Στο βόρβορο του αστικού δικαστικού μηχανισμού

Οι Τσιπραίοι προχώρησαν ακάθεκτοι στο διορισμό προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Και ο Παυλόπουλος, παρά τα όσα αντίθετα γράφονται, θα υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα διορισμού, που φέρει τη σφραγίδα του υπουργικού συμβουλίου. Θα το υπογράψει, όχι μόνο γιατί δεν έχει συνταγματικό πρόσχημα για ν’ αρνηθεί, αλλά και γιατί δε θα ήθελε ποτέ να προκαλέσει τέτοιου είδους προβλήματα. Δεν είναι και μικρό πράγμα να ακυρώνεις μια ομόφωνη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, η οποία μάλιστα αφορά ορισμό δικαστών στην κορυφή της ποινικής Δικαιοσύνης, προκαλώντας έτσι μια βαθιά κρίση στους ίδιους τους κόλπους της αστικής Δικαιοσύνης.

Και η ΝΔ δε θα κάνει καμιά ιδιαίτερη φασαρία. Οχι μόνο επειδή τα δύο πρόσωπα που τοποθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην προεδρία και την εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχουν γενικά καλό όνομα μεταξύ των συναδέλφων τους, αλλά και επειδή μια κυβέρνηση της ΝΔ θα έχει τον τρόπο να επιβληθεί. Η φασαρία έγινε, οι νεοτοποθετηθείσες σε προεδρία και εισαγγελία του ΑΠ «στιγματίστηκαν», οπότε οι επόμενες κινήσεις τους θα είναι προσεκτικές. Γιατί αν δοκιμάσουν να παίξουν «παιχνίδι ΣΥΡΙΖΑ», θα βρεθούν αυτόματα «υπό κατηγορία». Οι  τοποθετήσεις από μεριάς ΣΥΡΙΖΑ έχουν αμυντικό χαρακτήρα (για το μέλλον), αλλά και για να μπορέσει να φτιάξει μια «μαγιά» στα ανώτερα και ανώτατα κλιμάκια της ποινικής Δικαιοσύνης. Οι γενικότερες ισορροπίες δε διασαλεύονται με τέτοιους διορισμούς.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ΝΔ, μετά την αρχική γκάφα (ο διορισμός προέδρου και εισαγγελέα ΑΠ «θα δεσμεύσει τη χώρα για τα επόμενα χρόνια», έλεγε η πρώτη ανακοίνωση, ομολογώντας έτσι ότι η περιβόητη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν είναι παρά ένα παραπλανητικό ιδεολόγημα), προσπάθησε να διορθώσει τα πράγματα, με την απαντητική επιστολή Παναγιωτόπουλου προς Καλογήρου. «Τυχόν παράνομη επιλογή των ανωτάτων δικαστικών, όπως αυτή που προτείνετε, θα οδηγούσε σε βέβαια ακύρωση του σχετικού προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας και, συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη νομιμότητα των αποφάσεων που θα εκδοθούν στο μέλλον από τα ανώτατα δικαστήρια», έγραφε η επιστολή, εστιάζοντας όχι στα πρόσωπα αλλά στη διαδικασία και στη νομιμότητά της. Ετσι, κατέγραψε απλώς τη διαφωνία της, ώστε να λειτουργεί σαν μπαμπούλας προς τους δικαστικούς που διόρισε ο ΣΥΡΙΖΑ, με τους οποίους η ΝΔ ως κυβέρνηση θα συνεργαστεί. Αποδυναμώνοντάς τα μ’ αυτόν τον τρόπο και ποντάροντας στις παραδόσεις του δικαστικού μηχανισμού, στη νομιμοφροσύνη του έναντι του συστήματος, η ΝΔ εκτιμά ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα δε θα της δημιουργήσουν προβλήματα.

Περιττεύει να πούμε ότι ίδιας τάξης με τις αντιρρήσεις της ΝΔ υπήρξε και η πρεμούρα του ΣΥΡΙΖΑ να διορίσει ντε και καλά τους εκλεκτούς του, την ώρα που έχει εξαγγείλει εκλογές. Οι δικαιολογίες που αρθρώθηκαν ήταν κυριολεκτικά της πλάκας. Τους έπιασε πρεμούρα μη τυχόν και μείνει για κάνα μήνα «ακέφαλη» η ποινική Δικαιοσύνη, όταν αυτοί είχαν αφήσει ανώτατα δικαστήρια να διοικούνται επί μήνες από τους αρχαιότερους αντιπροέδρους τους, προκειμένου να παραμείνει η Θάνου ως η αρχαιότερη πρόεδρος και να είναι αυτή που θα πάρει το ρόλο της υπηρεσιακής πρωθυπουργού. Οσο για την επιστολή Καλογήρου προς τον Μητσοτάκη, με την οποία ζητούσε συναίνεση στο διορισμό, ήταν ένα εφεύρημα της τελευταίας στιγμής, για να εκθέσει (λέμε τώρα) τη ΝΔ.

ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ (που εξακολουθεί να έχει προσβάσεις στον αστικό δικαστικό μηχανισμό, αν και η εκλογική του δύναμη δεν του επιτρέπει να παίξει ρόλο) μας πρόσφεραν ένα καλό μάθημα για το πόσο ανεξάρτητη είναι η αστική Δικαιοσύνη. Πλακώθηκαν άγρια για να προστατέψουν, όπως είπαν, το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Πώς; Δορίζοντας ο καθένας τις επιλογές του και καταγγέλλοντας ότι οι επιλογές του άλλου είναι στημένες. Επομένως, η Δικαιοσύνη στήνεται. Για τέτοια ανεξαρτησία μιλάμε.

Υπάρχουν, βέβαια, χιλιάδες δεδομένα που ανατρέπουν το μύθο της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης. Υπάρχει η Ιστορία που αποκαλύπτει, η Φιλοσοφία που διδάσκει κτλ. Ομως τα αστικά πολιτικά κόμματα παρέδωσαν εν έτει 2019 ένα ακόμα μάθημα περί ανεξαρτησίας, σε εκείνους που δε γνωρίζουν ούτε την Ιστορία ούτε τη Φιλοσοφία. Ενας ανώτερος δικαστής, ο πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εφέτης Χριστόφορος Σεβαστίδης, χωρίς να επιχειρήσει καμιά σε βάθος ανάλυση, το είπε με απλά λόγια: «Το πρόβλημα δεν είναι σημερινό. Σε κάθε επιλογή ηγεσίας είχαμε σφοδρές αντιπαραθέσεις και καταγγελίες της αντιπολίτευσης για παραβίαση της επετηρίδας, παράλειψη άξιων δικαστικών. (…) Τα πολιτικά κόμματα εξουσίας δεν θέλουν καμία αλλαγή. Θέλουν τα ίδια να έχουν το προνόμιο της επιλογής όταν είναι στην κυβέρνηση και διαμαρτύρονται όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση».

Πρέπει να παραδεχτούμε, πάντως, ότι τα πρόσωπα αυτή τη φορά έμειναν -λίγο ως πολύ- στο απυρόβλητο, σε σχέση με το παρελθόν. Οταν ο Βασίλης Μποτόπουλος, που τον διόρισε πρόεδρο του Αρείου Πάγου το ΠΑΣΟΚ, καταγγέλθηκε από τον Μητσοτάκη πατέρα για «αναίσχυντη συναλλαγή», όταν ο Ρωμύλος Κεδίκογλου, που τον διόρισε πρόεδρο του Αρείου Πάγου η ΝΔ, κατηγορήθηκε από το ΠΑΣΟΚ ως «μακρύ χέρι της ΝΔ». Για να μη θυμηθούμε τι έλεγε το ΠΑΣΟΚ για τον Βασίλειο Κόκκινο, που έκανε πρόεδρο του ΑΠ η ΝΔ, ή για τον Γεώργιο Σανιδά, που έκανε εισαγγελέα του ΑΠ η ΝΔ.

Κι ύστερα… δεν ήρθαν οι μέλισσες, αλλά η αποκάλυψη των εγγράφων του εποπτεύοντος την εισαγγελία Διαφθοράς, αντεισαγγελέα του ΑΠ Ιωάννη Αγγελή, που παραιτήθηκε καταγγέλλοντας ότι τον έστησε ένας… Ρασπούτιν. Ποιος είναι ο Ρασπούτιν; Ο Αγγελής δεν λέει «γάτα», αλλά «τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια»: «Το άτομο το οποίο εξύφανε την σε βάρος μου σκευωρία έχει την ικανότητα να πλάθει σενάρια “τύπου Ρασπούτιν”, έχει προσβάσεις στα ΜΜΕ, έχει νομικές γνώσεις, χωρίς να αποκλείεται να έχει γνώσεις και μυστικών υπηρεσιών»! Μόνο το ονοματεπώνυμο Δημήτριος Παπαγγελόπουλος δε γράφει. Αλλωστε, εκείνη που πρώτη χαρακτήρισε τον Παπαγγελόπουλο Ρασπούτιν ήταν η προηγούμενη εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Ράικου, την οποία διαδέχτηκε η σημερινή Ελένη Τουλουπάκη.

Τα έγγραφα Αγγελή, δυο εμπιστευτικές αναφορές προς την εισαγγελέα του ΑΠ Ξένη Δημητρίου, έχουν γραφτεί τον περασμένο Γενάρη-Φλεβάρη, αναφορές στο περιεχόμενό τους έχουν γίνει πολλές φορές, όμως τώρα δημοσιεύτηκαν ολόκληρα, τη συνοδεία φωτοαντιγράφων, για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για τη γνησιότητά τους. Δημοσιεύτηκαν από το «Πρώτο Θέμα» και η στιγμή της διαρροής και της δημοσίευσης κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την άγουσα προς τα αποδυτήρια, στο δικαστικό μηχανισμό γίνονται ανακατατάξεις, οι «παρέες» (για να μην πούμε κλίκες και παρεξηγηθεί κανένας) έχουν πάρει θέσεις μάχης και όλοι είναι σίγουροι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εγκαταλείψει ντροπιασμένος την υπόθεση Novartis. Πέρασαν, λοιπόν, στην αντεπίθεση με τη δημοσιοποίηση των αναφορών Αγγελή, ο οποίος υποστηρίζει ότι η Τουλουπάκη είναι ανεπαρκής και εκτελώντας εντολές έστησε την όλη υπόθεση, χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για τα πολιτικά πρόσωπα, ενώ αυτός προσπάθησε να τη συγκρατήσει, ζήτησε έλεγχο των διαδικασιών και ο «Ρασπούτιν» τον έστησε, υπολογίζοντας ότι θα παραιτηθεί από το πόστο του επόπτη λόγω ευθιξίας.

Οι αναφορές Αγγελή (μπορείτε να βρείτε το σχετικό δημοσίευμα στο https://www.protothema.gr/greece/article/896168/etsi-estisan-ti-novartis-i-anafora-tou-adeisaggelea-tou-areiou-pagou-ioanni-aggeli/) έχουν όλα τα στοιχεία ενός σεναρίου πολιτικοδικαστικού θρίλερ: ίντριγκες, συνωμοσίες, συναντήσεις με πράκτορες του FBI στην Ελβετία, ταξίδια εισαγγελέων στις ΗΠΑ, στημένες διαρροές από τον «Ρασπούτιν» σε φιλική στην κυβέρνηση εφημερίδα κτλ. κτλ.

Υπάρχει ένα ερώτημα: γιατί η κυβέρνηση δεν αντέδρασε, μολονότι φωτογραφίζεται υπουργός της; Γιατί δεν αντέδρασε ο ίδιος ο Παπαγγελόπουλος; Επειδή δεν αναφέρεται το όνομά του; Μα δε μιλάμε για νομική αντίδραση, αλλά για πολιτική αντίδραση. Υπουργός είναι ο Παπαγγελόπουλος, όχι πρώην εισαγγελέας και πρώην διοικητής της ΕΥΠ/ΚΥΠ.

Αντέδρασε η εισαγγελέας Διαφθοράς Τουλουπάκη, η οποία έστειλε εξώδικο στο «Πρώτο Θέμα», απαιτώντας επανόρθωση και συγγνώμη, διότι η φυλλάδα δεν ανέφερε ότι «όλα τα εξιστορούμενα από τον κ. Αγγελή, έχουν ήδη κριθεί και αξιολογηθεί από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα ως απολύτως αβάσιμα και αναξιόπιστα», ενώ η ίδια και η συνεργάτες της κλήθηκαν «σε παροχή εγγράφων εξηγήσεων, στο πλαίσιο πειθαρχικής έρευνας που διενεργήθηκε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, μετά το πέρας της οποίας η υπόθεση αρχειοθετήθηκε, δικαιώνοντας πλήρως τη δική μας πλευρά για τα όσα αναληθή και συκοφαντικά ανέφερε ο κ. Αγγελής σε βάρος μου, για τα οποία έχω επιφυλαχθεί να ασκήσω όλα τα νόμιμα δικαιώματά μου». Η Τουλουπάκη υπενθυμίζει ότι «οι ανυπόστατες ως άνω καταγγελίες διαψεύστηκαν πλήρως, ενώ αντιθέτως αναδείχθηκε και επικυρώθηκε η νομιμότητα των ενεργειών μου στην εν λόγω έρευνα, εμμέσως, και με την ανανέωση της θητείας μου ως Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς στις 11 Απριλίου 2019, κατά πλειοψηφία, από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου».

Ας ανακεφαλαιώσουμε: ένας αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επόπτης της εισαγγελίας Διαφθοράς, καταγγέλλει ότι η επικεφαλής αυτού του μηχανισμού έστησε μια υπόθεση σε βάρος πολιτικών προσώπων, αντιπάλων της σημερινής κυβέρνησης. Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παίρνει την αναφορά του άμεσου υφισταμένου της (τον οποίο η ίδια είχε τοποθετήσει ως επόπτη), κάνει η ίδια επείγουσα προκαταρκτική εξέταση, απαλλάσσει την προϊσταμένη της εισαγγελίας Διαφθοράς και βάζει την υπόθεση στο αρχείο. Και ο καταγγέλλων; Εχει παραιτηθεί από τη θέση του επόπτη, όμως συνεχίζει κανονικά να ασκεί τα καθήκοντά του ως αντεισαγγελέας του ΑΠ. Δεν ελέγχεται πειθαρχικά για όσα κατήγγειλε σε βάρος των εποπτευομένων του. Η Τουλουπάκη χαρακτηρίζει «αναληθή και συκοφαντικά» όσα ανέφερε ο Αγγελής και λέει τώρα ότι «έχει επιφυλαχθεί να ασκήσει όλα τα νόμιμα δικαιώματά της». Σε πόσα τέρμινα θα ασκήσει «τα νόμιμα δικαιώματά της»; Δικαίωμά της, βέβαια, να μη στραφεί νομικά σε βάρος του επόπτη που θεωρεί ότι τη συκοφάντησε, και δικό μας δικαίωμα, όμως, να κρίνουμε τη στάση της, όπως και τη στάση της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Προσπάθησαν να κρατήσουν το θέμα κρυφό. Αφελώς, βέβαια, γιατί κάποια στιγμή θα έβγαινε, όπως και έγινε. Γιατί όμως προσπάθησαν να κρατήσουν το θέμα κρυφό; Ενα από τα δύο μπορούσε να ισχύει. ‘Η η Τουλουπάκη όντως έστησε -με πολιτική εντολή- σκευωρία κατά πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης ή ο Αγγελής είναι ένας αδίστακτος συκοφάντης που ενεργεί -προφανώς- σε συνεννόηση (αν όχι κατ’ εντολήν) με τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης, προκειμένου να αποδυναμώσει τη δικαστική έρευνα για το σκάνδαλο Novartis, σε ό,τι αφορά την εμπλοκή πολιτικών προσώπων.

Η Τουλουπάκη δεν τέθηκε υπό κατηγορία. Αντίθετα, επιβραβεύτηκε με την ανανέωση της θητείας της για δυο ακόμα χρόνια. Ούτε ο Αγγελής, όμως, τέθηκε υπό κατηγορία. Στην πράξη, «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους» (ο Παπαγγελόπουλος είχε κάνει αυτή την παρουσίαση) αποδείχτηκε τζούφιο. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το χρησιμοποίησε προεκλογικά. Ούτε οι άλλοι όμως έκαναν ιδιαίτερο θόρυβο για τη μη χρησιμοποίησή του. Μεσολάβησε παρασκήνιο και «ρύθμιση»; Δεν έχουμε κάποια δεδομένα, όμως με το βόρβορο στον οποίο είναι βυθισμένοι αστική πολιτική και αστικός δικαστικός μηχανισμός, τίποτα δε θα μας εξέπληττε. Εδώ έχουμε πολιτικές κλίκες που στήνουν η μία παγίδες στιην άλλη, χρησιμοποιώντας κομμάτια του δικαστικού μηχανισμού, που επίσης συγκρούονται μεταξύ τους.

ΥΓ1. Στο εξώδικο που έστειλε στο «Πρώτο Θέμα» η Τουλουπάκη σημειώνει ότι «το χρονικό σημείο δημοσίευσης και ανάδειξης του θέματος αυτού δεν είναι διόλου τυχαία, δεδομένων των υφιστάμενων ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων, αφής στιγμής μάλιστα αφορά σε αιτιάσεις του κ. Αγγελή από τις αρχές του 2019. Η σκοπιμότητα της δήθεν τωρινής αποκάλυψης – «διαρροής» τους δεν αφήνει περιθώρια, ειμή μόνο να ομιλούμε για ξεκάθαρη εργαλειοποίηση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας προς την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων». Αλήθεια, τόσο δύσκολο ήταν να καταλάβει ότι το επιχείρημά της αντιστρέφεται; Οσο υπηρετεί συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες η δημοσιοποίηση των αναφορών Αγγελή, τέσσερις μήνες μετά τη συγγραφή τους, άλλο τόσο υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες (του αντίπαλου στρατοπέδου) και η απόκρυψη του θέματος επί τόσους μήνες, ιδιαίτερα από την Τουλουπάκη, που θα έπρεπε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της (για τα οποία υποτίθεται ότι επιφυλάσσεται) κατά του επόπτη συναδέλφου της που τη συκοφάντησε.

ΥΓ2. Το κάθε στρατόπεδο, πολιτικό και δικαστικό, έχει και τα αγαπημένα του Μέσα, τα οποία χρησιμοποιεί ως πολιορκητικό κριό. «Documento» οι μεν, «Πρώτο Θέμα» οι δε. Θυμίζουμε ότι στο  «Documento» δημοσιεύτηκαν κατηγορίες κατά της προκατόχου της Τουλουπάκη στην εισαγγελία κατά της Διαφθοράς, Ελένης Ράικου, οδηγώντας την σε ηρωική έξοδο. Και ήταν τότε που η Ράικου μίλησε -μέσω… κύκλων- για τον «Ρασπούτιν», ο οποίος «εκμεταλλευόμενος την πολιτική του ισχύ,  με ύφος «νταβατζή»,  να της υποδείξει πως πρέπει να διεκπεραιωθούν συγκεκριμένες κρίσιμες υποθέσεις απαιτώντας άλλες φορές να προβεί άμεσα στην άσκηση ποινικής δίωξης και όταν η ίδια αντέτεινε ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις νόμιμης άσκησής τους, αυτός επιτακτικά  και με αφόρητη πίεση έλεγε “άσκησέ την και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν“»!

ΥΓ3. Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε κανονιστικές πράξεις, όπως ο ορισμός προέδρων στα ανώτατα δικαστήρια, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αναγνωρίσουν στην κυβέρνηση το δικαίωμα να καταθέσει στη Βουλή νομοθετήματα όπως ο ποινικός Κώδικας και να τα ψηφίσει με διαδικασίες fast track. Η ΝΔ τήρησε τα προσχήματα και είπε για τον Ποινικό Κώδικα ότι συμφωνεί με το περιεχόμενό του, όμως θα αποχωρήσει από τη Βουλή. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Βενιζέλος, εμφανίστηκαν και ως επισπεύδοντες έναντι της κυβέρνησης! Η λέξη υποκριτές είναι «λίγη» για να τους περιγράψει…

Πηγή: “ΚΟΝΤΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *