Σήμερα εκδήλωση με τον γιο του Τσάρλι Τσάπλιν στην Αθήνα.

Σήμερα Σάββατο, 27 Ιανουαρίου, ο Γιουτζίν Τσάπλιν (γιος του Τσάρλι Τσάπλιν και της Ούνα Ο’ Νιλ) θα ανέβει στη σκηνή της αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα του. (Mόνο για δύο παραστάσεις την ίδια μέρα 18.30 και 21.00).

Με αφορμή την επίσκεψή του στην Ελλάδα ξεφυλλίζουμε την αυτοβιογραφία του Τσάρλι Τσάπλιν και στεκόμαστε στα παιδικά του χρόνια, τότε που τίποτε δεν προμήνυε πως θα εξελισσόταν σε έναν από τους θεμελιωτές της κινηματογραφικής γλώσσας. 

Ο Τσάπλιν (1889-1977) γεννήθηκε στο Λονδίνο και πέρασε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην Κένινγκτον Ρόουντ έναν δρόμο που όπως σημειώνει «μπορούσε να καυχηθεί για μερικά ωραία σπίτια με αρχιτεκτονική αξία, στολισμένα με σιδερένιες γρίλιες στα μπροστινά μπαλκόνια, απ’ όπου οι ένοικοι έβλεπαν κάποτε τον Γεώργιο Δ΄ να πηγαίνει με την Άμαξά του στο Μπράιτον». Ο ίδιος όμως δεν ανήκε στον κόσμο με τα ακριβά σπίτια και τα προσεκτικά ραμμένα ρούχα. Το σπίτι του βρισκόταν στο πίσω μέρος του δρόμου, στον αριθμό 3 της Πάουνολ Τέρεϊς και όπως περιγράφει «σκαρφάλωνα στα ξεχαρβαλωμένα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη μικρή μας σοφίτα. Το σπίτι ήταν καταθλιπτικό κι ο αέρας είχε μια άσχημη μυρωδιά από τα βρομόνερα και τα παλιά ρούχα». 

Μία από τις πρώτες αναμνήσεις που έχει από τη μητέρα του ήταν ότι κάθε βράδυ, προτού φύγει για το θέατρο, τακτοποιούσε με μεγάλη αγάπη στο κρεβάτι εκείνον και τον αδερφό του τον Σίντνεϊ και τους άφηνε στη φροντίδα της υπηρέτριας. «Κάθε νύχτα, όταν επέστρεφε από το θέατρο» γράφει ο Τσάπλιν, «το είχε συνήθεια να αφήνει πάνω στο τραπέζι λιχουδιές για να τις βρούμε ο Σίντνεϊ κι εγώ την άλλη μέρα· μια φέτα ναπολιτάνικο κέικ ή ζαχαρωτά –με τη συμφωνία πως δε θα κάναμε φασαρία το πρωί, καθώς συνήθιζε να κοιμάται αργά». 

Η μητέρα του ήταν «σουμπρέτα του βαριετέ, μια μινιόν, στα περασμένα είκοσι, με ωραία επιδερμίδα, μπλε βιολετί μάτια και μακριά ανοιχτοκάστανα μαλλιά, τόσο μακριά που μπορούσε να καθίσει πάνω τους». Τα δύο αδέρφια τη λάτρευαν, «αν και δεν ήταν σπάνια καλλονή, εμείς θεωρούσαμε την ομορφιά της θεϊκή» σημειώνει.

Στο Λονδίνο της παιδικής του ηλικίας ο Τσάπλιν θυμάται τη μητέρα του ανεβασμένη μαζί του «στα πάνω πάτωμα ενός ιππήλατου λεωφορείου να προσπαθεί να πιάσει, καθώς περνούσαμε, τις φουντωμένες πασχαλιές –των πολύχρωμων εισιτηρίων, πορτοκαλιά, μπλε, ροζ, πράσινα, που γέμιζαν τα πεζοδρόμια στις στάσεις των τραμ και των λεωφορείων –των αναψοκοκκινισμένων κοριτσιών που πουλούσαν λουλούδια στη γωνία της Γουεστμίνστερ Μπριτζ, κάνοντας φανταχτερές μπουτονιέρες, παίζοντας στα επιδέξια δάκτυλά τους το αλουμινόχαρτο και τις αεικίνητες φτέρες – της υγρής μυρωδιάς των φρεσκοποτισμένων τριαντάφυλλων που μου έφερνε μια ακαθόριστη θλίψη – των μελαγχολικών Κυριακών και των χλομών γονιών των παιδιών με τα φουρφούρια και τα χρωματιστά μπαλόνια τους, πάνω από τη γέφυρα του Γουεστμίνστερ. Και των μητρικών ατμόπλοιων που σε τριγυρνούσαν με μια πεντάρα, να χαμηλώνουν μαλακά τα φουγάρα τους καθώς γλιστρούσαν κάτω απ’ τη γέφυρα. Από αυτές τις ασημαντότητες μου φαίνεται πως γεννήθηκε η ψυχή μου» αναφέρει. 

Μια μέρα είδε τη μητέρα του να κλαίει γοερά. Λίγα χρόνια μετά έμαθε τι είχε συμβεί εκείνο το απόγευμα. Μόλις είχε επιστρέψει από τα δικαστήρια, όπου είχε μηνύσει τον πατέρα του Τσάρλι επειδή δεν είχε πληρώσει βοήθημα για τα παιδιά τους. «Μόλις και μετά βίας ήξερα ότι υπήρχε ο πατέρας μου και δε θυμάμαι να έζησε ποτέ μαζί μας. Ήταν κι αυτός ηθοποιός του Βοντεβίλ, ένας ήσυχος, μελαγχολικός άνθρωπος, με σκούρα μάτια. Η Μητέρα έλεγε πως έμοιαζε με τον Ναπολέοντα. Είχε μια ελαφρά βαρύτονη φωνή και θεωρούνταν εξαιρετικός καλλιτέχνης. Ακόμη κι εκείνες τις μέρες έβγαζε το σημαντικό ποσό των σαράντα λιρών τη βδομάδα. Το πρόβλημα ήταν πως έπινε πάρα πολύ κι αυτό στάθηκε η αιτία για να χωρίσουν» τονίζει. 

Ωστόσο ήταν δύσκολο να μην πίνουν οι ηθοποιοί του βοντεβίλ εκείνη την εποχή γιατί όλα τα θέατρα πουλούσαν αλκοόλ και μετά την εμφάνισή τους στη σκηνή οι καλλιτέχνες έπιναν μαζί με τους πελάτες. «Μερικά θέατρα κέρδιζαν περισσότερα από τα μπαρ παρά από τα εισιτήρια και πολλοί ηθοποιοί έπαιρναν μεγάλους μισθούς, όχι μόνο για το ταλέντο τους, αλλά και γιατί ξόδευαν τα περισσότερα στο μπαρ του θεάτρου. Έτσι πολλοί καλλιτέχνες καταστράφηκαν απ’ το πιοτό –κι ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς. Πέθανε από το πολύ πιοτό στα τριάντα εφτά του» εξηγεί ο Τσάπλιν. 

Τα χρόνια περνούσαν, η μητέρα του Τσάρλι έχασε τη φωνή της και μαζί και τον κόσμο ολόκληρο. Τα χρήματα πλέον δεν επαρκούσαν για να ζήσουν κι άρχισαν να πουλούν τα υπάρχοντά τους. Από σπίτι με τρία δωμάτια, αναγκάστηκαν να πάνε σε άλλο με δύο, μετά σε ένα «ενώ τα υπάρχοντά μας όλο και λιγόστευαν κι οι γειτονιές που μετακομίζαμε γίνονταν όλο και πιο άθλιες». Εφτασαν σε σημείο να μην έχουν ούτε τα στοιχειώδη. «Ο Πικάσο είχε μια μπλε περίοδο» γράφει ο Τσάπλιν και συνεχίζει «Εμείς είχαμε μια γκρίζα, που ζούσαμε με την ελεημοσύνη της γειτονιάς, με κουπόνια για σούπα και δέματα από τους φιλάνθρωπους». 

Οι δόσεις έμεναν απλήρωτες, η όποια βοήθεια από τον πατέρα είχε σταματήσει να έρχεται. Η μητέρα του Τσάρλι έψαξε για νέο δικηγόρο, ο οποίος βλέποντας ότι η υπόθεση δεν ήταν αποδοτική για εκείνον, τη συμβούλεψε να ζητήσει να την αναλάβουν οι αρχές του διαμερίσματος του Λάμπεθ, για να συντηρήσουν αυτή και τα δυο της παιδιά. Έτσι και οι τρεις τους κλείστηκαν στο άσυλο. «Μολονότι καταλαβαίναμε πως είναι ντροπή να πάει κανείς σε φτωχοκομείο, όταν μας το είπε η Μητέρα, τόσο ο Σίντνεϊ όσο κι εγώ θεωρήσαμε πως θα ήταν συναρπαστικό, μια αλλαγή από τη ζωή σ’ ένα παραφορτωμένο δωμάτιο. Όμως εκείνη την καταθλιπτική μέρα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, μέχρι τη στιγμή που περάσαμε την εξώπορτα του φτωχοκομείου. Τότε, απελπισμένη παραζάλη με χτύπησε σαν κεραυνός, γιατί εκεί μας ανάγκασαν να χωρίσουμε και η Μητέρα πήγε προς μια μεριά, στο τμήμα των γυναικών, ενώ εμείς πήγαμε προς την άλλη, στων παιδιών». Η μητέρα μέσα σε μια εβδομάδα μέσα στο φτωχοκομείο γέρασε, τα παιδιά όμως προσαρμόστηκαν γρήγορα. Τρεις εβδομάδες μετά ο Τσάρλι και ο αδερφός του μεταφέρθηκαν από το φτωχοκομείο του Λάμπεθ στη Σχολή για Ορφανά και Άπορα Παιδιά του Χάνγουελ, όπου έμειναν κάτω από ιατρική και ψυχιατρική παρακολούθηση προτού μπουν στο κανονικό σχολείο. «Πόσο αντιπαθούσα αυτούς τους περιπάτους και τα χωριά απ’ όπου περνούσαμε, με τους ντόπιους να μας κοιτάζουν! Ήμαστε γνωστοί σαν οι τρόφιμοι του “κουτορνιθοτροφείου”, όπως λέγαν στην αργκό τους το άσυλο».

Ο καιρός πέρασε και η μητέρα βγήκε από το άσυλο. Οι μνήμες του Τσάπλιν είναι θολές από εκείνη την περίοδο. Ωστόσο θυμάται έντονα ένα επεισόδιο: «Στην άκρη του δρόμου μας ήταν ένα σφαγείο και τα αρνιά που τα πήγαιναν για να τα σφάξουν περνούσαν μπροστά από το σπίτι μας. Θυμάμαι πως ένα δραπέτευσε και άρχισε να τρέχει στο δρόμο, προς μεγάλη απόλαυση όλων των θεατών. Μερικοί προσπάθησαν να το πιάσουν και άλλοι έπεφταν πάνω του. Όμως όταν το έπιασαν και το ξανακουβάλησαν στο σφαγείο, αντιλήφθηκα την πραγματικότητα της τραγωδίας κι έτρεξα στο σπίτι, φωνάζοντας και κλαίγοντας στη Μητέρα: “Θα το σκοτώσουν! Θα το σκοτώσουν!”. Αυτό το απαίσιο ανοιξιάτικο απόγευμα και το κωμικό κυνήγι με κατάτρεχαν για μέρες. Κι αναρωτιέμαι αν αυτό το επεισόδιο δεν έδωσε τη βάση για τις ταινίες που θα έκανα αργότερα –το συνδυασμό του τραγικού με το κωμικό». 

Info

Το βιβλίο του Τσάρλι Τσάπλιν «Η αυτοβιογραφία μου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. 

Μας στάλθηκε από την δημοσιογράφο Εμυ Ντούρου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *