Προσφύγισσα μέρα, μας τέλειωσαν οι λέξεις

Όσες τουλάχιστον είχαν περιεχόμενο, ειπώθηκαν, καταναλώθηκαν, τελείωσαν. Έμειναν κάτι ανούσιες, σαν τενεκέδες, σαν τσόφλια από σπασμένα αυγά ή κούφια καρύδια.

Οι λέξεις που μιλούσαν για τρόμο στους νυχτερινούς βομβαρδισμούς, για τον ψυχοπομπό της βάρκας και τα μαύρα νερά του θαλασσινού Αχέροντα, για τις απωθήσεις και τους στροβίλους των νερών που κάνουν τα καταδιωκτικά για να καταπιούν τις βάρκες, για τους χιλιάδες πνιγμούς με ψεύτικα σωσίβια.

Για τις ατέλειωτες ώρες των νεκροζώντανων στο λιοπύρι των λιμανιών ή στις καταιγίδες των ακτών, τη λειψυδρία, τους καμένους ηλεκτρολύτες, τα μωρά που μουλιάζουν στην υγρασία του κάτουρου, των εμετών και του σάλιου τους και δεν έχουν πια δύναμη να κλάψουν, για τους συνωστισμούς στα νεκροτομεία και τη μάνα της Γιούλια που της άλλαζε πάνες, καθώς ακόμα το μωρό δεν είχε κοκκαλώσει στην αιώνια ακαμψία, για την εξόδιο ακολουθία του ιμάμη μέσα απ΄το κινητό, για τα δυο παιδιά του που κρέμασε ο Αμπντούλ στους ώμους σα σφαχτάρια, αφού μόνος του τα έπλυνε και μόνος του τα απόθεσε στην τρύπα της γης.

Για τους παράλυτους γέρους που κουβαλούσαν οι γιοι στους ώμους τους, σαν μια αδιαπραγμάτευτη δέσμευση αγάπης, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που σαπίζουν στη λάσπη, τα αντίσκηνα που τα καταπίνει ο βούρκος, για τις γυναίκες των στρατοπέδων που βιάζονται δαγκώνοντας τη μαντήλα, μέχρι να κουνηθούν τα δόντια τους, κι εκείνες που γεννούν μέσα στη βάρκα χωρίς κανένα βογγητό, τις γέφυρες των στεναγμών που στήνονται με σάπια σανίδια στους καταυλισμούς, πάνω από σκουπίδια και περιττώματα, για το ξύλο των ΜΑΤατζήδων , τις κούκλες που κλέβουν απ’ τα μωρά στις αξημέρωτες επιδρομές, για τους εγχώριους γονείς από τη φύτρα ύαινας που ξερνούν χολή πάνω σε μικρά κυνηγημένα παιδιά, για τις φαλτσέτες και τους σουγιάδες των φασιστόσκυλων που επενδύουν τους φόνους με πατριωτικές ζαρτιέρες και ντροπιαστικές φανφάρες, όλες αυτές οι λέξεις ειπώθηκαν και εξαντλήθηκαν.

Και ξεμείναμε με κάτι ξενέρωτες εκφράσεις, του τύπου «μας αφορά όλους», τους μαυραγορίτες που πλουτίζουν απ’ τον πόνο και τους κυβερνητικάριους ξεφτίλες.Κανένα νοικοκύρη, δεν συγκλόνισαν οι ματωμένες λέξεις και δεν τον απογύμνωσαν από την απάθεια και το φαρισαϊσμό.

Καμιά κινηματική Αριστερά δεν βγήκε από την αμηχανία της την ώρα που έπρεπε και δε συμμάζεψε τα σπαράγματά της, να συμπορευτούμε στα αυτονόητα. Και το ίδιο το κίνημα της αλληλεγγύης δεν καταφέραμε να το μετασχηματίσουμε σε μια κρίσιμη επιθετική ορμή να τους αλλάξει τον αδόξαστο.

Έτσι κάπως μας τέλειωσαν οι λέξεις και μένουμε τώρα άλαλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσα μας και ξεμείναμε με μιαν ακατάληπτη νοηματική, σε μια χώρα ντροπιασμένη και σε μιαν εποχή της μεγάλης ντροπής.

Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου – f/b

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *