Η απίστευτη ιστορία μιας Σύριας μάνας και της κόρης της που δουλέμποροι πέταξαν στο Αιγαίο
Τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας σκάφη του Λιμενικού διέσωσαν συνολικά 95 πρόσφυγες, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και μικρά παιδιά, οι οποίοι εντοπίστηκαν να πλέουν με δύο σαπιοκάραβα στα ανοικτά της Σάμου και των Οινουσών, στο Ανατολικό Αιγαίο.
Θύματα και αυτοί των σύγχρονων δουλεμπόρων, οι οποίοι «θησαυρίζουν» εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη δυστυχία, αλλά και τη λαχτάρα για ζωή όλων όσοι εγκαταλείπουν τις μαστιζόμενες, από τον πόλεμο και την ανέχεια, πατρίδες τους.
Πηγές της ελληνικής ακτοφυλακής ανέφεραν στο «Π» πως μόνο τον περασμένο Αύγουστο οι ροές προσφύγων από τα παράλια της Μικρός Ασίας προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου παρουσίασαν αύξηση 400%, εν συγκρίσει με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Στα κέντρα κράτησης, τα κρατητήρια των αστυνομικών τμημάτων και τις δημόσιες αίθουσες (γυμναστήρια και μεγάλες αποθήκες) που χρησιμοποιούνται από τους τοπικούς φορείς για τη φιλοξενία των διασωθέντων μεταναστών, εξελίσσονται σκηνές οι οποίες μπορούν να λυγίσουν και τις πιο «άκαμπτες καρδιές».
Όπως αυτή την οποία περιέγραψαν στο Ελληνικό Τμήμα της «Διεθνούς Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες» (και αναδημοσιεύθηκε από τοπικά μέσα ενημέρωσης) οι εθελοντές ιατροί και νοσηλευτές των Γιατρών του Κόσμου, καθώς και κάτοικοι, οι οποίοι προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στο ΠΙΚΠΑ των Νέων Κυδωνιών Λέσβου και του Κέντρου Κράτησης, στη Μόρια.
Την περασμένη Παρασκευή στην περιοχή Νέες Κυδωνιές Λέσβου ναυάγησε άλλη μια βάρκα με μετανάστες. Μέσα στη μια βάρκα ήταν ένα κοριτσάκι 5 χρόνων. Η ελληνική ακτοφυλακή κατάφερε να διασώσει τους περισσότερους από τους ναυαγούς μετανάστες. Ανάμεσά τους και το κοριτσάκι, το οποίο είχε προλάβει να πάρει στην αγκαλιά του ο θείος , του. Πουθενά όμως ίχνος από τη μητέρα του παιδιού, η οποία ταξίδευε ! μαζί τους».
Στοιβαγμένες ψυχές
Οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν αρχικά στο – ασφυκτικά γεμάτο από μετανάστες που είχαν διασωθεί τις προηγούμενες ημέρες – τοπικό κατάστημα του ΠΙΚΠΑ και από εκεί στο κέντρο κράτησης μεταναστών στη Μόρια, προκειμένου να εξεταστούν από τους εθελοντές των Γ ιατρών του Κόσμου.
Εκεί, πληροφορήθηκαν από τον θείο της 5χρονης την ιστορία της οικογένειας που χώρισε ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία. Ο πατέρας και η μεγαλύτερη αδελφή έχουν εδώ και λίγους μήνες άσυλο στο Βέλγιο και η μητέρα με την 5χρονη ξεκίνησαν πριν από έναν μήνα από τη Συρία, μαζί με άλλους πρόσφυγες, για το μακρύ ταξίδι προς την Ευρώπη.
Πλήρωσαν τουλάχιστον 4.000 ευρώ στα κυκλώματα των δουλεμπόρων, ώστε να τους στοιβάξουν σ’ ένα σαπιοκάραβο μαζί με δεκάδες άλλους μετανάστες και να τους περάσουν από τα τουρκικά παράλια στη Μυτιλήνη.
Όμως, όπως συνήθως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, λίγο πριν η βάρκα προσεγγίσει τις ελληνικές ακτές, στα ανοικτά του Αϊβαλί, οι δουλέμποροι υποχρέωσαν τους πρόσφυγες να πέσουν στη θάλασσα.
Η μητέρα πήρε την κόρη της αγκαλιά και έπεσε στα ορμητικά νερά, εξαιτίας των ισχυρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή. Μητέρα και κόρη παρασύρθηκαν από τα κύματα.
Θα είχαν χαθεί’ και οι δύο αν ο θείος του παιδιού, με τη βοήθεια και κάποιων άλλων ναυαγών, δεν προλάβαινε να τραβήξει το παιδί από τα χέρια της μητέρας του, η οποία χάθηκε στα ορμητικά νερά.
Όλοι όσοι βρίσκονταν στο Κέντρο Κράτησης στη Μόρια θεωρούσαν πως η άτυχη γυναίκα είχε πνιγεί στα παγωμένα νερά του Αιγαίου, παρά τις έρευνες του Λιμενικού.
«Τα εσκεμμένα ναυάγια είναι μια από τις κλασικές μεθόδους που χρησιμοποιούν αυτά τα κυκλώματα, ώστε από τη μια να “ξεφορτώνονται ανώδυνα το εμπόρευμα, δίχως να διακινδυνεύουν να συλληφθούν” και από την άλλη να υποχρεωνόμαστε
εμείς να διασώσουμε και να παρέχουμε κατάλυμα στους ναυαγούς», λέει στο «Π» στέλεχος του Λιμενικού, ο οποίος συμμετέχει στις καθημερινές περιπολίες στα νησιά του Βορείου Αιγαίου.
Συμβαίνουν ακόμα θαύματα
Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφτασε στη Μόρια η πληροφορία πως μια γυναίκα βρέθηκε να περπατάει μόνη της στην περιοχή Ξαμπέλια και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης. Αμέσως πήγε διερμηνέας στο νοσοκομείο για να μιλήσει με τη γυναίκα, η οποία ήταν σε κατάσταση σοκ. Ήταν σίγουρη ότι το παιδί της και ο γαμπρός της είχαν πνιγεί.
Εκείνη χρειάστηκε να παλέψει 18 ώρες με τα κύματα και σώθηκε χάρη στο σωσίβιο που είχε προλάβει να φορέσει, πριν πηδήξει στη θάλασσα μαζί με την κόρη της. Όταν βγήκε στην ακτή είδε ένα πορτοκαλί σωσίβιο σαν εκείνο που φορούσε το παιδί της και άρχισε να θρηνεί για τον χαμό του.
Βρήκε το κουράγιο έπειτα να προχωρήσει ξυπόλυτη προς τα σπίτια που έβλεπε στην κορυφή του λόφου.
Όταν ο διερμηνέας πολύ προσεκτικά της είπε ότι ζει το παιδί της, εκείνη σε κατάσταση σοκ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πέρασε πολλή ώρα κατά τη διάρκεια της οποίας ο διερμηνέας της μιλούσε ήρεμα και της εξηγούσε για να την ηρεμήσει και να την προετοιμάσει για τη συνάντηση.
Η συνάντησή της με το παιδί της και τον γαμπρό της, που τους θεωρούσε νεκρούς, ήταν ανείπωτη στιγμή χαράς.
Πηγή: “Το Ποντίκι”
Αφήστε μια απάντηση