Θ. Πάγκαλος: Από “τραγουδιστής” της Κατεχάκη, φουσκωτός του Μαξίμου

Του Κώστα Μάρκου – “Πριν”

Νεοφασιστικός τραμπουκισμός, το ανώτατο στάδιο του σοσιαλφιλελευθερισμού

Κάθε εποχή έχει τα είδωλα της. Επί σοσιαλιστικής εποχής του ’80, στο στερέωμα της νύχτας, έλαμπε το αστέρι του «άντρα με τη γαρδένια» και η Ρίτα τραγουδούσε στη Φαντασία, «εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα πάω με τον παίδαρο». Οι ανερχόμενοι μικροαστοί άλλαζαν σε μια νύχτα κόμμα, από γαλάζιοι γίνονταν πράσινοι.

Την ίδια περίοδο, το ΠΑΣΟΚ τερμάτιζε τη σύντομη διετία παροχών με μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που πάγωνε τους μισθούς και απαγόρευε τη συνδικαλιστική πάλη. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος έκανε τα πρώτα αβέβαια βήματα στο στιλ του ψευτόμαγκα, με τις πλάτες του Ανδρέα, του οποίου ήταν το «παιδί για τις δουλειές», όπως του είπε η Θάτσερ σε ένα Συμβούλιο Κορυφής.

Στις αρχές του ’90, πρόδιδε τον υπόδικο Ανδρέα και μαζί με τους Σημίτη, Βάσω και Αυγερινό συγκροτούσαν την αποκαλούμενη «συμμορία των τεσσάρων» εκσυγχρονιστών, η οποία επιχείρησε το «πραξικόπημα του Πεντελικού». Απέτυχαν, αλλά ο εγγονός του δικτάτορα Πάγκαλου, ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες του με μια θέση υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση Σημίτη, υπηρετώντας το νέο αφεντικό.

Είναι η χρυσή εποχή του εκσυγχρονισμού. Το άστρο του εκτοξεύεται στα… τάρταρα, το 1999, όταν ως υπουργός Εξωτερικών και με το συνωμοτικό ψευδώνυμο «μεγάλος τραγουδιστής», δίνει εντολή στον Σ. Καλεντερίδη από το μέγαρο της Κατεχάκη, να πετάξει τον Οτσαλάν έξω από την κατοικία του έλληνα πρέσβη στην Κένυα και να τον παραδώσει στα σκυλιά της τουρκικής ΜΙΤ.

Χαρακτηριστικός για το ήθος και τον κυνισμό του είναι ο παρακάτω διάλογος που δημοσίευσε ο πρέσβης Γ. Κωστούλας: «Περί ώρα 14.00, ο κ. Παπαϊωάννου (σσ: διευθυντής διπλωματικού γραφείου υπουργού Θ. Πάγκαλου) επικοινωνεί με πρεσβεία και εντέλλει υπογραφόντα μεταφέρει με “δεσποινίδα Κατεχάκη”, δηλαδή κ. Καλεντερίδη, σε Οτσαλάν ότι πρέπει ταχύτερο δυνατόν απομακρυνθεί από “εθνικά χρώματα”. Σε ερώτηση μου “και να πάει πού;”, ο κ. Παπαϊωάννου απαντά ως εξής: “Μεγάλος τραγουδιστής έχει εκνευριστεί. Κάναμε μια εξυπηρέτηση. Μη μας τη βγάζουν από τη μύτη. Να πάει σαφάρι. Να πάει όπου θέλει“.

Ο τσαμπουκάς του Πάγκαλου προς τους αδύναμους κυνηγημένους μετατρέπεται σε δουλοπρέπεια απέναντι στους δυνατούς. Κάποια στιγμή, όταν χαρακτήρισε κατά λάθος τη Γερμανία του Κολ ως «γίγαντα με μυαλό νάνου», εκλιπαρούσε γονατιστός συγνώμη από τον υπουργό Εξωτερικών, Κλ. Κίνκελ. Η φύση του είναι τέτοια που ποτέ κανένας δεν τον εμπιστεύτηκε παρά μόνο για τις βρόμικες δουλειές. Ποτέ δεν σχημάτισε αυτοτελή πολιτική ομάδα. Πάντα κολλούσε πίσω από κάποιον πιο έξυπνο ή πιο υπομονετικό απ’ αυτόν. Μετά την εποχή Σημίτη, έπειτα από καιροσκοπική αναμονή και όταν είδε κατά που φυσάει το ρεύμα, τάχθηκε με τον Γ. Παπανδρέου και κατά του Βενιζέλου. Ανταμείφθηκε με τη θέση του αντιπροέδρου.

Είναι γεννημένος οπορτουνιστής. Τον περασμένο Φεβρουάριο, ένα μήνα πριν η κυβέρνηση του μας κουβαλήσει το ΔΝΤ, ο Πάγκαλος έδινε συνεντεύξεις  με δηλώσεις του στιλ «δεν υπάρχει περίπτωση προσφυγής στο ΔΝΤ». Ένα μήνα μετά, δεν είχε κανένα πρόβλημα να υπερασπίζεται το μνημόνιο του ΔΝΤ.

Στην «εποχή του ΔΝΤ», ο Τόλης φεύγει, η Τζούλια έρχεται. Το άστρο της μεσουρανεί, πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Καρατζαφέρης θα την προτείνει για βουλευτή. Ο Άκης φεύγει, ο Μπερλουσκόνι έρχεται. Η ιδιωτικοποιημένη τηλεόραση μετατρέπεται στον εθνικό μας προαγωγό. Είναι η εποχή της πορνογραφίας και της ιδιωτικοποίησης των πάντων.

Στη νέα εποχή, ο Πάγκαλος αναλαμβάνει το ρόλο που του ταιριάζει καλύτερα. Είναι ο ρόλος του εθνικού τραμπούκου που τον κέρδισε επάξια, ενώ ακόμη βρισκόταν στα έδρανα της αντιπολίτευσης, όταν απειλούσε τον Αλ. Αλαβάνο γιατί υπεράσπιζε τον Δεκέμβρη. Σήμερα, τραμπουκίζει κατά πάντων: Κατά του κοινοβουλευτικού «λόχου» του ΠΑΣΟΚ, μήπως ξεστρατίσει κάποιος από τη στρούγκα του μνημονίου. Κατά του Χατζηγάκη για τους διορισμούς του, για να περάσει τις απολύσεις στο Δημόσιο. Κατά του Αλ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, κατά του ΚΚΕ και της Αλ. Παπαρήγα.

Οι απειλές του Πάγκαλου δεν είναι προσωπικές. Η τακτική αυτή εκπορεύεται από τη σύσκεψη του Μαξίμου και ο εκπρόσωπος Τύπου, τον καλύπτει πλήρως. Στη συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία, ο πρωθυπουργός εκτοξεύει λίγο πιο κομψά τις ίδιες απειλές. Το μήνυμα, μέσω του ΚΚΕ, έχει ευρύτερους αποδέκτες: όλη την Αριστερά, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Οι ομοιότητες με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του 1985 είναι μεγάλες, αλλά με μια διαφορά: Τότε απαγορευόταν ο συνδικαλιστικός αγώνας, ενώ τα αριστερά κόμματα ήταν στο απυρόβλητο. Τώρα, η εποχή δεν χωρά ούτε καν τους αγωνιστικούς συμβολισμούς της Αριστεράς.
Η ίδια κινδυνεύει να εξοβελιστεί στο πολιτικό περιθώριο. Ο Πάγκαλος «έβγαλε» ήδη τον ΣΥΡΙΖΑ έξω από τη Βουλή πραξικοπηματικά, με τις δηλώσεις του στο Μέγκα.
Φρόντισαν γι’ αυτό και με την αποχώρηση Κουβέλη. Ο δε Παπανδρέου, στη συνέντευξη του, βρήκε μόνο καλά λόγια να πει, φωτογραφίζοντας τη Δημοκρατική Αριστερά: «Εντός της Κεντροαριστεράς, στην οποία ανήκουμε σαφώς, υπάρχει σε όλες τις χώρες βάση συνεννόησης. Με την πραγματική Αριστερά. Την Αριστερά της υπεύθυνης στάσης απέναντι στα πράγματα, την Αριστερά που παλεύει για την πρόοδο της κοινωνίας και υποβάλλει δημιουργικές προτάσεις».

Η απειλή, όμως, ξεπερνά την αγωνιζόμενη Αριστερά, το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στρέφεται κατά του μαζικού κινήματος: Απαγορεύεται ο αγώνας κατά του μνημονίου, ο οποίος κηρύσσεται παράνομος. Αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα, λένε ότι προοδευτικός είναι όποιος είναι με το μνημόνιο. Με τον ίδιο τρόπο, ενώ απειλούν με νεκρούς, ο Πάγκαλος λέει ότι «η Αριστερά θέλει νεκρούς». Και όταν λέει «ακροαριστεροί είναι υπεύθυνοι για τη Μαρφίν», οι εργαζόμενοι καταλαβαίνουν ότι σκοτεινοί μηχανισμοί είναι μπλεγμένοι με το έγκλημα. Εξάλλου, η εξιχνίαση της δολοφονίας από την Αστυνομία, όπως γράφτηκε στον Τύπο, κατέληξε στη σύλληψη τεσσάρων εμπόρων ναρκωτικών που δεν είχαν καμία σχέση. Επίσημα συσκότιση, δηλαδή, όπως και στην υπόθεση Κούνεβα.

Κανείς δεν απειλεί κάποιον που είναι ακίνδυνος. Η κυβέρνηση καταλαβαίνει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να πείσει τα λαϊκά στρώματα για τις επιλογές της. Ο μετασχηματισμός της οργής σε εργατικό και λαϊκό κίνημα ανατροπής του μνημονίου είναι ο εφιάλτης τους. Γι’ αυτό επιστρατεύουν το φόβο και την τρομοκρατία.

Ο νεοφασιστικός τραμπουκισμός είναι το ανώτατο στάδιο του σοσιαλφιλελευθερισμού. Γενικότερα, είναι η εποχή του πολιτικού εκφοβισμού: Ο Ανδρ. Βγενόπουλος κατέθεσε αγωγή κατά Τσίπρα γιατί μέλη του ΣΥΝ υπέγραψαν σε κείμενο κατά του γηπέδου στο Βοτανικό. Ο ίδιος, δεν είχε πρόβλημα να απειλήσει με αγωγή ακόμη και τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γ. Παπανδρέου.

Η αστική κοινοβουλευτική «δημοκρατία», όταν αντιπροσωπεύεται από τον Πάγκαλο, όταν δεν χωρά ούτε και την κοινοβουλευτική Αριστερά, όταν δεν μπορεί να ενσωματώσει θετικά τους εργαζόμενους – δεν βρίσκεται σε άνθιση, βυθίζεται στην κρίση.
Οι νέες ανάγκες και δυνατότητες δημοκρατικής συμμετοχής των εργαζόμενων στον αγώνα και στις δημόσιες υποθέσεις που τους αφορούν, εξοβελίζονται, διώκονται, καταστέλονται, φυλακίζονται. Το περίφημο «δημοκρατικό ζήτημα», έρχεται με νέο τρόπο, πιο οξύ από κάθε παλαιότερη εποχή. Συνδέεται με το «εθνικό ζήτημα», με την οικονομική κατοχή της τρόικας. Αλλά, πάνω από όλα, συνδέεται βαθύτερα με το «κοινωνικό ζήτημα», με τη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση, με την εκμετάλλευση, με την κρίση χρέους της εργατικής και λαϊκής οικογένειας, με το μισθό, το χρόνο εργασίας. Με το πρόγραμμα του μνημονίου.

Ποια μπορεί να είναι η απάντηση; Η Αριστερά και, ειδικότερα η αντικαπιταλιστική, πρέπει να αναβαθμίσουν την παρέμβαση τους στο πεδίο της αντιπαράθεσης για τη δημοκρατία. Είναι ένα πεδίο συμμαχιών με μεσαία στρώματα, αλλά και πεδίο με μεγαλύτερες δυνατότητες για εργατική ηγεμονία.

Σε ένα από τα βασικά όπλα για την υπόθεση αυτή αναδεικνύεται η κοινή δράση της Αριστεράς με ευρύτερα τμήματα της διανόησης και της βάσης του ΠΑΣΟΚ. Χωρίς καμία αυταπάτη, όμως, ότι μπορεί να υπάρξει κάποια «δημοκρατική» μερίδα της αστικής τάξης που θα συμμαχήσει σ’ αυτό το σκοπό (δεν μιλάμε για μεμονωμένους ανθρώπους – αυτοί θα προδίδουν την τάξη τους).

Ωστόσο, η αποτελεσματική δημοκρατική ασπίδα της Αριστεράς είναι ένα πραγματικό και όχι συμβολικό, μαχητικό εργατικό κίνημα ανατροπής.
Αλλά είναι και το δόρυ της, το επιθετικό όπλο της. Για να κατακτήσουν στην πράξη το δικαίωμα στον ταξικό, συνδικαλιστικό και πολιτικό αγώνα. Σε ίσες θελήσεις αποφασίζει η δύναμη, έλεγε ο Μαρξ, στην κριτική του Δικαίου. Περισσότερο τώρα, που οι θελήσεις είναι εξαιρετικά ετεροβαρείς υπέρ της αστικής πολιτικής. Από αυτή τη σκοπιά, η θέληση των εργαζόμενων δεν θα επιβληθεί με κοινοβουλευτικά μέσα, αλλά με τη δύναμη των εργατικών οργάνων, από ένα ευρύτερο, ανεξάρτητο, ταξικό, μαζικό εργατικό κίνημα, από το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο και από το κόμμα του κομμουνισμού της νέας εποχής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *