22 Νοέμβρη 1996. Έξω από τη Λιβαδειά, σε ένα συνηθισμένο μπλόκο της Τροχαίας.
Ο 45χρονος Τάσος Μουράτης, Ρομά μικροπωλητής, πατέρας τριών παιδιών, οδηγεί το αυτοκίνητό του. Οι μπάτσοι δεν ψάχνουν αυτόν. Αναζητούν κάποιον φυγόποινο.
Σταματάνε το αμάξι, κατεβάζουν με τη βία τον οδηγό και τον ρίχνουν στο χώμα. Το ένα από τα παιδιά του είναι μέσα στο αμάξι και βλέπει τα πάντα. Ο αστυφύλακας Δημήτρης Τρίμης, 32 χρονών τότε, βγάζει το αυτόματο M5 (ή M45, στρατιωτικό όπλο που δεν έπρεπε καν να έχει η Τροχαία), το απασφαλίζει και σχεδόν εξ επαφής του αδειάζει μια ριπή στο κεφάλι. Ο Τάσος Μουράτης πεθαίνει ακαριαία. Μπροστά στο παιδί του. Η δικαιολογία του δολοφόνου: «Έχασα την ισορροπία μου και εκπυρσοκρότησε τυχαία το όπλο».
Το δικαστήριο δέχτηκε αυτή την αδιανόητη δικαιολογία.
Ο Τρίμης δεν πέρασε ούτε μία μέρα στη φυλακή. Αθωώθηκε πλήρως.
Κανένα κανάλι δεν έδειξε το πτώμα.
Καμία εφημερίδα δεν έβαλε τη φωτογραφία του νεκρού στο πρωτοσέλιδο.
Γιατί; Γιατί ήταν «μόνο ένας Τσιγγάνος».
Αν ήταν γιος μεγαλοεπιχειρηματία ή φοιτητής από τα βόρεια προάστια, θα είχε γίνει χαμός.
Αλλά ήταν Ρομά, φτωχός, μικροπωλητής και η δολοφονία του εξαφανίστηκε από τη δημοσιότητα σε δύο μέρες.
Είναι κομμάτι της μακριάς λίστας κρατικών δολοφονιών που ξεκινά από τη Μεταπολίτευση και φτάνει μέχρι σήμερα.
Και πάντα η ίδια κατάληξη: αθώωση, μετάθεση, σύνταξη, «ατύχημα».
Ο Δημήτρης Τρίμης κυκλοφορεί ελεύθερος.
Δεν ξέρουμε καν αν συνεχίζει να φοράει στολή.
Η ΕΛ.ΑΣ. δεν έδωσε ποτέ πειθαρχική τιμωρία.
Η δικαιοσύνη έκανε απλώς αυτό που ξέρει καλύτερα: να προστατεύει τους δολοφόνους με γαλόνια.

Αφήστε μια απάντηση