Του Δημήτρη Καζάκη*
Δεν υπάρχει αντεργατικό και αντικοινωνικό μέτρο, από την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την κατάργηση του οκταώρου μέχρι τους «απασχολήσιμους» και την επίθεση κατά της κοινωνικής ασφάλισης, από τη συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών του κράτους μέχρι το ξεπούλημα των δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, από το χτύπημα της εργατικής νομοθεσίας μέχρι την υπονόμευση των συλλογικών συμβάσεων και των κατακτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων, που πίσω του να μη βρίσκονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις και οδηγίες της Ε.Ε.
Το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι απαγορευτικό ακόμη και για μέτρα στοιχειώδους ανακούφισης υπέρ των εργαζομένων. Ιδίως σήμερα, μέσα σε συνθήκες έντασης των πολιτικών λιτότητας και δραστικών περικοπών των κοινωνικών δαπανών σε ολόκληρη την Ε.Ε., προκειμένου να στηριχθούν και να διασωθούν οι τράπεζες.
Για παράδειγμα, η παραμικρή ουσιαστική αύξηση των μισθών και συντάξεων είναι αδιανόητη στο πλαίσιο του «συμφώνου σταθερότητας» και του «ισχυρού νομίσματος», του ευρώ, το οποίο προϋποθέτει μια διαρκή συρρίκνωση του «εργατικού κόστους». Ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις,
περιθωριακές βελτιώσεις της ζωής των πιο καταπονημένων λαϊκών στρωμάτων, η ίδια η έννοια κάποιου είδους δικαιοσύνης στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της χώρας, είναι παντελώς ασυμβίβαστες με το καθεστώς της Ε.Ε. και του «ισχυρού» ευρώ.
Μπροστά σ’ αυτή την αμείλικτη πραγματικότητα το δίλημμα που μπαίνει ορθά κοφτά είναι ένα: μέσα ή έξω από την Ε.Ε.; Είναι το δίλημμα που ταλανίζει λαούς και χώρες ήδη από την εποχή της απόρριψης του ευρωσυντάγματος. Πολύ περισσότερο όταν η Ε. Ε. μετεξελίσσεται σε ένα τεράστιο νεκροταφείο οικονομιών, λαών και κρατών, προκειμένου οι αγορές να συνέλθουν από το σοκ του κραχ και της συνεχιζόμενης ύφεσης.
Μετά την απόρριψη του ευρωσυντάγματος το βασικό πρόβλημα των λαών με την Ε.Ε. δεν ήταν πια οι επιμέρους πολιτικές της, αλλά το τι σημαίνει «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» από τη σκοπιά των συμφερόντων των απλών ανθρώπων του μόχθου, το τι σημαίνει από τη σκοπιά της δραματικής επιδείνωσης της θέσης τους, το τι ασφυκτικούς περιορισμούς αντιπροσωπεύει για την κοινωνική δράση τους, για τις δυνατότητες παρέμβασης τους στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στις χώρες τους, το τι σόι ανάπτυξη επιδιώκει και σε όφελος ποιων δυνάμεων.
Κι επομένως με ποιον τρόπο είναι υποχρεωμένοι να αντιδράσουν οι λαοί και οι εργαζόμενοι; Να την απορρίψουν και να διεκδικήσουν άμεσα τον απεγκλωβισμό τους απ’ αυτή, έτσι ώστε να διευκολύνουν την πάλη τους για τα καθημερινά προβλήματα και την προοπτική της χώρας τους; Ή να υποταχτούν σ’αυτήν, ό,τι και αν σημαίνει κάτι τέτοιο για την τύχη των ίδιων και των χωρών τους; «Τρίτος δρόμος» δεν υπάρχει: Αποδέσμευση από την Ε. Ε. ή υποταγή σ’αυτή.
Η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», όποια μορφή κι αν πήρε, δεν υπήρξε ποτέ το εισιτήριο των λαών και των κρατών για τη διεθνοποίηση της ζωής τους. Δεν γεννήθηκε για να διευκολύνει την επαφή ανάμεσα σε λαούς, αλλά για να αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, να τους αφαιρέσει τη δυνατότητα να παλέψουν ή να διεκδικήσουν την κυριαρχία στη χώρα τους. Γεννήθηκε σε μια εποχή που οι λαοί στην Ευρώπη απειλούσαν άμεσα τις κατεστημένες εξουσίες, διεκδικούσαν στην πράξη την κυριαρχία στη χώρα τους και μέσα από αυτήν απαιτούσαν μια νέα διεθνή οικονομική και κοινωνική ζωή που να βασίζεται στην έμπρακτη αναγνώριση του δικαιώματος κάθε λαού να είναι αφέντης στον τόπο του.
Απέναντι σ’ αυτές τις λαϊκές απαιτήσεις για μια πραγματική δημοκρατική διεθνοποίηση βρέθηκαν τα συμφέροντα μιας άλλου τύπου διεθνοποίησης της αποικιοκρατίας, της νεοαποικιοκρατίας, των πολυεθνικών και των διεθνών μηχανισμών καταλήστευσης λαών και χωρών του πλανήτη. Η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» υπήρξε προϊόν της ανάγκης αυτών των συμφερόντων να συντρίψουν την πάλη για μια διεθνοποίηση της ελευθερίας των λαών και των χωρων τους. Τη μόνη διεθνοποίηση που καταλαβαίνει είναι εκείνει της ελευθερίας των αρπακτικών της αγοράς. Και έτσι συγκροτήθηκε για να θωρακίσει τις εξουσίες απέναντι στα λαϊκά στρώματα. Να τις θωρρακίσει απέναντι στα λαϊκά αιτήματα. Να μεταφέρει τα κέντρα αποφάσεων μακριά από τους λαούς, έξω από την εμβέλεια της παρέμβασης τους. Γι’αυτό και ευθύς εξαρχής το κεντρικό ζητούμενο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» ήταν η αναίρεση της κυριαρχίας των κρατών – μελών, προς όφελος της απρόσωπης κυριαρχίας του διεθνούς κεφαλαίου και των μηχανισμών μιας υπερεθνικής κρατικομονοπωλιακής ολιγαρχίας.
«Η κυριαρχία που χάνεται σε εθνικό επίπεδο», έλεγε οΤζουλιάνο Αμάτο, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης που γέννησε το ευρωσύνταγμα, «δεν περνά σε κάποια καινούργια οντότητα.Τη διαχειρίζονται οντότητες δίχως πρόσωπο: το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ και ειδικά η Ε.Ε., η οποία βρίσκεται στην πρωτοπορία ενός κόσμου που αλλάζει στην κατεύθυνση ενός μέλλοντος με πριγκιπάτα δίχως κυριαρχία» («La Stampa», 13/7/2000).Το όνειρο των παλιών αντιδραστικών του 19ου αιώνα για μια Ευρώπη των πριγκίπων και των αρχόντων, όπου κανείς ποπολάρος, κανείς λαός, καμιά δημοκρατία δεν μπορεί να τους αφαιρέσει την κυριαρχία, σήμερα γίνεται πραγματικότητα απότην Ε.Ε. προς όφελοςτων σύγχρονων βαρόνων του χρήματος, των επενδύσεων και της πολιτικής. Και σήμερα μέσα στην κρίση γίνεται πραγματικότητα, αποκτά σάρκα και οστά, μετατρέποντας την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» σε ανοιχτό «ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό»
Οι Έλληνες εργαζόμενοι, ο ελληνικός λαός, δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα το θετικό από το υπερκρατικό τέρας μετην ονομασία Ε.Ε., αλλά μόνο δεινά.
Όποιος νοιάζεται πραγματικά για την κατάσταση του λαού και της χώρας δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει το αίτημα της αποδέσμευσης. Και όχι μόνο αυτό. Η επικυριαρχία της Ε.Ε. έχει γίνει τόσο απειλητική για την καθημερινή ζωή και δράση του λαού, τόσο καταστροφική για τις προοπτικές της χώρας, που δεν επιτρέπει πλέον σε κανέναν να εμφανίζεται ότι υιοθετεί τα μεγάλα λαϊκά και δημοκρατικά αιτήματα δίχως να ξεκινά από την ανάγκη της αποδέσμευσης. Δεν υπάρχουν
πλέον περιθώρια για δημαγωγούς και επαγγελματίες της υποκριτικής.
Η στάση απέναντι στην αποδέσμευση από την Ε.Ε. προσδιορίζει σήμερα τις αληθινές διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό σκηνικό γενικά και στο εσωτερικό της Αριστεράς ειδικά, ανάμεσα στην πρόοδο
και τη συντήρηση. Διαχωρίζει τον πραγματικό δημοκράτη από τον αντιδραστικό, τον λαϊκό αγωνιστή από τον επαγγελματία πολιτευτή, τον συνειδητά ταγμένο στην υπόθεση του λαού από τα ποικιλόχρωμα φερέφωνα της υποδούλωσης στα «τετελεσμένα» των μεγάλων αφεντικών. Το αίτημα της αποδέσμευσης από την Ε.Ε. δεν αποτελεί από μόνο του λύση για όλα τα προβλήματα των εργαζομένων και του λαού.Όμως είναι η μοναδική αφετηρία πάνω στην οποία μπορεί ο λαός να διεκδικήσει πολιτικές που τον συμφέρουν, ν’ ανοίξει τον δρόμο για την πρόοδο του ίδιου και
της χώρας του.
Η αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν αποτελεί πανάκεια για την αυτόματη λύση όλων των προβλημάτων που ταλανίζουν τον λαό και τη χώρα.
Μπορεί να μην αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για την απελευθέρωση των εργαζομένων από τα
δεινά τους, όμως συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για ν’ ανοίξει ο δρόμος της πάλης για μια άλλη πορεία του λαού και της χώρας. Αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να υπερισχύσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στα συμφέροντα του κεφαλαίου καιτου ιμπεριαλισμού.
Είναι σίγουρο ότι η αποδέσμευση από μόνη της δεν πρόκειται ν’ ανατρέψει την κυριαρχία του χρήματος και του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα. Δεν πρόκειται να φέρει τον σοσιαλισμό, όπως κι αν τον ονειρεύεται κανείς. Ωστόσο η αποδέσμευση στην πράξη, στην ίδια τη ζωή, δεν πρόκειται ποτέ να έρθει «μόνη της», δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να επιβληθεί ξεκομμένα από διαδικασίες ρήξης με το μεγάλο κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό. Κι αυτό ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις διαθέσεις των δυνάμεων που την υποστηρίζουν. Η αποδέσμευση σήμερα «από μόνη της» συνιστά ένα μοιραίο πλήγμα στο οικοδόμημα της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», που στην Ευρώπη έχει πάρει την απολυταρχική μορφή της Ε.Ε.
Η αποδέσμευση «από μόνη της» θα ανεβάσει την πάλη για δημοκρατικά, κοινωνικά και εργατικά αιτήματα σε ανώτερο επίπεδο, θα λύσει τα χέρια του λαού από τη μοιρολατρία του «ευρωπαϊσμού», θα φέρει στο επίκεντρο των κοινωνικών αγώνων τηνάμεση ικανοποίηση των πιο ζωτικών αιτημάτων των εργαζομένων, την έως το τέλος κατάκτηση της δημοκρατίας, τη θεμελίωση πολιτικών ανάπτυξης προς όφελος του λαού, την ανάγκη ανοίγματος της χώρας στη διεθνή ζωή δίχως δεσμά, μαστροπούς και προστάτες.
Το αίτημα της αποδέσμευσης είναι βαθύτατα δημοκρατικό, γιατί συνδέεται άμεσα με την πάλη για τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία. Αρνείται τη μετατροπή των εργαζομένων σε υπηκόους, σε υπεξούσιους απρόσωπων εξουσιών που συγκροτούνται και νομιμοποιούνται από την Ε.Ε. Αρνείται τη μετατροπή του λαού σε φτωχό συγγενή, σε ζήτουλα της καλής προαίρεσης ενός συστήματος εξουσίας που δεν τον αφορά και οικοδομείται ερήμην του. Διεκδικεί την κυριαρχία από τα απρόσωπα και ανεξέλεγκτα επίπεδα εξουσιών της Ε. Ε. για λογαριασμό του λαού. Διεκδικεί το δικαίωμα του λαού να είναι αφέντης στη χώρα του, ν’ αποφασίζει ελεύθερα για την τύχη και την πορεία που θέλει να ακολουθήσει δίχως καταναγκασμούς, εκβιασμούς και μονόδρομους.
Η ανατροπή του τερατώδους οικοδομήματος της Ε.Ε. αποτελεί απαράβατο όρο για να τεθεί το ζήτημα της ένωσης κυρίαρχων λαών και δημοκρατιών στη βάση της ελεύθερης επιλογής των ίδιων των λαών.
Καμιά προοδευτική αλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν ξεκινά από το πιο στοιχειώδες: από τη θεμελίωση του απαράβατου δικαιώματος κάθε λαού να καθορίζει ο ίδιος τη μοίρα της χώρας του δίχως εξωτερικούς καταναγκασμούς. Δεν μπορεί να υπάρξει προοδευτική πρόταση υπέρ των εργαζομένων, ό,τι κι αν ισχυρίζεται, αν δεν ξεκινά από τη χειραφέτηση του λαού και της χώρας από το καθεστώς υποτέλειας, από το καθεστώς υποδούλωσης στην υπερεθνική απολυταρχία της Ε. Ε.
Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατικός, λαϊκός ή πολύ περισσότερο εργατικός διεθνισμός που δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης σε κάθε λαό, που δεν αγωνίζεται πρώτα και κύρια για τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία κάθε χώρας.
Το αίτημα της αποδέσμευσης είναι άμεσο, γιατί η τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει ο λαός και η χώρα δεν μπορεί να περιμένει. Η Ε. Ε. οικοδόμησε μια «εικονική οικονομία» του χρήματος, των επιτοκίων και των δημοσιονομικών εις βάρος της πραγματικής οικονομίας της απασχόλησης, της παραγωγής και της εργασίας.
Το αίτημα της αποδέσμευσης επαναφέρει τα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας στην πραγματική τους διάσταση. Δεν είναι η αξία του χρήματος και οι απρόσωποι ρυθμοί ανόδου ενός εικονικού ΑΕΠ που καθορίζουν την κατάσταση της οικονομίας, αλλά πρώτα και κύρια η δουλειά και οι αμοιβές των εργαζομένων, ο τρόπος που συγκροτείται και αναπτύσσεται η παραγωγή, το πώς και προς όφελος ποιου δουλεύει το κράτος.
Η πάλη για την αποδέσμευση προσγειώνει τη συζήτηση για την ανάπτυξη από τη σφαίρα της απρόσωπης αγοράς και των μεταφυσικών «αναδιαρθρώσεων», στα πραγματικά ζητήματα του ελέγχου των βασικών μέσων και πόρων της οικονομίας, του τρόπου κινητοποίησης τους, των κοινωνικών φορέων και των βασικών μοχλών της ανάπτυξης, αλλά και του τρόπου με τον οποίο εντάσσεται η οικονομία στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το ίδιο το αίτημα της αποδέσμευσης ανατρέπει στην πράξη θέσφατα και περιορισμούς επιβεβλημένους άνωθεν και έξωθεν, υποχρεώνει ν’ αντιμετωπιστεί το συνολικό αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας και η θέση της στη διεθνή οικονομική ζωή σε νέες βάσεις, έξω από προκάτ δεδομένα, με πιο πλατιούς και ανοιχτούς ορίζοντες.
Δεν μπορεί να χωρέσει στα μίζερα πλαίσια μιας «αντικαπιταλιστικής διαμαρτυρίας», γιατί θέτει αναγκαστικά τους πραγματικούς όρους κίνησης της οικονομίας και της ανάπτυξης στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Κι αυτό ακριβώς είναι που τρέμουν όσοι αντιλαμβάνονται τη σύγχρονη κοινωνία και τη ζωή ως μια καταθλιπτική δικτατορία του κεφαλαίου, της αγοράς και του ιμπεριαλισμού, έστω και αν τους αρέσει να κρύβονται πίσω από λιτανείες της «Αριστεράς», της «σοσιαλιστικής επανάστασης» και του «κομμουνιστικού ιδανικού».
Η Ε.Ε. αντλεί τη νομιμοποίηση της από την αίσθηση αδυναμίας του λαού, από το πόσο ανυπεράσπιστος νιώθει μπροστά σ’ ένα τερατώδες εκτρωματικό υπερκρατικό οικοδόμημα, του οποίου αρκει μια “ντιρεκτίβανα μας δέσει όλους χειροπόδαρα”. όπως λέγεται συχνά από τους πολιτικούς της υποτέλειας.
Τι άλλο υπονοούν όλοι αυτοί οι εγκάθετοι που στις αγωνίες και τις αμφισβητήσεις των λαϊκών στρωμάτων απαντούν με το «όποιος βρεθεί έξω από το μαντρί τον τρώει ο λύκος», ότι «έξω από την Ε.Ε. δεν υπάρχει ζωή» παρά μόνο σεισμοί, λοιμοί και καταποντισμοί. Δεν διαθέτουν άλλο επιχείρημα. Δεν υπάρχει τίποτα το θετικό να προτάξουν οι θιασώτες της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» γι’ αυτό και σκαρφίζονται τον δήθεν «μονόδρομο» που το κισμέτ μας έχει εξαναγκάσει να διαβούμε, παρά τις καταστροφικές συνέπειες για τον λαό και τη χώρα.
Το αίτημα της αποδέσμευσης βασίζεται στην αίσθηση αξιοπρέπειας του λαού μας, πηγάζει απευθείας μέσα από τους πολύχρονους αγώνες για μια καλύτερη Ελλάδα σ’ έναν καλύτερο κόσμο, συνδέεται οργανικά όχι με την αδυναμία του λαού, αλλά με την ακράδαντη πίστη στις δυνάμεις του, με την πεποίθηση ότι ο λαός και η χώρα μας διαθέτουν ό,τι χρειάζεται για μια άλλη πορεία. Το αίτημα της αποδέσμευσης δεν υιοθετήθηκε ποτέ από αντιδραστικές, ακροδεξιές, παλιές και νέες συντηρητικές δυνάμεις.
Η μοναρχοφασιστική εθνικοφροσύνη υπήρξε εκείνη που άνοιξε τον δρόμο για την υποδούλωση της χώρας στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Ήταν τυχαίο κάτι τέτοιο;
Ο «ευρωπαϊσμός» σήμερα είναι η λογική, ταξική και πολιτική συνέχεια του γνωστού δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσιν», είναι η σύγχρονη εκδοχή της «πράξης υποτέλειας» με την οποία ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, είναι η νέα μορφή του δόγματος Τρούμαν και του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας στον τόπο μας, υπήρξε ανέκαθεν το αληθινό περιεχόμενο της πιο γελοίας εθνικοπατριωτικής φανφαρολογίας κάθε αντιδραστικής, εθνικιστικής, φασιστικής κατάστασης που επιβλήθηκε ποτέ στη χώρα μας με σκοπό τον «εξευρωπαϊσμό» της κατά τα πρότυπα και τα συμφέροντα των μεγάλων προστατών.
Αντίθετα το αίτημα της αποδέσμευσης παλιότερα από την ΕΟΚ και σήμερα από την Ε.Ε. γεννήθηκε ως λογική συνέχεια της πάλης του λαού για την απελευθέρωση του από τα δεινά της υποτέλειας, της τυραννίας και της εκμετάλλευσης. Γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες για δημοκρατία, για λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία, για ν’ απαλλαγούν η χώρα και ο λαός της μια και καλή από τα καθεστώτα υποδούλωσης στους εκάστοτε ισχυρούς. Σήμερα το αίτημα της αποδέσμευσης τίθεται ως θεμελιώδης όρος για την ίδια την επιβίωση του εργαζόμενου λαού, ως βασική προϋπόθεση για την αναβίωση της ελπίδας ότι υπάρχει και άλλος δρόμος εκτός από την υποχρεωτική κάθοδο στον απόπατο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ότι ο ίδιος ο λαός και οι εργαζόμενοι με τις δικές τους δυνάμεις μπορούν να βρουν τις λύσεις στα προβλή ματά τους.
Το αίτημα της αποδέσμευσης θεμελιώνεται στην πεποίθηση ότι ακόμη και σήμερα, στον σημερινό κόσμο των «δυσμενών συσχετισμών δύναμης», μπορεί ένας λαός να βρει τον δρόμο του, δίχως να περιμένει την «έλευση του Κυρίου» στο πρόσωπο κάποιου χιμαιρικού σοσιαλισμού ή τον «από μηχανής Θεό» στο πρόσωπο κάποιου φιλόδοξου επαγγελματία πολιτευτή. Αρκεί να απαλλαγεί από τη μοιρολατρία και ν αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.
Ο Δ. Καζάκης είναι οικονομολόγος, αναλυτής και το κείμενο του δημοσιεύεται στο “Ποντίκι”
Αφήστε μια απάντηση