Ζητήματα ιδεολογικής πάλης

imagesΜε αφορμή ένα άρθρο στο «Βαθύ Κόκκινο»

του Παναγιώτη Γαβάνα

Σε ένα άρθρο του Γιώργου Γιαννακέλλη (από δω και στο εξής Γ.Γ) στο «Βαθύ Κόκκινο», με τίτλο «2 Οκτώβρη 1974: Το ΚΚΕ δήλωνε σεβασμό στην καθεστηκυία αστική νομιμότητα», γίνεται κριτική στο τότε ΚΚΕ, και ειδικότερα στον ΓΓ της ΚΕ του, Χαρίλαο Φλωράκη, διότι υπέγραψε δήλωση, σύμφωνα με την οποία νομιμοποιούνταν το ΚΚΕ μετά από 27 χρόνια βαριάς παρανομίας. Στη συνέχεια γράφτηκαν κάποια σχόλια, όπου συμμετείχα και ο ίδιος. Σε ένα από αυτά προκλήθηκα από τον ΓΓ να δώσω κάποιες απαντήσεις. Επειδή πρόκειται για ζητήματα θεμελιώδη, που αφορούν όχι μόνο σ’ αυτή τη δήλωση, αλλά και σε ζητήματα όπως το πρόβλημα της βίας και των δρόμων της επανάστασης (και όχι μόνο), δεν ήταν δυνατό οι απαντήσεις να δοθούν με τη μορφή σχολίου. Έτσι προέκυψε το κείμενο που ακολουθεί.

Σημείωση 1η: Το άρθρο του ΓΓ καθώς και τα σχόλια που ακολούθησαν, μπορεί το αναγνωστικό κοινό να τα αναζητήσει εδώ.

Σημείωση 2η: Το παρόν κείμενο δεν είναι επιστημονικά αυστηρά δομημένο. Σε μεγάλο βαθμό προέκυψε ως ανάγκη να δοθούν σύντομες απαντήσεις σε ζητήματα που τέθηκαν από τον Γ.Γ (και όχι μόνο) –δεν είχα δυστυχώς την πολυτέλεια χρόνου. Σε κάποια από αυτά θεώρησα απαραίτητο να προχωρήσω λίγο πιο πέρα. Επίσης, γίνεται αναφορά σε πρώτο πρόσωπο, διότι αυτό με διευκολύνει στο να εκφραστώ καλύτερα.

Περνώ αμέσως στο θέμα. Τα ζητήματα που τέθηκαν από τον Γ.Γ αφορούν σε δυο σκέλη. Το πρώτο έχει να κάνει με το ερώτημα για το αν το ΚΚΕ έπρεπε να υπογράψει τη συγκεκριμένη δήλωση. Το δεύτερο σχετίζεται με το ζήτημα της βίας και του ένοπλου δρόμου της επανάστασης. Όμως, πέρα απ’ αυτά, ο Γ. Γ στο σχόλιό του μου κάνει κριτική και για «κομματικό πατριωτισμό» και ότι, όπως γράφει, «πάει πολύ να προσπαθήσουμε να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα». Ξεκινώ λοιπόν την ανάλυση απ’ αυτό το τελευταίο.

1. ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

1. Κατ’ αρχή, όταν κάνει κάποιος κριτική στο συνομιλητή του, θα πρέπει να μελετά αρκετά προσεκτικά το γραπτό του. Στο σχόλιο μου δεν έκανα απολύτως καμιά αναφορά για το αν το ΚΚΕ έπρεπε ή δεν έπρεπε να υπογράψει. Μάλιστα το τόνισα και εισαγωγικά με τη φράση: «Θα σταθώ σ’ ένα άλλο ζήτημα», και συνέχισα την αναφορά μου στο ζήτημα της βίας και του ένοπλου δρόμου. Επομένως, η κατηγορία περί «κομματικού πατριωτισμού» δεν με αγγίζει. Βέβαια, αφού ο Γ.Γ με προκαλεί να απαντήσω σ’ αυτό το θέμα, θα έχει και την απάντηση.

2. Οι κατηγορίες περί «κομματικού πατριωτισμού» και για «δικαιολόγηση των αδικαιολόγητων» δεν με αγγίζουν ακόμη και για έναν πιο ουσιαστικό λόγο. Από το ΚΚΕ αποχώρησα το Φλεβάρη του 1990 μετά από 14 χρόνια οργανωμένης δράσης, λόγω των γνωστών κυβερνήσεων (και όχι μόνο). Προς τα τέλη του 1999 επανεντάχθηκα, διότι μου είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι σ’ αυτό το διάστημα άλλαξαν τουλάχιστον κάποια πράγματα. Επρόκειτο όμως για μια αυταπάτη: Οι αλλαγές ήταν προς το χειρότερο. Έτσι, μετά από ένα χρόνο περίπου αποχώρησα για δεύτερη φορά. Αφότου είμαι εκτός ΚΚΕ και πολιτικά –όχι ασφαλώς ιδεολογικά- ανένταχτος, δεν έχω απολύτως κανένα λόγο να υποστηρίζω αποφάσεις του με τις οποίες διαφωνώ, διότι πολύ απλά, δεν με δεσμεύουν. Ως οπαδός όμως του διαλεκτικού υλισμού, δεν έχω επίσης κανένα λόγο να μην υποστηρίξω ζητήματα με τα οποία συμφωνώ. Το αντιδιαλεκτικό σχήμα «άσπρο-μαύρο», που αποτελεί συστατικό στοιχείο της σταλινικής σκέψης, μου είναι εντελώς ξένο. Τελεία.

3. Το 2014 ξεκίνησα τη λειτουργία ενός προσωπικού ιστολογίου με την ονομασία «Ορίζοντας». Μέσα από την αρθρογραφία που έχω παρουσιάσει μέχρι τώρα, σε αρκετά κείμενα γινόταν κριτική στην πολιτική του ΚΚΕ, ενώ και ο ίδιος του άσκησα κριτική. Και μάλιστα με σκληρές φράσεις, διότι έτσι έκρινα σωστό. Είναι πιθανό μέσα απ’ αυτή τη κριτική σε κάποια σημεία να ήμουν και άδικος. Όμως, άνθρωπος είμαι και όχι Πάπας. Έχω κι εγώ το δικαίωμα στο λάθος. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Ο Γ,Γ όλη αυτή την κριτική δε τη γνωρίζει; Ασφαλώς και τη γνωρίζει. Γιατί λοιπόν μου προσάπτει την κατηγορία περί «κομματικού πατριωτισμού»;

2. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΛΩΣΗ «ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΣΥΝΗΣ» ΤΟΥ ΚΚΕ

1. Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη γα το θέμα που εξετάζεται εδώ, είναι ότι το ΚΚΕ βρισκόταν επί 27 χρόνια στην παρανομία. Οι κομμουνιστές όλα αυτά τα χρόνια τράβηξαν «της μάνας τους το γάλα». Οι «πολιτικοί σχηματισμοί», για τους οποίους κάνει λόγο ο Γ.Γ σ’ ένα άλλο σχόλιο για το ίδιο άρθρο, που τάχα μου δεν υπέγραψαν τίποτα (στην ουσία δεν πρόκειται για πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά για αριστερίστικες οργανώσεις, για σέχτες χωρίς καμιά μαζική βάση και με μηδενική επιρροή -έτσι ήταν πάντα οι οργανώσεις αυτές και έτσι θα μείνουν, γι’ αυτό και η αστική τάξη δεν τις δίνει καμιά σημασία, μάλιστα θα επιθυμούσε να είναι ακόμη περισσότερες ώστε να κρατά κατακερματισμένο το εργατικό κίνημα), η σύγκριση λοιπόν μ’ αυτές τις σέχτες είναι το λιγότερο ατυχής, για να μην πω καμιά πιο βαριά κουβέντα. Η παραπάνω εκτίμηση όμως, δεν έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με μιαν άλλη: Ότι μέσα σ’ αυτές τις οργανώσεις υπάρχουν και τίμιοι αγωνιστές με αρκετή προσφορά. Και, μιας και ο Γ.Γ ανέφερε το ΕΚΚΕ, γίνεται εδώ λόγος, κυρίως για την περίοδο της δικτατορίας. Η Ιστορία όμως πηγαίνει πολύ πιο πίσω. Αυτός που σήκωσε όλο το βάρος, ή καλύτερα το μεγαλύτερο βάρος κατά της ελληνικής αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού από το 1918 και μετέπειτα, ήταν το ΚΚΕ, το ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ. Αρέσει δεν αρέσει σε κάποιους, αυτή είναι η πραγματικότητα.

Μπορεί κανείς να του προσάψει σφάλματα. Ναι, έγιναν πολλά, και καθένας τα αντιλαμβάνεται και τα αναλύει με το δικό του τρόπο. Δε μπορεί όμως να το στιγματίσει ως «προδοτικό» ή οτιδήποτε άλλο. Η συντριπτική πλειοψηφία των σφαλμάτων αυτών –αναφέρομαι για την περίοδο έως το 1974- έγιναν σε συνθήκες βαριάς παρανομίας, ανθρωποκυνηγητού, φυλακών, εξοριών, βασανιστηρίων, εκτελέσεων. Είναι το μοναδικό κόμμα που πότισε τα ελληνικά χώματα με τόσο αίμα! Η σύγκριση του ΚΚΕ με τις αριστερίστικες ομαδούλες είναι εκτός τόπου και χρόνου.

2. Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο –και όχι σε άλλο- πρέπει να ειδωθεί και η υπογραφή του Χαρίλαου Φλωράκη το 1974. Δεν πρόκειται για καμιά προδοσία ή, για μια «δήλωση νομιμοφροσύνης στον καπιταλισμό», όπως αναφέρει ο Γ.Γ. Ένα κόμμα κρίνεται από τις πράξεις του, από τη πολιτική και την ιδεολογία του. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με το σημερινό ΚΚΕ, ή καλύτερα της ηγεσίας του, και είμαι ένας απ’ αυτούς. Δε μπορεί όμως να το κατηγορήσει κανείς –μιλώ πάντα για το συγκεκριμένο ζήτημα- ότι σε φάση ανόδου της επαναστατικής πάλης, σε περίοδο επαναστατικής κατάστασης, το ΚΚΕ θα τηρούσε την τζίφρα του Φλωράκη και θα έλεγε «εγώ σέβομαι το Σύνταγμα». Η όλη πολιτική του σημερινού ΚΚΕ δείχνει ακριβώς το αντίθετο, κι όποιος δεν το βλέπει είναι πολιτικά τυφλός. Μάλιστα, όχι απλώς το αντίθετο, αλλά απολυτοποιείται και ο ένοπλος δρόμος πάλης! Αυτό ακριβώς που πράττει και ο Γ.Γ. Σ’ αυτό το θέμα θα σταθώ πιο κάτω.

Η μαρξιστική θέση σ’ αυτό το ζήτημα είναι σαφής και την αναφέρω επιγραμματικά με τα λόγια του Λένιν: «Είναι κακός αυτός ο επαναστάτης, που τη στιγμή της οξυμένης πάλης σταματά μπροστά στη σταθερότητα του νόμου… Αν ο νόμος εμποδίζει την ανάπτυξη της επανάστασης, καταργείται ή και διορθώνεται». Ασφαλώς, αυτό ισχύει και για το Σύνταγμα, ως «Βασικός Νόμος» του κράτους. Τα Συντάγματα και οι νόμοι αποτελούν προϊόν κοινωνικού/ταξικού/πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο/στιγμή και καταργούνται ή αλλάζουν όταν αλλάξει και ο συσχετισμός αυτός. Πρόκειται εδώ για θεμελιώδη ζητήματα, που οφείλει να γνωρίζει κάθε μαρξιστής.

3. Επανέρχομαι στο θέμα της υπογραφής. Ο Γ.Γ στο σχόλιό του που απευθύνεται σε μένα, συνδέει την υπογραφή του Φλωράκη με τους «χιλιάδες κομμουνιστές που βρέθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα γιατί αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας», όπως γράφει. Αν και πρόκειται για σύγκριση δυο εντελώς ανόμοιων πραγμάτων, μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω μια δημόσια προσωπική τοποθέτηση σ’ αυτό το ζήτημα.
Ήταν μήπως «προδότης» -με βάση πάντα τα λεγόμενα του Γ.Γ, για να γίνει εδώ κι ένας παραλληλισμός- ο Άρης Βελουχιώτης, όταν υπέγραφε κι αυτός τη γνωστή δήλωση; Όχι βέβαια! Ή μήπως επικαλούμαστε το Βελουχιώτη εκεί μόνο που μας βολεύει;

Θα προχωρήσω όμως τη σκέψη μου ένα βήμα παραπέρα. Ήταν μήπως «προδότες» όλοι εκείνοι οι αγωνιστές που υπέγραψαν μια τέτοια δήλωση; Όχι, δεν ήταν! Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη και επιμένω! Όταν αναλύει κανείς ένα γεγονός είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει υπόψη του μια σειρά παραμέτρους. Υπάρχουν για παράδειγμα άνθρωποι, οι οποίοι δεν αντέχουν τα βασανιστήρια. Δεν είναι όλοι γεννημένοι ήρωες, αν με την έννοια «ήρωας» κατανοείται απλά και μόνο η αντοχή σε βασανιστήρια. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Υπήρξαν άνθρωποι, για να αναφέρω ένα άλλο παράδειγμα, που άφησαν πίσω τους οικογένεια με παιδιά βυζανιάρικα, σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης. Έμπαινε ζήτημα επιβίωσης. Θα πει κανείς ότι ναι, και άλλοι είχαν παρόμοια προβλήματα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν υπέγραψαν. Σωστά, μόνο που πρέπει να ληφθεί υπόψη και μια άλλη βασική αρχή της υλιστικής διαλεκτικής: Η ίδια αντικειμενική πραγματικότητα βιώνεται από τους ανθρώπους διαφορετικά και, επομένως, διαφορετικά αντανακλάται στα κεφάλια τους, άρα διαφορετικές είναι και οι αποφάσεις που λαμβάνουν.

Η ουσία όμως βρίσκεται αλλού: Ένας άνθρωπος δεν κρίνεται από μια και μόνο υπογραφή, αλλά από την όλη ιστορική του πορεία. Ιστορία δεν έχουν μόνο οι χώρες, τα κόμματα κτλ, αλλά και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι κρίνονται για τις πράξεις τους καθημερινά. Αν οι αγωνιστές αυτοί που υπέγραψαν, πέρασαν στη συνέχεια με το μέρος της αντίδρασης, με το μέρος του ιδεολογικού και ταξικού αντιπάλου, τότε μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει, να τους κάνει κριτική. Αν όμως παρά την υπογραφή τους, συνέχισαν την αγωνιστική τους πορεία, παραμένοντας πιστοί στα οράματα του σοσιαλισμού, τότε το κίνημα έχει κερδίσει. Θεωρώ προσβλητικό, αν μέσα στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα υπάρχουν άνθρωποι που στιγματίζουν τους αγωνιστές αυτούς ως «προδότες».

Θα προχωρήσω όμως ένα βηματάκι πιο πέρα, θέτοντας ένα ακόμη ερώτημα: Πως είναι δυνατό το κομμουνιστικό κίνημα –αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ρίχνοντας μια ματιά σ’ όλη την ιστορική του πορεία- να δέχεται στις τάξεις του ανθρώπους, που πρόδωσαν την τάξη τους –την αστική τάξη- απαρνήθηκαν την αστική ιδεολογία, προσχωρώντας στο κομμουνιστικό κίνημα, στη μαρξιστική ιδεολογία, να μη μπορεί όμως να δεχτεί αυτούς τους αγωνιστές λόγω μιας τζίφρας; Είναι καθαρό, πεντακάθαρο, ότι μια τέτοια αντίληψη ουδεμία σχέση έχει με τη μαρξιστική διαλεκτική!

4. Συνεχίζω με το θέμα της υπογραφής, κάνοντας έναν ακόμη παραλληλισμό. Στις 17 Αυγούστου 1956 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) απαγορεύτηκε δια νόμου στη Δυτική Γερμανία επί κυβέρνησης Άντεναουερ. Την περίοδο εκείνη το KPD, παρά τα χτυπήματα που είχε δεχτεί από τον χιτλεροφασισμό, στις εκλογές του 1949 είχε πάρει το 5,6% των ψήφων. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχούσε σε 1.361.706 ψήφους. Η κύρια κατηγορία ήταν, ότι είναι «κόμμα εχθρικό προς το Σύνταγμα», ότι επιδιώκει τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος, «πατώντας» μάλιστα στο Πρόγραμμά του, το οποίο έκανε αναφορά στη δικτατορία του προλεταριάτου.

Πριν όμως προχωρήσω, θα θελα να αναφέρω μια ακόμη πληροφορία η οποία απευθύνεται σε νοήμονα όντα: Η επιρροή του KPD στη Δυτική Γερμανία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν η σταλινική τρομοκρατία δεν εξολόθρευε τουλάχιστον 200 από τα πιο επίλεκτα στελέχη του, στελέχη πρώτης γραμμής, τα οποία εργάζονταν στη Σοβιετική Ένωση, κυρίως στο μηχανισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς!

Αφαιρέθηκαν λοιπόν από το KPD οι βουλευτές, ενώ ακολούθησαν δίκες ενάντια σε χιλιάδες μέλη και στελέχη του. Πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν. Το 1968 το KPD αναγκάζεται να αλλάξει την ονομασία του σε DKP (Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ώστε να νομιμοποιηθεί. Από την σημερινή Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συντάγματος το σημερινό DKP χαρακτηρίζεται ως αριστερό εξτρεμιστικό κόμμα. Σε χιλιάδες μέλη και στελέχη του τούς έχει απαγορευτεί να εργάζονται στο δημόσιο, ιδιαίτερα ως δάσκαλοι και καθηγητές. Πρόκειται για το γνωστό νόμο περί απαγόρευσης της εργασίας (Berufsverbot). Τρία χρόνια όμως πριν την απαγόρευση του KPD, η δυτικογερμανική κυβέρνηση φρόντισε να ψηφίσει νόμο με το γνωστό πλαφόν του 5% που πρέπει να έχει ένα κόμμα ώστε να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Είναι προφανές ότι το πλαφόν αυτό στόχο είχε το KPD. Φέτος με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την απαγόρευσή του, το DKP διεξάγει μια καμπάνια για άρση αυτού του νόμου απαγόρευσης. Το τι θα πετύχει είναι ένα άλλο ζήτημα.

Και τώρα έρχομαι στο θέμα που μας απασχολεί. Το DKP προκειμένου να νομιμοποιηθεί, αναγκάστηκε να αλλάξει κάποιους σημαντικούς όρους στο Πρόγραμμα και το Καταστατικό του. Ένας από αυτούς ήταν και ο όρος «δικτατορία του προλεταριάτου». Τον αντικατέστησε με τον όρο «πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης». Οι κομμουνιστές όμως γνωρίζουν πολύ καλά, ότι οι δυό αυτοί όροι είναι νοηματικά ταυτόσημοι, και ότι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη προϋποθέτει βία, ότι αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο της.

Επομένως, ακόμη και αν στο Πρόγραμμα του DKP δεν υπάρχει η έννοια περί βίαιης κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, αυτό είναι προφανές. Και ασφαλώς, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς, ότι το κόμμα αυτό δρα μέσα στην καρδιά του ιμπεριαλιστικού κτήνους. Όπως επίσης, δεν πρέπει να ξεχνά –για να κάνουμε εδώ έναν παραλληλισμό- ότι το ΚΚΕ έβγαινε μέσα από 27 χρόνια βαριάς παρανομίας, ότι η δήλωση αυτή υπογράφτηκε λίγους ακριβώς μήνες μετά την πτώση της φασιστικής χούντας, σε μια ακριβώς περίοδο, όπου η πολιτική κατάσταση ήταν ακόμη ιδιαίτερα ρευστή, και ότι στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας επικρατούσαν τα χουντικά «σταγονίδια» του Αβέρωφ. Ερώτηση: Το DKP επειδή έκανε αυτές τις αλλαγές στο Πρόγραμμα και το Καταστατικό του έπαψε να είναι κομμουνιστικό; Μήπως απαρνήθηκε την κοσμοθεωρία του μαρξισμού; Όποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο είτε ανόητος είναι είτε από μαρξισμό έχει μεσάνυχτα.

3. ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Και τώρα έρχομαι στο θέμα της βίας και της σύνδεσής της με τους δρόμους της επανάστασης. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, όσο είναι αυτό δυνατό.
Λυπάμαι γι’ αυτό που θα πω, αλλά στο μυαλό του Γ.Γ έχουν μπερδευτεί πολλά πράγματα: Μπολσεβίκοι, Κομμουνάροι, σπασμένα τζάμια… και πάει λέγοντας. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά.

1. Το πρώτο σφάλμα του ΓΓ –και δεν πρόκειται για σφάλμα μεθοδολογικό, αλλά ουσίας-, είναι ότι ταυτίζει το ζήτημα της βίας γενικά, με έναν από τους δρόμους της επανάστασης, συγκεκριμένα τον ένοπλο δρόμο. Πρόκειται όμως για δυο διαφορετικά ζητήματα.

Κατ’ αρχή, βία υπάρχει σε πολλές από τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων: Βία είναι δυνατό να ασκεί ο άντρας πάνω στη γυναίκα (κάποιες φορές συμβαίνει και το αντίθετο), οι γονείς πάνω στα παιδιά. Βία μπορεί να ασκείται στο σχολείο από έναν μαθητή σε κάποιον άλλο. Υπάρχει παραπέρα η ρατσιστική βία, η ψυχολογική βία, η θρησκευτική βία, η σεξουαλική βία, η λεκτική βία, η συμβολική βία (κατά Bourdieu) κτλ. Οι τρόποι και οι μέθοδοι της βίας είναι πολλοί. Για να μην επεκτείνομαι άλλο στο θέμα, παραπέμπω στο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου «Μορφές βίας» (Εκδόσεις Σαββάλας).

Ο πρώτος μεγάλος διαχωρισμός, που οφείλει να κάνει επομένως κάποιος που ασχολείται μ’ αυτό το θέμα, είναι ακριβώς οι μορφές αυτές βίας από την πολιτική βία. Υπάρχουν βεβαίως μορφές βίας που διασταυρώνονται με αυτήν της πολιτικής βίας, ή εν μέρει μπορεί και να ταυτίζονται. Όταν για παράδειγμα η ρατσιστική βία έχει αποκλειστικά πολιτικές βλέψεις και κίνητρα.

Ο δεύτερος μεγάλος διαχωρισμός που πρέπει να γίνει, αναφορικά τώρα με την πολιτική βία, είναι αυτός μεταξύ αντιδραστικής και λαϊκής προοδευτικής βίας. Βία ασκούν σ’ ένα αστικό κράτος τα ΜΑΤ ενάντια στους εργαζόμενους, στους συνταξιούχους κτλ. Βία ασκούν οι δυνάμεις καταστολής γενικά στους δρόμους σε διαδηλώσεις, σε συλλαλητήρια κτλ., στην ανατροπή μιας αριστερής κυβέρνησης. Βία ασκούν ασφαλώς οι φασίστες. Εδώ έχουμε επομένως χρήση της αντιδραστικής βίας. Βία όμως, ως αντίδραση απέναντι στο αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του, μπορεί να ασκούν και οι εργαζόμενοι με τη μια ή την άλλη μορφή. Παραδείγματα: Καταλήψεις κυβερνητικών κτηρίων, λιμανιών, εργοστασίων, τρακτέρ στους δρόμους, απόκρουση φασιστών κτλ. Πρόκειται προφανώς για μορφές βίας των εργαζομένων που μπορούν να έχουν πολλούς σκοπούς και στόχους, όπως, άμυνα απέναντι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, απέναντι στις φασιστικές συμμορίες (όπως η Χρυσή Αυγή), προστασία της κατοικίας από κατάσχεση των ληστρικών τραπεζών κτλ. Ανώτερη μορφή βίας των εργαζομένων είναι η επαναστατική βία. Θα θελα να ελπίζω ότι μέχρι εδώ έγινα κατανοητός.

2. Παρακάτω. Οι δρόμοι της επανάστασης (οι οποίοι δεν πρέπει να ταυτίζονται με την ίδια την επανάσταση, που είναι ένα μακροχρόνιο προτσές), δηλαδή οι δρόμοι για την κατάκτηση της κρατικής/πολιτικής εξουσίας, είναι δυο: Ο ένοπλος και ο ειρηνικός. Μπορεί επίσης να ξεκινήσει ως ειρηνικός και να περατωθεί ως ένοπλος. Η θέση του μαρξισμού και στο ζήτημα τούτο είναι καθαρή: Βία ασκείται είτε η εργατική τάξη και οι φυσικοί της σύμμαχοί της καταλάβουν την εξουσία με ένοπλο δρόμο είτε με ειρηνικό! Για τον ένοπλο δρόμο, αυτό είναι προφανές.

3. Οι ιδεολογικές συγχύσεις όμως για το συγκεκριμένο ζήτημα που εξετάζεται εδώ, αφορούν κυρίως τον ειρηνικό δρόμο για το σοσιαλισμό. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια τις συγχύσεις αυτές τις έσπερναν μέσα στο εργατικό κίνημα οι αριστεριστές. Τώρα όμως προστέθηκε και η ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία διαστρέβλωσε, παραμόρφωσε το μαρξισμό σε σημείο τέτοιο, που κοντεύουμε να ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε, τα περισσότερα από τα οποία, αν όχι όλα, τα υποστήριζαν παλιότερα οι ίδιοι. Κι ενώ είναι αυτοί που άλλαξαν θέσεις, έχουν την αναίδεια και το θράσος να κατηγορούν τους (πρώην) συντρόφους τους, ιδιαίτερα των τελευταίων χρόνων, για «οπορτουνιστές». Πρόκειται για υποκρισία και φαρισαϊσμό του χειρότερου είδους.

Επί της ουσίας. Η κυριότερη από τις συγχύσεις που επικρατούν σ’ αυτό το ζήτημα είναι ότι, ο ειρηνικός δρόμος, που είναι πέρα για πέρα επαναστατικός, ταυτίζεται εσφαλμένα από άγνοια ή, εσκεμμένα όπως πράττει η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, με τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Ο στόχος της είναι προφανής: Μ’ αυτό τον τρόπο παρουσιάζεται ο ένοπλος δρόμος ως ο μοναδικά επαναστατικός, απολυτοποιείται. Αυτός είναι ο στόχος. Ποιος είναι όμως ο σκοπός; Ή, για να θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: Γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ (με την οποία ταυτίζεται στο συγκεκριμένο ζήτημα ο Γ.Γ) προχωρά σε μια τέτοια διαστρέβλωση του μαρξισμού; Η απάντηση είναι πολύ απλή: Διότι η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ εγκατέλειψε το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου, παρά του ότι ακόμη και κατά τον προσυνεδριακό διάλογο του 19ου Συνεδρίου, δήλωνε τα αντίθετα.

Τώρα λοιπόν δεν υπάρχει παρά ταύτιση τακτικής και στρατηγικής. Μ’ άλλα λόγια άμεσος στόχος είναι ο σοσιαλισμός. Κι εδώ ακριβώς αρχίζουν οι αντιφάσεις. Η ηγεσία του ΚΚΕ κάνει μια σειρά προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων, καθώς και σε μια σειρά άλλα ζητήματα, και πολύ σωστά, που όμως οι προτάσεις της αυτές, δηλαδή τα αιτήματα πάλης, δεν πείθουν, δεν έχουν απολύτως κανένα αντίκρισμα στους εργαζόμενους, διότι η πραγματοποίησή τους απαιτεί, σύμφωνα μ’ αυτήν την ίδια, την πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης, δηλαδή το σοσιαλισμό (αν και πρέπει να ειπωθεί εδώ, ότι σοσιαλισμός δεν σημαίνει απλά πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης, αυτό είναι το «εργαλείο», σοσιαλισμός –εν συντομία- σημαίνει αναδιοργάνωση, αναδιαμόρφωση των σχέσεων παραγωγής, της κοινωνίας, κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο).

Θα ρωτήσει κανείς: Και τι σχέση έχουν τα παραπάνω με τον ειρηνικό δρόμο; Είναι πολύ απλό: Ο ένοπλος δρόμος είναι αυτός που οδηγεί κατευθείαν στο σοσιαλισμό (αυτό φαντάζεται η ηγεσία του ΚΚΕ, δεν ισχύει όμως οπωσδήποτε), δηλαδή στον άμεσο στόχο που έχει επιλέξει. Για να γίνει όμως αποδεκτός ο ένοπλος δρόμος ως ο μοναδικά επαναστατικός, θα πρέπει προηγουμένως να απορριφθεί ο ειρηνικός. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την παραχάραξη του μαρξισμού: Συγκεκριμένα, όταν ο ειρηνικός δρόμος ταυτιστεί με τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Έτσι ο ειρηνικός δρόμος παρουσιάζεται σαν ένα «άδειο σακί του μποξ», το οποίο γρονθοκοπεί διαρκώς η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, προσθέτοντας μια σειρά ακόμη από παραχαράξεις. Σ’ αυτή την παγίδα της ταύτισης έχουν πέσει δυστυχώς και κάποιοι σύντροφοι.

Υπάρχει όμως ένα θεμελιώδες ερώτημα στο οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ είναι υποχρεωμένη να απαντήσει: Πως μπορεί να γίνει παράκαμψη του ειρηνικού δρόμου; -αν αφήσουμε τώρα στην άκρη αυτή την ταύτιση, που άλλο σκοπό υπηρετεί. Με ποιο τρόπο η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα πάρουν τα όπλα; Πρόκειται όντως για ένα δύσκολο ερώτημα. Στο ζήτημα αυτό ο Γ.Γ έχει βρει τη λύση προ πολλού: Καταφεύγει στην αποδοχή της αναρχικής ατομικής τρομοκρατίας. Το πώς καταλήγει σ’ αυτή τη λύση θα το εξετάσω πιο κάτω. Η ηγεσία όμως του ΚΚΕ δε μπορεί να κάνει αποδεκτή την ατομική τρομοκρατία. Και σωστά. Είναι λοιπόν υποχρεωμένη αυτό που θα προτείνει να «ντυθεί» με τσιτάτα και κείμενα των κλασικών του μαρξισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Λένιν, ώστε να γίνει πιστευτή. Διαφορετικά όλη η «λογική» της κρέμεται στον αέρα.

Πριν συνεχίσω, ζητώ την κατανόηση του αναγνωστικού κοινού για τη μεγάλη έκταση του παρόντος κειμένου, όμως δε μπορεί να γίνει διαφορετικά. Υπάρχουν ερωτήματα που «καίνε» και ζητούν απάντηση.

Τη «μαγική λύση» λοιπόν στο παραπάνω ερώτημα, η ηγεσία του ΚΚΕ την βρήκε. Γιατί όποιος ψάχνει όλο και κάτι θα βρει. Και αυτή ονομάζεται «ιμπεριαλιστικός πόλεμος». Εν συντομία, το σκεπτικό της έχει ως εξής: Θα ξεσπάσει ιμπεριαλιστικός πόλεμος (το που ακριβώς δεν το ξεκαθαρίζει). Η Ελλάδα ως χώρα ιμπεριαλιστική (σ’ αυτό δεν στέκομαι διότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανοησία την οποία δεν κάνουν ούτε παιδιά του δημοτικού) θα συμμετέχει στη λεία (με ποια μονοπώλια και με ποιες δυνάμεις; -και φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι θα βρίσκεται με τη μεριά των νικητριών δυνάμεων). Στη συνέχεια, λόγω των επιπτώσεων του πολέμου θα αυξηθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια, η οποία θα οδηγήσει στη δημιουργία συνθηκών επαναστατικής κατάστασης και, το ΚΚΕ πανέτοιμο πια με τα ιδεολογήματα των μαϊληδων, θα καλέσει το λαό να πάρει τα όπλα. Μάλιστα, όπως υποστηρίζουν, το ΚΚΕ θα πρέπει από πριν να προετοιμάζει το λαό για την περίπτωση ξεσπάσματος ιμπεριαλιστικού πολέμου!

Μέχρι τώρα γνωρίζαμε, ότι ένα από τα θεμελιώδη καθήκοντα ενός κομμουνιστικού κόμματος είναι η όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμβολή του στην ανάπτυξη ενός αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, ενός ρωμαλέου κινήματος ειρήνης, για την αποτροπή του πολέμου και την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Τώρα όμως η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ πράττει το ακριβώς αντίθετο!
Υπάρχει όμως ένα ερώτημα στο οποίο δεν έχει δώσει απάντηση: Πως είναι τόσο βέβαιη ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια θα οδηγήσει οπωσδήποτε στη δημιουργία συνθηκών επαναστατικής κατάστασης; Δε γνωρίζει ότι μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε φασιστικές λύσεις; Τα παραδείγματα από την Ιστορία είναι πολλά.

Παρακάτω. Είναι πιθανό η χρονική διάρκεια αυτού του πολέμου (αν υπάρξει) να είναι πολύ μικρή και η δημιουργία συνθηκών, τις οποίες ονειρεύεται, να μην λάβει χώρα ποτέ. Τι θα συμβεί λοιπόν τότε; Μπορεί ένα κομμουνιστικό κόμμα –αν δεχτούμε ότι το ΚΚΕ είναι κομμουνιστικό όχι τυπικά αλλά ουσιαστικά- να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε μια υπόθεση; Διότι περί υπόθεσης πρόκειται, και μάλιστα υπόθεσης που βασίζεται πάνω σε σαθρές βάσεις.

Ανέφερα πιο πάνω ότι η ηγεσία του ΚΚΕ είναι αναγκασμένη, προκειμένου να γίνει πιστευτή, να καταφύγει στους κλασικούς –εδώ στο Λένιν. Ποιον Λένιν όμως; Και σε ποια εποχή; Στον Λένιν της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θα σταθώ εδώ σε δυό θέσεις του (τα κείμενα μπορεί να τα αναζητήσει κάθε ενδιαφερόμενος στο ιστολόγιο «Ορίζοντας», τα οποία αναδημοσίευσα με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από τη Διάσκεψη του Τσίμμερβαλντ) που διατυπώθηκαν τότε και, εντονότερα, από το 1915. Είναι ακριβώς αυτές που εδώ μας απασχολούν ιδιαίτερα.

Σύμφωνα με την πρώτη θέση «ο πόλεμος δημιουργεί επαναστατική κατάσταση, γεννάει επαναστατικές διαθέσεις και ζυμώσεις στις μάζες». Σύμφωνα με τη δεύτερη θέση, καθήκον των «σοσιαλιστών» είναι «να επιδιώξουν τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου ανάμεσα στους λαούς σε εμφύλιο πόλεμο των καταπιεζόμενων τάξεων ενάντια στους καταπιεστές τους».

Η πρώτη σημαντική παρατήρηση που οφείλει να κάνει κανείς, είναι ότι οι παραπάνω θέσεις, και φυσικά όχι μόνο αυτές, πρέπει να ενταχθούν στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν. Αυτό απαιτεί η διαλεκτική, αυτό τονίζει διαρκώς και ο ίδιος ο Λένιν στα γραπτά του ως γνώστης της διαλεκτικής. Έχουμε κατ’ αρχή έναν πόλεμο, όμως όχι οποιονδήποτε πόλεμο, αλλά έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ο ιμπεριαλιστικός αυτός πόλεμος δεν είναι όπως όλοι οι άλλοι, είναι παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Βρισκόμαστε ήδη στα μέσα αυτού του πολέμου. Οι αρχικές νίκες από τις εκατέρωθεν εμπόλεμες πλευρές φθίνουν και ο πόλεμος αυτός μετατρέπεται σταδιακά σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων, σε έναν πόλεμο θέσεων (από δω προκύπτει αργότερα και η θέση του Γκράμσι περί «πολέμου θέσεων», την οποία όμως αναπτύσσει σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο που αφορά στη πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος, απ’ την οποία όμως δεν γίνεται σαφές το αν ο Γκράμσι την κατανοούσε ως τακτική ή ως στρατηγική). Πρόκειται για έναν πόλεμο φθοράς. Για έναν πόλεμο που ξεκίνησε από την ιμπεριαλιστική Γερμανία με σκοπό την γρήγορη κατάκτηση εδαφών, το μοίρασμα νέων αγορών, αλλά που δεν πέτυχε τον τελικό στόχο της. Η απρόβλεπτη παράταση του πολέμου είχε ως συνέπεια την μαζική εξαθλίωση του πληθυσμού. Ο θάνατος θέριζε καθημερινά. Η λαϊκή δυσαρέσκεια φούντωνε. Οι επαναστατικές διαθέσεις ανέβαιναν.

Η δεύτερη σημαντική παρατήρηση αφορά στην πολεμική τεχνολογία. Τα οπλικά συστήματα εκείνης της περιόδου δεν ήταν όπως τα σημερινά. Ναι μεν για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν σε τόση μεγάλη έκταση, ενώ για πρώτη φορά έγινε και χρήση χημικών όπλων, δεν υπάρχει όμως καμία απολύτως σύγκριση με τη σημερινή τεχνολογία οπλικών συστημάτων.
Αν λάβει κανείς υπόψη του τα πιο πάνω (η κατάσταση ήταν βέβαια περιπλοκότερη), τότε ασφαλώς οι θέσεις του Λένιν ήταν σωστές.

Ας έρθουμε στο σήμερα. Από κείνη την περίοδο έχουν ήδη μεσολαβήσει 100 χρόνια. Το αν και πότε θα ξεσπάσει παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αυτό είναι άγνωστο. Υπάρχουν βέβαια στη χώρα μας μαρξιστές, όπως ο Δημήτρης Πατέλης, ο οποίος υποστηρίζει τη θέση ότι ο πόλεμος αυτός βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Μ’ αυτή τη θέση διαφωνώ πλήρως. Ο πόλεμος που διεξάγεται αυτή την περίοδο στη Μέση Ανατολή είναι πόλεμος περιφερειακός και όχι παγκόσμιος, όπως υποστηρίζει. Το επιχείρημα που προβάλει ότι συμμετέχουν σ’ αυτόν περισσότερες από 60 χώρες, ισχύει εν μέρει. Με ποια έννοια; α) Ο πόλεμος αυτός διεξάγεται σ’ ένα μεγάλο μέρος του διά αντιπροσώπων. Υπάρχει μεν άμεση εμπλοκή Ρωσίας και ΗΠΑ στις πολεμικές επιχειρήσεις, δεν είναι όμως πλήρους έκτασης. Περιορίζεται κυρίως σε βομβαρδισμούς. Δεν υπάρχει ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στη ξηρά. Εδώ και πολλούς μήνες Γερμανοί μαρξιστές έχουν εκφράσει τη θέση, ότι αν η Ρωσία δεν αναπτύξει στρατιωτικές της δυνάμεις στο έδαφος της Συρίας, το «Ισλαμικό Κράτος» δεν πρόκειται να ηττηθεί. Μπορεί μεν να έχει ήδη υποστεί φθορά, μπορεί να έχει απολέσει κάποια εδάφη, ο μεγαλύτερος όγκος όμως των δυνάμεών του παραμένει.

Ταυτόχρονα προκύπτει και ένα άλλο πρόβλημα, ίσως ακόμη μεγαλύτερο. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος ίδρυσης ισλαμικού χαλιφάτου στα βόρεια της Συρίας. Παράλληλα ο μισός περίπου οπλισμός των ΗΠΑ, τον οποίο παραδίνουν σε τρομοκρατικές οργανώσεις, τις οποίες όμως δεν αναγνωρίζουν ως τρομοκρατικές επειδή πολεμούν τον Άσαντ, καταλήγει στο «Ισλαμικό Κράτος». Πρόκειται για γεγονός αποδεδειγμένο (γι’ αυτό εξάλλου είναι και γεγονός) και όχι για φήμες. β) Όταν κάνουμε λόγο για «συμμετοχή περισσότερων από 60 χωρών», θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε και πως την εννοούμε. Συμμετοχή για παράδειγμα έχει η Γαλλία με ένα πολεμικό της πλοίο, όχι όμως με ένα μεγάλο μέρος του στόλου της, ή με το στρατό ξηράς της. Συμμετοχή μπορεί να έχει ένα κράτος με μια μόνο διμοιρία, ή με μερικούς πράκτορες, ή με μερικούς στρατιωτικούς εκπαιδευτές κτλ. Χρειάζεται λοιπόν ιδιαίτερη προσοχή όταν διατυπώνουμε μια θέση. Δεν θα θελα όμως να επεκταθώ άλλο στο θέμα.

Πως όμως εννοεί ακριβώς η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη συμμετοχή της Ελλάδας σ’ αυτόν; Θα συμμετέχει η χώρα μας απλά μ’ έναν λόχο; Ίσως μ’ ένα πλοίο; Και έτσι θα δημιουργηθεί εκ του μηδενός επαναστατική κατάσταση; Μα συμμετέχει και τώρα, για παράδειγμα στο Αφγανιστάν. Δεν το γνωρίζει; Αυτός ο παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος τι μορφή θα έχει; Είναι πολύ πιθανό ότι θα μπορούσε να εξελιχτεί σε θερμοπυρηνικό. Ή μήπως δεν γνωρίζει ότι στα 100 χρόνια που πέρασαν από τότε που ο Λένιν διατύπωσε τις θέσεις του, στον πλανήτη μας αναπτύχθηκαν 16.000 πυρηνικές κεφαλές και ότι θα τον τινάξουν στον αέρα; Αν όμως συμβεί αυτό, τότε αντίο ανθρωπότητα. Η επανάσταση που ονειρεύεται θα λάβει πλέον χώρα στον ουρανό.

Με την ευκαιρία αναφέρω εδώ, ότι δε πέρασε πολύς καιρός που στην ιστοσελίδα του Γερμανικού ΚΚ (DKP) είχε αναρτηθεί ένα κείμενο με τέτοιου είδους αντιλήψεις, οι οποίες ούτε λίγο ούτε πολύ έκαναν λόγο για ιμπεριαλιστικό πόλεμο και ότι έτσι θα δημιουργούνταν επαναστατική κατάσταση, επικαλούμενο τον Λένιν. Στη συνέχεια το καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος αυτού το «κατέβασε» αμέσως από την ιστοσελίδα με απόφασή του, αναφέροντας μεταξύ άλλων, ότι οι συγκεκριμένες θέσεις δεν ισχύουν σήμερα λόγω της εντελώς διαφορετικής κατάστασης και ότι στα πρώτιστα καθήκοντα του DKP είναι η πάλη για την ειρήνη. Σημειώνω ακόμη, ότι από τη γνωστή αυτή ομάδα που εκπροσωπεί τέτοιες αντιλήψεις, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει κατά καιρούς αντιγράψει αρκετές από αυτές. Αυτά για την ιστορία.

Μετά απ’ όλες αυτές τις παρατηρήσεις, τις διευκρινήσεις και επισημάνσεις, είναι πλέον ανάγκη να επιστρέψουμε στο ζήτημα του ειρηνικού δρόμου για το σοσιαλισμό. Ξεκαθαρίζω: Όταν ο μαρξισμός –και όχι κάποιος Παναγιώτης Γαβάνας- κάνει λόγο για ειρηνικό δρόμο, δεν εννοεί τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, την αποθέωση του αστικού κοινοβουλίου στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής.
Δεν εννοεί την βηματική / εξελικτική αλλαγή αυτών των σχέσεων μέσω της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, η οποία σε χώρες ιμπεριαλιστικές, αλλά και σε χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων, όπως η Ελλάδα, είναι ήδη πολύ αναπτυγμένο (σημαντικό: δεν πρέπει να συγχέεται ο όρος «κοινωνικοποίηση της παραγωγής» με τον όρο «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής»).

Δεν εννοεί την υποτιθέμενη δημιουργία «σοσιαλιστικών νησίδων» στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ακόμη και μια επιχείρηση (εργοστάσιο) το οποίο βρίσκεται υπό εργατικό έλεγχο μέσα στον καπιταλισμό, δρα πάντα κάτω από τους νόμους του αστικού κράτους, συναλλάσσεται με βάση το καπιταλιστικό κέρδος και βρίσκεται κάτω από το σπαθί του αστικού δικαίου, της αστικής κυβερνητικής πολιτικής, του κινδύνου να εξαγοραστεί από κάποιον καπιταλιστή. «Σοσιαλιστικές νησίδες» στον καπιταλισμό δεν μπορούν να υπάρξουν, πρόκειται για μια αυταπάτη. Αυτό που θα μπορούσαν μόνο να πετύχουν οι εργάτες σε μια τέτοια περίπτωση, είναι απλά να διασώσουν τις θέσεις εργασίας τους και να έχουν ένα καλύτερο μισθό εργασίας. Για πόσο χρονικό διάστημα όμως θα μπορούσε να συμβεί αυτό;
Δεν εννοεί παραπέρα τη συμμετοχή στα κέρδη μιας επιχείρησης με τη μορφή μεριδίων από μετοχές. Πρόκειται για μια άλλη αυταπάτη εξελικτικισμού κτλ.

Όλα αυτά, και όχι μόνο αυτά, συνιστούν σοσιαλρεφορμισμό, που εισήχθη στο εργατικό κίνημα από τον Μπέρνσταϊν και τελικά επικράτησε στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πλην εξαιρέσεων, και που συνεχίζει σήμερα να αποτελεί τη σημαία των σοσιαλρεφορμιστικών κομμάτων όλων των αποχρώσεων.

Όπως ανέφερα ήδη, βία ασκείται και στον ειρηνικό δρόμο, με τη μια ή την άλλη μορφή. Μάλιστα την προϋποθέτει. Βασικό συστατικό στοιχείο του ειρηνικού δρόμου αποτελεί η εξωκοινοβουλευτική πάλη. Αυτή είναι το κύριο και όχι το αστικό κοινοβούλιο. Είναι όμως δυνατό –στη πολιτική δεν πρέπει να αποκλείει κανείς κάτι- ένα ρωμαλαίο εξωκοινοβουλευτικό κίνημα, κατά την περίοδο κατάκτησης της εξουσίας, να κάνει χρήση και του αστικού κοινοβουλίου, αν τη δεδομένη στιγμή θεωρήσει ότι κάτι τέτοιο βοηθά. Η βασική επομένως διαφορά μεταξύ ειρηνικού και ένοπλου δρόμου δεν βρίσκεται στη χρήση βίας ή όχι, αυτή θα υπάρχει έτσι κι αλλιώς, αλλά στη χρήση όπλων.

Στο σημείο τούτο υπάρχει ακόμη μια σύγχυση. Είναι λοιπόν ανάγκη να γίνει μια σημαντική διευκρίνιση. Συχνά μπερδεύεται ο ειρηνικός δρόμος περάσματος, με το τσάκισμα του αστικού κράτους. Για την ακρίβεια, έχει περάσει η εσφαλμένη αντίληψη (η ηγεσία του ΚΚΕ φρόντισε κι εδώ να κάνει τη δουλειά της), ότι με τον ειρηνικό δρόμο δεν έχουμε τσάκισμα του αστικού κράτους, αλλά μόνο με τον ένοπλο, κι αυτό γιατί έχει ταυτίσει σκόπιμα τον ειρηνικό δρόμο με τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Ξεκαθαρίζω: Τσάκισμα του αστικού κράτους έχουμε και με τους δυό δρόμους! Αν η εργατική τάξη και οι φυσικοί της σύμμαχοι μετά την κατάληψη της εξουσίας διά του ειρηνικού δρόμου, δεν «πατήσουν πόδι», δεν τσακίσουν τις δυνάμεις βίας και καταστολής του αστικού κράτους, τον κατασταλτικό μηχανισμό στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένου και της αστικής δικαιοσύνης, τότε πολύ απλά δεν έχουμε ειρηνικό δρόμο περάσματος, αλλά κοινοβουλευτική αλλαγή, μια απλή αλλαγή κυβέρνησης. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο ειρηνικός δρόμος είναι επαναστατικός!

Εδώ τέθηκε το ζήτημα της κυβέρνησης. Είναι ανάγκη να γίνει ακόμη μια διευκρίνιση. Όταν πιο πάνω έκανα λόγο για «απλή αλλαγή κυβέρνησης», εννοούσα για κυβέρνηση η οποία δρα στα πλαίσια του καπιταλισμού με το αστικό κράτος απείραχτο. Η κυβέρνηση όμως, δεν είναι παρά ένας «μοχλός», ο οποίος χρησιμοποιείται για συγκεκριμένους σκοπούς. Η ουσία λοιπόν βρίσκεται στους σκοπούς που υπηρετεί. Αυτό σημαίνει, ότι μια επαναστατική εξουσία έχει ανάγκη απ’ αυτό το μοχλό, τον οποίο θέτει κάτω απ’ τον έλεγχό της.

Συμπέρασμα πρώτο: Πολιτική/κρατική εξουσία και κυβερνητική εξουσία δεν είναι έννοιες ταυτόσημες. Η κυβερνητική εξουσία είναι το δευτερεύον, ο «αδύναμος κρίκος», η πολιτική εξουσία είναι το πρωτεύον, ο «ισχυρός κρίκος». Αλλαγή των σχέσεων παραγωγής στο σύνολό τους, μπορεί να γίνει μόνο μέσω του «ισχυρού κρίκου». Το επαναστατικό εργατικό κίνημα μπορεί να φτάσει μέχρι το τέλος, μέχρι την επικράτηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, μόνο μέσω της πολιτικής του εξουσίας.

Συμπέρασμα δεύτερο: Κυβέρνηση θα υπάρχει ανεξάρτητα απ’ το σε ποια ιστορική φάση αλλαγών (στη βάση και στο εποικοδόμημα) θα βρισκόμαστε. Κυβέρνηση θα υπάρχει τόσο στην αρχική φάση, όσο και κατά την επικράτηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Για να μη μακρηγορώ. Μπορεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην πείρα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών της ανατολικής Ευρώπης, στη σημερινή Κούβα κτλ. Οι συζητήσεις επομένως που λαμβάνουν χώρα κατά καιρούς γύρω απ’ το αν θα υπάρχει κυβέρνηση ή όχι, είναι ζήτημα άνευ σημασίας. Η ουσία βρίσκεται στο ποιους σκοπούς θα υπηρετεί αυτή.

4. Τίθεται τώρα ένα ερώτημα καίριας σημασίας που ζητά απάντηση: Πως θα πρέπει να ενεργήσει το εργατικό κίνημα, το κομμουνιστικό κόμμα, στην περίπτωση που η αστική τάξη και τα τσιράκια της δεν επιτρέψουν την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας διά του ειρηνικού δρόμου;

Βασική θέση του μαρξισμού είναι ότι ένα επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα οφείλει να προετοιμάζει το λαό και για τους δυό δρόμους –όχι μόνο για τον ένοπλο. Θα ήταν η πιο μεγάλη ανοησία, αν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της είχαν τη δυνατότητα κατάκτησης της εξουσίας με ειρηνικό δρόμο, εντούτοις το μαρξιστικό κόμμα επέμενε κάνοντας χρήση αποκλειστικά του ένοπλου δρόμου.

Πότε όμως γίνεται χρήση του ένοπλου δρόμου; Απάντηση: Αυτό θα εξαρτηθεί από την αντίσταση που θα προβάλλει η αστική τάξη και τα τσιράκια της τη δεδομένη στιγμή. Πρόκειται εδώ για το πιο ουσιαστικό, δεν είναι όμως το μόνο. Υπάρχουν ακόμη μια σειρά παράγοντες, όπως, η διεθνής αντίδραση και ο συσχετισμός δυνάμεων παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην περιοχή, η ουδετεροποίηση ενός τμήματος της αστικής τάξης, ιδιαίτερα της μη μονοπωλιακής, η στάση που θα κρατήσει ένα μέρος των ενόπλων δυνάμεων κτλ.

Αυτό που πρέπει να είναι καθαρό στο «μυαλό» του κομμουνιστικού κόμματος, των λαϊκών μαζών που το ακολουθούν, είναι ότι όταν επιχειρήσει χρήση του ένοπλου δρόμου, θα πρέπει να υπάρχει η μεγάλη δυνατότητα –το αν αυτό γίνει πραγματικότητα δε μπορεί κανείς να το γνωρίζει, ούτε να το προεξοφλήσει- για νίκη των επαναστατικών δυνάμεων. Το κομμουνιστικό κόμμα δεν δρα σε στιλ αναρχίας: ρίχνω μερικές βομβίτσες, βγάζω μια προκήρυξη ανάληψης ευθύνης με μπόλικη επαναστατική φρασεολογία, στην οποία επισυνάπτω και μια φωτογραφία που να φαίνονται δυο καλάσνικοφ και η φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα και έτσι κοιμάμαι με ήσυχη τη συνείδηση ότι έχω κάνει «επανάσταση». Το κομμουνιστικό κόμμα δρα υπεύθυνα. Είναι ο νους και η καρδιά της επανάστασης. Παίρνει πάνω του την ευθύνη για την πορεία των εξελίξεων, όχι μόνο της συγκεκριμένης εκείνης περιόδου, αλλά και γι’ αυτή που θα ακολουθήσει. Αν επομένως δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις για ένοπλο δρόμο και παρ’ όλα αυτά επιχειρηθεί αυτός, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το κίνημα θα τσακιστεί από την αντίδραση, φέρνοντάς το πίσω μια ολόκληρη εποχή. Ποιος θα φταίει για αυτό;

5. Είναι κακός –για να μην πω ανόητος και παρεξηγηθώ- εκείνος ο επαναστάτης, που αποκαλύπτει στον ιδεολογικό, πολιτικό και ταξικό αντίπαλο τον δρόμο που θα ακολουθήσει το εργατικό κίνημα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Του προσφέρει μ’ αυτό τον τρόπο μια σωρεία από «επιχειρήματα» για να τον χτυπά καθημερινά, να δυσκολεύει τη δουλειά του ακόμη περισσότερο. Το πιο φωτεινό παράδειγμα εδώ ήταν ο Λένιν, ο οποίος γνώριζε να ελίσσεται ανά πάσα στιγμή, φτάνοντας το μπολσεβίκικο κόμμα μέχρι την τελική νίκη. Δεν πρόκειται εδώ για τακτικισμό, όπως προσπαθούν να του προσάψουν κάποιοι, αλλά για εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής.

6. Ο ΓΓ στο σχόλιό του με παραπέμπει στον Μαρξ, προκειμένου να δικαιολογήσει τη θέση του ότι «η ανατροπή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας –της αστικής δικτατορίας καλύτερα- μπορεί να γίνει μόνο με ένοπλο αγώνα», όπως αναφέρει. Και το απόσπασμα του Μαρξ: «Οι κομμουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους. Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης».

Πρόκειται εδώ για ένα απόσπασμα από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Ποιος κομμουνιστής θα μπορούσε αλήθεια να διαφωνήσει; Κανείς. Ο Μαρξ εδώ κάνει λόγο για «βίαιη ανατροπή», δεν λέει όμως ότι η βίαιη αυτή ανατροπή θα λάβει χώρα αποκλειστικά και μόνο με τον ένοπλο δρόμο. Αυτή είναι άποψη του Γ.Γ, όχι του Μαρξ. Γιατί ο Μαρξ, απλά, ήταν Μαρξ. Γιατί γνώριζε ότι ναι μεν οι δρόμοι της επανάστασης σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της βίας, είναι όμως δυό ζητήματα διαφορετικού είδους.
Παρακάτω. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ένγκελς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι στην Αγγλία είναι δυνατός ο ειρηνικός δρόμος της επανάστασης. Ο Γ.Γ δεν το γνωρίζει;

7. Συνεχίζω. Ο Γ.Γ κάνει λόγο γενικά και αφηρημένα –πάντα επί του ίδιου θέματος- για μπολσεβίκους. Εγώ όμως θα είμαι συγκεκριμένος. Όποιος έχει μελετήσει σε βάθος τη ρωσική επανάσταση, θα γνωρίζει ότι ο Λένιν άλλαζε διαρκώς την τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει το μπολσεβίκικο κόμμα σ’ αυτό το ζήτημα. Στις «Θέσεις του Απρίλη» τάχθηκε αρχικά υπέρ της ειρηνικής πορείας της επανάστασης στα πλαίσια της δυαδικής εξουσίας των Σοβιέτ και της αστικής κυβέρνησης. Στη συνέχεια, μετά την αιματηρή καταστολή των μεγάλων (ένοπλων) διαδηλώσεων των εργατών και στρατιωτών τον Ιούλη του 1917, ο Λένιν είδε την αναγκαιότητα της άμεσης προετοιμασίας για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Το 6ο Συνέδριο των μπολσεβίκων (26.7-3.8.1917) έβαλε πορεία για την ένοπλη εξέγερση. Όμως μόλις λίγες μέρες μετά, ο Λένιν ενόψει του στρατιωτικού πραξικοπήματος απ΄ τον στρατηγό Κορνίλοφ, κάνει μια νέα στροφή. Μετά την καταστολή του πραξικοπήματος, βλέπει για λίγες μέρες τη δυνατότητα μιας δυνατής εναλλακτικής σε σχέση με την ένοπλη εξέγερση, συγκεκριμένα, τον σχηματισμό μιας αριστερής κυβέρνησης συμμαχίας, η οποία θα αποτελείται απ΄ τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους, οι οποίοι θα πρέπει να είναι υπόλογοι απέναντι στα Σοβιέτ. Συνεπώς, ο επόμενος στόχος των μπολσεβίκων ήδη από τα μέσα Αυγούστου μέχρι τις αρχές Σεπτέμβρη του 1917, είναι η πάλη για μια επαναστατικο-δημοκρατική εξουσία. Η εξουσία αυτή θα έπρεπε να θέσει σε εφαρμογή τα κεντρικά οικονομικά και πολιτικά μέτρα, τα οποία θα εκτόπιζαν τελειωτικά την αστική τάξη από την εξουσία. Στην εργασία του «Η απειλητική καταστροφή και πως θα πρέπει να την καταπολεμήσουμε», η οποία γράφτηκε τον Σεπτέμβρη του 1917, ο Λένιν εξηγεί τη σημασία που μπορεί να έχει στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό μια άλλη αστική δημοκρατία απ΄ ό,τι η «κανονική». Η αντίληψη αυτή επηρέασε σημαντικά τις συζητήσεις περί στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων μέχρι τις μέρες μας. Στα μέσα όμως Σεπτέμβρη του 1917 διαγράφηκε πλέον για τον Λένιν οριστικά η «σπάνια και αρκετά πολύτιμη» δυνατότητα, όπως αναφέρει, ενός ειρηνικού δρόμου της επανάστασης. Από τη χρονική αυτή περίοδο πίεζε το μπολσεβίκικο κόμμα να προετοιμάσει την ένοπλη εξέγερση και οργανωτικά. Ο Γ.Γ αυτά δεν τα γνωρίζει;

8. Ο Γ.Γ στο σχόλιο που μου απευθύνει κάνει λόγο γενικά και αφηρημένα, όπως πάντα, για κομμουνάρους. Εγώ όμως θα είμαι συγκεκριμένος. Η θέση του Μαρξ ήταν ότι οι κομμουνάροι για μια σειρά λόγους, δεν ήταν δυνατό να επιτύχουν το στόχο τους: την εγκαθίδρυση της πολιτικής τους εξουσίας. Όταν όμως ξέσπασαν τα γεγονότα ο Μαρξ τάχθηκε υπέρ των κομμουνάρων, υπέρ της εξουσίας του γαλλικού προλεταριάτου –και καλά έκανε. Η εξουσία αυτή διήρκεσε 72 ημέρες και τελικά πνίγηκε στο αίμα. Ο Μαρξ επιβεβαιώθηκε. Φυσικά, τα γεγονότα αυτά έδωσαν στον Μαρξ πλούσιο υλικό για μελέτη, καταλήγοντας αργότερα σε μια σειρά συμπεράσματα, που οφείλει να μελετά κάθε μαρξιστής/κομμουνιστής. Ο Γ.Γ δεν γνωρίζει τη θέση του Μαρξ ή απλά επικεντρώνεται στην ένοπλη πάλη;

9. Ο Γ.Γ κάνει λόγο γενικά και αφηρημένα για τον Τσε Γκεβάρα. Εγώ όμως θα είμαι συγκεκριμένος. Ο ένοπλος δρόμος της επανάστασης στην Κούβα πέτυχε. Και καλά θα κάνουν οι κομμουνιστές να μελετήσουν γιατί πέτυχε. Ένας από τους πρωτεργάτες της ήταν ο Τσε. Γιατί όμως δεν πέτυχε ο ένοπλος δρόμος στο Κονγκό, όταν πρωτεργάτης του ήταν πάλι ο Τσε; Επειδή δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες/προϋποθέσεις: Χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (εδώ εμπλέκονται μια σειρά ζητήματα, που δεν είναι της στιγμής να αναλύσω), κατακερματισμός του αντάρτικου κινήματος, εμπλοκή της διεθνούς αντίδρασης κτλ.

Γιατί στη συνέχεια δεν πέτυχε ο ένοπλος δρόμος στη Βολιβία, που πρωτεργάτης ήταν πάλι ο Τσε; Επειδή και πάλι δεν υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, κι εδώ η πιο βασική ήταν ότι οι αγρότες δεν ακολούθησαν τους αντάρτες. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: ήττα του αντάρτικου κινήματος, δολοφονία του Τσε.
Στα γεγονότα που σχετίζονται με τον Τσε, είχε κάνει κάποτε μια σύντομη αναφορά και ο Νίκος Ζαχαριάδης, διαπιστώνοντας πολύ σωστά, ότι όντως δεν υπήρχαν τότε οι προϋποθέσεις για ένοπλο δρόμο. Ο ΓΓ ως θαυμαστής του Ζαχαριάδη όφειλε να το γνωρίζει.

10. Στο υστερόγραφο του σχολίου του ο Γ.Γ αναφέρεται –και πάλι γενικά και αφηρημένα- στο ζήτημα της επαναστατικής βίας, καθώς και σε αποσπάσματα, που θα μπορούσε να παραθέσει όπως γράφει, από το έργο του Λένιν «Κράτος και επανάσταση», το οποίο σημειωτέον το έχω αναρτήσει και στο ιστολόγιο που διαχειρίζομαι εδώ και καιρό. Είναι από τα πρώτα έργα του Λένιν που διάβασα για πρώτη φορά το 1979 (τότε το βιβλίο αυτό κόστιζε περίπου 100 δραχμές), και έκτοτε δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές το έχω ξαναδιαβάσει.
Επειδή όμως δεν αναφέρει κάτι συγκεκριμένο, δεν μπορώ να πάρω θέση. Είμαι όμως βέβαιος ότι η όλη σύγχυση προκύπτει απ’ το γεγονός της εσφαλμένης ταύτισης βίας και ένοπλου δρόμου.

Ξεκαθαρίζω για μια ακόμη φορά: Ποτέ, σε κανένα γραπτό μου, δεν τάχθηκα κατά του ένοπλου δρόμου, κατά της επαναστατικής βίας. Αλλοίμονο αν συνέβαινε κάτι τέτοιο! «Η βία», γράφει ακόμη ο Μαρξ στον πρώτο τόμο στο «Κεφάλαιο», «είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μέσα της μια καινούργια. Η ίδια αποτελεί οικονομική δύναμη». Η βία ενυπάρχει εν δυνάμει μέσα στην ίδια την κεφαλαιακή σχέση.

Σε μια μεγάλη μελέτη μάλιστα που έγραψα, με τίτλο «Ο ιμπεριαλισμός», την οποία δημοσίευσα στο ιστολόγιο «Ορίζοντας», -απ’ την οποία σημειωτέον, πολλοί έχουν «τσιμπολογήσει» μια σειρά πράγματα, και καλά έκαναν, αλλά κανείς δεν φιλοτιμήθηκε να κάνει έστω και μια αναφορά σ’ αυτό το έργο, και δεν είναι το μοναδικό, αλλά τι να κάνουμε στην Ελλάδα βρισκόμαστε και όλοι τα ξέρουν όλα- είχα αφιερώσει και μια επιπλέον υποενότητα (την 3.3) με υπότιτλο «Ο ρόλος της βίας στις οικονομικές σχέσεις». Για το ζήτημα όμως αυτό, υπάρχουν διάσπαρτες σ’ όλο το έργο, σκέψεις και συμπεράσματα. Διότι η βία, όπως ήδη έχω επισημάνει, δεν είναι μόνο συστατικό στοιχείο κατά την περίοδο κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Αν λοιπόν ο Γ.Γ το μελετούσε προσεκτικά, όπως επίσης και το έργο «Για την μετάβαση προς το σοσιαλισμό», στο ίδιο ιστολόγιο, ίσως να μην έγραφε αυτά που έγραψε.

4. «ΣΤΑΛΙΝΟ-ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ»

1. Συνεχίζω την ανάλυση μ’ ένα ζήτημα που δεν αφορά άμεσα στο σχόλιο του Γιώργου Γιαννακέλλη (Γ.Γ) –τον οποίο ομολογουμένως εκτιμώ παρά τις όποιες διαφωνίες μας-, αλλά στην εσφαλμένη αντίληψή του για τη βία, η οποία (αντίληψη) αυτή τη φορά τον οδηγεί στην αποδοχή και στην προπαγάνδιση του αναρχισμού.
Όποιος έχει μελετήσει προσεκτικά την αρθρογραφία στο «Βαθύ Κόκκινο», θα ‘χει παρατηρήσει, μεταξύ άλλων, ότι μια γκάμα άρθρων ξεχωρίζει. Πρόκειται για μια ιδιομορφία που σπάνια μπορεί να συναντήσει κανείς σε άλλη ιστοσελίδα, μάλλον δε την συναντά καθόλου. Το φαινόμενο αυτό συμβατικά, το ονομάζω «σταλινο-αναρχισμό». Περί τίνος λοιπόν πρόκειται;

Κατ’ αρχή πρέπει να σημειωθεί, ότι οι αντιλήψεις αυτές δεν συνιστούν ούτε ρεύμα και, ασφαλώς, ούτε σχολή. Μάλιστα, δεν υποστηρίζονται ούτε από το σύνολο της ομάδας που διαχειρίζεται τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Υπάρχουν μεν κάποια κοινά σημεία μεταξύ τους, και αυτό αφορά ιδιαίτερα σε ζητήματα που σχετίζονται με τον αναρχισμό, όχι όμως και σε ζητήματα που σχετίζονται με αυτό που ονομάζουμε σταλινικό φαινόμενο. Εξάλλου είναι γνωστό, ότι αναρχισμός και σταλινικό φαινόμενο συμπεριφέρονται μεταξύ τους όπως η γάτα με το ποντίκι. Οι αντιλήψεις αυτές εκφράζονται κυρίως από τον Γ.Γ και κάποιες φορές σιγοντάρονται από μερικούς άλλους.

Πως λοιπόν εξηγείται το γεγονός το ίδιο πρόσωπο (ο Γ.Γ), να ενσωματώνει και να προπαγανδίζει ταυτόχρονα αντιλήψεις και από τα δυο αυτά φαινόμενα, που ουσιαστικά αλληλοαποκλείονται; Όποιος διάβασε προσεκτικά το κείμενο τούτο, μπορεί εύκολα να ακολουθήσει την παρακάτω αιτιακή αλυσίδα συλλογισμών. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι το αναμενόμενο.

Η αλυσίδα αυτή αποτελείται από τους ακόλουθους κρίκους:
1. Για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος αναγκαία είναι η βία (μαρξιστικά σωστό).
2. Η βία ταυτίζεται με τον ένοπλο δρόμο της επανάστασης (μαρξιστικά εσφαλμένο, το έχουμε ήδη δείξει). Από τον κρίκο αυτό και πέρα, τα πράγματα ακολουθούν πλέον μια άλλη πορεία.
3. Η ταύτιση βίας και ένοπλου δρόμου, οδηγεί στην απολυτοποίηση του ένοπλου δρόμου. Όμως ποιου ένοπλου δρόμου; Εκείνου της ατομικής (αναρχικής) τρομοκρατίας και όχι της μαζικής ένοπλης πάλης. Βλέπουμε λοιπόν ότι και εδώ παρακάμπτεται, παραμορφώνεται, διαστρεβλώνεται ο μαρξισμός για μια ακόμη φορά. Φυσικά, για να μην αδικήσουμε τον Γ.Γ, πρέπει να ειπωθεί ότι τάσσεται και υπέρ της μαζικής ένοπλης πάλης. Όμως αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει είναι, πως συνδέει την ατομική τρομοκρατία με το σταλινικό φαινόμενο. Η απάντηση είναι απλή.
4. Στον τέταρτο κρίκο της αλυσίδας η σταλινική τρομοκρατία ταυτίζεται με την επαναστατική βία. Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά σφάλμα, για την τρίτη κατά σειρά διαστρέβλωση του μαρξισμού. Είναι ακριβώς αυτή που διαπράττει σκόπιμα η ηγεσία του ΚΚΕ, γι’ αυτό ακριβώς και σ’ αυτό το ζήτημα η συγκεκριμένη αντίληψη του Γ.Γ συμπίπτει με αυτήν της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ο Γ.Γ προβάλλει από τον «Ριζοσπάστη» σχεδόν ό,τι άρθρο σχετίζεται με την ένοπλη πάλη.

5. Φτάσαμε στον τελευταίο κρίκο, που αποτελεί και τη σύνθεση όλων των προηγούμενων. Η «λογική» του είναι: Η ανατροπή του καπιταλισμού θα γίνει μέσω της βίας, και επειδή αυτή ταυτίζεται με τον ένοπλο δρόμο (ανεξάρτητα για το αν πρόκειται για ατομική τρομοκρατία ή μαζική ένοπλη πάλη) θα γίνει μόνο μέσω του ένοπλου δρόμου. Επειδή όμως η επαναστατική βία ταυτίζεται με την σταλινική τρομοκρατία, τότε οι δυο βίες (ατομική τρομοκρατία και σταλινική τρομοκρατία) ενώνονται σε μία. Οι ιδέες του «μεγάλου τιμονιέρη» αναρχικού (;) Στάλιν, είναι αυτές που δείχνουν το δρόμο στο προλεταριάτο για την επικείμενη επανάσταση.
Συμπέρασμα: «Σταλινο-αναρχισμός». Όπερ έδει δείξαι (που θα ‘λεγε και ο Ευκλείδης).

Αν και στο κείμενο τούτο, σκοπός μου δεν ήταν η κριτική ανάλυση των αναρχικών ιδεών, για αυτό θα χρειάζονταν πολλές αναλύσεις, εντούτοις θεώρησα αναγκαίο να αναφέρω κάποιες από αυτές με τα λόγια του Λένιν από το σημείωμά του με τίτλο «Αναρχισμός και σοσιαλισμός (Θέσεις)» (βλ. σχετικό άρθρο στο ιστολόγιο «Ορίζοντας»): «Ο αναρχισμός […] δεν έχει δώσει τίποτα άλλο παρά γενικές φράσεις ενάντια στην εκμετάλλευση. Οι φράσεις αυτές είναι στη μόδα για περισσότερα από 2000 χρόνια. Απουσιάζει (α) η κατανόηση των αιτιών της εκμετάλλευσης, (β) η κατανόηση της κοινωνικής ανάπτυξης, η οποία οδηγεί στο σοσιαλισμό, (γ) η κατανόηση της ταξικής πάλης ως δημιουργική δύναμη για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού […] Ο αναρχισμός είναι αντεστραμμένος αστικός ατομικισμός. Ο ατομικισμός ως βάση της συνολικής κοσμοθεωρίας του αναρχισμού […] Υπεράσπιση της μικροαστικής τάξης και του μικρού εργοστασίου στην επαρχία […] Άρνηση της ενοποιητικής και οργανωτικής δύναμης της κρατικής εξουσίας […] Μη κατανόηση της κοινωνικής ανάπτυξης –ρόλος του μεγάλου εργοστασίου – ανάπτυξη του καπιταλισμού προς το σοσιαλισμό […] Ο αναρχισμός είναι ένα προϊόν της απελπισίας […] Μη κατανόηση της ταξικής πάλης του προλεταριάτου. Ανόητη άρνηση της πολιτικής στην αστική κοινωνία […] Πανάκειες που αποτελούνται από μονόπλευρα μέσα, αποσυνδεδεμένα από το γενικό πλαίσιο […] Κανενός είδους αρχή ή επαναστατική διδασκαλία, καμιά θεωρία […] Κατακερματισμός του εργατικού κινήματος […]».
Ρωτώ τον Γ.Γ για πολλοστή φορά: Τις θέσεις αυτές του μαρξισμού δεν τις γνωρίζει;

2. Στο «βαθύ Κόκκινο» όμως, δημοσιεύονται και κείμενα από αναρχικούς, τα οποία θα προσυπέγραφα. Όχι όλα, όμως κάποια από αυτά. Δεν έχω πρόβλημα να το γράψω. Όπως σε ζητήματα αντιιμπεριαλιστικής πάλης, αντιφασισμού και αντιρατσισμού, διεθνούς πολιτικής.

Τα καλοκαίρια επίσης που βρίσκομαι στην ιδιαίτερή μου πατρίδα, στη Μυτιλήνη –γιατί τα τελευταία χρόνια λόγω δουλειάς είμαι εκτός Λέσβου-, έχω συμμετάσχει σε διαδηλώσεις και αντιφασιστικά συλλαλητήρια δυό φορές και στο μπλοκ των αναρχικών, αφενός γιατί συμπεριφέρονται μια χαρά, τουλάχιστον σ’ αυτά που συμμετείχα (η Μυτιλήνη δεν είναι Αθήνα), αφετέρου γιατί με «γεμίζει» ο παλμός τους, η ζωηράδας τους. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: Διότι το ΚΚΕ στα μεγάλα αντιφασιστικά συλλαλητήρια στη Μυτιλήνη ήταν απών. Έκανε τα δικά του, πάντα ξεχωριστά, για να μη «μολυνθεί» από τον «ιό» της «αριστεράς», του «οπορτουνισμού», του «αναρχισμού».

Πριν από μερικά χρόνια είχα επίσης δυό μαθητές αναρχικούς, ο ένας ήταν συνειδητός αναρχικός με άποψη. Οι αντιλήψεις τους μου ήταν σεβαστές. Όσες φορές μια ομάδα μαθητών μέσα στην τάξη επιτίθονταν με μια άσχημη, ρατσιστική φρασεολογία ενάντια σε συμμαθητές τους αλβανικής καταγωγής, ήταν οι μοναδικοί που έπαιρναν ανοιχτά τη θέση μου στις συζητήσεις. Υπήρξαν από τους καλύτερους μαθητές που είχα ποτέ, με μια κριτική σκέψη στο φουλ. Σπάνια παιδιά. Να ‘ναι καλά εκεί που βρίσκονται.

Δεν είμαι επίσης από ‘κείνους που υποστηρίζουν τη θέση, ότι (όλοι) οι αναρχικοί είναι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών. Εντούτοις πρέπει να ειπωθεί, ότι οι υπηρεσίες αυτές πολλές φορές έχουν διεισδύσει σε αριστερίστικες οργανώσεις, όχι μόνο στους αναρχικούς. Μάλιστα, πριν μερικά χρόνια αποκαλύφθηκε ότι στο Βέλγιο είχαν ιδρύσει ολόκληρο κόμμα.
Πολλοί από αυτούς, λόγω της δράσης τους βρίσκονται εγκλεισμένοι στις φυλακές. Η θέση μου είναι κι εδώ καθαρή: Ανεξάρτητα από το αν διαφωνεί κανείς μ’ αυτή τη δράση, το κράτος οφείλει να τους συμπεριφέρεται ανθρώπινα! Άνθρωποι είναι και όχι ζώα. Αλλά ακόμη και στα ζώα οι άνθρωποι δε μπορούν να φέρονται έτσι. Τα δικαιώματά τους ως φυλακισμένων πρέπει να γίνονται σεβαστά, όπως και κάθε άλλου πολίτη. Τελεία.

Από κει και πέρα όμως, μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού υπάρχει ένα χάσμα, στη θεωρία και στη πράξη. Αυτό το γνωρίζουν τόσο οι μαρξιστές όσο και οι αναρχικοί. Είναι γνωστή η θέση του Μαρξ, ότι ένα κόμμα, επομένως και ένας άνθρωπος, δεν κρίνεται με βάση το τι πιστεύει αυτός για τον εαυτό του. Μ’ αυτή την έννοια για παράδειγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα των έγκλειστων στις φυλακές αναρχικών πρέπει να γίνονται σεβαστά, αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να γίνονται αποδεκτές και οι ιδέες τους, ή οι πράξεις τους να παρουσιάζονται ως πράξεις «ηρωισμού» και «επαναστατικότητας».

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Το 1977, τότε ήμουν μέλος της ΚΝΕ, γινόταν στο χωριό μου, στο Μεσαγρό Λέσβου, μια προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Μετά την ομιλία, αφού πια είχε αδειάσει το καφενείο από κόσμο, βγαίνοντας έξω βλέπω ένα γεροντάκι και περίμενε. Γνωριζόμασταν ήδη. Με πλησιάζει και μου λέει: «Παναγιώτη, έλα να πάμε λίγο πιο πέρα, θέλω να μιλήσουμε».

Είχε ήδη νυχτώσει. Πηγαίνουμε σε μια γωνιά που είχε λίγο φως, και μου θέτει την εξής ερώτηση: «Θέλω να μου πεις με ποιο τρόπο θα πάρουμε την εξουσία. Τι λέει το Κόμμα;». Άρχισα να του εξηγώ για τα ζητήματα της αντιμονοπωλιακής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης, για το ΝΑΤΟ, την ΕΟΚ, τις Βάσεις, για τις θέσεις που είχε τότε το ΚΚΕ σε μια σειρά θέματα.

Με άκουγε προσεκτικά. Με διακόπτει και ξαναρωτά: «Ναι, καλά όλα αυτά, πως όμως θα γίνουν;». Του εξηγώ ότι το Κόμμα παλεύει για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε με ειρηνικό δρόμο να γίνει κατάληψη της εξουσίας. Οπότε μου θέτει ξαφνικά την ερώτηση: «Κι αν δεν μας αφήσουν;». Του απαντώ: «Τότε θα πάρουμε τα όπλα». Με κοιτά με βλέμμα επίμονο. Ξαναρωτά: «Είσαι σίγουρος;» Του λέω: «Ναι, σίγουρος είμαι, αυτή είναι η θέση του Κόμματος». Συνέχιζε να με ξαναρωτά, δυό-τρεις φορές το ίδιο ερώτημα. Όταν πια πείστηκε, τα μάτια του έλαμψαν, δάκρυσε. Μου λέει: «Σ’ ευχαριστώ, αυτό ήθελα ν’ ακούσω. Τώρα θα πεθάνω ήσυχος».

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Το ΚΚΕ σ’ όλη την ιστορική του πορεία, όχι μόνο στα χρόνια της βαθιάς παρανομίας, αλλά και της μεταπολίτευσης, πέρασε πολλές μπόρες. Υπήρξαν φάσεις ανόδου αλλά και διασπάσεων, αποσχίσεων, πτώση της επιρροής του. Κάθε φορά όμως κατόρθωνε να ξεπερνά τις δυσκολίες, ν’ ανασηκώνεται, να ορθώνει το μπόι του και να συνεχίζει την πορεία του. Εδώ και αρκετά χρόνια όμως, με την σημερινή ηγεσία του, το μόνο που γνωρίζει είναι ήττες. Γιατί η ηγεσία τούτη εγκατέλειψε μια σειρά από βασικές αρχές του μαρξισμού, στο όνομα του μαρξισμού. Η καταστροφή που έχει επέλθει στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα της χώρας μας είναι τεράστια, σε όλους τους τομείς. Ακόμη κι αν η ηγεσία τούτη αποφάσιζε να αλλάξει πορεία, να επανέλθει το Κόμμα στις κομμουνιστικές ρίζες του, ακόμη και τότε θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού, αλλά να πείσει και πολλούς συντρόφους που σήμερα την ακολουθούν, ότι η πορεία των τελευταίων χρόνων είναι εσφαλμένη, γιατί η δύναμη της συνήθειας είναι τεράστια. Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι είναι ευκολότερο να διασπάσει κανείς τον πυρήνα του ατόμου, παρά να αλλάξει τις συνήθειες των ανθρώπων.

Το ΚΚΕ που γνώριζα, το Κόμμα αυτό που μου ‘μαθε πολλά, που μου πρόσφερε πολλά, αλλά και που του πρόσφερα αρκετά, φυσικά με τη θέλησή μου, γιατί πρόκειται για μια Οργάνωση εθελοντών, το νιώθω πια ξένο. Μέσα μου έχει νεκρωθεί. Είναι ένα συναίσθημα που δύσκολα μπορεί να εκφραστεί με λόγια.

Όσο για τη διαλεκτική ειρηνικού και ένοπλου δρόμου, αλλά και όλες τις άλλες μαρξιστικές θέσεις που εγκατέλειψε η ηγεσία του, τις εγκατέλειψε αυτή, όχι εγώ. Αυτή απομακρύνθηκε από μένα, αυτή έφτασε το ΚΚΕ στο σημείο να το απομακρύνει από μένα, και όχι εγώ από το ΚΚΕ. Γι’ αυτό τις κατηγορίες περί «οπορτουνισμού» που εκσφενδονίζει αλόγιστα και με τόση ευκολία τόσο σε μένα όσο και σε χιλιάδες συντρόφους μου, τις επιστρέφω στα μούτρα της.

Το γεροντάκι ‘κείνο, που με κοίταζε δακρυσμένο, εκπροσωπώντας στο πρόσωπό του μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά της Εθνικής Αντίστασης, σ’ αυτή τη γενιά που χρωστάμε πολλά, η ηγεσία τούτη έρχεται τώρα να του πει, ότι το ΕΑΜ μέσα από το οποίο αγωνίστηκε, δεν ήταν αυτό που έπρεπε, ότι ήταν ανάγκη να βάλει ως άμεσο στόχο το σοσιαλισμό κτλ. Αλλά τότε το ΕΑΜ, απλά δεν θα ήταν… ΕΑΜ. Θα ήταν το πολύ μια μικρή αντιστασιακή ομάδα με μηδαμινή επιρροή.

ΥΓ: Για την ιστορία: Το όνομά αυτού του ανθρώπου ήταν Παναγιώτης Περγάμαλης. Παλιός αντιστασιακός, ΕΑΜίτης. Σήμερα δε βρίσκεται πια στη ζωή.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *