“Για το Χρήστο Τσουτσουβή ισχύει η φράση του Θουκυδίδη – του αρχαίου ιστορικού που κατέγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου -, ότι “ο θάνατος στη μάχη είναι τίτλος τιμής και συνοδεύεται από τις επευφημίες των πολιτών”.
Σκοτώθηκε μεν από τους αστυνομικούς, αλλά πήρε και δυο-τρεις μαζί του. Για μένα, ήταν ένας πολεμιστής, ένας μαχητής. Πιστεύω ότι η κοινωνία χρειάζεται κι άλλους τέτοιους.”
Απ’ την απολογία του αναρχικού Νίκου Μαζιώτη.
Επειδή σε πολλές ιστοσελίδες αντιπληροφόρησης έχει ανοίξει μια συζήτηση σχετικά με την προκήρυξη του «Επαναστατικού Αγώνα» που αναλάμβανε την επίθεση στου ΜΑΤαδες και γενικότερα στον ένοπλο αγώνα, ας κάνουμε άλλη μια τοποθέτηση.
Σε περασμένη σχετική ανάρτηση τονίζαμε ότι: “Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή όχι κάποιος με τις μορφές πάλης που επιλέγουν κάποιες οργανώσεις για να αντισταθούν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, δεν μπορεί να μην αγανακτεί βλέποντας κάποιους να φτύνουν πάνω σε τάφους ανταρτών πόλης επιδιδόμενοι σε μια ακατάσχετη προβοκατορολογία.
Και το αντάρτικο πόλης στην χώρα μας έχει ιστορία. Εχει νεκρούς, σακατεμένους, πολύχρονα φυλακισμένους. Ας θυμηθούμε μερικούς: Χρήστος Κασίμης, Τσουτσουβής, Πρέκας, Μαρίνος, Κυρίτσης, Μαζοκόπος, Ζηρίνης και η ομάδα του κ.α.
Απ’ την μεταπολίτευση και μετά είχαμε πολλές οργανώσεις ένοπλης πάλης στην Ελλάδα.
Άλλες με μεγάλη και άλλες με μικρότερη δράση.
Σε καμιά περίπτωση όμως ο απλός κόσμος δεν αισθάνθηκε απειλούμενος από τη δράση τους. Αντίθετα, τις είδε ως το τιμωρητικό του χέρι, τις αντιμετώπισε μεσσιανικά, «ανέθεσε» σ’ αυτές εκείνα που δεν μπορούσε να «αναθέσει» στα αστικά κόμματα και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μια οργάνωση –«Ως Εδώ» λεγόταν, που υποτίθεται απαρτιζόταν από συγγενείς θυμάτων της 17 Νοέμβρη- όταν πριν κάποια χρόνια προσπάθησε να οργανώσει συγκέντρωση «κατά της τρομοκρατίας» δεν μάζεψε ούτε τρεις δεκάδες άτομα.
Αλλά και παγκόσμια έχουμε δει ότι οργανώσεις που χρησιμοποιούν πρακτικές ένοπλης μειοψηφικής βίας δεν αντιμετωπίστηκαν εχθρικά απ’ τις εργαζόμενες μάζες.
Κάθε άλλο μάλιστα.
Να θυμίσουμε πολλά αντάρτικά της Λατινικής Αμερικής στις δεκαετίες του 60 και του 70;
Τους Σαντινίστας κατά του Σομόζα;
Το κουβανέζικο απελευθερωτικό κίνημα κατά του Μπατίστα ;
Τον IRA και την ETA σε κάποιες φάσεις της δράσης τους;
Μιλάμε για την εποχή που οι οργανώσεις αυτές ήταν στα σπάργανα είχαν όμως πάντοτε πλειοψηφική απεύθυνση.
Στα δικά μας τώρα. Για δεκαετίες δημοσιοκάφροι και πολικάντηδες μας ζαλίζουν τα ούμπαλα με τα μαρκούτσια τους για να δεχθούμε το παραμύθι τους το πόσο μας έβλαψαν τα «εθνικά μας συμφέροντα» οι οργανώσεις ένοπλης πάλης, και πόσο συνέβαλαν στην ένταση της κρατικής καταστολής.
Αρχικά να πούμε ότι δεν υπάρχουν «εθνικά συμφέροντα» όπως δεν υπάρχει και «εθνική οικονομία».
(Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα που θα το δούμε σε άλλη ανάρτηση μας)
Οσο ότι χρειάζονται οι οργανώσεις ένοπλης πάλης για να θωρακίσει το κράτος τον κατασταλτικό μηχανισμό του, αυτό μόνο κάποιος που είναι άσχετος από την φύση και την αποστολή του αστικού κράτους μπορεί να το ισχυριστεί.
Ερχόμαστε τώρα σε αυτούς που επιδίδονται στην προβοκατορολογία και μάλιστα εμφανίζονται και με «αριστερό» προσωπείο.
Η ένοπλη πάλη –μας λένε- όταν δεν υπάρχουν επαναστατικές καταστάσεις είναι ξένη και εχθρική με την αριστερά. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έλλειψη μαρξιστικής – λενινιστικής κατάρτισης αλλά δηλώσεις υποταγής στην αστική νομιμότητα. Πουθενά στην μαρξιστική – λενινιστική θεωρία δεν βλέπουμε ότι από θέση αρχής πρέπει να καταδικάσουμε την ατομική τρομοκρατία.
Αυτή που ο Λένιν στο βιβλίο του «Ο Παρτιζάνικος Πόλεμος» περιγράφει σαν: «την ένοπλη πάλη που διεξάγουν μεμονωμένα άτομα και μικρές ομάδες αποβλέποντας πρώτο, στην εξόντωση ορισμένων ατόμων, διοικητών και ανδρών της στρατιωτικής –αστυνομικής υπηρεσίας και δεύτερον, στην κατάσχεση χρημάτων τόσο της κυβέρνησης όσο και ιδιωτών για τον εξοπλισμό και για την προετοιμασία της εξέγερσης ή για την συντήρηση των προσώπων που διεξάγουν την πάλη για την οποία μιλάμε».
Και να κλείσουμε την τοποθέτηση μας με την κατακλείδα μιας προηγούμενης ανάρτησής μας.
Οπως μας δείχνει η διεθνής εμπειρία οι οργανώσεις μειοψηφικής επαναστατικής βίας, οι οργανώσεις “ατομικής τρομοκρατίας”, όπως τις αποκαλούσε ο Λένιν, είναι σάρκα απ’ την σάρκα του αντικαπιταλιστικού κινήματος της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Είναι ή όχι η βία η μαμή της Ιστορίας;
Είναι ή όχι η επαναστατική βία η κόκκινη γραμμή που χωρίζει επαναστάτες και ρεφορμιστές;
Αυτό είναι ένα ποιοτικό ζήτημα που έχει να κάνει με τη στρατηγική του κινήματος.
Το πότε και πώς ασκείται η βία, αν είναι επαναστατικά σκόπιμη στη μια ή την άλλη ιστορική συγκυρία, στο ένα ή το άλλο επεισόδιο της αέναης πάλης των τάξεων, είναι ζητήματα τακτικής.
Ζητήματα που μπορούμε και οφείλουμε να τα συζητάμε μέσα στο αντικαπιταλιστικό κίνημα χωρίς όμως ποτέ να σβήνουμε αυτή την κόκκινη διαχωριστική γραμμή.
Ολοι αυτοί που επιδίδονται σε μια άκρατη πρακτορολογία το μόνο που κάνουν είναι να δίνουν τα διαπιστευτήρια τους στο κράτος και στην αστική νομιμότητα και απ’ την άλλη να σπείρουν σύγχυση σε μια μερίδα προβληματισμένου κόσμου αν το ένοπλο αποτελεί κομμάτι του κινήματος ή όχι.
Αφήστε μια απάντηση