράστηκε στις Αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου.


Αφήστε μια απάντηση