Χρήστος Μαλτέζος. Mια ηρωική μορφή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Δολοφονήθηκε σαν σήμερα το 1938

Σαν σήμερα στις 22 Νοέμβρη 1938 πέθαινε μετά από φρικτά βασανιστήρια στις φυλακές της Κέρκυρας μια ηρωική μορφή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρήστος Μαλτέζος.

Γεννημένος στα Μέθανα το 1908, εντάχθηκε ως φοιτητής της Νομικής στην ΟΚΝΕ και σύντομα αναδείχθηκε σε κορυφαίο στέλεχος και υπεύθυνος του περιοδικού «Νεολαία».
Η επαναστατική του δραστηριότητα, συχνά σε συνθήκες παρανομίας ή ημιπαρανομίας και οι ποικιλόμορφες διώξεις, δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

Με την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 ο Μαλτέζος συνέχισε τη δράση του σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας και τον Σεπτέμβριο 1937 ανέλαβε γραμματέας της ΟΚΝΕ.

Πιάστηκε από την Ειδική Ασφάλεια τον Απρίλιο 1938 και βασανίστηκε επί ένα μήνα, χωρίς να λυγίσει ούτε μια στιγμή.
Μεταφέρθηκε κατόπιν στις φυλακές-κολαστήριο της Κέρκυρας, όπου συνεχίστηκαν τα βασανιστήρια, μέχρι τη μέρα της δολοφονίας του.

Παραθέτουμε σχετικό δημοσίευμα του “Ριζοσπάστη”

Ο κομμουνιστής ήρωας Χρήστος Μαλτέζος

Στις 22 Νοεμβρίου του 1938, λίγες μέρες πριν συμπληρωθούν τα 16 χρόνια από την ίδρυση της ΟΚΝΕ 1, ακριβώς στην επέτειο των 20 χρόνων από την ίδρυση του ΚΚΕ 2, άφησε την τελευταία του πνοή, στις φυλακές της Κέρκυρας όπου εκρατείτο, μια από τις ηρωικότερες μορφές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, ο νεολαίος επαναστάτης, ο Γραμματέας της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας Χρήστος Μαλτέζος .

Ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα φρικτών βασανιστηρίων στα οποία τον υπέβαλαν τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας. Το κενό που άφηνε πίσω του δυσαναπλήρωτο. Το παράδειγμά του ξεχωριστό.
«Στην Ακροναυπλία – γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας 3 – έπειτα από τη δολοφονία του Χ. Μαλτέζου , απαγγέλλαμε ένα σονέτο (δεν ξέρω ποιος το έγραψε) και θυμάμαι μόνο μία στροφή: “Σύντροφοι, τον Χρήστο Μαλτέζο σκότωσαν, έναν απ’ αυτούς που ξέραν τι είναι ζωή και τη δόσαν!”».

Ας δούμε όμως με περισσότερες λεπτομέρειες ποιος ήταν ο Χρ. Μαλτέζος .

Λίγα βιογραφικά στοιχεία για το Χρ. Μαλτέζο

Ο Χρ. Μαλτέζος γεννήθηκε στα 1908 στα Μέθανα 4. Στο επαναστατικό κίνημα μπήκε πολύ νωρίς, όταν ήταν ακόμη φοιτητής της Νομικής. Συνδέθηκε με την ΟΚΝΕ από το 1925, εντάχθηκε στις γραμμές της το 1928 και πολύ γρήγορα αναδείχτηκε σε στέλεχος. Δούλεψε στις οργανώσεις της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και αλλού.
Για αρκετό χρονικό διάστημα καθοδηγούσε την έκδοση της εφημερίδας της ΟΚΝΕ «ΝΕΟΛΑΙΑ», που έβγαινε τακτικά, μέσα όμως σε συνθήκες αφάνταστα δύσκολες και είχε μεγάλη κυκλοφορία στα εργοστάσια, στις συνοικίες, στο στρατό, αλλά και στην επαρχία, στα χωριά.

Ο Κώστας Μπόσης δίνει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή των συνθηκών μέσα στις οποίες έβγαινε η «Νεολαία», όταν ήταν υπεύθυνος για την έκδοσή της ο Μαλτέζος που αξίζει να την παρακολουθήσουμε.
«Την έβγαζαν – γράφει 5 – με το τίποτα σχεδόν. Επρεπε να κυκλοφορεί οπωσδήποτε, να βλέπει η Ασφάλεια πως τα λυσσασμένα μέτρα της δεν μπορούν να λυγίσουν τη θέληση των αγωνιστών, να καταλαβαίνουν οι νεολαίοι πως η οργάνωση ζει και δουλεύει και να παίρνουν κουράγιο. Λεφτά δεν είχαν να νοικιάσουν έστω και μια τρύπα. Ενα φύλλο το έγραψαν σε μια σοφίτα. Πήγαν πριν φέξει κι όταν έφυγε για τη δουλειά του ο εργάτης τους κλείδωσε απόξω ως το βράδυ. Δεν έπρεπε να κάνουν θόρυβο, μην ακούσει η σπιτονοικοκυρά, και δεν μπορούσαν να βγουν ούτε για το νερό τους… Το δεύτερο φύλλο σ’ ένα πλυσταριό. Το τρίτο… Ομως κάποτε έφτασαν στο “αμήν”. Ολες οι προσπάθειες απέτυχαν. Εδειχνε πως δεν εκπλήρωσαν το αγωνιστικό τους καθήκον. Τέλος το αποφάσισαν. Εμειναν ένα εικοσιτετράωρο νηστικοί, τις πενταροδεκάρες που μάζεψαν απ’ τη Συνταχτική Επιτροπή τις έδωσαν σ’ ένα θυρωρό και τους άφησε να δουλέψουν σ’ ένα υπόγειο… Κι η εφημερίδα έβγαινε κανονικά».

Ο Χρ. Μαλτέζος διακρινόταν για την ακούραστη δράση του, αλλά και για τη ζωντάνια που τον έκανε να μην περνάει απαρατήρητος. Ως καλό, ικανό, «φλογερό σύντροφο με νεολαιίστικο ενθουσιασμό» 6 τον περιγράφει ο Β. Μπαρτζιώτας που δούλεψε μαζί του στην ΟΚΝΕ.

Με την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ο Χρ. Μαλτέζος , όπως και ολόκληρο το Κόμμα και η ΟΚΝΕ, πέρασε στην παρανομία. Οι συνθήκες σκληρές, το κυνηγητό από τα όργανα της δικτατορίας ανελέητο. Ολα αυτά, οι συνεχείς κακουχίες, η λιγοστή και πάντα κακή τροφή, κλόνιζαν σοβαρά την υγεία του. Εγινε φυματικός. Ομως συνέχισε αμείωτα την επαναστατική του δράση. Διάβαζε αδιάκοπα για να συμπληρώνει τη μόρφωσή του και να τελειοποιεί τη θεωρητική του κατάρτιση και παράλληλα δούλευε ακούραστα στις παράνομες οργανώσεις.

Το Οκτώβρη του 1937 ο Χρ. Μαλτέζος αναδείχτηκε στη θέση του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής της ΟΚΝΕ. Λίγους μήνες αργότερα, την Ανοιξη του 1938, πιάστηκε στην Αθήνα από τα όργανα της Ασφάλειας.

Η σύλληψη, τα μαρτύρια και η δολοφονία του Χρ. Μαλτέζου

Ορισμένες πηγές γύρω από τη ζωή και τη δράση του Χρ. Μαλτέζου 7 αναφέρουν ότι συνελήφθη από τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας το Μάη του 1938. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ασφάλεια το 1949 ο Χρ. Μαλτέζος συνελήφθη, από στις 20 Απριλίου του 1938, γύρω στις 8.30 μ.μ., σε μία από τις παρόδους στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Για να μπορέσουν μάλιστα οι αρχές να φτάσουν στη σύλληψή του χρειάστηκε να καταφέρουν ισχυρά χτυπήματα στις φοιτητικές οργανώσεις της ΟΚΝΕ.

Οταν συνελήφθη ο Μαλτέζος είχε πάνω του κοινή προκήρυξη της Οργάνωσης Αθήνας της ΟΚΝΕ και της Σοσιαλιστικής Πρωτοπορίας που πληροφορούσε τους νέους ότι είχε επέλθει συμφωνία για τη συγκρότηση «Λαϊκού Μετώπου Νεολαίας» μεταξύ της ΟΚΝΕ, της Σοσιαλιστικής Πρωτοπορίας, της Δημοκρατικής Νεολαίας σε κοινή σύσκεψη που είχε πραγματοποιηθεί τις μέρες του Πάσχα 8.

Ο Χρ. Μαλτέζος βασανίστηκε άγρια από τα αστυνομικά όργανα για να προβεί σε αποκαλύψεις, αλλά δεν υπέκυψε. Ετσι παραπέμφθηκε σε δίκη όπου καταδικάστηκε σε 4 1/2 χρόνια φυλάκιση και δύο χρόνια εκτόπιση στην Ακροναυπλία. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα όπου υπέστη τα πάνδεινα για να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Συγκεκριμένα τον έριξαν στην Αχτίνα Θ’ όπου κρατούνταν ο Ν. Ζαχαριάδης και άλλα στελέχη του Κόμματος. Του έκαναν φάλαγγα, τον έκαιγαν με καυτό λάδι, αποπειράθηκαν να του καρφώσουν πέταλα στα πόδια. Αναγκάστηκε να κηρύξει απεργία πείνας παραμένοντας αλύγιστος. Εν τω μεταξύ τα βασανιστήρια συνεχίζονταν χωρίς όμως αποτέλεσμα. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 22/11/1938, τον αποτελείωσαν.

Σύμφωνα με όσα δημοσιοποίησε η Ασφάλεια το 1949 ο Χρ. Μαλτέζος «διέφυγε των χεριών των φυλάκων και ερρίφθη από το παράθυρον του διαδρόμου εις το κενόν, αυτοκτονήσας» 9. Πρόκειται για την κλασική μέθοδο εξόντωσης κρατούμενων που ακολουθούσαν οι αρχές ασφάλειας, τη γνωστή εκπαραθύρωση, που πέταγαν τον κρατούμενο από το παραθυρο στο κενό ούτως ώστε το έγκλημα να δείχνει αυτοκτονία. Ετσι πέθανε ο Χρ. Μαλτέζος . Αξίζει όμως να κλείσουμε αυτό το σημείωμα δίνοντας το λόγο στο Ν. Ζαχαριάδη, ο οποίος στη σύντομη ιστορία του για το ΚΚΕ έγραψε για το Χρ. Μαλτέζο 10: «Στις 22 Νοέμβρη 1938, εδώ στην Κέρκυρα, ένας ήρωας, ο Χρ. Μαλτέζος πέθανε. Και ένας προδότης, ο Μανωλέας έκανε δήλωση. Συμβολική σύμπτωση. Αναδείχνοντας τέτοιους ήρωες και ξεκαθαρίζοντας τέτοιους προδότες, το ΚΚΕ στέρεα, ακλόνητα, αποφασιστικά, βαδίζει προς τη νίκη, παρ’ όλες τις δυσκολίες, τις θυσίες και τις προδοσίες».

Παραπομπές

1. Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας – ΟΚΝΕ. Το Ιδρυτικό της Συνέδριο έγινε στη Θεσσαλονίκη, στο διάστημα 28 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 1922. Βλέπε: Χρ. Τσιντζιλώνη: «ΟΚΝΕ 1922-1943 Λενινιστικό μαχητικό σχολείο νέων», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Οδηγητής, σελ. 52.

2. Το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΚΚΕ έγινε στο διάστημα 4/17 – 10/23 Νοεμβρίου 1918. Βλέπε: «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά» – έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.

3. Βασίλη Μπαρτζιώτα: «Εξήντα χρόνια κομμουνιστής», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 162.

4. Για βιογραφικά στοιχεία του Χρ. Μαλτέζου βλέπε: «Ηρωες και Μάρτυρες», Εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», σελ. 159-160, «Επεσαν για τη Ζωή», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 64 και αλλού.

5. Κ. Μπόση: «Χρήστος Μαλτέζος », Περιοδικό «Νέος Κόσμος», τεύχος 2/1967, σελ. 256.

6. Βασίλη Μπαρτζιώτα, στο ίδιο, σελ. 104 και 108.

7. «Ηρωες και Μάρτυρες», Εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», σελ. 159-160, «Επεσαν για τη Ζωή», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 64. Χρ. Τσιντζιλώνη: «ΟΚΝΕ 1922-1943 Λενινιστικό μαχητικό σχολείο νέων», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Οδηγητής, σελ. 285.

8. Εθνικός Κήρυξ: «Μυστικόν Αρχείον».

9. Εθνικός Κήρυξ, στο ίδιο.

10. Ν. Ζαχαριάδη: «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ», εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1945, σελ. 11.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Παρακάτω κείμενο του Κώστα Μπόση που δημοσιεύτηκε το 1967 σε αφιέρωμα του περιοδικού «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ».

ΑΚΤΙΝΑ Θ΄, ακτίνα της σιωπής. Το κάθε κελί – δυο δρασκελιές και κάτι μάκρος, μια και λιγάκι πλάτος. Τα παραθυράκια κατά το διάδρομο είναι κλειστά με σανίδι έτσι που να μην μπορείς ν’ αλλάξεις μια φιλική ματιά, ένα ζεστό χαμόγελο, ένα νόημα με κάποιο σύντροφο που θα τύχει να περάσει. Πρέπει να πιστέψεις πως έχεις κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο, πως εδώ είναι ο τάφος σου, πως είσαι ξεγραμμένος πια. Αλλιώς ο Μανιαδάκης δεν έχει πολλές ελπίδες να λυγίσεις (…)

Σ’ αυτή την Ακτίνα, σ’ ένα τέτιο κελί, έκανε ο Χρήστος Μαλτέζος το φθινόπωρο του 1938 τον τελευταίο γύρο της ζωής του, δίνοντας τη μάχη της υπέρτατης θυσίας.

Πέρασαν κάμποσες πόρτες σιδερένιες κι άνοιξαν το κελί. Τον έριξαν μέσα με μια βάναυση σπρωξιά, κι ο Βασιλάτος διάταξε: – Δε θα καθήσεις καταγής… Αυτό είναι το πρώτο «σωφρονιστικό» μέτρο και αν το παραβείς, θα το μετανιώσεις.

Ακούμπησε τις πλάτες στον τοίχο και παιδεύεται να κρατηθεί ορθός (…)

Πάλαιψε κάμποσο κι ύστερα, έτσι όπως ήταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς καθόλου να το καταλάβει, έκατσε σιγά απαλά στη γωνιά, έγειρε το κεφάλι στον ώμο κι αποκοιμήθηκε.

Πόσο βάσταξε ο ύπνος; Ενα λεφτό; Μια ώρα; Περισσότερο; Λιγότερο; Ποιος ξέρει; Ανοιξε η πόρτα αθόρυβα, για να μην ξυπνήσει παράωρα κι έριξαν καταγής με πάταγο έναν τενεκέ νερό. Τινάχτηκε απότομα, έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί, έπεσε, και, τέλος, με κόπο κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Το βράδυ έριξαν κι έναν τενεκέ ακόμα για να μη στεγνώσει το τσιμέντο. Κυλούν οι ώρες αργά, βασανιστικά, λες κι η κάθε μια είναι ολόκληρος αιώνας. Μα κι αν ήταν δυνατό να δόσεις μια σπρωξιά να γίνει πιο γρήγορα της γης το σβούρισμα, καμιά ελπίδα δεν έχεις. Πάλι νερό θα ρίξουν κάτω. Πονάει, τρέμει το κορμί και πιο πολύ νυστάζει. Πότε πότε, μες στην ήσυχη θερμή νύχτα, ακούγεται, σαν από μακρυά, απ’ τη μια σκοπιά στην άλλη: «Φύλακες! Γρηγορείτε!». Φυλάνε άγρυπνα μη δραπετεύσουν οι «εγκληματίες», μην πάνε έξω στο λαό, μην παλαίψουν και λείψουν η φτώχια, τα μίση, οι πόλεμοι, και ρθει πιο γρήγορα στη γης η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη. Αντεξε ως τα μεσάνυχτα περίπου. Ξύπνησε το πρωί κοκκαλωμένος, παγωμένος. Η μια πάντα, απ’ τα γόνατα ως τον ώμο, είναι ολότελα πιασμένη. Σηκώνεται με κόπο και ζυγώνει στο φεγγίτη (…)

Κάπου, πίσω απ’ τους τοίχους της φυλακής, ακούστηκε μια χαρούμενη παιδική φωνή. Σκίρτησε η καρδιά του και πέταξε ο νους του μακριά στην μικρή πατρίδα του, στα παιδικά του χρόνια. Κι από κει, για να περνάει η ώρα και για να ξεχνάει, για να έχει συντροφιά στη μοναξιά, παίρνει τον τραχύ δρόμο της σύντομης ζωής του (…)

Η νιότη δεν φοβάται δυσκολίες, κι ο Χρήστος, χωρίς κανένα δισταγμό και φόβο, πήρε τη στράτα, με το ντορβά στην πλάτη γεμάτο όνειρα και σχέδια. Θα δούλευε – μπράτσα είχε, δουλιά θα έβρισκε – και θα σπούδαζε μαζί. Θα γινόταν δικηγόρος, θα γινόταν «άνθρωπος», όπως έλεγε η μανούλα του… Μα η τέτια κοινωνία φοβάται τα όνειρα και τα σχέδια, την παλληκαριά και την ορμή της νιότης και πάει να τα συντρίψει μ’ όλα τα μέσα. Αρχισαν οι δυσκολίες, η μια πάνω στην άλλη. Αρχισε ο αγώνας, κάθε μέρα και σκληρότερος: για δουλιά, για ψωμί, για δίδαχτρα, για βιβλία, για ελευθερίες… Ορθώθηκε – ολόγυμνη, χωρίς κανένα στολίδι η ζωή: πάλη ανελέητη ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω. Ωστόσο, τα φτερά του Μαλτέζου δεν έσπασαν. Μέσα στις μπόρες πιο πολύ δυνάμωσαν. Ανοιξαν τα σύνορα του νου και της καρδιάς του και τα όνειρα, και τα σχέδια, που κουβαλούσε στον ντορβά απ’ τη μικρή πατρίδα, πλάτυναν κι αγκάλιασαν το Πανεπιστήμιο, το χωριό του, όλη την Ελλάδα κι όλον τον κόσμο. Ετσι πήρε το Μεγάλο Δρόμο και στα 1925 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ (…)

Το χέρι του Μαλτέζου, όχι μόνο στις αναλαμπές, μα και στις φουρτούνες, δεν έτρεμε (…) Τότε, τον Οχτώβρη του 1937, όταν τα ξερονήσια κι οι φυλακές γέμισαν από λαϊκούς αγωνιστές και κάμποσοι λύγισαν, στις πιο δύσκολες στιγμές του κινήματος, το Κόμμα πρότεινε στο Μαλτέζο να αναλάβει Γραμματέας της ΟΚΝΕ. Και κείνος, όπως πάντα, χωρίς καθόλου να διστάσει, πήρε το τιμόνι στα χέρια του…

Και τώρα; στέκει εκεί κάτω απ’ το φεγγίτη, σ’ ένα κελί της Ακτίνας Θ΄, κοιτάζει τη στενή λωρίδα του γαλάζιου ουρανού, συλλογιέται το δρόμο της ζωής του και – όπως είπε κάποιος – αν ήταν ν’ αρχίσει απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θα έπαιρνε.

ΑΝΟΙΞΕ η πόρτα του κελιού και μπήκε ο Βασιλάτος.

– Πώς κοιμηθήκατε κ. Μαλτέζο; ρώτηξε ειρωνικά.

Ο Μαλτέζος δεν απάντησε κι εκείνος συνέχισε:

– Αυτά ήταν αψιμαχίες. Γρήγορα θ’ αρχίσουν και οι μεγάλες μάχες. Από δω – βάλτο καλά στο μυαλό σου – βγαίνουν μόνο «ανανύψαντες» ή πεθαμένοι. Ζωντανός… ούτε ένας (…) Και, απλώνοντας ένα χαρτί, συμπλήρωσε: – Βάλε μια υπογραφή κι άντε στο καλό σου.

Μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό και σταθερό – τέτιος ήταν ο χαρακτήρας του, τέτια ήταν κι όλη η ζωή του – απάντησε: – Αδικα παιδεύεστε.

Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα, κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί απ’ τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα «αχ!». Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρες ήσυχο (…) Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση: – Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Αδικα παιδεύεστε.

Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι του Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά. Εβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα, κι ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ’ ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε (…)

Πότε συνήρθε; Κείνη τη μέρα; Την άλλη; Ηταν λερωμένος από νερά, ιδρώτα κι αίματα παντού. Σιγά σιγά τα γεγονότα γύρισαν στη μνήμη του. Εκατσε και σκέφτηκε ώρα πολλή. Ζύγισε τα πράγματα απ’ όλες τις πάντες. Εβαλε απ’ τη μια τα «υπέρ», απ’ την άλλη τα «κατά», και πήρε την απόφαση (…) Ο φύλακας, σαν είδε το μεσημεριανό άθιχτο, ρώτησε: – Γιατί δεν το έφαγες; Μήπως θέλεις κανένα ορεχτικό; – Θα κάνω απεργία πείνας. – Μήπως σου πέρασε από το νου πως έτσι θα σταματήσει ο χορός; – Μπα! πού τέτια ευγένεια… Εσείς με τα βασανιστήρια πάτε ν’ αποσπάσετε δηλώσεις και να ρίξετε έτσι το κύρος του Κόμματος… Κάποιος από μας πρέπει να σταματήσει αυτή τη μηχανή… – Θα ψοφήσεις! – Δεν πειράζει… Τσάμπα δε θα πάω… Θα ρθει ένας καιρός… Στις 22 του Νοέμβρη 1938, όταν το Κόμμα έκλεινε τα 20 χρόνια του, πέθανε ο Μαλτέζος…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *