Η ΟΛΜΕ έχει αναφερθεί επανειλημμένα στις άκρως παθογενείς καταστάσεις που έχει δημιουργήσει ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο θέμα αυτό έχει υποστηρίξει υπεύθυνα και τεκμηριωμένα την αυτονόμηση της λυκειακής βαθμίδας από τη διαδικασία πρόσβασης στην επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα και τη μετακίνηση προς ένα σύστημα ελεύθερης πρόσβασης.
Τα προβλήματα, ωστόσο, που δημιουργήθηκαν στις εφετινές πανελλαδικές εξετάσεις φαίνεται πως έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, επιτείνοντας ως τα άκρα το άγχος και την αβεβαιότητα μεταξύ των υποψηφίων και των λοιπών μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας και προκαλώντας σύγχυση στην ελληνική κοινωνία.
Ουσιαστικά, η εφετινή εξεταστική διαδικασία έδειξε ότι η ηγεσία του υπ. Παιδείας όχι μόνο δεν διαθέτει την απαιτούμενη κοινωνική ευαισθησία και στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, αλλά επιπλέον στερείται και των πιο βασικών παιδαγωγικών αρχών και οργανωτικών ικανοτήτων προκειμένου να φέρει σε πέρας ένα έργο όπως η διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων. «Αίσχος», «αδικία», «σφαγή», «ανοιχτή παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισονομίας για τους υποψήφιους» είναι αντιδράσεις που έρχονται στα γραφεία της ΟΛΜΕ από εκπαιδευτικούς από όλη τη χώρα, που αρνούνται να συμπράξουν σε αυτή την απαράδεκτη διαδικασία, αλλά και από κοινωνικούς φορείς και συλλογικότητες που διαμαρτύρονται για όσα συνέβησαν εφέτος. Από την άλλη πλευρά, παιδιά που καταρρέουν κλαίγοντας τη στιγμή που παραδίδουν το γραπτό τους, άλλα, που μεταφέρονται από ασθενοφόρο με κρίση πανικού, είναι στοιχεία που σφράγισαν ιδιαίτερα τις εφετινές εξετάσεις και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα.
Επισημαίνουμε κάποια από τα πιο σοβαρά προβλήματα και δυσλειτουργίες που επισημάνθηκαν:
1.Στα Μαθηματικά και Στοιχεία Στατιστικής τα θέματα ήταν υπερβολικά απαιτητικά, με πολύ υψηλό συντελεστή δυσκολίας. Η επιλογή τους δείχνει, καταρχάς, ότι παραβιάστηκαν οι βασικές κατευθύνσεις που δίνει το ίδιο το υπ. Παιδείας για τη διδασκαλία και την αξιολόγηση του μαθήματος. Στα περισσότερα από τα υποερωτήματα απαιτούνταν συνδυασμοί γνώσεων διαφορετικών κεφαλαίων σε ένα αυστηρά τυπικό, αφηρημένο επίπεδο, ξένο προς τους δηλωμένους σκοπούς του μαθήματος. Τα θέματα αυτά απευθύνονταν προς ένα μαθητικό κοινό που είχε προετοιμαστεί σε συγκεκριμένους εξωσχολικούς χώρους (φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα κ.λπ.) αφού σίγουρα οι 2 ώρες την εβδομάδα που διατίθενται από το αναλυτικό πρόγραμμα για το συγκεκριμένο μάθημα δεν επαρκούν για τη προετοιμασία αντιμετώπισης τέτοιων θεμάτων. Ουσιαστικά, με τα θέματα αυτά παραβιάστηκε η αρχή της ισότιμης αντιμετώπισης των υποψηφίων, καθώς κλήθηκαν να χειριστούν εμφανώς πολύ μεγαλύτερης δυσκολίας θέματα από αυτά που αντιμετώπισαν οι συμμαθητές τους που επέλεξαν ένα από τα τρία άλλα μαθήματα γενικής παιδείας και κυρίως τη Βιολογία. Την όλη κατάσταση επιδείνωσε η σοβαρή παρατυπία της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, η οποία, ενώ η αξιολόγηση των γραπτών είχε ξεκινήσει, κυκλοφόρησε εκ των υστέρων οδηγία που ζητούσε ανατροπή των αρχικών οδηγιών βαθμολόγησης (υποερώτημα Γ2).
2.Στα Μαθηματικά και Στοιχεία Στατιστικής αποφοίτων των Εσπερινών Γενικών Λυκείων και ΕΠΑΛ επισημάνθηκε εσφαλμένη διατύπωση συγκεκριμένου υποερωτήματος (του Δ3). Το γεγονός αυτό, όπως και το προηγούμενο, δείχνει εύγλωττα τον τρόπο με τον οποίο οι «αρμόδιοι» αντιμετωπίζουν τις πιο αδύνατες, οικονομικά και κοινωνικά, ομάδες των μαθητών/μαθητριών μέσα από τη διαδικασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων.
3.Τα θέματα των Μαθηματικών Θετικής-Τεχνολογικής Κατεύθυνσης, σύμφωνα με ανακοίνωση της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας, «… είναι τα δυσκολότερα των τελευταίων ετών και απαιτούν ειδικές τεχνικές, που ίσως δεν προωθούν την έλξη και την αγάπη των μαθητών στα Μαθηματικά». Όπως τονίζεται, επιπλέον, μεταξύ άλλων, σε σχετική ανακοίνωση του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας, που ασκεί κριτική στις επιλογές της ΚΕΕ: (α) δεν υπήρξαν καθόλου ερωτήματα που μπορούν να τα διαχειριστούν μέτριοι μαθητές, (β) τα θέματα ήταν χωρίς διαβαθμίσεις, για πολύ γερά προετοιμασμένους μαθητές με άριστη υποδομή στο χειρισμό αλγεβρικών παραστάσεων κάθε είδους, χωρίς να παρέχουν τη δυνατότητα διάκρισης των μαθητών σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια αξιολόγησης, και (γ) η άριστη προετοιμασία με βάση το επίσημο σχολικό βιβλίο δεν ήταν αρκετή για την επίτευξη υψηλής βαθμολογίας, καθώς τα περισσότερα ερωτήματα δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις ασκήσεις και τα προβλήματα του σχολικού βιβλίου.
4.Στο μάθημα της Φυσικής της Κατεύθυνσης, σύμφωνα με την Ένωση Ελλήνων Φυσικών (ΕΕΦ), κάποια ερωτήματα « ήταν έξω από το πνεύμα διδασκαλίας, το πνεύμα του σχολικού βιβλίου και της αξιολόγησης της Φυσικής».
5.Διαπιστώθηκε, επίσης, με δραματικό τρόπο ότι η απουσία του αναγκαίου ιατρικού προσωπικού στα βαθμολογικά κέντρα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των εκπαιδευτικών.
Με βάση τα παραπάνω –και όχι μόνο–, εγείρονται μια σειρά σοβαρά ερωτήματα:
•Ποιοι και με ποια κριτήρια επιλέγονται ως μέλη της ΚΕΕ για να ορίσουν τα θέματα Πανελλαδικές Εξετάσεις; Ποιος έχει την ευθύνη γι’ αυτές τις επιλογές;
•Ποιοι αναλαμβάνουν την ευθύνη της παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισοτιμίας μεταξύ των υποψηφίων; Πώς θα αποκατασταθούν οι θιγόμενοι (υποψήφιοι και οι οικογένειές τους) από την παραβίαση αυτή;
•Τι μήνυμα εκπέμπεται προς την ελληνική κοινωνία και ιδίως προς τους γονείς των υποψηφίων, όταν τίθενται θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην εξεταστέα ύλη ή ο βαθμός δυσκολίας τους εκφεύγει κατά πολύ από τα λογικώς αναμενόμενα, και σίγουρα από το επίπεδο του σχολικού βιβλίου;
•Ποιος έχει την ευθύνη για την προώθηση της στείρας απομνημόνευσης, για την εμμονή σε ατέλειωτες τεχνικές και ανούσιες διαδικασίες, αντί της κατανόησης και της οικειοποίησης της γνώσης μέσα από τη συμμετοχή, το διάλογο, την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση, την ανακάλυψη και τη διερεύνηση;
•Οι οδηγίες του Π.Ι. σε σχέση με τους διδακτικούς στόχους και τους τρόπους αξιολόγησης των μαθητών/μαθητριών δεν αφορούν και αυτές τις εξετάσεις; Δεν οφείλει η ΚΕΕ να τις λαμβάνει υπόψη της;
•Γιατί κατ’ επανάληψη επιλέγονται θέματα που ουσιαστικά ακυρώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και πριμοδοτούν τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία;
•Πόσο είναι πλέον εφικτό για τους μαθητές/μαθήτριες που έχουν ως μοναδικό μέσο υποστήριξης το σχολείο και το σχολικό βιβλίο, και μάλιστα στην δύσκολη οικονομική και κοινωνική συγκυρία της εποχής μας, να προσεγγίσουν ακόμα και τη βαθμολογική βάση, κάτω από αυτούς τους όρους;
•Ποιος έχει την ευθύνη για την ουσιαστική ακύρωση του έργου του εκπαιδευτικού, από το στιγμή που η διδακτέα ύλη απαιτεί, όπως στην περίπτωση των Μαθηματικών, τις διπλάσιες διδακτικές ώρες από αυτές που διατίθενται, ενώ τα συγκεκριμένα θέματα που τέθηκαν απαιτούν πολλαπλάσιες διδακτικές ώρες και μάλιστα με ένα αντιπαιδαγωγικό, δασκαλοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας;
•Πώς μπορεί ο καθηγητής / η καθηγήτρια να επιτελέσει το διδακτικό έργο, σύμφωνα με τις ισχύουσες παιδαγωγικές και διδακτικές αρχές, όταν με τέτοια θέματα ανατρέπεται το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας; Με ποιες αρχές και κατευθύνσεις θα επιχειρήσει το επόμενο σχολικό έτος να διδάξει, π.χ., τα «Μαθηματικά και Στοιχεία Στατιστικής» σε μια τάξη Γενικής Παιδείας; Θα τηρήσει τις επίσημες οδηγίες, που απευθύνονται στο σύνολο των παιδιών, αλλά δεν τα προετοιμάζουν κατάλληλα για τέτοια θέματα στις πανελλαδικές εξετάσεις; Ή θα παραβιάσει ουσιαστικά τις αρχές του λειτουργήματός του, απευθυνόμενος σε μια μικρή μερίδα παιδιών, επικεντρώνοντας σε θέματα αντίστοιχα αυτών των Πανελλαδικών Εξετάσεων και αγνοώντας τις ανάγκες των υπολοίπων;
•Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη της δυσφήμισης και ουσιαστικά της ακύρωσης του δημόσιου σχολείου, σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, όταν εμφανίζεται ως ανίκανο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της προετοιμασίας των μαθητών/μαθητριών για της πανελλαδικές εξετάσεις;
•Ποιοι είναι επιτέλους οι «επίορκοι» του δημόσιου τομέα, που πρέπει όχι μόνο η Παιδεία μας, αλλά το σύνολο της κοινωνίας να αποβάλουν από το Δημόσιο;
•Θα απασχολήσει επιτέλους σοβαρά το Υπουργείο η αποτυχία των μαθητών ώστε να αναθεωρήσει ριζικά την εκπαιδευτική πολιτική και τις προτεραιότητές της, ή θα καταφύγει για άλλη μια φορά στις συνηθισμένη λασπολογία περί ανεπάρκειας και φυγοπονίας των λειτουργών της εκπαίδευσης;
Απευθύνουμε τα παραπάνω ερωτήματα αρχικά στους καθ’ ύλην αρμόδιους του υπ. Παιδείας καλώντας τους να αναλάβουν επιτέλους τις ευθύνες τους. Δευτερευόντως, τα απευθύνουμε προς όσους δεν έχασαν ευκαιρία το τελευταίο διάστημα να ξιφουλκούν κατά των εκπαιδευτικών, χαρακτηρίζοντάς τους «ανεύθυνους» και αποδίδοντας σε εκείνους την αποκλειστική ευθύνη όλα τα δεινά της εκπαίδευσης, αποσιωπώντας ότι είναι ακριβώς η ακολουθούμενη πολιτική που κατ’ εξοχήν δημιουργεί τα προβλήματα στην εκπαίδευση και στην κοινωνία.
Αφήστε μια απάντηση