Του Κώστα Βαξεβάνη – HOT DOC
Ο εισαγγελέας Θανάσης Ανδρεουλάκος το 2005 αποχώρησε από τη Δικαιοσύνη ως αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Με τον μεγαλύτερο βαθμό δηλαδή πέραν του εισαγγελέα του ανώτατου δικαστηρίου, τον οποίο είναι λογικό να επιθυμούσε, όπως όλοι οι συνάδελφοι του. Σε όλη του τη θητεία υπήρξε από τους εισαγγελείς με πολύ καλή σχέση με τον νομικό κόσμο και τους δημοσιογράφους. Και όπως συμβαίνει πάντα και με όλους, ο όρος «καλός στη δουλειά του», πέρα από τη σχετικότητα της κρίσης, εμπεριέχει και το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις των ανθρώπων. Με αυτή την έννοια τουλάχιστον, ο Αθ. Ανδρεουλάκος ήταν ένας πετυχημένος εισαγγελέας.
Στα 30 χρόνια που υπηρέτησε τη Δικαιοσύνη μετά τη Μεταπολίτευση, το κοινό μυστικό που υπήρχε στον νομικό κόσμο για τον εισαγγελέα Ανδρεουλάκο ήταν πως, πριν υπηρετήσει αυτό που ο καθένας αντιλαμβανόταν ως δημοκρατική Δικαιοσύνη, υπηρέτησε τη «δικαιοσύνη» των συνταγματαρχών. Ο νεαρός εισαγγελέας Ανδρεουλάκος είχε καταλάβει την καρέκλα του βασιλικού επιτρόπου στα στρατοδικεία του Παπαδόπουλου και, απ’ ό,τι αποδεικνύεται πια από τη δημοσιογραφική έρευνα, επιτελούσε το έργο του με μεγάλη συνέπεια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την πτώση της χούντας, τα έργα και οι ημέρες του νεαρού βασιλικού επιτρόπου ξεχάστηκαν, όπως άλλωστε και οι ευθύνες του. Στο Δικαστικό Σώμα, όπως άλλωστε και στην Αστυνομία και τον Στρατό, δεν έγινε καμία ουσιαστική αποχουντοποίηση. Άλλωστε, τον Ιούλιο του 1975, με μια πρωτοφανή του απόφαση ο Άρειος Πάγος είχε χαρακτηρίσει τα εγκλήματα των χουντικών «στιγμιαία». Έτσι εκατοντάδες χουντικοί, υπεύθυνοι βασανισμών, εραστές της «επαναστάσεως» του Παπαδόπουλου, τέρατα που ασχημόνησαν επί ανθρώπων, αφέθηκαν ελεύθεροι παρότι υπήρχαν χιλιάδες μαρτυρίες εναντίον τους. Μαζί με τα αδικήματα άρχισε να παραγράφεται και η μνήμη. Οι χουντικοί ευνοήθηκαν από τη δημοκρατία που πολέμησαν, και πολλοί απ’ αυτούς ξεπλύθηκαν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ των κομμάτων ως δημοκράτες.
Μετά τη χούντα, ο βασιλικός της επίτροπος Θανάσης Ανδρεουλάκος παρέμεινε στη Δικαιοσύνη κι έφτασε ως τον βαθμό του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Όσοι υπονοούσαν το χουντικό παρελθόν του Ανδρεουλάκου έπαιρναν την απάντηση πως υπήρξε ένας καλός βασιλικός επίτροπος, ο οποίος βρέθηκε απλώς σε αυτή τη θέση σε νεαρή ηλικία. Σε νεαρή ηλικία, βέβαια, ήταν απέναντι του και αυτοί τους οποίους δίκαζε, με δράση ενάντια στη χούντα. Και η ποινή που αντιμετώπιζαν ήταν έως και θάνατος.
Το σύντομο βιογραφικό του νέου υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Αθ. Ανδρεουλάκου, όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του υπουργείου, δεν δίνει ιδιαίτερες πληροφορίες για το παρελθόν του. Σύμφωνα με αυτό, εισήλθε στο Δικαστικό Σώμα το 1964 και αποχώρησε το 2005.
Η ιστορία του κ. Ανδρεουλάκου καταγράφεται ωστόσο στον Τύπο της εποχής. Στις εφημερίδες της 1ης Απριλίου 1967 ανακοινώνονται οι μεταθέσεις και οι προαγωγές δικαστικών και εισαγγελέων μετά από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο νεαρός πάρεδρος του Πρωτοδικείου Αθ. Ανδρεουλάκος γίνεται αντεισαγγελέας και μετατίθεται στη Δράμα. Στις 21 Απριλίου οι χουντικοί προβαίνουν στο πραξικόπημα. Στήνονται έκτακτα στρατοδικεία και στις 31 Μαΐου ανακοινώνονται και πάλι μεταθέσεις και προαγωγές δικαστικών. Αυτή τη φορά όχι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αλλά μέσω Βασιλικών Διαταγμάτων με πρόταση του χουντικού υπουργού. Ο Αθ. Ανδρεουλάκος εγκρίνεται να γίνει αντεισαγγελέας με έδρα τη Δράμα.
Έξι μήνες μόλις μετά, τον Ιανουάριο του 1968, ο Αθ. Ανδρεουλάκος κρίνεται ικανός και μετατίθεται από τη χούντα στη Θεσσαλονίκη. Στις 6 Αυγούστου 1968, η χούντα με Βασιλικό Διάταγμα διορίζει βασιλικό επίτροπο Εκτάκτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης τον αντιεισαγγελέα Αθ. Ανδρεουλάκου, απαλλάσσοντας από τα καθήκοντα του τον εισαγγελέα Αβραάμ Σταθόπουλο, ο οποίος από τη Θεσσαλονίκη μετατίθεται στη Χίο.
Τα έκτακτα στρατοδικεία είχαν στηθεί για να εκδικάζουν υποθέσεις του νόμου 509/47• Για να αποδίδουν δηλαδή σε όσους είχαν αντιχουντική δράση και δημοκρατικές πεποιθήσεις την προσπάθεια ανατροπής της δημόσιας τάξης. Ο νόμος 509 είναι το νομικό απαύγασμα λειτουργίας της χούντας και τα στρατοδικεία το εργαλείο της, με το οποίο γεμίζουν ξερονήσια και φυλακές. Ο Αθανάσιος Ανδρεουλάκος όχι μόνο υπηρετεί ως εισαγγελέας (βασιλικός επίτροπος) του στρατοδικείου, αλλά εκδικάζει και μία από τις υποθέσεις αντιστασιακών της εποχής. Πρόκειται για την υπόθεση της Δημοκρατικής Άμυνας, αντιχουντικής οργάνωσης προσωπικοτήτων της Ένωσης Κέντρου, που μέλη της είναι οι Βασίλης Φίλιας, Σάκης Καράγιωργας, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Στέλιος Νέστορας κ.ά. Στη δίκη της Θεσσαλονίκης ο Ανδρεουλάκος δικάζει τον αντιστασιακό Παύλο Ζάννα, αδελφό της μητέρας τού σημερινού πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος έμελλε να τον κάνει κυβερνητικό στέλεχος 54 χρόνια αργότερα.
Ο Αθ. Ανδρεουλάκος, στις 3 Νοεμβρίου 1968, παίρνει μετάθεση για την Αθήνα, αλλά μένει στη Θεσσαλονίκη για να παραστεί στο στρατοδικείο που θα δίκασει τους εθνικούς «ανατροπείς», ως κατήγορος. Μέσα σε ι,5 χρόνο, κατά τη διάρκεια της χούντας, έχει γίνει, από πάρεδρος, αντεισαγγελέας με δύο μεταθέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Τον Νοέμβριο του 1971 γίνεται, από αντεισαγγελέας, εισαγγελέας. Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1971. ο Αθανάσιος Ανδρεουλάκος, όπως φαίνεται από δημοσιεύματα της εποχής, διορίζεται από τη χούντα και σε πολιτική θέση. Αναλαμβάνει μέλος του ΔΣ του «Κοινωνικού Κέντρου Οικογενείας και Νεότητος». Είναι ένα από τα «κοσμήματα» της χούντας, το οποίο είναι υπεύθυνο για την «εθνική διαπαιδαγώγηση» των παιδιών. Οργανώνει γιορτές και τις θερινές κατασκηνώσεις, όπου τα παιδιά διαπαιδαγωγούνται με «πειθαρχία και τα ιδανικά της Επαναστάσεως».
Ο μετέπειτα αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί σήμερα να υποστηρίζει πως δεν αγαπούσε στην πραγματικότητα τη χούντα, αυτή όμως είναι βέβαιο πως τον θεωρούσε αστέρι της. Η δίκη των στελεχών της Δημοκρατικής Άμυνας, τον Νοέμβριο του 1968, ήταν ζήτημα τιμής για τη χούντα. Έξι στελέχη στη Θεσσαλονίκη είχαν συλληφθεί μετά από παρακολούθηση και έπρεπε να δικαστούν ως ανατροπείς του «επαναστατικού πολιτεύματος». Οι συλληφθέντες ήταν ο Στέλιος Νέστορας, φερόμενος ως αρχηγός της Δημοκρατικής Άμυνας Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Σιπιτάνος, ο Κώστας Πύρζας, ο Σωτήρης Δέδες, ο Αργύρης Μαλτσίδης και ο Παύλος Ζάννας (θείος του Αντώνη Σαμαρά). Ο πυρήνας της αντιχουντικής οργάνωσης ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση από την ΕΥΠ, η οποία τον Μάιο του 1968 δίνει εντολή να συλληφθούν τα στελέχη της. Σύμφωνα με την έκθεση-κατηγορητήριο της ΚΥΠ την εποχή εκείνη (μας το παραχώρησε το μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας και στέλεχος του φοιτητικού τμήματος Νίκος Λεβεντάκης), η Δημοκρατική Άμυνα είχε ως δραστηριότητα:
«(1) Συλλογή πληροφοριών και ενημέρωσις οπαδών Κέντρου διά της εκδόσεως Μηνιαίου Δελτίου Πληροφοριών υπό τον τίτλο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΜΥΝΑ.
(2) Διακίνησις του Δελτίου τούτου και της εξ Αθηνών αποστελόμενης εφημερίδος ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΜΥΝΑ προς μέλη της οργανώσεως και εις έτερα πρόσωπα συμπαθώς διακείμενα.
(3) Επικόλλησις επί αυτοκινήτων (άπαξ) αυτοκόλλητων συνθημάτων ΔΑ». Στην έκθεση παρακολούθησης της ΕΥΠ, τα μέλη της Άμυνας εμφανίζονται να σχεδιάζουν δυναμικές ενέργειες σε βάρος τουριστών (καταστροφή οχημάτων με εκρηκτικά, καταστροφή περιουσιακών στοιχείων), για να δημιουργηθεί άσχημη εντύπωση στο εξωτερικό για το καθεστώς.
Οι έξι, αφού βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν (υπήρξαν μάλιστα σχετικά δημοσιεύματα της LE MONDE για σπάσιμο των ποδιών του Στέλιου Νέστορα), οδηγήθηκαν στο στρατοδικείο για να δικαστούν.
Σε μια δίκη παρωδία, κατά την οποία το καθεστώς δίκαζε τη δημοκρατία, ο βασιλικός επίτροπος Αθ. Ανδρεουλάκος θα εξαπολύσει μια καθεστωτική αγόρευση, υπερασπιζόμενος τη νομιμότητα της «επαναστάσεως», λέγοντας: «Η αρχή ότι η επικρατούσα επανάστασις δημιουργεί δίκαιον είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Η επανάστασις της 21ης Απριλίου επεκράτησε πλήρως εσωτερικώς και ανεγνωρίσθη υφ’ όλων των κρατών εξωτερικώς. Επομένως εδημιούργησε δίκαιο. Οι νόμοι είναι έγκυροι και οι πολίται οφείλουν σεβασμόν προς τους νόμους. Τοιούτος νόμος είναι ο Α.Ν. 509/1947 που διετηρήθη υφ’ όλων των κυβερνήσεων και όλων των νομοθετικών σωμάτων αφ’ ότου εθεσπίσθη αποσκοπεί να προστατεύση το κοινωνικόν καθεστώς και το πολίτευμα της χώρας μας. Οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται με τον νόμον αυτόν, ως σκοπούντες την ανατροπήν του κρατούντος πολιτεύματος και κοινωνικού συστήματος. Οι παρόντες κατηγορούμενοι παραπέμπονται δια την βιαίαν ανατροπήν του πολιτεύματος και δια την ανατροπήν της παρούσης καθεστηκυίας τάξεως του παρόντος επαναστατικού καθεστώτος ως τρόπου και μορφής πολιτεύματος».
Σε ένα κρεσέντο της αγόρευσης του ο Ανδρεουλάκος θα πει «η οργάνωσίς των υπήρξε σοβαρά και επικίνδυνος διότι ήτο δυνατόν να δημιουργήσουν πλάνη εις τον λαόν και να τον οδηγήσουν εις συνεργασία με τον κομμουνισμόν. Ο σκοπός ήτο κοινός: Η ανατροπή του καθεστώτος. Τα μέσα των κομμουνιστών είναι γνωστά: Η βία». Ο Αθ. Ανδρεουλάκος προτείνει να αναγνωριστούν κάποια ελαφρυντικά στους κατηγορούμενους, μια και στο πρόσωπο τους αναγνωρίζει πρόσωπα της καλής κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Τελικά καταδικάζονται ο Στέλιος Νέστορας σε φυλάκιση 16,5 ετών, ο Παύλος Ζάννας σε φυλάκιση 10,5 ετών, ο Γιώργος Σιπιτάνος σε φυλάκιση 7,5 ετών και οι Κώστας Πύρζας, Σωτήρης Δέδες και Αργύρης Μαλτσίδης σε φυλάκιση 5,5 ετών.
Ως θεματοφύλακας του πολιτεύματος, ο Ανδρεουλάκος καταθέτει μέσα στο στρατοδικείο που δίκαζε ανθρώπους γιατί υπεράσπιζαν τη δημοκρατία το δικό του πλαίσο γι’ αυτήν. Η δίκη είναι ένα επ¬κοινωνιακό επίτευγμα της χούντας, που εμφανίζεται παντοδύναμη να βρίσκει και να τιμωρεί τους εχθρούς-δημοκράτες. Ο Ανδρεουλάκος μετά τη δίκη αναχωρεί για Αθήνα και προάγεται. Λίγο πριν προαχθεί σε εισαγγελέα Αθηνών, ο Αθ. Ανδρεουλάκος συνδέει το όνομα του με μία ακόμη υπόθεση αντιχουντικής δράσης. Πρόκειται για μια δικογραφία με κατηγορούμενους τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Στάθη Παναγούλη, τον Νίκο Νικολαΐδη και τον Πολύκαρπο Γεωρκάτζη. Η υπόθεση είναι απόρροια της δίκης Αλέκου Παναγούλη, ο οποίος στις 15 Αυγούστου 1968 επιχείρησε να σκοτώσει τον Γ. Παπαδόπουλο, ανατινάζοντας εκρηκτικά την ώρα που το αυτοκίνητο του δικτάτορα περνούσε από το σημείο που είχε παγιδεύσει. Τον Παναγούλη είχε βοηθήσει, δίνοντας του διαβατήριο, ο κύπριος υπουργός Πολύκαρπος Γεωρκάτζης. Μετά τη δίκη του Παναγούλη σχηματίστηκε δικογραφία για τους συνεργούς του, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν οι Ανδρέας Παπανδρέου, Στάθης Παναγούλης, Νίκος Νικολαΐδης και Πολύκαρπος Γεωρκάτζης. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, ο Ανδρεουλάκος είναι αυτός που εμφανίζεται να χειρίζεται τούτη τη δικογραφία και να την διαβιβάζει τελικά στο Εφετείο.
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Αθαν. Ανδρεουλάκος μετατίθεται στο Ναύπλιο (1976) και επανεμφανίζεται στη συνέχεια στην Εισαγγελία Αθηνών. Πολλοί από τους βασιλικούς επιτρόπους της εποχής εκείνης θα κατονομαστούν από τα θύματα της χούντας για τον ρόλο τους, αλλά παρ’ όλα αυτά πολλοί θα συνεχίσουν να ανήκουν στη Δικαιοσύνη της δημοκρατικής Ελλάδας. Ο Ανδρεουλάκος, τα επόμενα χρόνια, με μια εισαγγελική τυπικότητα θα καταφέρει να απομακρυνθεί από το παρελθόν του, για να καταλήξει τελικά στο υπουργείο που είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση του ιδίου του δημοκρατικού πολιτεύματος με εντολή του Αντώνη Σαμαρά, ανιψιού του θύματος Παύλου Ζάνα.
Ο Στέλιος Νέστορας, αρχηγός τότε της Δημοκρατικής Αμυνας στη Θεσσαλονίκη, καταδικασμένος από το στρατοδικείο του Ανδρεουλάκου, θεωρεί την τοποθέτηση του στη θέση του Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης ήττα της Δημοκρατίας. «Δεν μπορούν άνθρωποι που έχουν βεβαρημένο παρελθόν να αναλαμβάνουν τέτοιες επιτελικές θέσεις στη Δημοκρατία. Το τι σήμαινε τότε βασιλικός επίτροπος το γνωρίζουν όλοι. Δεν ήταν ένας δικαστικός, αλλά ένας δικαστικός του καθεστώτος. Υπήρξαν άνθρωποι που αρνήθηκαν τέτοιους ρόλους ή προφασίστηκαν ως και ασθένεια για να μην τους πάρουν. Δεν μπορεί να έχει τέτοια θέση σήμερα. Αναγνωρίζω πως στη δίκη εκείνη πρότεινε μικρότερες ποινές απ’ ό,τι μας επιβλήθηκαν, αλλά αυτό δεν είναι επιχείρημα. Είναι σαν τα Ες Ες, που ο καθένας από αυτούς είχε να πει πως έσωσε και έναν Εβραίο. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα». Ο πρωθυπουργός μάλλον δεν συμφωνεί με την άποψη του Στέλιου Νέστορα. Το κακό βέβαια είναι πως δεν γράφει ή δεν παραβλέπει την ιστορία της οικογένειας του μόνο, αλλά και αυτή της χώρας.
Αφήστε μια απάντηση